Κλιματική αλλαγή και Ελλάδα: Πώς επηρεάζεται η χώρα μας, τι περιμένουμε στο μέλλον

Κλιματική αλλαγή και Ελλάδα: Πώς επηρεάζεται η χώρα μας, τι περιμένουμε στο μέλλον

Το θέμα της κλιματικής αλλαγής μπορεί να θεωρείται ως ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα παγκοσμίως, ερχόμενο εκ νέου στην επικαιρότητα με την COP21. Ωστόσο, στην Ελλάδα, όσο και να είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι επηρεάζεται όλος ο πλανήτης και η χώρα μας δεν αποτελεί εξαίρεση, γενικά θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει μια τάση το συγκεκριμένο ζήτημα να παραβλέπεται, ως κάτι από αυτά με τα οποία «ασχολούνται στο εξωτερικό», όπου έχουν τον χρόνο, τα χρήματα και γενικότερα την άνεση να το κάνουν.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μετεωρολόγος ή να έχει ασχοληθεί με τις φυσικές επιστήμες γενικότερα, για να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο αποτελεί εσφαλμένη αντίληψη, η οποία υποβαθμίζει τη σημασία του ζητήματος. Δεν χρειάζεται κανείς να παρακολουθεί περιβαλλοντικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ και ιστοσελίδες για δει τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής: Μέσα στα τελευταία χρόνια, όλοι κατά καιρούς έχουμε πει ότι «ο καιρός τρελάθηκε», με αφορμή φαινόμενα όπως αυτά που παρατηρήθηκαν τα περασμένα Χριστούγεννα, όταν στην «καρδιά» της χειμερινής περιόδου η ηλιοφάνεια ήταν έντονη (ακόμα και για τα ελληνικά δεδομένα), συνοδευόμενη από ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες. Είναι ολοφάνερο εδώ και καιρό: Ο καιρός αλλάζει, «παραβιάζοντας» όλα όσα θεωρούσαμε δεδομένα όσον αφορά στις διαφορετικές εποχές του χρόνου.

Όπως τονίζει ο Κώστας Λαγουβάρδος, μετεωρολόγος και διευθυντής ερευνών στο Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος είχαν υψηλές θερμοκρασίες, και διαπιστώνεται ότι πολλούς μήνες μήνες τον χρόνο παρουσιάζεται μια τέτοιου είδους «συμπεριφορά», με θερμοκρασίες άνω των κανονικών τιμών. «Σίγουρα είναι κάτι ανησυχητικό, προϊδεάζει ότι κάτι συμβαίνει», αναφέρει σχετικά- αν και υπογραμμίζει ότι, ανεξαρτήτως των θερμοκρασιών, δεν είναι σωστό να αποδίδεται ότι «ισχυρό» συμβαίνει στην κλιματική αλλαγή, καθώς όλα αυτά είναι και μέσα στη φυσική εξέλιξη του καιρού.

«Δεν θα πρέπει να αποδίδουμε όμως στις κλιματικές αλλαγές ό,τι κακό συμβαίνει. Υπάρχει μια τάση και στον επιστημονικό χώρο και στο ευρύ κοινό να πιστεύει ότι έχουμε αλλάξει τον καιρό, έχουμε καταστρέψει το κλίμα, με αφορμή έντονα καιρικά φαινόμενα, ωστόσο δεν έχει ακόμα πιστοποιηθεί ότι τα φαινόμενα αυτά έχουν αυξηθεί. Αλλά επειδή σε ένα κλίμα που αλλάζει είναι πιθανόν να συμβεί και αυτό, είναι κάτι που πρέπει να παρακολουθούμε» αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος.

«Από την άλλη όταν βλέπουμε σχεδόν συστηματικά σε όλους τους μήνες απόκλιση προς τα πάνω, αυτό μας ανησυχεί και δείχνει ότι κάτι συμβαίνει με το κλίμα όλου του πλανήτη. Αν και δεν έχουμε δει στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολύ ισχυρούς καύσωνες, η εμμονή των αποκλίσεων σχεδόν κάθε μήνα είναι κάτι που δείχνει σίγουρα ότι κάτι συμβαίνει» προσθέτει.

Με το ζήτημα των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα ασχολήθηκε ειδική επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων κατόπιν πρωτοβουλίας του τότε διοικητή της ΤτΕ, Γιώργου Προβόπουλου, τον Μάρτιο του 2009. Οι μελέτες διήρκεσαν 26 μήνες, και η έκθεση δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011, αποτιμώντας το κόστος της κλιματικής αλλαγής για την ελληνική οικονομία, το κόστος της τυχόν αδράνειας, καθώς και το κόστος των μέτρων άμβλυνσης των συνεπειών. Επίσης, με το συγκεκριμένο ζήτημα έχει ασχοληθεί και μελέτη που εκπονήθηκε από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών για λογαριασμό του WWF Ελλάς (WWF Ελλάς, «Το αύριο της Ελλάδας: επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα κατά το άμεσο μέλλον» Αθήνα, Σεπτέμβριος 2009).

Τι δείχνουν τα κλιματικά μοντέλα

Όπως επισημαίνει στη HuffPost Greece ο Χρήστος Ζερεφός, διακεκριμένος ακαδημαϊκός, πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Όζοντος και, μεταξύ άλλων, συντονιστής της ΕΜΕΚΑ (Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής), που συνέταξε τη μελέτη της ΤτΕ, η Ελλάδα βρίσκεται σε μια περιοχή η οποία είναι «στο κόκκινο», σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων από την IPCC (Intergovernmental Panel on Climate Change), αλλά και από άλλες εκτιμήσεις συνόλου μοντέλων από άλλες υπηρεσίες, οργανώσεις και ερευνητικά κέντρα (μεταξύ των οποίων η Ακαδημία Αθηνών και το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών). «Το “κόκκινο” προκύπτει από τη γεωγραφική θέση της Ελλάδας, η οποία βρίσκεται ανάμεσα στην εύκρατη Ευρώπη και την έρημο της βόρειας Αφρικής. Επίσης, από το γεγονός ότι έχει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ανάγλυφο, με τέτοια διάταξη - από βορρά προς νότο κυρίως - ώστε η δυτική πλευρά της Ελλάδας να δέχεται σημαντικές βροχές, ενώ οι περιοχές των Κυκλάδων και της ανατολικής Στερεάς να πάσχουν από λειψυδρία. Αυτό ίσχυε από την αρχαιότητα» σημειώνει ο κ. Ζερεφός.

Όπως επισημαίνεται στη μελέτη της ΤτΕ, η Ελλάδα είναι μια χώρα µε εξαιρετικά µεγάλο µήκος ακτογραµµής, περίπου 16.300 χλµ. (όσο περίπου το 1/3 της περιφέρειας του πλανήτη), εκ των οποίων περίπου τα 1.000 χλµ. αποτελούν περιοχές υψηλής ευπάθειας στην κλιµατική αλλαγή. Η ευπάθεια έγκειται στον κίνδυνο ανόδου της µέσης στάθµης της θάλασσας στη χώρα µας, η οποία εκτιµάται ότι θα κυµανθεί µέχρι το 2100 µεταξύ 0,2 και 2 µέτρων. Από το σύνολο της ακτογραµµής της Ελλάδος, περίπου το 20% αποτελεί ακτές µε µέτρια έως υψηλή ευπάθεια στις αναµενόµενες, βάσει των εκτιµήσεων, εξελίξεις. «Ο κίνδυνος, ιδιαίτερα για ορισμένες περιοχές, είναι πολύ αυξημένος, αλλά είναι αδύνατον να απαριθμηθούν. Αυτές που θα πληγούν περισσότερο είναι αυτές στα μεγάλα Δέλτα των ποταμών, όπως του Νέστου και του Αξιού, το Μεσολόγγι κ.α.» υπογραμμίζει ο κ. Ζερεφός- συμπληρώνοντας ότι πριν το 1950 η άνοδος της στάθμης της θάλασσας από φυσικά αίτια ήταν της τάξης του 1 - 1,5 χιλιοστού τον χρόνο περίπου, δηλ 15 εκατοστά τον αιώνα. «Αυτό έχει πολύ σοβαρές συνέπειες, όχι μόνο στα παράκτια οικοσυστήματα και τις αγροτικές καλλιέργειες, αλλά και στην αποσταθεροποίηση των τουριστικών περιοχών της χώρας (αμμουδιές κλπ) οι οποίες θα κινδυνεύσουν κατά ανάλογο τρόπο που κινδυνεύουν σήμερα διάσημες αμμουδιές π.χ. στη Χαβάη».

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το περιβάλλον της Ελλάδος, εκτός από το εντελώς ιδιαίτερο στοιχείο της πολύ εκτεταµένης ακτογραµµής, διαθέτει µεγάλη βιοποικιλότητα και διαφορετικά κλιµατικά χαρακτηριστικά. Έτσι, µέσα σε λίγες δεκάδες χιλιοµέτρων, τα κλιµατικά χαρακτηριστικά µπορούν να µεταβληθούν από παράκτιου µεσογειακού τύπου σε χαρακτηριστικά ακόµη και αλπικού τύπου στις κεντρικές και βόρειες περιοχές της χώρας. Όσον αφορά στις βροχοπτώσεις, ο διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας τονίζει τον ρόλο και την επίδραση της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής στην ανακατανομή των υδάτων στον πλανήτη. «Λόγω της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής βλέπουμε μια σημαντική επίπτωση/ επίδραση στη δυτική πλευρά της χώρας, στα όμβρια ύδατα, που είναι η πλούσια υδατοφόρα περιοχή η οποία δίνει νερό στην ανατολική Στερεά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς για τα προσεχή 50 χρόνια, οι μειώσεις που υπολογίζονται στις βροχοπτώσεις στα δυτικά είναι της τάξης του 15-20%, μέσα στα επόμενα 50-70 χρόνια. Βεβαίως θα πρέπει αν σημειώσουμε εδώ ότι στον 20ό αιώνα παρατηρήθηκε επίσης σημαντική μείωση των βροχοπτώσεων στη δυτική Ελλάδα, με αποτέλεσμα οι αναμενόμενες μειώσεις να αθροιστούν πάνω στη μείωση που δεν οφειλόταν αποκλειστικά στην ανθρώπινη παρέμβαση» υπογραμμίζει σχετικά. Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως, όπως προκύπτει από τις υπάρχουσες μετρήσεις, κατά τον περασμένο αιώνα οι βροχοπτώσεις μειώθηκαν κατά περίπου 20% στη δυτική Ελλάδα και 10% στην ανατολική Ελλάδα – μειώσεις που αποδίδονται κυρίως σε φυσικά αίτια.

Ακραία καιρικά φαινόμενα, ερημοποίηση και πυρκαγιές

Ωστόσο, τα αποτελέσματα της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα φαινόμενα, αλλά παρατηρείται τουλάχιστον τα τελευταία 40 χρόνια μια αύξηση της συχνότητας εμφάνισης ακραίων καιρικών φαινομένων, τόσο στον ελλαδικός χώρο, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. «Η αύξηση των φαινομένων αυτών θεωρώ ότι είναι το πλέον επικίνδυνο σημείο, διότι από πλευράς γεωφυσικής, στην Ελλάδα εμφανίζονται όλα τα είδη γεωφυσικών φαινομένων που μπορεί να φανταστεί κανείς: Έχουμε σημαντικό σεισμικό υπόβαθρο, έχουμε ένα πολύπλοκο ανάγλυφο και. σε περίπτωση συνέργειας μικροσεισμών με ραγδαίες βροχές ή μεγάλη λειψυδρία, μπορεί να οδηγηθούμε σε αποσταθεροποίηση και απώλεια εδάφους με πολύ σοβαρές συνέπειες, τόσο στα δασικά οικοσυστήματα όσο και στις καλλιέργειες» αναφέρει ο κ. Ζερεφός, τονίζοντας ότι ένα σημαντικό μέρος της νότιας Ελλάδας ήδη έχει χαρακτηριστικά ερημοποίησης. Για αυτό, σημειώνει, η Ελλάδα χαρακτηριζόταν από τον Αριστοτέλη, αλλά και άλλους, ως η κατεξοχήν περιοχή που διαθέτει όλων των ειδών τα κλίματα, από μεσογειακό έως ερημικό, μέχρι και παράκτιο και αλπικό. «Για αυτό και η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή είναι πιο επικίνδυνη σε κάποιες περιοχές από ό,τι σε άλλες».

Οι επιπτώσεις μπορεί να έχουν τη μορφή επαναφοράς ανεπιθύμητων καταστάσεων, που είχαν αντιμετωπιστεί μέσω ενεργειών όπως η αποξήρανση ελών, π.χ. η ελονοσία και γενικότερα νόσοι που ενδημούσαν στο παρελθόν. Όπως προσθέτει ο κ. Ζερεφός, ιδιαίτερο κίνδυνο γενικότερα διαθέτουν οι περιοχές που υποστεί σοβαρή ερημοποίηση, όπως η ανατολική Κρήτη, η Πελοπόννησος κ.α., καθώς είναι πιο ευάλωτες.

Παράλληλα, θεωρείται ότι αναμένεται να αυξηθούν οι συνθήκες που ευνοούν δασικές πυρκαγιές, τόσο σε περίοδο επικινδυνότητας, όσο και από πλευράς έντασης. «Σήμερα περίπου 2 μήνες τον χρόνο ο καιρός είναι επικίνδυνος για πυρκαγιές. Αυτή η περίοδος επικινδυνότητας αναμένεται να αυξηθεί. Κατά τις εκτιμήσεις της ΤτΕ μπορεί να επιμηκυνθεί κατά 1 μήνα. Οι δασικές πυρκαγιές, ως γνωστόν,έχουν πάρα πολλά κακά, διότι σε ορισμένες περιοχές, ιδιαίτερα σε αυτές που είναι στους πρόποδες ορεινών όγκων, έχουν σαν αποτέλεσμα να ακολουθούνται από ερημοποίηση- κυρίως επειδή αρχίζουν και τρώνε τα βλαστάρια τα ζώα. Αλλά και για πολλούς άλλους λόγους. Αν δει κανείς τη συνέργεια κάποιων ακραίων βροχοπτώσεων και την εναλλαγή τους με ξηρασία σε ένα υπόβαθρό όπου οι μικροσεισμοί που, ακόμα και αν δεν τους καταλαβαίνουμε, δημιουργούν ένα συνεχές τρεμούλιασμα του εδάφους, με αποτέλεσμα αποσταθεροποίηση, οδηγούμαστε σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο ερημοποίησης» συμπληρώνει ο κ. Ζερεφός.

Μια ακραία επίπτωση της κλιματικής αλλαγής, πέρα από τα σφοδρά καιρικά φαινόμενα (όπως π.χ οι θύελλες) τα οποία έρχονται στο μυαλό, είναι η ξηρασία.

«Η μεγαλύτερη ξηρασία που ξέρουμε στην ιστορία της χώρας έγινε το 310-325 μ.Χ, στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο, και υπάρχει πιθανότητα μια ακόμη πιο μακρά πιο περίοδος ξηρασίας να είχε λάβει χώρα πριν την κάθοδο των Δωριέων. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, σύμφωνα με ορισμένες υποθέσεις συναδέλφων όπως ο Άγγλος αρχαιολόγος Άντονι Σνόντγκρας, με τις οποίες συμφωνώ, υπήρξε παρατεταμένη λειψυδρία στο Άργος και μειώθηκε και η παραγωγή ακόμη και των πολύ ανθεκτικών ελαιοδένδρων (17ος αιώνας π.Χ). Και βεβαίως, επειδή ένας βασικός οικονομικός πόρος των πολύχρυσων Μυκηνών ήταν το λάδι, εάν υπήρξε μια τόσο παρατεταμένη ξηρασία θα είχαν και οικονομικό αποτέλεσμα. Μπορεί να μην ήταν η κύρια αιτία, αλλά ήταν αιτία αποσταθεροποίησης στις Μυκήνες - και μετά ήρθαν οι Δωριείς» αναφέρει σχετικά ο κ. Ζερεφός, συμπληρώνοντας επίσης ότι υπάρχει και περίοδοι ξηρασίας τις οποίες δεν παίρνουμε είδηση, όπως αυτή που διανύουμε τώρα, με έναν εξαιρετικά ήπιο, ως τώρα, χειμώνα.

Ωστόσο, «ουδέν κακόν αμιγές καλού»: Δεν απουσιάζουν κάποιες θετικές επιπτώσεις από την όλη υπόθεση, όπως η μείωση της νέφωσης στη ανατολική Ελλάδα, που προβλέπουν τα μοντέλα. «Αναμένουμε αύξηση της ηλιοφάνειας και της ηλιακής ενέργειας κατά περίπου 10% ως το 2070. Επίσης η αιολική ενέργεια το καλοκαίρι λόγω της αναμενόμενης αύξησης της έντασης των μελτεμιών (ανέμων καλοκαιριού) δίνει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης της αιολικής ενέργειας 10% παραπάνω», τονίζει ο διακεκριμένος επιστήμονας.

Τι αναμένεται στο μέλλον

Γενικότερα, κάτι που αναμένεται στη χώρα μας στο μέλλον, σύμφωνα με τα κλιματικά μοντέλα, είναι συρρίκνωση της ψυχρής περιόδου του έτους: Συρρίκνωση του χειμώνα, επιμήκυνση των μεταβατικών εποχών, πιο συχνά ακραία φαινόμενα, χωρίς αυτό όμως να διαρκούν περισσότερο. Γενικά, αναμένεται μεγάλη διασπορά των τιμών της θερμοκρασίας, ένα «πάνω-κάτω».

«Αυτό θα το περιέγραφα ότι έχουμε αποσταθεροποιήσει το κλίμα. Αυτό που λένε ότι χάλασαν οι εποχές: ο χειμώνας έχει συρρικνωθεί, έχουν επεκταθεί η άνοιξη και το φθινόπωρο και το καλοκαίρι μένει ως είχε με εξάρσεις ζέστης/ και καύσωνες. Αλλά ευτυχώς η Ελλάδα έχει το μέγα πλεονέκτημα των μελτεμιών, που μετριάζουν τη ζέστη του θέρους. Αν δεν τους είχαμε τα νησιά μας θα είχαν μεγάλα προβλήματα με πολλή ζέστη όπως στην Κύπρο (πχ 42 βαθμούς, που δεν θα φτάσουμε ποτέ με ετησία άνεμο). Έτσι λοιπόν αυτός ο τόπος είναι και καταραμένος και ευλογημένος. Έχει αρκετό νερό, παρά τις λειψυδρίες και τους κινδύνους θα έχει νερό και στο μέλλον, απλώς πρέπει να μην το σπαταλάμε το νερό. Χρειάζεται μια σωστή διαχείριση των υδάτων και πρώτα από όλα χρειάζεται γνώση των πραγμάτων ώστε να μάθουμε να προσαρμοστούμε καλύτερα στην κλιματική αλλαγή» τονίζει ο κ. Ζερεφός.

Σύμφωνα με τη μελέτη του WWF Ελλάς για το 2020-2050, οι κάτοικοι πόλεων όπως η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, η Λαμία και η Λάρισα θα υπόκεινται μέχρι και σε 20 περισσότερες ημέρες καύσωνα. Παράλληλα, σε Λαμία, Λάρισα, Βόλο, Θεσσαλονίκη και Αθήνα, η συνολική βροχόπτωση θα μειωθεί, αλλά αναμένεται να αυξηθούν κατά 10-20% οι ακραίες βροχοπτώσεις. Με άλλα λόγια φαίνεται πως αυξάνεται ο κίνδυνος τόσο για πλημμυρικά επεισόδια όσο και για εξάπλωση πυρκαγιών στα περιαστικά δάση. Σημαντικά θα επηρεαστούν και οι τουριστικοί προορισμοί της χώρας μας. Από 5 ως και 15 περισσότερες θα είναι οι μέρες με καύσωνα στους υπό εξέταση τουριστικούς νομούς, ενώ θα αυξηθούν περαιτέρω και οι νύχτες όπου η θερμοκρασία δεν θα πέφτει κάτω από τους 20 βαθμούς Κελσίου, κυρίως στις νησιωτικές περιοχές, όπως η Ρόδος και τα Χανιά. Οι δέκα μεγαλύτεροι αγροτικοί νομοί της χώρας θα δεχθούν επίσης μεγάλη πίεση από την κλιματική αλλαγή, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι μέρες καύσωνα, οι συνεχόμενες ημέρες χωρίς βροχή, να μειωθούν οι χειμερινές βροχοπτώσεις και συνεπώς να αυξηθεί κατά πολύ ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Για παράδειγμα, στην Εύβοια αναμένονται περισσότερες από 25 επιπλέον ξηρές ημέρες σε σχέση με σήμερα, οι Σέρρες και η Λάρισα θα ζήσουν 20 περισσότερες μέρες καύσωνα, ενώ στο Ηράκλειο και την Πέλλα οι βροχοπτώσεις το χειμώνα θα μειωθούν κατά 15%. Παρουσιάζεται επίσης αυξημένος κίνδυνο για ερημοποίηση νέων εκτάσεων και μείωση στη διαθεσιμότητα νερού.

Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να θέσει σε μεγάλη δοκιμασία και τους Εθνικούς Δρυμούς, καθώς προβλέπεται αύξηση των ημερών με υψηλό ρίσκο εμφάνισης πυρκαγιάς σε όλους τους Δρυμούς της χώρας.

Όπως υπογραμμίζει ο Νίκος Μάντζαρης, Υπεύθυνος Ενεργειακής και Κλιματικής Πολιτικής του WWF Ελλάς, τα πράγματα σίγουρα δεν είναι φυσιολογικά, καθώς τα ρεκόρ ανόδου θερμοκρασίας σπάνε το ένα μετά το άλλο. «Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα δασικών πυρκαγιών με άμεσες συνέπειες (διάβρωση εδάφους, πλημμύρες κλπ). Πχ το καλοκαίρι του 2007 το προφίλ θερμοκρασίας ήταν πάνω από τον μέσο όρο της εποχής- και οι προβλέψεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου και του WWF λένε ότι τέτοια καλοκαιρία πιθανόν να γίνουν κανόνας. Μετά, αναμένονται πολύ σημαντικές επιδράσεις στη γεωργία, καθώς θα κινδυνέψουν βασικά στοιχεία της μεσογειακής διατροφής, π.χ. Παραγωγή κρασιού από συγκεκριμένες ποικιλίες σταφυλιού που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε νέα δεδομένα- ενώ οι εκτεταμένες περίοδοι ξηρασίας θα απειλήσουν και τα ελαιόδεντρα».

Επίσης, προσθέτει ο κ. Μάντζαρης, υπάρχουν επίσης αρνητικές ενδείξεις για την αλιεία, καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την παρουσία ξενικών ειδών όπως ο λαγοκέφαλος. Σαν αποτέλεσμα, έχουν καταγραφεί μειώσεις στον πληθυσμό ειδών όπως ο γαύρος και η παπαλίνα. Ακόμη, οι μεταβολές PH και θερμοκρασίας στη θάλασσα θέτουν σε κίνδυνο ευαίσθητα είδη οστρακοειδών όπως τα μύδια και τα στρείδια. Όπως σημειώνει, επιδράσεις μπορούν να υπάρξουν ακόμα και στα μνημεία, καθώς οι μεταβολές στις κλιματικές συνθήκες μπορούν να προκαλέσουν πχ θερμικό σοκ στα υλικά τους.

Πάντως, για το προσεχές μέλλον μάλλον δεν θα δούμε σημαντικές αλλαγές στον καιρό. Όπως αναφέρει ο κ. Λαγουβάρδος, σε βραχυπρόθεσμο διάστημα (10-20 ετών) δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές, αν και τα πράγματα αλλάζουν. «Υπάρχουν μικρές αποκλίσεις,οι οποίες γίνονται σημαντικές αν λάβουμε υπόψιν ότι γίνονται τακτικά, ότι υπάρχει τάση να αυξάνονται...Είδαμε στην Ελλάδα, βάσει κλιματικών μοντέλων, για τα τελευταία 30 χρόνια του 21ου αιώνα σημαντική αύξηση επεισοδίων καύσωνα, σημαντική μείωση βροχοπτώσεων τους καλοκαιρινούς μήνες σε βόρεια Ελλάδα και Βαλκάνια και μικρότερη μείωση το φθινόπωρο και τον χειμώνα».

Το οικονομικό κόστος

Εν μέσω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, ιδιαίτερη σημασία αποκτά η οικονομική διάσταση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Σύμφωνα με την έκθεση της ΤτΕ, το δυσµενέστερο σενάριο από πλευράς έντασης της ανθρωπογενούς κλιµατικής µεταβολής αντιστοιχεί σε ανυπαρξία κάθε δράσης για µείωση των ανθρωπογενών εκποµπών των αερίων που το προκαλούν και χαρακτηρίστηκε στην Έκθεση ως Σενάριο Μη ∆ράσης.

Στην περίπτωση του σεναρίου αυτού υπολογίζεται ότι το ΑΕΠ της Ελλάδος θα µειωθεί, σε ετήσια βάση, κατά 2% το 2050 και κατά 6% το 2100. Το συνολικό σωρευτικό κόστος του Σεναρίου Μη ∆ράσης για την ελληνική οικονοµία, για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως µείωση του ΑΕΠ του έτους βάσης, ανέρχεται στα 701 δισ. (σε σταθερές τιµές του 2008).

Το επόµενο σενάριο στην λόγω καθορίστηκε ως Σενάριο Μετριασµού, σύµφωνα µε το οποίο η Ελλάδα µειώνει συνεχώς και δραστικά τις εκποµπές αερίων του θερµοκηπίου, στο πλαίσιο αντίστοιχης παγκόσµιας προσπάθειας, µε αποτέλεσµα η αύξηση της µέσης θερµοκρασίας να περιοριστεί στους 2 βαθμούς Κελσίου.

Το συνολικό σωρευτικό κόστος του Σεναρίου Μετριασµού, για το χρονικό διάστηµα έως το 2100, εκφρασµένο ως απώλεια ΑΕΠ, προκύπτει ίσο µε 436 δισ. ευρώ (σταθερές τιµές του 2008). ∆ηλαδή, το συνολικό κόστος στην περίπτωση του Σεναρίου Μετριασµού είναι κατά 265 δισ. µικρότερο από αυτό του Σεναρίου Μη ∆ράσης και εποµένως η πολιτική µετριασµού µειώνει κατά 40% το κόστος της µη δράσης.

Όσον αφορά στο Σενάριο Προσαρμογής, με στόχο την επιδίωξη μιας πολιτικής προσαρμογής, το ΑΕΠ της Ελλάδος θα παρουσιάσει µείωση κατά 2,3% και 3,7% τα έτη 2050 και 2100, αντίστοιχα, και το κόστος προσαρµογής εκτιµάται ίσο µε 67 δισ.

Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονοµία από τις εναποµένουσες ζηµίες λόγω της κλιµατικής αλλαγής εκτιµήθηκε ίσο µε 510 δισ. (σταθερές τιµές του 2008), σωρευτικά µέχρι το 2100. Το συνολικό κόστος για την ελληνική οικονοµία βάσει του Σεναρίου Προσαρµογής είναι το άθροισµα του κόστους που συνεπάγονται για την οικονοµία τα µέτρα προσαρµογής και του κόστους που οφείλεται στις (περιορισµένες) ζηµίες εξαιτίας της κλιµατικής αλλαγής. Έτσι, το συνολικό κόστος του Σεναρίου Προσαρµογής εκτιµήθηκε ίσο µε 577 δισ. (σταθερές τιµές του 2008), σωρευτικά µέχρι το 2100.

Όπως αναφέρει ο κ. Ζερεφός, υπάρχει ήδη Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Προσαρμογής από την Ελλάδα, που καταρτίστηκε από 100 ερευνητές και καθηγητές από όλη τη χώρα, οι οποίοι έχουν καταθέσει τις απόψεις τους ώστε να γίνουν νόμος του κράτους. «Αυτή η στρατηγική αν εφαρμοστεί σωστά θα μειώσει το κόστος από την ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή στα 400 δισ.».

Από πλευράς του, ο κ. Μάντζαρης τονίζει την ανάγκη αλλαγών όσον αφορά στην ενεργειακή πολιτική της χώρας μας, σχετικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου: «Το 2012 η ένταση άνθρακα της Ελληνικής οικονομίας ήταν σχεδόν κατά 50% υψηλότερη από τον ΜΟ των ευρωπαϊκών κρατών του ΟΟΣΑ, ενώ οι κατά κεφαλήν εκπομπές κατά 15% μεγαλύτερες από το ευρωπαϊκό ΜΟ του ΟΟΣΑ. Κι αυτά παρά την τεράστια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας λόγω της κρίσης (22,6% την 8ετία 2005-2012)».

Όπως υπογραμμίζει, οι αρνητικές αυτές «κλιματικές επιδόσεις» της χώρας μας οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε αυτό που χαρακτηρίζει ως «εμμονή στον λιγνίτη».

«Αν η Ελλάδα θέλει πραγματικά να συνεισφέρει στην παγκόσμια προσπάθεια καταπολέμησης της κλιματικής αλλαγής που σηματοδοτείται πλέον μετά την απόφαση στο Παρίσι, πρέπει άμεσα να μπει σε τροχιά απεξάρτησης από τον λιγνίτη αντί να σχεδιάζει νέες λιγνιτικές μονάδες. Πέρα από την συμβολή του λιγνίτη στην κλιματική αλλαγή λόγω των πρόσφατων αλλαγών στη Ευρωπαϊκή νομοθεσία και ειδικά στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΕΣΕΔΕ), το χρηματιστήριο CO2 δηλαδή, ο ελληνικός λιγνίτης πρόκειται να γίνει πάρα πολύ ακριβός. Επομένως αν θέλουμε να προστατέψουμε τους καταναλωτές και την εθνική μας οικονομία πρέπει να σχεδιάσουμε τη μετάβαση στη μεταλιγνιτική περίοδο» σημειώνει σχετικά.

Δημοφιλή