Klaus Schrader: Πιο πιθανό σενάριο η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους από ένα κούρεμα

Από καθαρά οικονομική άποψη, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια σιωπηρή ελάφρυνση του χρέους και ένα απροκάλυπτο κούρεμα, δεδομένου ότι τα κόστη που θα αναληφθούν από τους πιστωτές είναι τα ίδια. Αλλά σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια μείωση του χρέους δεν θα είναι επαρκής χωρίς την παροχή νέων αναπτυξιακών ερεθισμάτων. Ενώ ένα βιώσιμο επίπεδο χρέους μπορεί να παράσχει την δημοσιονομική σταθερότητα που χρειάζεται η Ελλάδα για να ανακτήσει την πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων, ένα κούρεμα (ή μια αναδιάρθρωση του χρέους) μπορεί να υπηρετήσει την οικονομική ανάκαμψη μόνο αν συνοδεύεται από συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Bloomberg via Getty Images

Με αφορμή την ημερίδα «Προϋποθέσεις ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία»* που διοργανώνει το E-Learning του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και το In Deep Analysis, η HuffPost Greece είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με τον Klaus Schrader, ανώτερο οικονομολόγο στο Ινστιτούτο Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου και έναν από τους έξι διεθνώς αναγνωρισμένους συζητητές που θα απαντήσουν σε έξι επίκαιρα και κρίσιμα ερωτήματα της ημερίδας.

-Θεωρείτε ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι μη βιώσιμο; Τι πιστεύετε ότι θα πρέπει να γίνει προκειμένου να ξαναγίνει βιώσιμο; Υπάρχει άραγε ένας βέλτιστος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό;

Όσο η οικονομία αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς, η υψηλή αναλογία του χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι ασήμαντη και θα πάψει να αποτελεί εμπόδιο για την πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων. Η υπόθεση αυτή αποτελεί τη βάση και για το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, που δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2015 για να αποκτήσει η χώρα την απαραίτητη ρευστότητα. Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, η Ελλάδα θα λάβει οικονομική βοήθεια που μπορεί να φτάσει και τα 86 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν και κάποια τμήματα του πακέτου προορίζονται για την αποπληρωμή υφιστάμενων δανείων, το συνολικό ποσό του δημοσίου χρέους θα πρέπει να αυξηθεί απότομα. Ως εκ τούτου, η τελευταία πρόβλεψη της πορείας του χρέους δείχνει πόσο πολύ υπολείπεται το πρόσφατο πρόγραμμα σε σύγκριση με τις αρχικές προβλέψεις από την αρχή της κρίσης του ελληνικού χρέους το 2010. Πλέον, ένα τυπικά βιώσιμο επίπεδο χρέους της τάξης του 120% του ΑΕΠ θα επιτευχθεί μια δεκαετία αργότερα απ' ό,τι αρχικά αναμενόταν.

Αλλά δεδομένης της έλλειψης αναπτυξιακού δυναμικού, φαίνεται ότι είναι απαραίτητα άλλα πιθανά μέτρα για τη μείωση της επιβάρυνσης χρέους για την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, έχουν ήδη ληφθεί δύο τέτοια στοχευμένα μέτρα για την αύξηση ή την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους: Ένα κούρεμα σε κρατικά ομόλογα που βρίσκονταν στα χέρια ιδιωτών τον Φεβρουάριο του 2012, καθώς και το πρόγραμμα επαναγοράς χρέους που είχε συμφωνηθεί και εκτελέστηκε το Νοέμβριο / Δεκέμβριο του 2012. Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη μείωση στην πρόβλεψη της πορείας του χρέους από την πρώτη αναθεώρηση του δεύτερου προγράμματος προσαρμογής. Ωστόσο, μια οικονομία που συνεχίζει να συρρικνώνεται και μια πρόσθετη ανάγκη για δάνεια έχουν οδηγήσει σε σταθερή αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας.

Φυσικά, τέτοια υψηλά επίπεδα χρέους δε συνιστούν πρόβλημα εφ' όσον το κράτος μπορεί να τα αναχρηματοδοτήσει. Όμως, τα υψηλά επιτόκια της δευτερογενούς αγοράς για το ελληνικό δημόσιο χρέος έχουν αγγίξει επίπεδα-ρεκόρ τα τελευταία έξι χρόνια, και μόνο έκτακτα μέτρα όπως το κούρεμα των ομολόγων που κατέχονται από ιδιώτες, το πρόγραμμα επαναγοράς χρέους, καθώς και η ανακοίνωση της ΕΚΤ σχετικά με την απεριόριστη αγορά ομολόγων έχουν οδηγήσει σε σημαντικές μειώσεις αποδόσεων.

Δεδομένης της βραδείας ανάπτυξης και της συνεχούς αβεβαιότητας γύρω από τη διαδικασία μεταρρύθμισης, απαιτείται μια στοχευμένη δράση για την αύξηση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, καθώς δεν είναι εφικτή η ανεξάρτητη χρηματοδότηση από την αγορά κεφαλαίων ενώ και η διαρθρωτική έλλειψη αναπτυξιακού δυναμικού εμποδίζει την επίτευξη ανάπτυξης που θα είναι μεγαλύτερη της αύξησης του δημόσιου χρέους.

Αντί για ένα άμεσο κούρεμα, το πιο πιθανό πολιτικά σενάριο είναι μια αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας.

Από καθαρά οικονομική άποψη, δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε μια τέτοια σιωπηρή ελάφρυνση του χρέους και ένα απροκάλυπτο κούρεμα, δεδομένου ότι τα κόστη που θα αναληφθούν από τους πιστωτές είναι τα ίδια. Αλλά σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια μείωση του χρέους δεν θα είναι επαρκής χωρίς την παροχή νέων αναπτυξιακών ερεθισμάτων. Ενώ ένα βιώσιμο επίπεδο χρέους μπορεί να παράσχει την δημοσιονομική σταθερότητα που χρειάζεται η Ελλάδα για να ανακτήσει την πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων, ένα κούρεμα (ή μια αναδιάρθρωση του χρέους) μπορεί να υπηρετήσει την οικονομική ανάκαμψη μόνο αν συνοδεύεται από συνεχιζόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη μελλοντικής ανάπτυξης που θα βασίζεται στις εξαγωγές.

-Θεωρείτε ότι ένα μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% του ΑΕΠ θα μπορούσε να αποτελέσει μια βιώσιμη πολιτική μείωσης του δημόσιου χρέους;

Πρώτα απ' όλα, ένα μακροπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα 3,8% φαίνεται μάλλον μη ρεαλιστικό για οποιαδήποτε χώρα.

Στην Ελλάδα το πρωτογενές πλεόνασμα για τη σταθεροποίηση του χρέους έχει μειωθεί σημαντικά μετά την κορύφωσή του τον Φεβρουάριο του 2012 - αυτό δεν θα πρέπει, ωστόσο, να αποκρύψει το γεγονός ότι το τρέχον επίπεδο απέχει πολύ απ' το να θεωρηθεί εφικτό: Ένα πρωτογενές πλεόνασμα 5% μπορεί να θεωρηθεί ως το ανώτατο όριο για ένα βιώσιμο δημόσιο χρέος μακροπρόθεσμα. Τιμές πάνω από το όριο αυτό δεν μπορούν να αναμένονται για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους. Σημαντικές μειώσεις στο ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος που απαιτείται για τη σταθεροποίηση του χρέους της Ελλάδας έχουν συμβεί μόνο με τη βοήθεια έκτακτων μέτρων: αναδιάρθρωση του χρέους, η ανακοίνωση της ΕΚΤ για απεριόριστες αγορές ομολόγων, και το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων. Ως εκ τούτου, ένας εξίσου αποφασιστικός εξωτερικός μηχανισμός αντιμετώπισης του ακόμα αυξανόμενου επιπέδου χρέους φαντάζει αναπόφευκτος.

Επιπλέον, ένα σταθερό πρωτογενές πλεόνασμα δεν συνιστά πολιτική από μόνη της - απλώς καθορίζει το επίπεδο των δαπανών με δεδομένα τα αναμενόμενα έσοδα. Η Ελλάδα απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν την ανταγωνιστικότητά της και, συνεπώς, υποστηρίζουν τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η τυφλή στόχευση σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα οδηγεί μόνο σε περικοπές δαπανών που δεν διευκολύνουν απαραιτήτως την ανάπτυξη. Ως εκ τούτου, το επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να είναι η ανταγωνιστικότητα και η αύξηση της ελκυστικότητας της Ελλάδας για τους ιδιώτες επενδυτές. Με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, θα ακολουθήσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα και η μείωση του χρέους.

*Η ημερίδα «Προϋποθέσεις ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία» που διοργανώνει το E-Learning του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και το In Deep Analysis, θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη, 25 Μαΐου 2016, και ώρα 18.00-20.30, στο Αμφιθέατρο Α. Αργυριάδης, στο Κεντρικό Κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Διαβάστε ακόμη το άρθρο «Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας» του Παναγιώτη Πετράκη, Καθηγητή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών

Δημοφιλή