Κιότο: Η πόλη των Γκεϊσών

Ποτέ δε θα μάθω τί στ’αλήθεια τι κρύβεται πίσω από τις μάσκες τους, ποια είναι η αληθινή ψυχή του Ιάπωνα

Κιότο, η παλιά πρωτεύουσα της Ιαπωνίας, η ιερή παραδοσιακή πόλη των Ιαπώνων, η πόλη των Γκεϊσών. Η πρώτη εικόνα που αντικρίζει όποιος φτάσει στο Κιότο με το τραίνο, είναι ένας τεράστιος σύγχρονος πολυώροφος σταθμός. Πλήθος κόσμου παντού, εμπορικά καταστήματα, εμπορικό κέντρο, εστιατόρια πολυτελείας, ταχυφαγεία, καφέ, και αμέτρητες κυλιόμενες σκάλες που οδηγούν στην κορυφή του πολυώροφου κτιρίου και προσφέρουν μια απίστευτη θέα της πόλης

Συνταξιδιώτισσα στο μακρινό αυτό ταξίδι στην Ιαπωνία, η αδερφή μου. H διαμονή μας θα γινόταν σε ένα ριοκάν, παραδοσιακό ιαπωνικό ξενοδοχείο με ψάθα για κρεβάτι. Κλείσαμε κάποιο κοντά στο σταθμό, δηλαδή όσο πιο κεντρικά γινόταν. Από την τιμή του καταλάβαμε πως το Κιότο είναι και πιο ακριβό από το Τόκιο και είχαμε δίκαιο. Καθότι είναι και πιο τουριστική πόλη και ο κάθε Γιαπωνέζος που σέβεται τον εαυτό του θα την επισκεφτεί τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του , τα ξενοδοχεία ήταν σαφώς πιο ακριβά από το Τόκιο, αλλά και προσέφεραν λιγότερες υπηρεσίες

Ο ξενοδόχος ήταν μια γιαπωνέζικη φολκλόρ φιγούρα . Μιλούσε δυνατά, εξέφραζε τον ενθουσιασμό του με επιφωνήματα και κάπνιζε ακατάπαυστα. Μας έβαλε να τοποθετήσουμε 2 αυτοκόλλητα στο χάρτη του, στη θέση της Ελλάδας μιας και είμασταν οι πρώτες Ελληνίδες πελάτισσες του και από τις ελάχιστες Ευρωπαίες.

Μετά μας ζήτησε να του δείξουμε στο χάρτη σε ποια μέρη έχουμε ταξιδέψει και εξεπλάγη που έχουμε γυρίσει τόσο πολύ την Ευρώπη, ενώ εμείς με τη σειρά μας εκπλαγήκαμε που τα ταξίδια του ήταν όλα σε νησιά όπως Κιριμπάτι, Φίτζι, Σολομώντα.

Είχε νυχτώσει προ πολλού, το στομάχι μας ήταν χάλια από τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες του τραίνου, έτσι την πρώτη μέρα μας στο Κιότο αρκεστήκαμε απλά στο να κάνουμε μια βόλτα στη γειτονιά και το σταθμό και να τσιμπήσουμε κάτι ελαφρύ .

(Το τραίνο που μας μετέφερε με ιλιγγιώδεις ταχύτητες από το Τόκιο στο Κιότο, γνωστό και ως bullet train)

Με το φως της μέρας το Κιότο φάνταζε μια ανιαρή τσιμεντούπολη, παρά τις διάσπαρτες πινελιές των βουδιστικών ναών . Οι ρυθμοί βέβαια δεν ήταν τόσο έντονοι όσο στο Τόκιο, αλλά η πόλη μας έδειχνε έναν άσχημο χαρακτήρα με αέρα που θύμιζε περισσότερο παγκοσμιοποίηση παρά ιαπωνική κουλτούρα

(Χαρακτηριστικό των Ιαπώνων, είτε να κοιμούνται στα ΜΜΜ είτε να είναι απορροφημένοι στα κινητά τους)

Προσπαθούσα να τη φανταστώ 70 χρόνια πριν. Φανταζόμουν τους ψυχρούς Ιάπωνες να περνούν τα βράδια πίνοντας τσάι και ακούγοντας μουσική σε ήχους σαμισέν από κάποια όμορφη θλιβερή γκέισα που μέσα της παρακαλεί να βρεθεί «εκείνος » που θα την ερωτευτεί παράφορα και θα την « σώσει » από τη μονότονη καταδικασμένη παρθενική της ζωή.

Αλήθεια, πόσα πραγματικά γνωρίζουμε για τις γκέισες και τι από όλα αυτά είναι αλήθεια; Πολλοί τις έχουν εσφαλμένα παρομοιάσει με πόρνες. Όχι ότι στην Ιαπωνία δεν ανθεί το αρχαιότερο επάγγελμα. Ωστόσο, οι γκέισες ήταν κάτι σα τις εταίρες της αρχαιότητας, ή καλύτερα τις αυλητρίδες .

Μια πραγματική γκέισα είναι γυναίκα καλλιεργημένη που έχει εκπαιδευτεί από μικρή ηλικία. Η μαθητευόμενη γκέισα ονομάζεται μάικο και η εικόνα με το λευκό μακιγιαρισμένο πρόσωπο και το τραβηγμένο μαλλί είναι δική της . Η εκπαίδευσή τους ξεκινούσε από μικρή ηλικία και περιλαμβάνει μαθήματα για τη διαδικασία του τσαγιού, χορό και μουσική. Στις μέρες μας οι κοπέλες ξεκινούν την εκπαίδευση μετά το λύκειο. Η παλιά εικόνα της γκέισας διαφέρει πια από τη σύγχρονη αλλά και το αντρικό ενδιαφέρον έχει μειωθεί , μιας και οι Ιάπωνες έχουν κάνει στροφή 180 μοιρών προς το δυτικό κόσμο. Έτσι το θέαμα της γκέισας είναι πια σπάνιο και τα ποσοστά έχουν πέσει κατακόρυφα. Σήμερα, εκτιμάται πως έχουν μείνει μόνο περί τις 1.000 -1.500 γκέισες ενώ στις αρχές του περασμένου αιώνα υπήρχαν περισσότερες από 80.000.

Γκέισα και γάμος δε συνάδουν, έτσι αν κάποια αποφάσιζε να παντρευτεί αποσύρεται από το επάγγελμα. Το κόστος συντήρησης μιας γκέισας ήταν υψηλό έτσι απευθύνονταν σε εύπορους άντρες , ενίοτε παντρεμένους που μπορούσαν να συντηρούν δύο γυναίκες.

Οι συνοικίες όπου βρίσκονται σπίτια γκεϊσών ονομάζονται χαναμάτσι και σήμερα υπάρχουν ελάχιστα στο Κιότο. Δε πρέπει να συγχέονται με πόρνες πολυτελείας. Η πορνεία άνθισε στην Ιαπωνία κυρίως κατά την εποχή της κατοχής για τις ανάγκες των Αμερικανών στρατιωτών. Οι πόρνες της εποχής βέβαια μιμούνταν την ενδυμασία, το μακιγιάζ και τα χτενίσματα των γκεϊσών, προσέφεραν όμως καθαρά σεξουαλικές δραστηριότητες, ενώ οι αληθινές γκέισες προσέφεραν συντροφιά και ψυχαγωγία μονάχα.

Με πιάνει μια θλίψη να σκέφτομαι τις γκέισες. Όλα μου φαίνονται σαν ένα ατελείωτο εφιαλτικό όνειρο. Ωστόσο, δε μπορώ να μη σκεφτώ πως αυτή η κουλτούρα των Ιαπώνων είναι συνυφασμένη με τη σημερινή εικόνα του Ιάπωνα, ο οποίος χαιρετά υποκλινόμενος, δεν αγγίζει το διπλανό του και φορά πάντα το προσωπείο της ευγένειας. Το πρότυπο αυτό ως προς τις σχέσεις άντρα – γυναίκας σίγουρα κάπως θα έχει επηρεάσει και τη σημερινή όψη των σχέσεων. Ίσως γι’ αυτό τα ζευγάρια να είναι ψυχρά μεταξύ τους, να μην αγγίζονται δημοσίως παρά ελάχιστα, χωρίς την παραμικρή εκδήλωση των συναισθημάτων, χωρίς το παραμικρό περαιτέρω άγγιγμα πέρα από ένα χλιαρό πιάσιμο των χεριών. Τόσες μέρες εκεί και δεν είχαμε μετρήσει ούτε 5 ζευγάρια πιασμένα από το χέρι. Και φυσικά ούτε ένα ζευγάρι να φιλιέται ή να είναι έστω λίγο πιο κοντά ο ένας με τον άλλο. Η λέξη διαχυτικότητα δε πρέπει να υπάρχει στην ιαπωνική γλώσσα .

Ναι λοιπόν, η λευκή θλιβερή μάσκα της γκέισας δεν υφίσταται , παρά μονάχα για να κρύβει τη δυστυχία της δουλικότητας , να συγκαλύπτει τη μοναξιά και την απελπισία . Αυτοί είναι οι Ιάπωνες, φορούν μια μάσκα ευγενική έως δουλοπρεπή και μέσα τους … Άραγε μέσα τους τι να συμβαίνει; Ποιος να είναι ο αληθινός Ιάπωνας που αποκαλύπτεται πίσω από τις Μάσκες της Ιαπωνίας; Θα κατάφερνα να βγάλω ασφαλή συμπεράσματα για τις ελαχιστότατες μέρες που θα βρισκόμουν εκεί;

Βρίσκομαι στο μετρό του Κιότο και από μπροστά μου περνούν αδιάφορες εικόνες μιας αδιάφορης πόλης που θυμίζει φτωχική επαρχία. Προορισμός μας οι περιοχές Αρασιγιάμα και Σαγκάνο.

Όμως ας μην είμαστε άδικοι με το Κιότο. Μπορεί να είναι πράγματι μια τσιμεντούπολη και να χάνει μέρα τη μέρα την παλιά αίγλη της παράδοσης, ωστόσο μέσα στην ασχήμια του έχει και όμορφα στοιχεία. Ο σταθμός της Αρασιγιάμα ήταν κατάμεστος από Ιάπωνες. Μάλλον είμασταν οι μόνες Ευρωπαίες.

Ακολουθήσαμε κι εμείς το ρεύμα των τουριστών και βρεθήκαμε σε όμορφα μονοπατάκια , μέσα στη φύση, που θα μας οδηγούσαν στους ναούς που θέλαμε να δούμε. Γύρω από το μονοπάτι υπήρχαν λιλιπούτεια μαγαζιά που πουλούσαν διαφόρων ειδών σουβενίρ : ομπρέλες, πορτοφόλια, κοκαλάκια για τα μαλλιά, οτιδήποτε παρέπεμπε σε γκέισες και ιαπωνική κουλτούρα. Αριστερά και δεξιά μας παντού ναοί. Το μέρος εξέπεμπε μια απίστευτη θετική ενέργεια και μας γαλήνεψε αμέσως.

Επισκεπτόμασταν τον ένα ναό μετά τον άλλο, ώσπου φτάσαμε στον κυριότερο και είδαμε απ’ έξω για πρώτη μας φορά βουδιστές μοναχούς ντυμένοι σε άσπρο και κόκκινο . Κάποιος έπαιζε ένα όργανο και οι υπόλοιποι έψελναν και προσεύχονταν. Ο κυριότερος ναός είναι ο Τenryu- ji , χτισμένος το 1339 , με τον περίφημο Ζεν κήπο του. Αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς και προστατεύεται από την UNESCO.

Κάποια στιγμή βγήκαμε στο κεντρικό μονοπάτι της επιστροφής και με ένα παγωτό μηχανής με γεύση πράσινο τσάι στο χέρι κατευθυνθήκαμε στο σταθμό του μετρό για να επιστρέψουμε στο κεντρικό Κιότο. Τα πράγματα όμως ήταν σε αναταραχή στο σταθμό. Κανένα τραίνο δε ξεκινούσε διότι είχε γίνει ένα θανατηφόρο ατύχημα στη γραμμή που θέλαμε να πάρουμε . Η περιοχή ήταν πολύ μακριά από το κέντρο και έπρεπε να βρούμε τρόπο να επιστρέψουμε. Ρωτώντας από δω κι από κει και κυρίως με τη γλώσσα του σώματος, βρήκαμε ένα σταθμό λεωφορείων και ξεκινήσαμε για το ριοκάν μετά από μια μικρή περιπέτεια η οποία ευτυχώς έληξε ομαλά .

Ήταν ακόμα μέρα όταν φτάσαμε στον κεντρικό σταθμό έτσι αποφασίσαμε να παρατείνουμε λίγο το γεύμα μας και να επισκεφτούμε διάφορους ναούς στη γύρω περιοχή. Κατά το σούρουπο ανεβήκαμε στον τελευταίο όροφο του σταθμού για να θαυμάσουμε τη θέα. Ακριβώς απέναντι υπήρχε ένας τεράστιος μοντέρνος πύργος , από όπου μπορούσε κανείς να δει ολόγυρα της πόλης μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, δηλαδή στην Οζάκα.

Η Οζάκα είναι ίσως η πιο καπιταλιστική πόλη της Ιαπωνίας , με κτίρια μεγαθήρια και ουρανοξύστες που εμπόδιζαν τη θέα προς τον ουρανό. Ένας αδιάφορος σταθμός τραίνων, κόσμος παντού, ύπουλες φάτσες που μας κοιτούσαν με βλέμμα περίεργο και υποχθόνιο , στενά δρομάκια γύρω από το σταθμό, βρώμικα εστιατόρια, τεράστια πολυκαταστήματα και κόσμος, πολύς κόσμος με μάσκες, γιαπωνέζικα «αλάνια» με χρωματιστές τούφες μαλλιών και piercing σε όλο το πρόσωπο. Εικόνες αντιφατικές εν μέρει μεταξύ τους. Πρώτη φορά σε όλο το ταξίδι είδαμε ύπουλες φάτσες. Με βλέμμα πρόστυχο που σε διαπερνούσε .

Αν μπορούσα να χαρακτηρίσω την Οζάκα με μια λέξη αυτή θα ήταν ‘αισχρή’ .

Μια πόλη που καταπίνει ανθρώπους, όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Καζαντζάκης. Διότι η Ιαπωνία και κυρίως η Οζάκα με τα 9 εκατομμύρια κατοίκους της, είχε πουλήσει την γνήσια παραδοσιακή της ψυχής στην παγκοσμιοποίηση, την αμερικανοποίηση και τον καπιταλισμό.

Εδώ ίσως δε φτάνει το χανάμι (το άνθισμα των κερασιών). Ο χώρος πρασίνου είναι ελάχιστος. Τίποτα δε θυμίζει Ιαπωνία. Βρισκόμασταν σε μια καθαρά αμερικανική πόλη, μόνο που ολόγυρα υπήρχαν λιπόσαρκοι Γιαπωνέζοι και όχι παχύσαρκα λευκά πρόβατα.

Η Οζάκα λοιπόν ανέκαθεν ήταν σημαντική πόλη και σπουδαίο λιμάνι, κυρίως για το αλισβερίσι με την Κορέα και την Κίνα. Πράγματι οι κάτοικοί της διαφέρουν από τους υπόλοιπους Ιάπωνες, καθώς μιλούν και μια δική τους διάλεκτο

Εκείνο για το οποίο είναι διάσημη η Οζάκα είναι η διασκέδασή της. Στις γειτονιές του κέντρου υπάρχουν περιοχές για νυχτερινή διασκέδαση, για αγορά ηλεκτρονικών ειδών, Universal Studios, Ενυδρείο όπου μπορεί κανείς να δει φαλαινοκαρχαρίες, καταστήματα που πουλούν ό,τι περίεργο βάζει ο νους, και εμπορικά κέντρα με κομψά ρούχα.

Τέλος, η μεγάλη ατραξιόν της Οζάκας είναι η παλιά γειτονιά Shin-Sekai που κατασκευάστηκε το 1912 μιμούμενη κατά το ένα ήμισι τη Νέα Υόρκη και κατά το άλλο ήμισι το Παρίσι.

Κατ’ εμέ το σημαντικότερο αβαντάζ της μυστήριας αυτής πόλης, είναι η καλή της φήμη για το φαγητό. Διαθέτει καλά εστιατόρια και παράλληλα διοργανώνονται πολλά φεστιβάλ φαγητού όλη τη διάρκεια του χρόνου. Αφού περάσαμε λίγες ώρες στην Οζάκα που δε κέρδισε την καρδιά μας , πήραμε το δρόμο της επιστροφής.

Σε κάποιο από τα τραίνα γελούσαμε με τους Γιαπωνέζους που ζουν στο δικό τους σύμπαν.

Ποτέ δε θα μάθω τί στ’αλήθεια τι κρύβεται πίσω από τις μάσκες τους, ποια είναι η αληθινή ψυχή του Ιάπωνα.