Κρατώντας στα χεράκια μου το λύχνο του Αλαδίνου (Ταξίδι στο Ελσίνκι)

Κρατώντας στα χεράκια μου το λύχνο του Αλαδίνου (Ταξίδι στο Ελσίνκι)

Το γκρίζο χλωμό φως που έμπαινε από τη λεπτή σα τούλι κουρτίνα ήταν αρκετό για να με ξυπνήσει. Πετάγομαι άξαφνα όρθια και ψάχνω μες το σκοτάδι του δωματίου τα γυαλιά μου. Κοιτάζω γύρω γύρω σα χαμένη αλλά σε 3-4 δευτερόλεπτα έχω θυμηθεί που βρίσκομαι. Άλλη μια μέρα ξημέρωνε για μένα στο Ταλλίν, η 3η συνεχόμενη του μοναχικού μου ταξιδιού. Η ώρα ήταν 6:00, μπορούσα να χουζουρέψω μισή ωρίτσα ακόμη όμως δε νύσταζα. Ο ύπνος - ακόμα κι ελάχιστος - στις βαλτικές χώρες είναι ευεργετικός και κούραση ιδιαίτερη δεν ένιωθα. Σηκώνομαι λοιπόν ευδιάθετη και κατευθύνομαι στο μπάνιο για ένα πρωινό ντους. Στις 7 το πρωί διέσχιζα τη φισούνα που θα με οδηγούσε στο πλοίο με το όνομα Star της Tallink , που εκτελούσε το δρομολόγιο Ταλλίν – Ελσίνκι .H χαρά μου θα παρομοιάζονταν άνετα με τη χαρά ενός παιδιού που θα συναντούσε τον Άγιο Βασίλη . Η ψυχολογία μου ήταν απίστευτα θετική, φαντάζομαι πως έλαμπα από μακριά .

Τι ήμουν ικανή όμως να κάνω μέσα σε 9 περίπου ώρες που είχα στη διάθεσή μου; Θα κατάφερνα να δω αυτά που ήθελα αλλά κυρίως να αφουγκραστώ τον παλμό της πόλης και να αγγίξω κάτι από την κουλτούρα των Φινλανδών ; Όση εμπιστοσύνη κι αν είχα στις δυνάμεις μου , δεν ήξερα τι να περιμένω.

Επτά και μισή το πρωί και ήδη έπλεα στην ονειρεμένη μου βαλτική θάλασσα που έμοιαζε ακόμα πιο βαλτώδης καθώς έπαιρνε το γκρίζο χρώμα ενός ουρανού καλυμμένου απόλυτα από τεράστια σύννεφα που απειλούσαν κάθε στιγμή να βρέξουν.

Το να κάνω αυτό το ταξίδι μόνη μου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στοιχήματα με τον εαυτό μου , το οποίο και φυσικά κέρδισα . Είμαι από εκείνους τους ανθρώπους που προτιμούν να πορεύονται μόνοι παρά με το λάθος άνθρωπο. Έτσι βρέθηκα στις 9 το πρωί να ετοιμάζομαι να πατήσω το πόδι μου στο Ελσίνκι. Βγήκα λίγο στο κατάστρωμα να αναπνεύσω καθαρό αέρα.

Η θερμοκρασία ήταν μόλις κάτω από το 0 αλλά αυτό δε με πτοούσε καθόλου. Άλλωστε είχα τόση όρεξη για περιπλάνηση. Το λιμάνι του Ελσίνκι φάνηκε από μακριά και από τα μεγάφωνα μας καλούσαν να πάρουμε θέσεις για αποβίβαση. Λίγα λεπτά αργότερα δρασκελούσα τις ορδές των Φινλανδών που μύριζαν φτηνή μπύρα από μακριά και κουβαλούσαν δυο δυο τα καφάσια, ενίοτε τρικλίζοντας, και βγήκα από το πλοίο. Ήμουν στο Ελσίνκι !

Μπροστά μου το λεωφορείο που πήγαινε στο κέντρο. . Μέσα σε λίγα λεπτά βρέθηκα στον κεντρικό σταθμό του Ελσίνκι όπως μου διαβεβαίωνε η θέα των τεράστιων πέτρινων αγαλμάτων που κοσμούν την πρόσοψη του κτιρίου του σταθμού.

Έμεινα λίγα λεπτά κοιτώντας γύρω μου το χώρο και μη ξέροντας από πού να επιλέξω να πάω. Ήλιος δεν υπήρχε, ούτε καν υποψία ήλιου. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά αλλά δε μπορούσα να καταλάβω προς τα πού να είχε κρυφτεί κι έτσι δε κατάφερα να προσανατολιστώ.

Διάλεξα μια κατεύθυνση και ξεκίνησα την περιήγησή μου αφού σταμάτησα να πάρω ένα cappuccino latte και να στρίψω ένα τσιγάρο για να ξεκινήσω την περιπλάνησή μου, ευχόμενη να συναντήσω σύντομα κάποιο φινλανδικό στοιχείο. Χαμογέλασα στην ξανθούλα που μου έφερνε τον καφέ μου και την είδα να αντιδρά κάπως αμήχανα, στην αρχή μεν με δισταγμό αλλά στο τέλος μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Είχα ακούσει πως οι Φινλανδοί δύσκολα χαμογελάνε αλλά αρνούμαι να το πιστέψω ακόμα και τώρα.

Στους 0 βαθμούς και με γάντια στα χέρια προσπαθούσα να ανάψω ένα τσιγάρο, πράγμα που δε φαινόταν εύκολη υπόθεση. Το κρύο όμως περόνιαζε τα χέρια και δε μπορούσα χωρίς γάντια. Κάποια στιγμή τα κατάφερα. Ήταν Σάββατο , δέκα το πρωί και είχα την αίσθηση ότι είναι ξημερώματα. Στους δρόμους δε κυκλοφορούσε ψυχή.

Ξεκίνησα λοιπόν την περιήγησή μου. Απέναντί μου το Εθνικό Φινλανδικό Θέατρο και δίπλα του ένα χαμηλό κτίριο πάνω από το οποίο υπήρχε η ταμπέλα Pepsi. Γενικά, όλα τα κτίρια ήταν χαμηλά, και κάπως μουντά, σε χρώματα καφέ και ώχρας και στις σκεπές κεραμίδια γκρι σκούρα και λιγοστά κόκκινα.

Περπατούσα στους τεράστιους δρόμους και χάζευα γύρω μου. Το μέρος ήταν γεμάτο καφετέριες εστιατόρια και καταστήματα, κυρίως αμερικάνικες μάρκες. Και ήταν τόσο παράταιρο να βλέπω στις βιτρίνες καπέλα και μαγιώ με τις πολικές εξωτερικές θερμοκρασίες. Κάποια στιγμή αποφάσισα ότι αυτό το παραλήρημα των πολυκαταστημάτων έπρεπε να τελειώσει. Έστριψα δεξιά στη Sofiankatu και διέσχισα το στενό πλακόστρωτο δρόμο με τις ταμπέλες που παρείχαν πληροφορίες για το Ελσίνκι. Ο δρόμος αυτός ήξερα ότι θα με οδηγούσε στην πλατεία Γερουσίας. Εκείνο που δεν ήξερα ήταν ότι θα αντίκριζα μπροστά μου την πιο εντυπωσιακή εκκλησία που έχω δει στη ζωή μου.

Έτσι λοιπόν, στο τέλος του πλακόστρωτου τίποτα δε με προετοίμαζε για το μεγαλείο που αντίκρισαν τα μάτια μου : πραγματικά τον πιο επιβλητικό ναό που έχω δει ποτέ μου. Τη Λουθηρανική Μητρόπολη του Ελσίνκι, σε παστέλ λευκό χρώμα και γαλάζιους θόλους, πάνω από τους οποίους πετούσαν αμέτρητοι γλάροι κάτω από το σκοτεινό ουρανό δίνοντας στο πρωινό μου μαγική, παραμυθένια χροιά. Κοντοστάθηκα για αρκετά λεπτά να θαυμάσω το υπέροχο αυτό αριστούργημα. Είναι χτισμένο σε μια τεράστια σκάλα κι έτσι φαίνεται και πιο ψηλό και ακόμα πιο εντυπωσιακό, ίσως γι’ αυτό να με μάγεψε τόσο πολύ.

Σε όλο το Ελσίνκι, αλλά κυρίως στην πλατεία της Γερουσίας το ρωσικό στοιχείο ήταν πολύ έντονο. Και αυτό έχει την εξήγησή του. Παλαιότερα, πρωτεύουσα της Φινλανδίας ήταν η πόλη Τούρκου. Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Ελσίνκι – πράγμα που δε ξεπέρασαν ακόμη οι κάτοικοι του Τούρκου- . Έτσι, προσκλήθηκε από το Βερολίνο ο Γερμανός αρχιτέκτονας Καρλ Λούντβιγκ Έγκελ για να σχεδιάσει την πλατεία, ο οποίος είχε μόλις επιστρέψει από την εργασία του στην Αγία Πετρούπολη. Την επιρροή από τη Ρωσία μας τη θυμίζει άλλωστε και το άγαλμα του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ που δεσπόζει στην πλατεία.

Κάτω από την πλατεία , στο νότιο τμήμα της, υπήρχαν διάφορα μαγαζιά με σουβενίρ στα οποία δούλευαν κυρίως Ρώσοι. Μα και οι περισσότεροι επισκέπτες της πόλης Ρώσοι ήταν. Σε όλο μου το ταξίδι δεν είχα δει παρά 2 Ελληνίδες στη Ρίγα. Βέβαια για τους Ρώσους είναι πανεύκολος προορισμός μιας και έρχονται μέσω θαλάσσης με τακτικότατα δρομολόγια. Λίγο πιο πέρα από τα μαγαζιά με τα σουβενίρ (τα οποία ήταν ομολογουμένως ελάχιστα και πολύ φροντισμένα, χωρίς ταμπέλες κράχτες και με ξύλινη διακόσμηση ) υπάρχουν δύο από τα δημοτικά μουσεία του Ελσίνκι και απέναντι, στη δυτική πλευρά της πλατείας, το Πανεπιστήμιο και η μεγαλοπρεπής βιβλιοθήκη.

Η ώρα περνούσε και οι δρόμοι σιγά σιγά γέμιζαν κόσμο. Και αφού είχα δει το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι της πόλης, σειρά είχε το περιβόητο λιμάνι. Το Ελσίνκι είναι συγκεντρωμένο αρκετά, έτσι σε ελάχιστα λεπτά είχα κατέβει προς το λιμάνι- σφυρίζοντας ! Από μακριά μπορούσα να δω διάσπαρτες φλούο πορτοκαλί τέντες που φιλοξενούσαν πάγκους και τον ρωσορθόδοξο ναό Uspenski, o οποίος μετά το μεγαλείο της λουθηρανικής μητρόπολης δεν έδειξε να με εντυπωσιάζει.

Είχα ακούσει για την Ψαραγορά Kauppatori ότι είναι πολύβουη και γεμάτη κόσμο. Ίσως επειδή ήταν ακόμα νωρίς, ίσως επειδή ήταν Σάββατο, υπήρχαν λίγοι μικροπωλητές. Η αγορά, όπως την είδα εγώ τουλάχιστον χωρίζεται σε 3 νοητά σημείο: ένα με μικροπωλητές αντικειμένων, ένα με υπαίθριες κουζίνες κι ένα με εμπόρους φρούτων και λαχανικών. Στη μέση της ψαραγοράς, ένας λίθινος οβελίσκος με ένα χρυσό αετό στο πάνω μέρος, αφιερωμένος στη Τσαρίνα Αλεξάνδρα, ο οποίος αποτελεί και το παλαιότερο μνημείο του Ελσίνκι. Το πιο σημαντικό όμως έκθεμα της περιοχής είναι το συντριβάνι – σήμα κατατεθέν του Ελσίνκι αλλά και της Φινλανδίας γενικότερα, τo Havis Amanda με το άγαλμα της γοργόνας. Η ψαραγορά μου άρεσε τόσο πολύ κι έτσι όπως ήμουν συνεπαρμένη δε πρόσεξα καν τα υπέροχα κτίρια του 19ου αιώνα μπροστά μου σε παστέλ γλυκά χρώματα, τα ελάχιστα εναπομείναντα κτίρια από τις μεγάλες καταστροφές που υπέστη η πόλη κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Κυρίαρχο κτίριο, εκείνο του Προεδρικού Μεγάρου το οποίο φυλάσσεται από φρουρούς με πολύχρωμες στολές και αποτελεί επίσημη προεδρική κατοικία.

Δε θυμάμαι πόσες ώρες πέρασα τριγυρίζοντας στους δρόμους της πόλης. Πάντως κάποια στιγμή κουράστηκα και βγήκα προς αναζήτηση γραφικού καφέ όπου θα με φιλοξενούσε μια ωρίτσα να ξεκουραστώ και να πιω ένα smoothie. Και πράγματι, βρήκα ένα μικρό παριζιάνικο καφέ με ασπρόμαυρο μωσαϊκό, τεράστια τζαμαρία με θέα στην αγορά και βάζα με αμέτρητα γλυκά και μπισκότα. Πήρα λοιπόν το χυμό μου και κάθισα μπροστά στη τζαμαρία γράφοντας στο ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο κι ενίοτε χαζεύοντας τον κόσμο που περνούσε. Στην αρχή παρατηρούσα τον κόσμο που έκανε ψώνια και κρατούσε σακούλες στα χέρια. Ύστερα άρχισα να παρατηρώ τους νέους. Οι κοπέλες δε το συζητώ, στην πλειοψηφία πανέμορφες. Ψηλές, ξανθές, πολύ αδύνατες, με πράσινα μάτια και ίσως λίγες φακίδες στο πρόσωπο. Ίσως να είναι από τις ομορφότερες γυναίκες που είχα δει.

Το ταξίδι αυτό στη Βαλτική και το Ελσίνκι ήταν πόθος πολλών χρόνων και ανέκαθεν φανταζόμουν να κάνω αυτό το ταξίδι μόνη. Ήταν κάτι σα στοίχημα με τον εαυτό μου αν θα τα κατάφερνα να γυρίσω και τις 4 αυτές χώρες, (ελλείψει χρόνου βέβαια το Βίλνιους είχε αποκλειστεί ) αν θα κώλωνα μένοντας όλη μέρα μες το ξενοδοχείο μου κοιτώντας τα ντουβάρια ή αν απλά δε θα το πραγματοποιούσα ποτέ. Θα ήταν η σφραγίδα της πλήρους ανεξαρτησίας μου εν ολίγοις. Με κάτι τέτοιες σκέψεις αποφάσισα να σηκωθώ από το όμορφο παριζιάνικο καφέ με τα ωραία μπισκότα και να τριγυρίσω λίγο ακόμα καθώς και να έτρωγα κάτι. Έπειτα συνέχισα να περπατώ και να περπατώ περνώντας κι από τα ίδια μέρη μη θέλοντας να τα αποχωριστώ .

Λίγες ώρες μετά και αφού πια δεν είχε μείνει γωνιά που να μην έχω ανακαλύψει στο κέντρο του Ελσίνκι , πήρα το δρόμο της επιστροφής προς την αφετηρία των λεωφορείων που θα με πήγαιναν στο λιμάνι. Έξω από το παράθυρο πέφτει χιονόνερο κι εγώ κάθομαι στο εστιατόριο του πλοίου γράφοντας το ταξιδιωτικό μου ημερολόγιο χωρίς να χορταίνω το ταξίδι και τη βαλτώδη αγαπημένη θάλασσα. Και τότε ένιωσα ακόμα πιο έντονη την επιθυμία να πραγματοποιήσω όσο πιο σύντομα μπορούσα το ταξίδι - όνειρό μου στην Ισλανδία. Αφού είχα πραγματοποιήσει το ένα από τα δυο ταξιδιωτικά απωθημένα μου , επόμενος στόχος : να δω τις φάλαινες στην Ισλανδία. Ξαφνικά ένιωσα ένα βήμα πιο κοντά στο όνειρό μου. Και τότε, μόλις τότε διαπίστωσα πως όποιο και να’ ναι το όνειρό μας, όσο τρελλό και ανεδαφικό να φαντάζει, πρέπει να το κυνηγάμε με επιμονή υπομονή και πίστη. Εμείς κάνουμε τις ευχές και είναι στο χέρι μας. Στα χέρια μας κρατάμε το λυχνάρι του Αλαντίν, το λύχνο του Αλαδίνου που λέει κι ο ποιητής.

Κόντευε 7 το απόγευμα. Βγήκα λίγο στο κατάστρωμα. Από μακριά φαινόταν η πόλη του Ταλλίν. Ώρα να αποχαιρετίσω το ομολογουμένως πεντακάθαρο και άψογα οργανωμένο πλοίο. Τραγουδώντας πήγα μέχρι το ξενοδοχείο μου . Ώρα για αραλίκι επιτέλους. Θα έκανα ένα μπάνιο και θα έπεφτα για ύπνο νωρίς. Και πράγματι μια ώρα μετά έπεφτα ξερή στο κρεβατάκι μου.

Τόσο στη Λεττονία όσο και στην Εσθονία το wifi ήταν σχεδόν παντού εντελώς ελεύθερο. Αυτό βέβαια δεν ίσχυε στη Φινλανδία. Έτσι βρήκα ευκαιρία να χαλαρώσω πριν κοιμηθώ τσεκάροντας τα mails μου που δεν είχα δει όλη μέρα. Είχα κι ένα mail από μια πολύ καλή μου φίλη στο οποίο μου έγραφε για τη σημασία των ονείρων που κάνουμε με ανοιχτά τα μάτια. Πρέπει να τα κυνηγάμε και να τα πραγματοποιούμε.

Άλλη αφορμή δε χρειάστηκα. Σηκώθηκα βολίδα και άρχισα να βάζω τα πράγματά μου στη βαλίτσα όπως όπως . Η ζωή είναι πολύ μικρή. Πήρα το πρώτο ταξί που βρέθηκε μπροστά μου. 9 το βράδυ και ήμουν στα κτελ Εσθονίας .

« Ένα εισιτήριο για Βίλνιους ,παρακαλώ »

«Το τελευταίο λεωφορείο για Βίλνιους φεύγει σε ένα λεπτό , τρέχα ! » μου λέει γελώντας η γεματούλα Ρωσίδα στο γκισέ κι εγώ τρέχοντας βρίσκω την πλατφόρμα 19 και επιβιβάζομ. Λέω στον οδηγό να περιμένει ένα λεπτό να πάρω ένα νερό κι ένα σάντουιτς, μου λέει « νι πα νι μάγιου » και ξεκινάει. Ξεκινάω κι εγώ για το 12ωρο ταξίδι μου μέχρι τη Λιθουανία, έχοντας θυσιάσει τον ύπνο μου και τα χρήματα που είχα πληρώσει για τη διαμονή μου στο ξενοδοχείο, μέσα σε ένα λεωφορείο γεμάτο ρωσόφωνους, χωρίς νερό, χωρίς φαγητό και με ελάχιστη μπαταρία στο κινητό. Αλλά παρόλ’ αυτά ευτυχισμένη.

Λαγοκοιμάμαι και όταν ξυπνάω αντικρίζω μπροστά μου ένα μαγευτικό μισοφέγγαρο. Είχα να δω τον ουρανό 4 μέρες χωρίς σύννεφα. Ανοίγω το κινητό μου. Η ώρα ήταν 00:00 ακριβώς και στην Ελλάδα τραγουδούσαν το Χριστός Ανέστη.

Αλλά στα δικά μου αυτιά σα να ερχόταν μελωδία από σαξόφωνα κι εγώ σιγοτραγουδούσα γελώντας « μεσάνυχτα και ταξιδεύω δίχως πλευρικά σκιάζομαι μήπως στο γιαλό τα φώτα με προδίδουν μα πρίμα πλώρα μόνη εγώ πατάω στοχαστικά κρατώντας στα χεράκια μου το Λύχνο του Αλαδίνου»

Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε το Πάσχα του 2012 και θα είναι ένα από τα αγαπημένα μου, όσα χρόνια κι αν περάσουνε.