Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Ό,τι αγαπώ το αποθεώνω

«Μου έχει φερθεί τόσο καλά η ζωή αυτά τα χρόνια και προσπαθώ να το ανταποδώσω»

«... Yπάρχει μία δική μου έντονη επιθυμία προς την ειλικρίνεια και τη διαύγεια. Και προς το να πω πράγματα που με αφορούν προσωπικά. Έχω λιγότερη αγωνία, δηλαδή, της αποδοχής ή του θαυμασμού με τον τρόπο που ένας καλλιτέχνης θα την είχε παλιότερα -και που είναι και πολύ θεμιτό και λογικό. Ξέρεις, αν είσαι τυχερός, μπορεί από κάποια ηλικία και μετά να αμβλυνθούν οι γωνίες, να αποκτήσουν οι άνθρωποι μία γλυκύτητα, η οποία μόνο καλό μπορεί να κάνει...»

Αισθάνεται στην πιο καλή του στιγμή, παραδέχεται ότι ο χρόνος τον φοβίζει λιγότερο από ό,τι παλαιότερα και υπογραμμίζει «είμαι σκηνοθέτης επειδή έχω ανάγκη να πω ιστορίες ολόκληρες, από την αρχή έως το τέλος τους, να φτιάξω κόσμους από την αρχή μέχρι το τέλος».

Βράδυ Παρασκευής στα τραπεζάκια έξω του Zonars, λίγο πριν από την παράσταση «Ο Φάρος», με φόντο τη στολισμένη Αθήνα, την εορταστική κίνηση και τους μουσικούς του δρόμου.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μιλά στη HuffPost Greece για την ενδοσκόπηση και τα χρόνια «μετά τα σαράντα», για το θέατρο που είναι «η βασιλεία του ηθοποιού», την Επίδαυρο που κατεβαίνει το καλοκαίρι του 2019, αυτή τη φορά ως σκηνοθέτης, για την επιθυμία να χαμηλώσει λίγο «τους ρυθμούς παραγωγής», αλλά και την πολιτική: «Με απωθεί η ιδέα να είμαι ένας -για οποιοδήποτε κόμμα- από τα δικά τους παιδιά...».

-Πώς σε βρίσκει το τέλος του χρόνου;

Πολύ καλά. Θα ήμουν το λιγότερο αχάριστος αν έλεγα ο,τιδήποτε άλλο από «πολύ καλά». Ήταν μία πολύ καλή χρονιά το 2018 για μένα, σε κάθε πεδίο -επαγγελματικά και προσωπικά. Και πρέπει να σου ομολογήσω ότι ακολουθεί μία σειρά από καλές χρονιές με την έννοια ότι και στις προσωπικές μου επαφές και σχέσεις με τους ανθρώπους (και με τους κοντινούς μου και με τους οικείους μου, τους συνεργάτες μου), νομίζω ότι γίνομαι καλύτερος και ουσιαστικότερος και βαθύτερος. Και στα δημιουργικά, αισθάνομαι ανεξαρτήτως της επιτυχίας ή μη της κάθε μίας παράστασης ότι έχω βρει το κέντρο μου. Έχω βρει μία περιοχή η οποία με ενδιαφέρει πολύ και στην οποία αισθάνομαι πολύ καλά.

-Το λες μιλώντας για τη σκηνοθεσία, υποθέτω.

Μιλώντας για την δυνατότητα μου να διηγούμαι ιστορίες σε ανθρώπους. Τη δυνατότητα να διηγείσαι ιστορίες που θέλεις με τους δικούς σου όρους. Δεν το κάνω αυστηρά παίζοντας ή σκηνοθετώντας, το κάνω παίζοντας και σκηνοθετώντας τα δικά μου, σκηνοθετώντας έργα στα οποία δεν παίζω, παίζοντας σε ταινίες, παίζοντας σε παραστάσεις όπου ο σκηνοθέτης είναι άλλος, με όλες τις μορφές δηλαδή, που μπορώ να υπάρξω στη δουλειά και στην τέχνη του σκηνοθέτη, του ηθοποιού, στο θέατρο και στον κινηματογράφο.

-Ποιός ήταν ο δικός σου αφηγητής, ο άνθρωπος που σου είπε ωραίες ιστορίες;

Την επαφή, την αγάπη για τη λογοτεχνία και την ποίηση την πήρα από τον πατέρα μου. Επίσης, και από την αδελφή μου. Μεγάλωσα σε ένα σπίτι που διαβάζαμε -η μάνα μου, ο πατέρας μου όλοι. Την αγάπη για το θέατρο την κληρονόμησα και από τους δύο γονείς μου. Είδα από πολύ νωρίς θέατρο, στην Επίδαυρο πήγα πρώτη φορά σε ηλικία οκτώ χρονών -κάπου εκεί. Και οι παραστάσεις που έβλεπα ήταν του Λεωνίδα Τριβιζά που ήταν συγγενής, πολύ φίλος των γονιών μου και είμαστε πολύ δεμένοι οικογενειακά.

-Έχεις ένα μπαράζ επιτυχιών, που μόνο τυχαίο δεν είναι. Η εργαλειοθήκη σου έχει αλλάξει; Μία επιτυχία είναι σαν να δίνει εμμέσως το μήνυμα, αφού πήγε καλά, χρησιμοποίησε τα ίδια εργαλεία ξανά.

Τα εργαλεία νομίζω είναι απλούστερα από ό,τι φαντάζεται κανείς στην αρχή. Προφανώς υπάρχει μία σειρά από εργαλεία που έχουν να κάνουν με τις τεχνικές δυνατότητες, με τη φαντασία, με τη γνώση και την εμπειρία που οξύνονται, αλλά νομίζω στις δημιουργικές δραστηριότητες οι καλλιτέχνες κατά βάση βελτιωνόμαστε όταν γινόμαστε βαθύτεροι και όταν γινόμαστε βαθύτεροι σαν άνθρωποι. Και νομίζω ότι μετά τα σαράντα, οι άνθρωποι, εάν έχουν τη δυνατότητα (... παύση) -δεν μπορώ να μιλήσω για τους άλλους.

«Ο Φάρος». Θέατρο «Αθηνών»
«Ο Φάρος». Θέατρο «Αθηνών»

Μετά τα σαράντα αισθάνομαι ότι γίνομαι βαθύτερος σαν άνθρωπος. Άρα, πηγαίνω στα πράγματα ή στους ανθρώπους πιο κοντά με βάση το περιεχόμενο τους. Φυσικά και έχω κάθε φορά ένα καινούργιο πεδίο, ένα άγραφο χαρτί να ανακαλύψω στην κάθε παράσταση, χρησιμοποιώντας διαφορετικούς τρόπους κατά πάσα πιθανότητα -με επιτυχία ή και με λιγότερη επιτυχία. Παρ′ όλα αυτά υπάρχει μία δική μου έντονη επιθυμία προς την ειλικρίνεια και τη διαύγεια. Και προς το να πω πράγματα που με αφορούν προσωπικά. Έχω λιγότερη αγωνία, δηλαδή, της αποδοχής ή του θαυμασμού με τον τρόπο που ένας καλλιτέχνης θα την είχε παλιότερα -και που είναι και πολύ θεμιτό και λογικό. Ξέρεις, αν είσαι τυχερός, μπορεί από κάποια ηλικία και μετά να αμβλυνθούν οι γωνίες, να αποκτήσουν οι άνθρωποι μία γλυκύτητα, η οποία μόνο καλό μπορεί να κάνει.

-Το βάθος προϋποθέτει μία καλή δουλειά με τον εαυτό και έναν στοχασμό. Η εικόνα που έχω για σένα είναι ενός πολύ κοινωνικού ανθρώπου.

Ναι, γιατί με βλέπεις πάντα έξω, έτσι κι αλλιώς. Αλλά βίος ανεξέταστος δεν έχει νόημα. Το ξέρουμε. Καλλιτέχνης που δεν στοχάζεται -με όποιον τρόπο το κάνει, εννοώ από έναν καθαρά, απολύτως συνειδητό τρόπο μέχρι μία τάση ενδοσκόπησης- δεν είναι καλλιτέχνης. Αν μας δίνει μία δυνατότητα η ζωή αυτή, το να εξασκούμε μία τέχνη που έχει σχέση με τον άνθρωπο, είναι ότι η κύρια ενασχόληση μας είναι ο εαυτός μας. Κι όταν λέω η κύρια ενασχόληση μας είναι ο εαυτός μας, αυτή είναι μία φράση από τον Τένεσι Ουίλιαμς, όχι ο εαυτός μας, αλλά όπως το λέει ο Ουίλιαμς για τον ήρωα του. Ο Σεμπάστιαν, λέει, ήταν ποιητής, η μοναδική του ενασχόληση ήταν η ζωή του.

Είναι απολύτως αναγκαίο, είναι δομικό στοιχείο μίας καλλιτεχνικής φύσης να ενδοσκοπεί, να παρατηρεί -να παρατηρεί προς τα μέσα, προς τα έξω. Αν λοιπόν, είσαι και λίγο καλό σκαρί χαρακτήρα κι αυτό έχει μία σημασία, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ικανοί για αυτοβελτίωση μέσα στα χρόνια, μερικοί γίνονται και χειρότεροι -να στο πω αλλιώς, ο σκατόψυχος δεν θα αλλάξει -αν όμως έχεις μία ικανότητα να μπορείς να βελτιώνεσαι στην επαφή σου με τα πράγματα και με τον κόσμο και ο χρόνος να σε σμιλεύει σωστά, έχεις τη δυνατότητα να ζήσεις πολύ πιο ευτυχής, πολύ πιο ήρεμος και πολύ πιο στο κέντρο σου από κάποια ηλικία και μετά.

“Είμαι σκηνοθέτης επειδή έχω ανάγκη να πω ιστορίες ολόκληρες, από την αρχή έως το τέλος τους, να φτιάξω κόσμους από την αρχή μέχρι το τέλος. Γιατί με ενδιαφέρει και με διεγείρει.”

-Η υπεραξία του σκηνοθέτη είναι μεγαλύτερη από του ηθοποιού;

Δεν μπορώ να πω, με την έννοια ότι ο ηθοποιός είναι ένα θαυμαστό πρόσωπο, ιδίως ο σπουδαίος ηθοποιός ή ο ηθοποιός σε μία σπουδαία ερμηνεία. Επίσης, ο πολύς κόσμος συνήθως δεν γνωρίζει τους σκηνοθέτες. Δεν ασχολείται με τους σκηνοθέτες, ασχολείται με τους ηθοποιούς. Είναι πολύ μικρότερο το μερίδιο του κοινού το οποίο πηγαίνει στο θέατρο για να δει μία σκηνοθεσία ενός συγκεκριμένου ονόματος, ενός συγκεκριμένου σκηνοθέτη από ό,τι για να δει έναν ηθοποιό. Πράγματι, σε ένα μέρος του θεάτρου μας, στο οποίο κι εγώ έχω θητεύσει κατά κόρον, υπάρχει το κοινό το οποίο θα προστρέξει για να δει τη δουλειά ενός σκηνοθέτη. Και είναι απολύτως νόμιμο αυτό και λογικό.

Αλλά υπάρχει πολύς, πάρα πολύς κόσμος, του οποίου η αγάπη είναι να μπορεί να δει ηθοποιούς. Το θέατρο είναι η βασιλεία του ηθοποιού, όπως και να το κάνουμε. Εγώ δεν είμαι λοιπόν, σκηνοθέτης για να με θαυμάσουν ή για να με αγαπήσουν περισσότερο. Είμαι σκηνοθέτης επειδή έχω ανάγκη να πω ιστορίες ολόκληρες, από την αρχή έως το τέλος τους, να φτιάξω κόσμους από την αρχή μέχρι το τέλος. Γιατί με ενδιαφέρει και με διεγείρει. Επίσης, ακόμα και στα θέατρα των σκηνοθετών, στις παραστάσεις δηλαδή, που θαυμάζουμε για τη σύλληψη τους, για τη σκηνοθετική κατασκευή τους, πάλι αποζητούμε τις ερμηνείες. Δεν υπάρχει σκηνοθεσία η οποία λειτουργεί ερήμην των ηθοποιών της. Δεν υπάρχει παράσταση η οποία δεν χρειάζεται σπουδαίες ερμηνείες. Ό,τι κι αν είναι αυτή, από μια μεγάλη, διασκεδαστική παράσταση στο Παλλάς μέχρι την πιο «ειδική» παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών. Ο ηθοποιός είναι το κλειδί.

-Αφού η κουβέντα μας έφερε στο Φεστιβάλ Αθηνών, το καλοκαίρι του 2019 κατεβαίνεις στην Επίδαυρο σκηνοθετώντας Οιδίποδα Τύραννο.

Με μεγάλη χαρά, με μεγάλη προσμονή και με μεγάλο άγχος -με δημιουργικό άγχος, δηλαδή. Ως ηθοποιός έχω κατέβει στην Επίδαυρο οκτώ φορές μέχρι τώρα. Και έχω παίξει τον Οιδίποδα Τύραννο δύο -μία τον Οιδίποδα και στην παράσταση του Γκραουζίνις, την Ιοκάστη, τον Τειρεσία και τον βοσκό (μπορώ να σου πω ότι είναι και ο αγαπημένος μου ρόλος στο έργο, με συγκινεί πολύ ο βοσκός αυτός). Αυτά που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι έχω μία μετάφραση σπουδαία, του Γιάννη Λιγνάδη, που είναι εξαιρετικός φιλόλογος και ταυτοχρόνως, άνθρωπος με γνώση πολύ καλή του θεάτρου, και έχω για Οιδίποδα τον Δημήτρη (Λιγνάδη) και για Ιοκάστη την Αμαλία (Μουτούση). Αυτό είναι ένα ιδανικό πρώτο υλικό για να μπορέσεις να πεις για άλλη μια φορά αυτή την ιστορία και να καταφέρεις να βρεις τον τρόπο να την πεις έτσι ώστε να αγγίζει και η απίστευτη πλοκή της και το απύθμενο βάθος της.

“Όπως λέω πάντα, στο θέατρο αξίζουν οι δοκιμές, γιατί έτσι προχωράνε τα πράγματα. Και στις δοκιμές κάποιες θα πετύχουν και κάποιες θα αποτύχουν. Ειδικά αν είναι πολύ τολμηρές μπορεί να φάνε και τα μούτρα τους. Αλλά παρ′ όλα αυτά δεν πεθαίνει και κανένας. Δεν είμαστε χειρουργοί. Δεν μένει κανένας νεκρός στο χειρουργικό τραπέζι. Όλοι ζωντανοί θα φύγουνε.”

Και κάτι που με ενδιαφέρει πολύ στις παραστάσεις είναι πώς καταφέρνεις να γίνεσαι προσωπικός. Δηλαδή ο Βυσσινόκηπος έχει μία πολύ προσωπική ματιά, αλλά είναι πολύ διαυγής η παράσταση, δεν νομίζω ότι φοριέται αυτή η ματιά της με έναν τρόπο, ας πούμε, καταπιεστικό για το έργο του συγγραφέα. Έχω μία τάση να σέβομαι πάρα πολύ το κείμενο. Κάνω τα έργα επειδή με ενδιαφέρουν συγκεκριμένα κείμενα, δεν κάνω τα έργα σαν ασκήσεις ύφους -που κι αυτό το θεωρώ θεμιτό, για να μην παρεξηγηθώ και έχω δει και καταπληκτικές ασκήσεις ύφους που μπορούν να δικαιωθούν μόνο και μόνο από το υπέροχο αποτέλεσμα τους, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο. Αλλά το να καταφέρεις να ξαναπείς αυτή την ιστορία με έναν τρόπο βαθύ που να μπορέσει να αγγίξει όπως αυτή η συγκεκριμένη ειδικά ιστορία αγγίζει και να βάλεις μέσα και κάτι από τον εαυτό σου, από τη ματιά που έχεις για τον κόσμο και τη ματιά που αισθάνεσαι ότι σημαίνει το έργο για τον κόσμο, ναι, είναι μία πολύ μεγάλη πρόκληση.

-Γιατί η Επίδαυρος δεν χάνει τη γοητεία της ακόμη και στις «κακές» παραστάσεις;

Γιατί είναι ένας τόπος μαγικός. Οι θεατές που πάνε πρώτη φορά στην Επίδαυρο παθαίνουν σοκ. Όποια κι αν είναι παράσταση. Θυμάμαι το συζητούσα με τους Αμερικανούς φίλους μου, όταν ήμουν για μία περίοδο στο Λος Άντζελες, επειδή το είχαν ζήσει. Το συζητούσε ο Τομ Χανκς -τι ήταν η Επίδαυρος όταν είδε τον Ιππόλυτο, στον οποίον έπαιζα, εκείνο το θαυμαστό για τη χώρα καλοκαίρι του 2004. Αυτό λοιπόν που παθαίνει κανείς όταν πηγαίνει πρώτη φορά στην Επίδαυρο είναι συγκλονιστικό. Σα να πέφτεις σε μια κουνελότρυπα που σε συνδέει απευθείας με ένα άλλο σημείο του χωροχρόνου.

Ακόμη και να μη λειτουργήσει η παράσταση όπως πρέπει, είσαι εκεί, σε ένα μνημείο, που αντίθετα από τα περισσότερα μνημεία στον πλανήτη, έχει την ίδια χρήση που είχε τότε -παρότι η Επίδαυρος ήταν ένα θέατρο του Ασκληπιείου. Θέλω να πω, έχω ακούσει τον Καφετζόπουλο να το λέει αυτό και περιέργως, ενώ συμφωνώ σε πολλά με τον Αντώνη, σ′ αυτό διαφωνώ πλήρως. Τον άκουσα να λέει, καλό θα ήταν τα μνημεία να παραμείνουν μνημεία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να παίζουμε στις αρχαίες πέτρες. Νομίζω ότι είναι τελείως λάθος. Μας δίνετε μία τρομερή δυνατότητα. Φροντίζοντας το και προσέχοντας το σαν μνημείο να μπορούμε να το χρησιμοποιούμε για την ίδια λειτουργία. Είναι σα να συνδέεσαι με κάτι αρχέγονο. Και νομίζω ότι ο κόσμος το επιζητά αυτό, ειδικά δε όταν μειώνονται συνέχεια, οι συνδέσεις του με το παρελθόν.

-Με τις ρίζες;

Οι «ρίζες» είναι ίσως λάθος λέξη, θα παρεξηγηθώ. Δεν το λέω ως αρχαιολάτρης ή ως ένας οπαδός της συντήρησης. Λέω απλά ότι ο σύγχρονος δυτικός άνθρωπος, ο τρόπος που όλοι ζούμε, δεν έχει μία μορφή τελετής, δεν έχει μία μορφή επιστροφής σε μία κοινότητα. Δεν εκκλησιαζόμαστε -εγώ δεν εκκλησιάζομαι, παραδείγματος χάρη. Έχουμε χάσει δηλαδή, τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βγούμε λίγο από τον εαυτό και να έρθουμε σε επαφή με κάτι άλλο.

-Το οποίο είναι η πνευματικότητα;

Η πνευματικότητα είναι κάτι δικό σου, ριζικό, αρχέγονο, γι′ αυτό οι θεατές ενθουσιάζονται συχνά με το αρχαίο δράμα στην Επίδαυρο. Και γι αυτό και πολλές φορές αντιστέκονται στις πολύ ρηξικέλευθες προτάσεις.... Έχεις το καλό -και το κακό- ένα εκατομμύριο τρόπους να το κάνεις... Είναι μία σύνδεση με κάτι που δεν είναι ορατό στην πραγματικότητα. Πρέπει να πας εκεί για να το «δεις». Κι αυτό ειδικά μέσα στην Επίδαυρο έχει μία ιδιαίτερη γοητεία. Επίσης, ο χώρος σε αγκαλιάζει -με έναν ειδικό τρόπο.

-Η Επίδαυρος «προστατεύει» τις αδυναμίες και σε άλλες περιπτώσεις....

... Τις φανερώνει. Αναλόγως το είδος των αδυναμιών. Χρειάζεται μία προσέγγιση. Έχω δοκιμαστεί σε όλα τα είδη παραστάσεων στην Επίδαυρο, από τις πιο κλασικές, μέχρι τις πιο μοντέρνες, μέχρι τις πιο ιδιαίτερες. Επίσης, είμαι υπέρ και όλων των τρόπων. Όπως λέω πάντα, στο θέατρο αξίζουν οι δοκιμές, γιατί έτσι προχωράνε τα πράγματα. Και στις δοκιμές κάποιες θα πετύχουν και κάποιες θα αποτύχουν. Ειδικά αν είναι πολύ τολμηρές μπορεί να φάνε και τα μούτρα τους. Αλλά παρ′ όλα αυτά δεν πεθαίνει και κανένας. Δεν είμαστε χειρουργοί. Δεν μένει κανένας νεκρός στο χειρουργικό τραπέζι. Όλοι ζωντανοί θα φύγουνε. Το πολύ πολύ δεν πετύχει η παράσταση. Ενώ αν πετύχει; Βλέπεις εσύ τον Βυσσινόκηπο, κάτι σου αφήνει. Στον διπλανό δεν του άφησε. Έχασε δύο ώρες. Αυτός όμως που για κάποιον λόγο επικοινωνεί, τον διαπερνά, βρήκε τη σύνδεση του, το όφελος του είναι πολλαπλό. Οπότε αξίζει και το να δοκιμάζεις. Παρ′ όλα αυτά, αισθάνομαι ότι -πάλι δεν θέλω να ακουστώ αρχαιολάτρης ή συντηρητικός- ναι, χρειάζεται έναν σεβασμό, μία τιμιότητα στον χειρισμό. Μία ειλικρίνεια προθέσεων. Και μετά, κάνε ό,τι θες.

-Φόβο έχεις;

Ανεβάζω έργα που αγαπώ και ό,τι αγαπώ το αποθεώνω. Και γι αυτό, έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να το επικοινωνήσω. Αν μου έλεγες πέρυσι για τον Φάρο ότι, το έργο έχει θέματα, θα σου έλεγα ότι το έργο είναι αριστούργημα. Και θα προσπαθούσα να σε πείσω κιόλας. Με το ζόρι.

-Το κατάλαβα από την αρχή όταν σου είπα ότι η παράσταση είναι πολύ δυνατή, αλλά το έργο έχει κάποιες αδυναμίες δραματουργικά...

Όχι, δεν έχει.

-Ναι, αυτό είπες...

Σε παρακαλώ πολύ!... (γέλια) Από τη στιγμή που μου έλεγαν πέρυσι καλά λόγια για την παράσταση δεν με ενδιέφερε. Το μόνο που ήθελα ήταν να καταφέρω να κάνω το έργο, το κείμενο να λειτουργήσει, να το περάσω στον κόσμο. Επειδή αγαπώ πολύ τα πράγματα που κάνω, δεν φοβάμαι. Είμαι και προσπαθώ να είμαι πολύ προσεκτικός. Και πρέπει φτιάχνοντας μία παράσταση να είσαι προσεκτικός την ίδια ώρα που είσαι και τολμηρός. Την ίδια ώρα που αφήνεις το μυαλό σου να πετάξει και να οραματιστεί και να πει και τη μεγαλύτερη τρέλα, ειδικά στην περίοδο της κατασκευής -της προπαρασκευής- πρέπει να είσαι και πολύ προσεκτικός.

“Mε απωθεί η ιδέα να είμαι ένας -για οποιοδήποτε κόμμα- από τα δικά τους παιδιά”

-Τα τελευταία χρόνια διαχειρίζεσαι ταυτοχρόνως πολλά.

Χωρίς ακριβώς να το επιθυμώ, συνέβη από μόνο του. Από το 2013 και μετά είμαι σε ένα τρομερό μαραθώνιο. Κάνω πολλές παραστάσεις. Μου συνέβαινε σχεδόν κατά λάθος, δεν ήταν οργανωμένο, έλεγα ναι, αυτό θέλω να το κάνω, ναι, αυτό είναι πολύ ωραία πρόταση, θα το κάνω, εδώ θέλω να κάνω αυτό -φαντάσου να μην έπαιζα και κάθε έργο δύο χρόνια. Θα είχα κάνει ακόμη περισσότερα. Αλλά νομίζω ότι θα ήθελα να χαμηλώσω αρκετά τους ρυθμούς παραγωγής.

-Δηλαδή, ο πρωταθλητής λέει ωραία όλα αυτά, όμως...

Δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη «πρωταθλητής». Θα χρησιμοποιούσα τις λέξεις «χρειάζομαι περισσότερο χρόνο». Έτσι κι αλλιώς χρησιμοποιώ πολύ χρόνο. Δηλαδή, για μία παράσταση που ανεβαίνει τον Οκτώβριο, όπως ο Βυσσινόκηπος, έχω ξεκινήσει να δουλεύω από τον Ιανουάριο -εννοώ, να σχεδιάζω την παράσταση. Μου αρέσει να ξέρω πού πηγαίνω όταν έρθει η ώρα της πρόβας.

-Ο πολύ μεγάλος αριθμός των παραστάσεων, ο πληθωρισμός -ανεξαρτήτως εάν ανεβαίνουν, κατεβαίνουν, συνεχίζονται για ακόμη μία σεζόν- τι νοήμα έχει;

Είναι μία τρομερή υπερτροφία που όμως συμβαίνει γιατί κάποιου τύπου ζήτηση θα υπάρχει. Κάθε χρόνο βγαίνει από τις δραματικές σχολές ένας αδιανόητος αριθμός παιδιών -και με προβληματικές συνθήκες πολύ συχνά. Αλλά είναι μία τέχνη. Θα απαγορεύσεις στον άλλον να την ασκήσει; Και το λέω, παρά τα προβλήματα, τις συνθήκες εργασίας, το εάν αυτοί οι άνθρωποι πληρώνονται, που είναι προβλήματα πραγματικά και υπαρκτά. Αυτή η υπετροφία είναι μία προβληματική κατάσταση. Παρ′ όλα αυτά, το 1990-91 δημιουργήθηκε το Αμόρε και διαμόρφωσε ένα καινούργιο τοπίο. Από το ’90 και μετά αρχίσαμε να έχουμε συνολικά πιο ενδιαφέρον θέατρο -στην Αθήνα κυρίως- από ό,τι πριν από το Αμόρε. Πολύ πιο πολύπλευρο, πολύ περισσότερες φωνές, οι οποίες μεταξύ τους διαγκωνίζονταν για το ευγενές έπαθλο της αναγνώρισης και έκαναν ωραία πράγματα και σήμερα έχω να σου πω ότι θεωρώ ότι έχουμε πάρα πολύ ωραίες παραστάσεις. Πάρα πολύ καλούς σκηνοθέτες, σπουδαίους ηθοποιούς, καταπληκτικούς σκηνογράφους, τρομερές μονάδες ανθρώπινες οι οποίες κιόλας πολύ συχνά, μαζεύονται και σε ομάδες. Άρα, αυτό γίνεται επειδή ξαφνικά όλοι έχουμε πέσει και ασχολούμαστε με το θέατρο. Το οποίο δημιουργεί μία κινητικότητα. Που αφήνει και πάρα πολύ καλό υλικό. Δεν ξέρω εάν στην Αθήνα του 1990 μπορούσε ο θεατής να έχει τόσα διλήμματα για το ποιά παράσταση να πρωτοδεί. Αισθάνομαι ότι σήμερα έχει. Δηλαδή, έχω πάνω από δέκα παραστάσεις που θα ήθελα πολύ να δω.

-Με την πολιτική; Τι σκοπεύεις να κάνεις;

Τίποτα.

-Έχεις δεχθεί πρόταση από τη ΝΔ;

Όχι. Είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω. Όπου στεκόμουν στέκομαι. Μιλάει με γρίφους, θα πεις. Όχι δεν μιλάω με γρίφους. Ούτε με έχουν προσεγγίσει, ούτε με έχουν ρωτήσει κάτι, ούτε μου έχουν πει ο,τιδήποτε για ο,τιδήποτε, τα έχω πει όλα ξεκάθαρα και ισχύουν ακριβώς όπως τα είχα πει.

-Δεν υπάρχει αναθεώρηση;

Καμία αναθεώρηση. Δεν υπήρξε καν θεώρηση για να υπάρξει αναθεώρηση.

-Στο συνέδριο της ΝΔ εξέφρασες την εκτίμηση σου στο πρόσωπο του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Είπα ότι τον εκτιμώ πολύ και τον πιστεύω και ελπίζω ότι θα αποδειχτώ σωστός. Αυτό είπα. Τον εκτιμώ και τον πιστεύω. Αλλά αυτό δεν είναι νέο. Το έχω πει. Δεν υπάρχει όμως, τίποτε άλλο. Και ένας λόγος που δεν υπάρχει και δεν μιλάω γι αυτό είναι γιατί δεν με ενδιαφέρει, με απωθεί η ιδέα να είμαι ένας -για οποιοδήποτε κόμμα- από τα δικά τους παιδιά. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;

-Όχι.

Δεν είμαι ένας που είναι γενικώς υποστηρικτής, ένας άνθρωπος που είναι γενικώς ΝΔ, ένας που είναι γενικώς ΣΥΡΙΖΑ, ένας που είναι γενικώς ΚΙΝΑΛ, είμαι -προσπαθώ να είμαι- ένας ελεύθερα σκεπτόμενος άνθρωπος. Που έχει μία θεώρηση του κόσμου, που παρατηρεί το τι γίνεται γύρω του και φτάνει σε κάποια συγκεκριμένα συμπεράσματα για το τι ανάγκες έχουμε και για το προς τα πού πρέπει να πάμε. Και θεωρώ ότι υπάρχει συγκεκριμένο πρόσωπο, απτό, που μπορεί να μας βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτή είναι η δική μου θεώρηση. Τόσο απλή και τόσο καθαρή.

Αλλά όλο το υπόλοιπο, μια σύνδεση των ανθρώπων με μηχανισμούς, με κόμματα, αυτό που ονομάζουμε «τα δικά μας παιδιά», που για τους μεν είναι οι Χ καλλιτέχνες, για τους δε είναι οι Ψ καλλιτέχνες (υπήρξαν και στο παρελθόν αυτές οι περιπτώσεις) αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει. Δεν με ενδιαφέρει να είμαι το παιδί κανενός.

“Και δεν είναι και τίποτα τρομερά ευφάνταστο το ότι ζητάς από τους πολιτικούς να είναι του ανάλογου επιπέδου που επιθυμείς να είναι οι επιστήμονες σου, οι αθλητές σου...”

Ό,τι έχω κάνει που έχει σχέση με την πολιτική ζωή του τόπου, που δεν είναι αμιγώς συνδεδεμένο με την τέχνη μου και την εργασία μου, το έχω κάνει με τρομερό ενθουσιασμό κάθε φορά και με πάρα πολύ μεγάλη πίστη, όπως κάνω όλα τα πράγματα.

Οπότε δεν παρατηρώ καν το γεγονός ότι σχεδόν πάντα, οι απόψεις που διατυπώνω είναι αντιδημοφιλείς, τουλάχιστον σε ένα κύκλο ανθρώπων που θα με φανταζόταν διαφορετικά -πολλές φορές και μέσα στο σινάφι μου. Απόρησαν πολλοί πέρυσι, οι άνθρωποι του χώρου μου -τι έκανα εγώ εκεί. Δέχτηκα μία πρόσκληση και πήγα να μιλήσω και δεν το έκανα καν εκπροσωπώντας τον οποιονδήποτε, πέρα από τον εαυτό μου και το είπα κιόλας.

Αλλά είπα αυτά τα οποία αισθανόμουν ότι θα μπορούσα και θα ήθελα να πω σε οποιοδήποτε κόμμα του δημοκρατικού τόξου κι αν βρισκόμουν και χωρίς να το επιθυμώ ή να το επιδιώκω αισθάνομαι ότι εξέφρασα μία μερίδα ανθρώπων που βλέπουν τα πράγματα όπως τα βλέπω εγώ. Και δεν είναι και τίποτα τρομερά ευφάνταστο το ότι ζητάς από τους πολιτικούς να είναι του ανάλογου επιπέδου που επιθυμείς να είναι οι επιστήμονες σου, οι αθλητές σου... Απλώς στη δική μου περίπτωση έχω ένα πρόσωπο που πιστεύω ότι κάνει στην περιγραφή. Αλλά that’s all.

-Ο χρόνος που περνάει; Σε δύο χρόνια φτάνεις τα πενήντα.

Με φοβίζει λιγότερο από ό,τι με φόβιζε παλαιότερα. Θα πρέπει να με ξαναρωτήσεις σε δέκα χρόνια. Ο θάνατος με φοβίζει. Αλλά όταν είσαι σε μία δημιουργική συνθήκη και φτιάχνεις πράγματα, όπως κάνουμε εμείς, έχεις τη δυνατότητα να τον ξεχνάς. Με τον έρωτα και με τη δημιουργία έχεις δύο πολύ καλούς τρόπους για να ξορκίσεις τον θάνατο και να τον πηγαίνεις όλο και πιο μακριά. Να μην τον βλέπεις. Να μην τον σκέφτεσαι ως ενδεχόμενο. Όταν φτιάχνεις κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, πήλινα κατασκευάσματα με τα χέρια σου, στην ουσία τι κάνεις, ξορκίζεις τον θάνατο. Φτιάχνεις κάτι έξω από σένα. Που γίνεται φυσικά, πάνω απ′ όλα με τα παιδιά. Όταν είσαι γονιός.

-Άλλο ο θάνατος, άλλο η φθορά.

Ναι. Θα προτιμούσα να έχω λίγο πιο πολλά μαλλιά στους κροτάφους, μπορεί να πάρω λίγα κιλά και να τα χάσω πιο δύσκολα, όλα αυτά, όμως μου έχει φερθεί τόσο καλά η ζωή αυτά τα χρόνια και προσπαθώ αυτό να το ανταποδώσω. Αυτή τη γλύκα προσπαθώ να της την επιστρέψω, να την πάρω και τη δώσω και στους άλλους ανθρώπους. Οπότε το να σου μιλήσω για τη φθορά αυτή τη στιγμή, θα ήταν κρίμα, γιατί ειλικρινά αισθάνομαι ότι είμαι στην πιο καλή στιγμή.

Δημοφιλή