Οι ημέρες του ραδιοφώνου έχουν τελειώσει...ή όχι; Η πραγματικότητα του σήμερα και οι προκλήσεις του μέλλοντος

Οι ημέρες του ραδιοφώνου έχουν τελειώσει...ή όχι;

Τα δημοσιογραφικά συγκροτήματα της χώρας, από την έλευση της κρίσης και έπειτα υπέστησαν τεράστιο πλήγμα. Ιστορικές εφημερίδες, με παρουσία δεκαετιών, αναγκάστηκαν να παύσουν ή να συρρικνώσουν την κυκλοφορία τους- έτσι, οι περισσότερες καθημερινές έγιναν εβδομαδιαίες, ακριβώς όπως για τα περιοδικά μειώθηκε η συχνότητα έκδοσης τους. Ραδιόφωνο και τηλεόραση μείωσαν κατακόρυφα το πρωτογενές υλικό και τα ρεπορτάζ τους. Ακόμη και η μετάβαση στο Διαδίκτυο, για τα περισσότερα Μέσα, δεν αποτέλεσε μια κίνηση εξέλιξης, στο πλαίσιο της αξιοποίησης των δυνατοτήτων της εποχής- πιο πολύ, πρόκειται για μια έσχατη λύση επιβίωσης, που μάλιστα δεν απέδωσε για όλους.

Μέσα στο περιβάλλον αυτό- και, σίγουρα, όχι μόνο εξαιτίας των προαναφερθέντων λόγων- η Ελλάδα καταφέρνει να εξασφαλίσει για τον εαυτό της μια ακόμη θλιβερή πρωτιά: η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης, όσον αφορά την εμπιστοσύνη που δείχνουν οι πολίτες, απέναντι στα Μέσα Επικοινωνίας.

Εδώ, όμως, το ραδιόφωνο, έναντι των άλλων, παραδοσιακών Μέσων, έχει την τιμητική του. Με ποσοστό 28% βρίσκεται στην πρώτη θέση όσον αφορά τον βαθμό αξιοπιστίας που απολαμβάνει από το ελληνικό κοινό, έναντι του Τύπου που ακολουθεί με 20%, και της τηλεόρασης που καταλαμβάνει την τρίτη θέση με 15%. Και, μπορεί τα ποσοστά αυτά να μην κρίνονται ιδιαίτερα υψηλά- συγκρινόμενα με τα ποσοστά μεταξύ 75-80% που αντιστοιχούν στις σκανδιναβικές χώρες- όμως την χώρα μας αφορά μια ακόμη πραγματικότητα, που τονίζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ραδιοφώνου.

«Πρόκειται για το Μέσο», επισημαίνει στην HuffPost Greece η Μαρία Κοζάκου, με επαγγελματική εμπειρία σχεδόν δύο δεκαετιών στον φανταστικό χώρο των ραδιοκυμάτων, «με τη μεγαλύτερη σταθερότητα κατανάλωσης, δηλαδή αριθμού ακροατών. Είναι το Μέσο, που, σε αντίθεση με τα έντυπα αλλά και την τηλεόραση, δεν έχει παρουσιάσει κάμψη. Αντίθετα, πρόσφατες έρευνες δείχνουν αύξηση του αριθμού των ακροατών. Σε απόλυτους αριθμούς, η τηλεόραση παραμένει το δημοφιλέστερο Μέσο στην Ευρώπη, ενώ το ραδιόφωνο βρίσκεται στην δεύτερη θέση».

Η Μαρίνα Ρήγου, που ως υπεύθυνη των ραδιοφωνικών εργαστηρίων του Τμήματος Δημοσιογραφίας, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μεταδίδει τα ''μυστικά'' του στους νέους δημοσιογράφους, επισημαίνει ένα στοιχείο, λόγω και του οποίου «οι Έλληνες εξακολουθούν να ακούν ραδιόφωνο που διατηρεί την αξιοπιστία του, σε ένα ενημερωτικό περιβάλλον που το κοινό δεν έχει εμπιστοσύνη», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Δεν είναι άλλο από την εμφάνιση της ψηφιακής τεχνολογίας.

«Ο ακροατής έχει πλέον τη δυνατότητα του ζάπινγκ και στο ραδιόφωνο, αφού η τεχνολογία επιτρέπει, είτε την αποθήκευση των προσφιλών συχνοτήτων σε προεπιλεγμένες θέσεις της μνήμης της ραδιοφωνικής συσκευής, είτε την εύκολη αυτόματη αναζήτηση».

«Το γεγονός αυτό», συμπληρώνει η Μαρίνα Ρήγου, είναι που «δίνει τη δυνατότητα στον ακροατή να μεταπηδά εύκολα και γρήγορα από σταθμό σε σταθμό, είτε επιλέγοντας το στιγμιαίο πρόγραμμα της αρεσκείας του, είτε παρακολουθώντας τι παίζουν οι άλλοι σταθμοί, πιθανώς και κατά τη διάρκεια των διαφημίσεων. Η ευκολία αυτή δεν υπήρχε με το αναλογικό ραδιόφωνο, όπου κατά πλειοψηφία οι ακροατές άφηναν τη βελόνα του ραδιοφώνου καρφωμένη στην αρχική τους επιλογή». Προσθέτει ακόμη πως, πλέον, οι εκπομπές, «λόγω και της χρήσης του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν διαδραστικό χαρακτήρα».

Ποιοί είναι οι λόγοι, όμως, για τους οποίους οι Έλληνες θεωρούν αξιόπιστο μεν το Ραδιόφωνο, αλλά ταυτόχρονα βρίσκονται στην τέταρτη θέση από το τέλος, όσον αφορά την ακρόαση ραδιοφώνου στην Ευρώπη; (σ.σ. και στην τελευταία, στην ανάγνωση εφημερίδας); Ποιές είναι οι χώρες που ακούνε ραδιόφωνο και γιατί;

«Συνδυάζοντας τη θεωρία, τη βιωματική εμπειρία και τα στατιστικά στοιχεία», απαντάει η Μαρία Κοζάκου, που είχε την ευκαιρία να δει από κοντά πως δουλεύουν κάποιες δημόσιες ραδιοτηλεοράσεις της Ευρώπης, «έχω να πω το εξής: οι χώρες που ακούνε περισσότερο ραδιόφωνο είναι η Γερμανία, η Αυστρία και η Ιρλανδία, ενώ η πρώτη δεκάδα συμπληρώνεται από τις τρεις κάτω χώρες και από τις τέσσερις σκανδιναβικές».

Και συνεχίζει:

«Αν δείτε με προσοχή τι τύπου χώρες βρίσκονται ψηλά στην ακρόαση και το διάβασμα και ποιές είναι χαμηλά, γνωρίζοντας παράλληλα πως λειτουργούν σε αυτές τις χώρες τα δημόσια και ιδιωτικά media, έχει ενδιαφέρον η εξής παρατήρηση: όπου ο πολίτης απολαμβάνει την καλή λειτουργία του κράτους, την υψηλή διείσδυση των δημόσιων Μέσων Ενημέρωσης, η σχέση Κράτους και Πολίτη δεν είναι σχέση μίσους αλλά ανταποδωτική, τόσο περισσότερο ακούνε και διαβάζουν οι πολίτες. Σε αυτές τις χώρες μάλιστα, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης, πολιτισμού και ψυχαγωγίας διατηρούν τα πρωτεία στις μετρήσεις και με διαφορά!».

Κοινή επισήμανση, που πραγματοποιούν οι κκ Ρήγου και Κοζάκου, είναι η δραματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο χώρος του ραδιοφώνου, από οικονομικής πλευράς.

«Τρομερή συρρίκνωση προσωπικού, τραγικές απολαβές και συνακόλουθη ποιοτική κατάπτωση του αποτελέσματος», δηλώνει χαρακτηριστικά η Μαρία Κοζάκου.

Η Μαρίνα Ρήγου επισημαίνει τις περικοπές που έχουν γίνει, με τις απολύσεις προσωπικού να είναι η πρώτη αντίδραση στα μειωμένα έσοδα, ενώ ταυτόχρονα σημειώνεται μια αύξηση καθηκόντων που αφορά και σε ώρες και σε είδος εργασίας, με τη μη καταβολή δεδουλευμένων για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μάλιστα, να γίνεται «σύνηθες φαινόμενο».

Τα «διαφημιστικά έσοδα έχουν εξανεμιστεί», προσθέτει, καθώς «ούτως ή άλλως ο χώρος της διαφήμισης βρίσκεται σε κρίση, πολύ δε περισσότερο η ραδιοφωνική διαφήμιση”.

Ως συνέπεια αυτού, επισημαίνει στην HuffPost Greece, ένα σύνηθες φαινόμενο των τελευταίων χρόνων.

«Προϋπόθεση συνέχισης εκπομπής σε πολλές περιπτώσεις- που τείνει να γίνει κανόνας- είναι η εύρεση χορηγού από τον δημοσιογράφο-παραγωγό. Ισχύει κι εδώ δηλαδή η ανάληψη καθηκόντων που αντιστοιχούν σε άλλες επαγγελματικές ομάδες- στην προκειμένη περίπτωση, του Marketing. Μάλιστα”, καταλήγει, «κάποιες φορές μέρος των διαφημιστικών εσόδων εκπομπής αποτελεί και τη μοναδική αμοιβή του δημοσιογράφου-παραγωγού».

Η Μαρία Κοζάκου, από την πλευρά της, αναγνωρίζει πως «εάν ένας παραγωγός καταφθάσει σε ένα ραδιόφωνο παρέα με έναν χορηγό, θα αυξήσει τις πιθανότητες να συνάψει συνεργασία». Αυτό, όμως, δεν είναι από μόνο του μεμπτό.

Μεμπτή είναι η πραγματικότητα που περιγράφει πως ισχύει, με δημοσιογράφους που ενώ ασκούν το επάγγελμα τους, βρίσκονται ταυτόχρονα και σε γραφεία Τύπου υπουργών, Κομμάτων, εταιριών.

«Σε αντίθεση με πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που αυτή η παράλληλη απασχόληση απαγορεύεται, στην Ελλάδα, όχι μόνο επιτρέπεται, αλλά, θα έλεγε κανείς, ότι όσο στενότερες σχέσεις έχει ένας δημοσιογράφος με Γραφεία Τύπου, τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες του να βγει στο μικρόφωνο. Γενικά, στη ωραία χώρα μας, το τοπίο είναι απολύτως διαστρεβλωμένο και έχει καταστρατηγηθεί η κοινή λογική και οι στοιχειώδεις αρχές δεοντολογίας».

Επισημαίνεται, ακόμη, οι σε πολλές περιπτώσεις αδυναμία ανταπόκρισης των ραδιοφωνικών παραγωγών, στις ανάγκες, επιταγές και απαιτήσεις της άσκησης του συγκεκριμένου επαγγέλματος. «Ως προς την ποιότητα τους», υπογραμμίζει η Μαρίνα Ρήγου, «πολλές ραδιοφωνικές παραγωγές είναι πλέον απαράδεκτες. Οι παραγωγοί κάνουν πλάκα μεταξύ τους, ξεχνούν το ακροατήριο τους ή το θεωρούν ηλίθιο και δεν έχουν απολύτως τίποτα το ενδιαφέρον να πουν. Υπάρχει μια τεράστια παρεξήγηση για το εύκολα κατανοήσιμο περιεχόμενο». Αυτός είναι και ο λόγος, ίσως, που οι νεότεροι ακροατές- και, άρα, περισσότερο εξοικειωμένοι με τις τελευταίες τεχνολογικές δυνατότητες- βρίσκουν καταφύγιο σε ιντερνετικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Η Μαρία Κοζάκου αποδίδει στο χαμηλό επίπεδο των εγχώριων ραδιοφωνικών παραγωγών και την επικράτηση των playlists στα μουσικά ραδιόφωνα, καθώς αποτελούν όλο και περισσότερο τον κανόνα. «Ήταν η εξέλιξη μιας ιστορίας που χτίστηκε πριν 15 και πλέον χρόνια, όχι μόνο στην Ελλάδα.

Στο εγχώριο περιβάλλον δεν έχει βοηθήσει ιδιαίτερα η ποιότητα του λόγου των παραγωγών, η οποία δεν στάθηκε ικανή να αποτελέσει ανάχωμα στην playlist

.

Πολλοί συχνά, όλοι μας προτιμάμε να ακούσουμε ένα ραδιόφωνο playlist παρά έναν ανόητο, σοβαροφανή παραγωγό που κάνει την προσωπική του ψυχανάλυση από μικροφώνου ή μας λέει διάφορα περισπούδαστα ή που έχει πάρει πάρα πολύ σοβαρά τον εαυτό του ή που, απλώς, δεν ξέρει τι λέει».

Τα κρατικά ραδιόφωνα είναι εκείνα που έχουν ξεφύγει από τη συγκεκριμένη κατάπτωση, τα οποία όμως «έχουν εξαιρετικά χαμηλή εμπορικότητα και κατά περιπτώσεις, δεν έχουν ούτε και την ποιότητα που απαιτείται από ένα δημόσιο ραδιόφωνο». Στην πλειοψηφία, υποστηρίζει ακόμη, «το δημοσιογραφικό προϊόν των ραδιοφώνων αρκείται σε αναπαραγωγή και copy paste των ήδη υπάρχουσων ειδήσεων, δεν επενδύει σε ερευνητικές εκπομπές και πρωτογενές ρεπορτάζ ενώ τα μικρόφωνα κατακλύζονται είτε από δημοσιογράφους που έχουν το ραδιόφωνο ως τρίτη απασχόληση είτε από ακκιζόμενους- κοινώς ψώνια- που θα έδιναν τα πάντα για να βγουν στο μικρόφωνο».

Όταν η Μαρίνα Ρήγου επρόκειτο να εργαστεί για πρώτη φορά στο χώρο του ραδιοφώνου, το μακρινό 1987, πίστευε πως θα εισερχόταν σε έναν χώρο «ανοικτού πνεύματος, ελευθερίας έκφρασης, υπευθυνότητας και κουλτούρας», όπως περιγράφει χαρακτηριστικά. Διαψεύστηκε. Στην κρατική- αργότερα δημόσια τηλεόραση- στο βραδινό δελτίο της οποίας εργαζόταν αρχικά, ο πρώτος της αρχισυντάκτης θεωρούσε πως οι διεθνείς ειδήσεις δεν μας ενδιαφέρουν, αφού στην Ελλάδα ζούμε. Όταν, μάλιστα, έπεσε το τείχος του Βερολίνου, ο δεύτερος της αρχισυντάκτης, δηλώνει στην HuffPost Greece, «περιέλαβε την είδηση στο μεσημεριανό δελτίο με δυσφορία, αφού το δελτίο είχε κλείσει και δεν χωρούσε. Ιεραρχήθηκε πολύ χαμηλά, στις εξωτερικές ειδήσεις». Γενικότερα, θυμάται, «η επίσημη υιοθέτηση του όρου δημόσια ραδιοφωνία (και τηλεόραση) στη θέση του κρατική, αν και ορθή, δεν άλλαξε την ουσία: ο σφικτός, έως ασφυκτικός εναγκαλισμός των μέσων ήταν πάντα κυβερνητική προτεραιότητα, ανεξαρτήτως πολιτικού προσανατολισμού».

«Το τοπίο αλλάζει με την αμφισβήτηση του κρατικού μονοπωλίου στα ερτζιανά από τη δημοτική και ιδιωτική, τοπική, ραδιοφωνία. Ουσιαστικά αλλάζουν τους όρους της ενημέρωσης και ζωντανεύουν το πρόγραμμα. Την εποχή εκείνη βρίσκουν ένα κοινό πολιτικοποιημένο και διψασμένο για ενημέρωση, κυρίως πολιτική. Έτσι η ανταπόκρισή του καταγράφεται στις μετρήσεις ακροαματικότητας. Όμως ο εμπορικός χαρακτήρας των ιδιωτικών ραδιοσταθμών και ο έντονος ανταγωνισμός, επιφέρει πλήγμα στους δημοτικούς που σιγά σιγά σβήνουν. Αντιθέτως οι ιδιωτικοί ραδιοσταθμοί πολλαπλασιάζονται, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν το πόσους σταθμούς αντέχει η αγορά. Την άνθιση των ενημερωτικών ραδιοσταθμών, ακολουθεί η κυριαρχία τελικά των μουσικών και η στροφή των ενημερωτικών προς την ενημερωδιασκέδαση- το λεγόμενο infotainment, που αποτελεί τον νέο προσανατολισμό για την προσέλκυση ακροατών».

Το γεγονός, για το ότι «η άλλοτε κυρίαρχη πολιτική περνά σε δευτερεύουσα θέση», αποδίδει η Μαρίνα Ρήγου, στο ότι «το κόστος παραγωγής προγράμματος είναι χαμηλότερο από αυτό του ενημερωτικού». Επισημαίνει, ακόμη, την απομυθοποίηση με την πάροδο του χρόνου των πολιτικών, τη μη ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, την επανάληψη προσώπων, θέσεων και απόψεων, καθώς και την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική και την ένταση της εργασίας, ως αιτίες που οδηγούν το ακροατήριο προς «προγράμματα ευκολότερης κατανάλωσης».

Η νέα προοπτική, όμως, είναι ήδη εδώ και ήδη συνδιαμορφώνει τον χώρο με τις προεκτάσεις της. Η ψηφιακή εποχή αποτελεί για τα καλά πραγματικότητα στα Μέσα, παγκοσμίως- για παράδειγμα, στο Ηνωμένο Βασίλειο το 50% των διαφημιστικών πόρων δαπανείται πλέον ψηφιακά, ενώ παγκοσμίως το ποσοστό αγγίζει το 30%. Παράλληλα, η Νορβηγία, όπως επισημαίνει η Μαρία Κοζάκου, καθίσταται «η πρώτη χώρα που ανακοίνωσε ότι θα καταργήσει για πάντα το αναλογικό ραδιόφωνο και θα μεταφερθεί πλήρως στην ψηφιακή εποχή, και το παράδειγμα της αναμένεται να ακολουθήσουν και άλλες χώρες». Η νορβηγική κυβέρνηση, από τις 11 Ιανουαρίου 2017, μάλιστα, αναμένεται να εξοικονομεί 24 εκατομμύρια ευρώ ετησίως (200 εκατομμύρια νορβηγικές κορώνες), καθώς υπολογίζεται πως στοιχίζει 8 φορές λιγότερο το να προσφέρονται 22 σταθμοί ψηφιακής εκπομπής, από ότι πέντε σταθμοί FΜ (από τους 5 ραδιοφωνικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας στη Νορβηγία, οι τρεις είναι κρατικοί».

«Η ψηφιοποίηση του ραδιοφώνου θα ανοίξει την πόρτα σε ένα μεγαλύτερο εύρος ραδιοφωνικών σταθμών προς όφελος των ακροατών σε όλη τη χώρα. Οι ακροατές θα έχουν πρόσβαση σε πιο διαφοροποιημένο και πλουραλιστικό ραδιοφωνικό περιεχόμενο και θα απολαμβάνουν καλύτερη ποιότητα ήχου και μεγαλύτερη λειτουργικότητα», ανέφερε ο Νορβηγός υπουργός Πολιτισμού, Τόρχιλντ Ουίντβι, σε μία χώρα όπου η πολυφωνία προς όφελος των ακροατών δείχνει να είναι επιθυμητή, από την κυβερνητική πλευρά.

Και άλλες χώρες, όμως, σχεδιάζουν την μετάβαση στο ψηφιακό ραδιόφωνο, με τη Δανία και τη Σουηδία να προγραμματίζουν την πλήρη τους μετάβαση έως και το 2022 και τη Βρετανία να είχε δρομολογήσει την κατάργηση της δικής της υπηρεσίας στα FM για το 2018, αν και το σχέδιο εν τέλει αναγκάστηκε να αναδιαμορφωθεί, λόγω αντιδράσεων που είχαν εκφραστεί από πλευράς της ιδιωτικής ραδιοφωνίας.

Η Μαρίνα Ρήγου, από την πλευρά της, επισημαίνει πως «το διαδίκτυο έχει συμβάλλει σε μια κουλτούρα του δωρεάν και οι εταιρίες των μέσων ενημέρωσης μεταφράζουν το βασικό πλεονέκτημα αυτού του νέου μέσου, σε δωρεάν ή υποαμοιβόμενη εργασία. Για τον ακροατή, ωστόσο, κυρίως του μουσικού ραδιοφώνου, η εμφάνιση του webradio είναι πανδαισία. Μπορεί να επιλέξει το σταθμό με το συγκεκριμένο είδος μουσικής που επιθυμεί ανάμεσα σε χιλιάδες ραδιόφωνα ανά τον κόσμο και όχι μόνο ελληνικά. Μπορείς, παραδείγματος χάριν, να ακούσεις το NPR, όποτε θέλεις».

Βέβαια, όπως επισημαίνει η Μαρία Κοζάκου, ένας κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να παρακάμψουν οι ακροατές το ψηφιακό ραδιόφωνο και να επιλέξουν διαδικτυακές υπηρεσίες streaming, όπως το Spotify. Στην Αμερική έγινε γνωστό, λέει στην HuffPost Greece, πως ο τζίρος του streaming μουσικής (1.87 δισεκατομμύρια δολάρια), ξεπέρασε εκείνο των πωλήσεων CD (1.85 δισεκατομμύρια δολάρια), για πρώτη φορά στην ιστορία. Από τα ράφια των βιβλιοπωλείων, όπως είναι γνωστό, οι ακροατές- και καταναλωτές παράλληλα- οδηγούνται πλέον στους ιντερνετικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς και τις δημοφιλείς διαδικτυακές on-demand μουσικές υπηρεσίες-ήτοι Spotify, Pandora, Rhapsody.

Μάλλον όχι. Ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον να είναι γνωστό με άλλο όνομα- «αφού, η ονομασία του ραδιοφώνου (radio) είχε βασιστεί στον τρόπο μετάδοσης του σήματος που σήμερα αλλάζει», υπογραμμίζει η Μαρίνα Ρήγου. «Το ραδιόφωνο όμως, δεν τελείωσε, ούτε κινδυνεύει να τελειώσει σήμερα. Θα υπάρχει, όσο οι άνθρωποι εξακολουθούν να θέλουν να ενημερώνονται και να ψυχαγωγούνται. Η ηχητική συντροφιά παραμένει ζητούμενο και το ραδιόφωνο, ακόμη και ως δικτυόφωνο, θα ανταποκρίνεται σε αυτό».

«Εξάλλου», συμπληρώνει η Μαρία Κοζάκου, το ραδιόφωνο, πέραν των διάφορων ρομαντικών και ποιητικών περί της φαντασίας του ακροατή, είναι ασυναγώνιστο σε σχέση με τα άλλα παραδοσιακά Μέσα, «ως προς δύο πράγματα: το ένα είναι η ταχύτητα (κυρίως στην ειδησεογραφία) και το άλλο είναι ότι αποτελεί μέσο συνοδευτικό. Δηλαδή, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις παράλληλα με την ακρόαση. Δεν απαιτεί τη στατικότητα του ακροατή, είναι συντροφιά».

Και προσθέτει, πως «καθώς αλλάζει και αυτό και προσαρμόζεται στις ανάγκες τους, θα αποτελεί πάντα κομμάτι της καθημερινότητας των πολιτών. Αυτό που δεν ξέρουμε είναι αν θα πρόκειται για ένα ραδιόφωνο συμβατικό σαν το σημερινό, ένα ραδιόφωνο με ανθρώπινες φωνές ή ρομποτικές, ένα ραδιόφωνο για όλους ή απολύτως tailor made, δηλαδή προσωποποιημένο ανάλογα με τις επιθυμίες καθενός ακροατή. Όσο το ραδιόφωνο, δηλαδή οι άνθρωποι που το υπηρετούν, ακούνε και είναι δεκτικοί στις νέες τεχνολογίες, τόσο πιο ισχυρός θα είναι ο ρόλος του ραδιοφώνου στο μέλλον. Το ραδιόφωνο θα καταργηθεί την στιγμή που δεν θα έχει κάτι να πει».

«Μικρού μου κουτί

Που μου κρατούσες συντροφιά

...

Θέλω να μου υποσχεθείς

Πως δεν θα σωπάσεις ξαφνικά»

Δημοφιλή