Κατά του χωρισμού εκκλησίας κράτους ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος

Κατά του χωρισμού εκκλησίας κράτους ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
Eurokinissi

«Η Εκκλησία, η οποία ασκεί μία και μοναδική εξουσία, την εξουσία να αγαπά ολοκληρωτικά τον Θεό και απροϋπόθετα τον άνθρωπο, δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό Της»ν τόνισε μεταξύ άλλων ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στο πλαίσιο της εισήγησής του ενώπιον του Σώματος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρουσιάζοντας τους προβληματισμούς του για το χθες, το σήμερα και το αύριο της Εκκλησίας.

Ο κ. Ιερώνυμος υποστήριξε πως αυτό επιδιώκεται από όσους επιχειρούν με λόγους στηριγμένους σε μυθεύματα και μυθοπλασίες, που τους ανέθρεψαν κατά το παρελθόν, να θέσουν την Εκκλησία στο περιθώριο της ιστορίας και της σύγχρονης ζωής.

«Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει Μάνα του λαού μας με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει, και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας επιχειρήσει τον χωρισμό, τηρώντας απαρέγκλιτα τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι στην Εκκλησία και τις σχετικές συμβάσεις» είπε και πρόσθεσε:«Βεβαίως, πιστεύω, ότι η Πολιτεία ούτε θέλει, αλλά ούτε μπορεί πράγματι να χωριστεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας.Μπορεί βεβαίως να επιβάλει με ιδεολογικά κριτήρια το χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του κράτους, αλλά δε μπορεί να επιβάλλει και το χωρισμό της Εκκλησίας από την κοινωνία. Άλλωστε, ο χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι χαρακτηριστικό της ποιμαντικής διακονίας της Εκκλησίας, της οποίας η πνευματική σχέση με τον λαό παραμένει αλώβητη στη διάρκεια του χρόνου.Η Εκκλησία δεν χωρίζεται από τα παιδιά Της, υπογράμμισε, γιατί οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μία προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αλλά είναι υπόθεση ενός λαού».

Επιπλέον αναφέρθηκε στους διακριτούς ρόλους εκκλησίας και πολιτείας λέγοντας ότι οι διακριτοί ρόλοι είναι συνταγματικά κατοχυρωμένοι στη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών και τα όριά τους είναι αποσαφηνισμένα από τη συμβατική ρύθμιση των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στα σχετικά με τη θρησκεία άρθρα του Καταστατικού Χάρτη του τόπου.

Για το θέμα της «ελάχιστης εναπομείνασας εκκλησιαστικής περιουσίας» είπε πως ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης δεν μπορεί να αξιοποιηθεί αν δεν συναινέσει η Πολιτεία, λόγω της επιβολής σε αυτήν απίστευτων βαρών και δεσμεύσεων. Στο σημείο αυτό ο κ. Ιερώνυμος κάλεσε την Πολιτεία σε άμεση συνεργασία με κύριο στόχο την ανακούφιση των πλέον αδυνάμων συνανθρώπων μας.

Σημείωσε μάλιστα ότι, παρά την οικονομική ασφυξία που έχει πλήξει και την Εκκλησία, οι φιλανθρωπικές και κοινωνικές μονάδες της, οι οποίες υπολογίζονται σήμερα σε 3.738 με σύνολο επωφελουμένων 1.267.147 συνανθρώπους μας, δαπάνησαν μόνο για το 2015 το ποσό των 126.041.801, 73 ευρώ. Τόνισε δε πως την τελευταία δεκαετία η Εκκλησία έχει προσφέρει στους πλέον ανίσχυρους συμπολίτες μας πάνω από 1,13 δισ. ευρώ.

Από αύριο το πρωί, τόνισε, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι Ιερές Μονές Πετράκη και Πεντέλης να αρχίσουν μαζί με την Πολιτεία, τη διαδικασία αξιοποίησης των καταγεγραμμένων ακινήτων, ενώ ταυτόχρονα καλόν είναι να ξεκινήσει για τα υπόλοιπα ακίνητα η διαδικασία εκκαθάρισης, τακτοποίησης και καταγραφής.

Για το μάθημα των Θρησκευτικών, σχολίασε πως λειτουργεί πράγματι προβληματικά και χρήζει αλλαγών. Με έπεισαν ότι δεν συνιστούν Θρησκευτικά, αλλά μία επιχείρηση αλλοίωσης της πίστεώς μας, είπε και αναφέρθηκε στη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στη Γερμανία, η οποία πραγματοποιείται στα δημόσια σχολεία σε σχέση και σε συμφωνία με τις θεμελιώδεις αρχές της εκάστοτε θρησκευτικής κοινότητας, διατηρουμένου του δικαιώματος της κρατικής επίβλεψης.

Όπως τόνισε, το μάθημα των Θρησκευτικών στη Γερμανία έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, αποτελώντας συστατικό μέρος του προγράμματος διδασκαλίας όπως όλα τα υπόλοιπα μαθήματα, η διδασκαλία του είναι ουσιαστικά ομολογιακή, το δικαίωμα μερικής απαλλαγής βασίζεται μόνο στη θεμελιώδη αναγνώριση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και οι θεολόγοι καθηγητές του μαθήματος, προκειμένου να το διδάξουν, χρειάζονται τη σχετική άδεια από τον οικείο επίσκοπο της Ρωμαιοκαθολικής ή της εκάστοτε Προτεσταντικής ή της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Δημοφιλή