Ο «θάνατος» του κληρονόμου: Γιατί οι Έλληνες αποποιούνται τις κληρονομιές τους;

Ο «θάνατος» του κληρονόμου: Γιατί οι Έλληνες αποποιούνται τις κληρονομιές τους;

Αίσθηση είχαν προκαλέσει τον προηγούμενο μήνα τα στοιχεία για τις αιτήσεις αποποίησης κληρονομιάς στα ειρηνοδικεία της χώρας από το 2013 έως το 2016 που είχε διαβιβάσει στην Βουλή ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής.

Ενώ κάποτε το να κληρονομήσει κανείς ένα ακίνητο -ειδικά όταν προερχόταν από έναν μακρινό συγγενή-

αποτελούσε μια ευχάριστη έκπληξη και ήταν ικανή να αλλάξει την ζωή του κληρονόμου προς το καλύτερο, οι σημερινές συνθήκες έχουν μετατρέψει τις κληρονομιές σε βάρος που κανείς δεν θέλει να αναλάβει. Οι θανόντες αφήνουν πίσω τους, όχι μόνο τις περιουσίες, αλλά και τα χρέη τους, ενώ πλέον η απόκτηση ενός σπιτιού φέρει μεγαλύτερα έξοδα, λόγω ΕΝΦΙΑ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Δικαιοσύνης, οι αιτήσεις για αποποιήσεις σχεδόν διπλασιάστηκαν μέσα σε τρία χρόνια, αγγίζοντας πέρυσι τις 54.422 σε όλη την χώρα. Το 2013 οι αιτήσεις δεν ξεπερνούσαν τις 29.199, το 2014 έφτασαν τις 41.386 και το 2015 τις 45.628. Η συντριπτική πλειοψηφία των αιτήσεων κατατέθηκαν, όπως ήταν αναμενόμενο, στα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης αντίστοιχα. Το 2016, οι αιτήσεις στην Αθήνα ήταν 11.665 και στην Θεσσαλονίκη 5.563.

Τα στοιχεία επιβεβαίωσε στην HuffPost Greece το Δικηγορικό Γραφείο Ε. Καψάλη & Συνεργατών, το οποίο κάνει λόγο για αύξηση της τάξης των 30-35% τα τελευταία τρία έτη στις αιτήσεις αποποιήσεων που αναλαμβάνει το εν λόγω γραφείο. Αυτές αφορούν κυρίως στα ακίνητα που κληρονομούνται εξ αδιαιρέτου ποσοστό συνιδιοκτησίας, μαζί με άλλους δικαιούχους.

Σε αρκετές περιπτώσεις, καθοριστικός παράγοντας είναι τα χρέη του θανόντος, τα οποία «πάνε πακέτο» με την κληρονομιά. Κάποιοι όμως αδυνατούν να πληρώσουν ακόμα και τον φόρο κληρονομιάς ή αναλογίζονται τα έξοδα με τα οποία θα επιβαρυνθούν στην συνέχεια, χάρη στον ΕΝΦΙΑ και τις πολεοδομικές τακτοποιήσεις.

«Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την απόφαση κάποιου κληρονόμου να προβεί ή όχι στην αποποίηση της κληρονομιάς περιουσίας, είναι τα συνολικά χρέη του θανόντος (σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, όπως ασφαλιστικά ταμεία, εφορία, κλπ), διότι με την αποδοχή κληρονομιάς ενέχεται κάποιος τόσο για το ενεργητικό όσο και για το παθητικό του ατόμου που κληρονομεί. Άλλος ένας παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο είναι τα έξοδα για τυχόν φόρο κληρονομιάς, ΕΝΦΙΑ ή πολεοδομικές τακτοποιήσεις, με τον οποίο θα επιβαρυνθεί στο μέλλον ο κληρονόμος», εξηγεί εκπρόσωπος του δικηγορικού γραφείου.

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι συχνό είναι και το φαινόμενο των αποκαλούμενων «εικονικών αποποιήσεων». Αυτές συμβαίνουν όταν ο κληρονόμος, για φορολογικούς ή δικαστικούς λόγους, δεν μπορεί να εμφανίσει επαύξηση της περιουσίας του. Το αποτέλεσμα είναι, μετά την αποποίηση, η κληρονομιά να περιέρχεται κατευθείαν στα εγγόνια του θανόντος ή σε άλλα, επόμενης τάξης, συγγενικά πρόσωπα, παραμένοντας ωστόσο στην οικογένεια.

«Ένα πολύ συχνό φαινόμενο τα τελευταία έτη είναι ότι προβαίνουν σε "αποποιήσεις" φυσικά πρόσωπα, που έχουν καταθέσει αίτηση υπαγωγής στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (κοινώς γνωστή και ως αίτηση του νόμου Κατσέλη) και είτε έχει εκδοθεί απόφαση, είτε εκκρεμεί η έκδοση αυτής. Ένα φυσικό πρόσωπο, λοιπόν, που κληρονομεί κάποιο περιουσιακό στοιχείο, κανονικά και σύμφωνα με τον νόμο είναι υποχρεωμένο να θέσει στη διάθεση των πιστωτών - τραπεζών το ακίνητο αυτό, ώστε να εκποιηθεί για αποπληρωμή των χρεών του. Συνεπώς, είναι σύνηθες να προβαίνουν σε αποποίηση της περιελθούσας κληρονομιάς, ώστε να περισωθούν με τον τρόπο αυτό τα ακίνητα, τα οποία περιέρχονται στα παιδιά τους ή τα αδέρφια τους, ανάλογα με την σειρά διαδοχής. Σημειωτέο ότι η προθεσμία για την αποποίηση είναι σύντομη για τους κατοίκους της Ελλάδος, τετράμηνης διάρκειας από το θάνατο του κληρονομούμενου ή την δημοσίευση της διαθήκης του, αν υπάρχει, μετά την παρέλευση της οποίας τεκμαίρεται η αποδοχή κληρονομιάς και παράγονται οι έννομες συνέπειες».

Ο «θάνατος» του κληρονόμου

«Καθόταν ἥσυχα γιά ὥρα πολλή στό κατώφλι τῆς αὐλῆς, κι ἀντί νά κοιτάζει κατά τό δρόμο ἤ τουλάχιστο κατά τό πλαϊνό σπίτι τοῦ Κεμάλ, αὐτή στραμμένη ἔριχνε κλεφτές ματιές πρός τό δικό μας σπίτι, παραμιλώντας σιγανά. Πότε πότε ἔκλεινε τά μάτια καί τό πρόσωπό της γινόταν μακρινό, καθώς συλλάβιζε ὀνόματα παράξενα. Ἐμεῖς, πάντως, δέν παραλείπαμε νά τῆς δίνουμε μοῦρα ἀπ' τήν ντουτιά, ὅπως ἄλλωστε δίναμε σ' ὅλη τή γειτονιά καί σ' ὅποιον περαστικό μᾶς ζητοῦσε. Ἡ ξένη τά ἔτρωγε σιγανά, ἀλλά μέ ζωηρή εὐχαρίστηση. Δέ μᾶς φαινόταν παράξενο πού τῆς ἄρεζαν τά μοῦρα μας τόσο πολύ. Τό δέντρο μας δέν ἦταν ἀπό τίς συνηθισμένες μουριές, ἀπ' αὐτές πού κάνουν ἐκεῖνα τά ἄνοστα νερουλιάρικα μοῦρα. Τό δικό μας ἔκαμνε κάτι μεγάλα, ξινά σά βύσσινα, καί πολύ κόκκινα στό χρῶμα. Ἦταν δέντρο παλιό καί τεράστιο, τά κλαδιά του ξεπερνοῦσαν τό δίπατο σπίτι μας. Μοναχά ἕνα κακό εἶχε· τά φύλλα του ἦταν σκληρά καί οἱ μεταξοσκώληκές μου δέν μποροῦσαν νά τά φᾶνε», απόσπασμα από το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου, «Στου Κεμάλ το Σπίτι».

Η αποποίηση της κληρονομιάς δεν είναι όμως μια απλή πράξη απεμπλοκής από φορολογικές υποχρεώσεις και παγίδες. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι κληρονόμοι αναγκάζονται να αποποιηθούν ακίνητη περιουσία που έχουν χτίσει οι γονείς τους ή περισσότερες γενιές. Ο κ. Σωτήρης Χτούρης, καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, και ο κ. Κώστας Ρόντος, επίσης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, παρουσίασαν στην HuffPost Greece τις συνέπειες του φαινομένου στην ελληνική κοινωνία.

«Στην Ελλάδα το σπίτι και γενικότερα το αστικό ακίνητο βρίσκεται στο κέντρο της οικονομικής και συμβολικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η μετακίνηση από την ύπαιθρο στις πόλεις μετά το 1950 συνδέθηκε με την απόκτηση ενός σπιτιού το οποίο οι περισσότεροι το εξασφάλισαν μέσα από την ανοικοδόμηση ενός οικοπέδου ή από την αντιπαροχή του. Αυτή η φαινομενικά απλή πράξη ανταλλαγής ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα το σημαντικότερο τμήμα οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα αλλά και της ίδιας της αποταμίευσης των νοικοκυριών. Το σπίτι αποτελούσε την εξασφάλιση και την κοινωνική προστασία σε ένα κοινωνικό σύστημα που δεν ήταν σε θέση να αναπτύξει ικανοποιητικά το κράτος κοινωνικής ευημερίας όπως αυτό είχε γίνει στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με το σπίτι εξασφαλιζόταν η κοινωνική προστασία της οικογένειας αλλά και των παιδιών. Με την πολυόροφη οικογενειακή πολυκατοικία περισσότερες γενιές της ίδιας οικογένειας ήταν σε θέση να διασφαλίσουν το μέλλον και την κοινωνική τους ευημερία. Η ατομική κοινωνική βιογραφία αλλά και η κοινωνική ιστορία των σύγχρονων ελληνικών πόλεων γράφτηκε μέσα από ιστορίες κτηρίων και γειτονιών που δημιουργήθηκαν μέσα από την οικονομική δραστηριοποίηση των οικογενειών και την οικονομία της οικοδομής», εξηγεί ο κ. Χτούρης.

«Ο "θάνατος του κληρονόμου" ήρθε ξαφνικά το Σεπτέμβριο του 2011 με μία πρόχειρη ανακοίνωση στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης» - Σωτήρης Χτούρης

Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ο κληρονόμος αποποιείται αυτή την κληρονομιά, η διαδοχή σε μία οικογένεια διακόπτεται και είναι η στιγμή «κατά την οποία ένας νέος κληρονόμος οδηγείται στη διαπίστωση -με τη βούλα του συμβολαιογράφου- ότι το κοινωνικό καθεστώς μέσα στο οποίο μεγάλωσε δεν υπάρχει πια και τη θέση του έχει πάρει μία απρόσωπη φορολογική διαχείριση της περιουσίας του αλλά και της κοινωνικής του πορείας».

«Η αξία του ακινήτου του καταρρέει μπροστά στις υποχρεώσεις που δημιουργούν οι νέες φορολογικές ρυθμίσεις και τα βάρη που μέχρι πρόσφατα ήταν άγνωστα στους Έλληνες και τα οποία καθορίζουν πλέον τις νέες μορφές κοινωνικής κοινωνικότητας και κοινωνικής ανισότητας. Είναι πλέον αδύνατο κάποιος/α να στηριχτεί στο ακίνητο που κληρονόμησε για να δημιουργήσει μία οικογένεια, μία επιχείρηση ή και τα δύο. Το ακίνητο και τα έσοδα από το "ακίνητο" είναι δύσκολα πλέον σε θέση να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο ευημερίας στη μεσαία τάξη. Το αντίθετο συμβαίνει. Τα ακίνητα μετατράπηκαν σε ένα δυσβάσταχτο βάρος το οποίο η μεσαία τάξη τα σέρνει στο χρόνο χωρίς να ξέρει πλέον τι να τα κάνει», τονίζει ο κ. Χτούρης.

Ο καθηγητής αναφέρει ότι όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί με τις πόλεις, είτε ως κοινωνιολόγοι, είτε ως οικονομολόγοι, είτε ακόμα ως επαγγελματίες της αγοράς, γνώριζαν ότι η χώρα «καθόταν» πάνω σε υπερμεγεθή και υπερευαίσθητη φούσκα ακινήτων.

«Αυτή η λεπτή οικονομική ισορροπία ανατράπηκε ξαφνικά μέσα από μία πολιτική που προσπάθησε να αντιμετωπίσει χωρίς περίσκεψη και γνώση τα τεράστια χρέη του κράτους με την επιβολή μίας οριζόντιας φορολογίας στους μισθούς και τα ακίνητα και όχι όπως θα έπρεπε μέσα από την αντιμετώπιση της κρατικής σπατάλης, της φοροδιαφυγής και της αποτροπής της διαδεδομένης φοροκλοπής (ΦΠΑ). Ο ‘Κληρονόμος’ μετατράπηκε έτσι σε έναν κύριο φοροδότη που πρέπει να διαθέσει τώρα όλους τους λιγοστούς διαθέσιμους πόρους του -αν και συχνά και ο ίδιος είναι επισφαλής εργαζόμενος ή μακροχρόνια άνεργος».

Σύμφωνα με τον κ. Χτούρη, σε αυτή την στρατηγική εντάσσεται και η αποποίηση της κληρονομιάς, αλλά και η αποφυγή όλων των «επικίνδυνων» εξόδων, όπως είναι και η δημιουργία μιας οικογένειας.

«Ο "θάνατος του κληρονόμου" ήρθε ξαφνικά το Σεπτέμβριο του 2011 με μία πρόχειρη ανακοίνωση στην Έκθεση της Θεσσαλονίκης, όπου αναγγέλθηκε για πρώτη φορά μια νέα ολοένα αυξανόμενη και διαρκής φορολόγηση όλων των αστικών ακινήτων (αρχικά ΕΕΤΗΔΕ, αργότερα ΕΝΦΙΑ). Αυτή η πράξη είναι σωστό να θεωρηθεί και ως η πιο καταστροφική φορολογική απόφαση στην ελληνική οικονομική ιστορία, γιατί άφησε την Ελλάδα με ένα βουνό οικονομικών ‘ερειπίων ακινήτων’, την οικονομία με υπερχρεωμένες τράπεζες και κατεστραμμένο τον κλάδο των κατασκευών δηλαδή τον βασικό της ‘παραγωγικό’ πυλώνα».

Στο φαινόμενο των αποποιήσεων κληρονομιάς αναφέρεται και ο καθηγητής Κώστας Ρόντος, ο οποίος εξηγεί ότι προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει, εκτός από τους φόρους και τα έξοδα ενός ακινήτου, και η υπέρμετρη μείωση της αξίας τους και της απόδοσης της εκμετάλλευσής τους.

«Η δραματική μείωση των εισοδημάτων και η γενικότερη υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, περιορίζει, δραστικά την δυνατότητα των πολιτών να ανταπεξέλθουν στα παραπάνω έξοδα απόκτησης και διατήρησης της τυχόν κληρονομούμενης ακίνητης περιουσίας. Σαν αποτέλεσμα των ανωτέρω εξελίξεων, κατά το 2013-14 η ετήσια μεταβολή στις κατατεθειμένες αιτήσεις μη αποδοχής ανέρχεται σε 41,74 %, κατά τα έτη 2014-15 και 2015-16 αυξάνονται κατά 10,24 % και 19,27 % αντίστοιχα, φτάνοντας κατά το 2016 στις 54.422 αιτήσεις. Με βάση εκτιμήσεις σχετικών νομικών υπηρεσιών προβλέπεται κατά το τρέχον έτος ο αριθμός αυτός να φτάσει τις 150.000, δηλαδή να σημειώσει ετήσια αύξηση 175,6 % μεταξύ 2016 και 2017», τονίζει.

Ο κ. Ρόντος όμως τονίζει ότι για ένα ποσοστό των πολιτών, η αποποίηση της κληρονομιάς αποτελεί «θέμα επιλογών, προτεραιοτήτων και ιεράρχησης των αναγκών, που εδώ, στην σύγχρονη κοινωνία της κρίσης, η αποδοχή διατήρησης του "κόπου του πατέρα και της μάνας μας" είναι σε χαμηλή προτεραιότητα».

«Θεωρώ, σε τελευταία ανάλυση, ότι η διαμόρφωση της γενικότερης αρνητικής και απαξιωτικής ψυχολογίας των νέων ανθρώπων, που δημιουργήθηκε από την κρίση, έχει συμπαρασύρει σαν χιονοστιβάδα και την απόφαση για αποποίηση της κληρονομιάς, σε αρκετές περιπτώσεις».

Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης, είτε αυτή εκληφθεί ως πραγματική αδυναμία ανταπόκρισης είτε ως ζήτημα χαμηλής προτεραιότητας, είναι, σύμφωνα με τον κ. Ρόντο, «η απαξίωση ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου του Έλληνα, που παραδοσιακά και για πολλές γενιές είχε συνδέσει το παρόν και το μέλλον του με την ακίνητη περιουσία, πρωταρχικά ως κατοικία και σε δεύτερο επίπεδο ως επένδυση».

«Με την απώλεια του ακινήτου χάνεται η ιστορική σύνδεση με τους προγόνους και συνεπώς η οικογενειακή συνέχεια» - Κώστας Ρόντος

Άλλη μια πλευρά της αύξησης των αποποιήσεων κληρονομιάς είναι η αύξηση των ανισοτήτων.

«Σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, δε, θα πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι η αγορά ακινήτων, όπως και κάθε αγορά, δεν είναι μονίμως καθοδική (υφεσιακή) αλλά εναλλάσσεται με ανοδική (αναπτυξιακή). Και μπορεί η αγορά ακινήτων να μην ανέλθει στα πλασματικά επίπεδα του προ της κρίσης επιπέδου αλλά είναι σίγουρο ότι θα ισορροπήσει σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα στο μέλλον. Σαν αποτέλεσμα, η μη αποδοχή κληρονομιάς ακίνητης περιουσίας μειώνει τα περιουσιακά στοιχεία των μικρομεσαίων εισοδηματικών τάξεων και επιτείνει με τον τρόπο αυτό τις κοινωνικές ανισότητες, αποτελώντας άλλη μία πλευρά των ανισορροπιών που δημιουργεί η κρίση. Γιατί είναι και ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι στις περιόδους οικονομικής κρίσης οι οικονομικές ανισότητες επιδεινώνονται».

Ο κ. Ρόντος αναφέρει ακόμα ως συνέπεια την συναισθηματική απομάκρυνση από τους προγόνους και την απώλεια της αίσθησης συνέχισης των γενεών.

«Με την απώλεια του ακινήτου χάνεται η ιστορική σύνδεση με τους προγόνους και συνεπώς η οικογενειακή συνέχεια, ειδικά όταν πρόκειται για το «πατρικό σπίτι» που αποτελεί σημείο αναφοράς της οικογένειας. Την ιστορική συνέχεια των οικογενειών και τη μνήμη διαδέχονται η ανωνυμία, η εγκατάλειψη και τελικά η λησμονιά. Και άνθρωποι χωρίς ατομική μνήμη και κοινωνίες χωρίς συλλογική μνήμη δεν έχουν μέλλον».

Τέλος, μια συνέπεια που ίσως ελάχιστοι θα σκέφτηκαν μόλις διάβασαν τα στοιχεία του υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι η δημιουργία πλήθους εγκαταλελειμμένων κτιρίων, γεγονός που μειώνει σημαντικά τα κρατικά έσοδα.

«Η επαγωγή, επίσης, της μη αποδεχόμενης κληρονομιάς στο Κράτος δημιουργεί πληθώρα εγκαταλελειμμένων κτιρίων η μη πληρωμή, δε, των φόρων, που σαφώς βέβαια θα έπρεπε να είναι ελαφρύτεροι, μειώνει σημαντικά τα κρατικά έσοδα», αναφέρει ο κ. Ρόντος και προσθέτει:

«Θεωρείται ότι μεγάλο μέρος των 90 δισ. ευρώ που οφείλονται στο Κράτος από φόρους, αφορούν ληξιπρόθεσμα χρέη από κληρονομιές, τα οποία και δεν θα εισπραχθούν ποτέ. Και το χειρότερο είναι ότι το Κράτος είναι ο 6ος κατά σειρά κληρονόμος, καθώς η κληρονομιά επάγεται στους κάθε φορά κληρονόμους του μη αποδεχόμενου (παιδιά, κλπ) και για 5 συνεχείς φορές, με αποτέλεσμα την απορρύθμιση των διαδικασιών του κληρονομικού δικαίου, την αδυναμία παρακολούθησης της νόμιμης ιδιοκτησίας από το κράτος, αλλά και από τους ίδιους του κληρονόμους, καθώς λειτουργικές αδυναμίες δεν επιτρέπουν στις δημόσιες υπηρεσίες να παρακολουθήσουν και πολύ περισσότερο να ενημερώνουν τους διαδοχικούς δικαιούχους, με αποτέλεσμα τα ακίνητα να είναι για πολύ χρόνο εγκαταλελειμμένα και τελικά να καθίστανται μη διατηρήσιμα, τα γειτονικά κτίρια να υποβαθμίζονται και, σε μεγάλη κλίμακα του φαινομένου, ο αστικός (ή ο αγροτικός) χώρος να αποσυντίθεται. Πρακτικά, μια τέτοια εξέλιξη εμποδίζει και την ολοκλήρωση εφαρμογών καταγραφής της ακίνητης περιουσίας, δηλαδή την ορθή αποτύπωση αυτής στο Κτηματολόγιο».

Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι το θέμα τον αποποιήσεων βρίσκεται στο τραπέζι των συσκέψεων στο επιτελείο της υφυπουργού Οικονομικών, Κατερίνας Παπανάτσιου. Συγκεκριμένα, εξετάζεται να ενεργοποιηθεί ο νόμος, ο οποίος προβλέπει τη δυνατότητα αποπληρωμής του φόρου κληρονομιάς με παραχώρηση ακινήτου από τον φορολογούμενο στο δημόσιο. Η διάταξη υπάρχει, ήδη, στην υφιστάμενη νομοθεσία και αυτό που απομένει είναι η υπουργική απόφαση, η οποία, αφενός, θα την θέτει σε ισχύ, αφετέρου, θα διευκρινίζει όλες τις παραμέτρους για τον τρόπο υλοποίησής της.

  • Ο κ. Σωτήρης Χτούρης είναι συγγραφέας του βιβλίου «Αθήνα η δημιουργία μίας μεσογειακής μητρόπολης» μαζί με τη Λίζα Χάϊντενράιχ και τον Ντέτλεφ Ίπσεν, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα. 2013.
  • Ο κ. Κώστας Ρόντος είναι καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου. Σε συνεργασία με την HuffPost Greece, θα διεξάγει έρευνα με στόχο να επαληθεύσει (ή να διαψεύσει) την εκτίμησή του ότι οι αποποιήσεις κληρονομιάς σχετίζεται και με την «απαξιωτική ψυχολογία» των νέων λόγω κρίσης.

Δημοφιλή