Ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλά για το πώς ταξίδεψε με τη μουσική του τους «Μικρούς Ήρωες»

Ο Νίκος Πορτοκάλογλου μιλά για το πώς ταξίδεψε με τη μουσική του τους «Μικρούς Ήρωες»

"Οι Mικροί Ήρωες ταξιδεύουν": παιδιά από απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας ταξίδεψαν μακριά από το σπίτι τους, τα περισσότερα για πρώτη φορά, για να συλλέξουν εμπειρίες και εικόνες από εκπαιδευτικά και πολιτιστικά ιδρύματα. Το πρόγραμμα είναι μια πρωτοβουλία της Stoiximan, με στόχο να γεφυρωθούν τα γεωγραφικά χάσματα και ο πρώτος κύκλος του αποτυπώθηκε σε ένα όμορφο ντοκιμαντέρ, με soundtrack του Νίκου Πορτοκάλογλου. Όταν του έγινε η σχετική πρόταση, ο καλλιτέχνης άρχισε να γράφει μουσική για το φιλμ, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι το θέμα του ήταν ήδη γραμμένο -από τον ίδιο- και δεν ήταν άλλο από το "Ταξίδι". Έστειλε στους δημιουργούς του ντοκιμαντέρ μια ηχογράφηση που είχε κάνει για το τραγούδι από συνεργασία του με τη χορωδία του Σπύρου Λάμπρου, εκείνοι ενθουσιάστηκαν και ο Πορτοκάλογλου δούλεψε μουσικά θέματα που ήταν παραλλαγές πάνω στο Ταξίδι.

Με αφορμή αυτή τη συνεργασία, συναντήσαμε τον Νίκο Πορτοκάλογλου και μιλήσαμε για το Ταξίδι του και για τα ταξίδια του. Τα ταξίδια που τον βοηθούσαν πάντοτε να συνθέτει, όχι μόνο μουσική: να συνθέτει τη δική του ματιά για τον κόσμο παίρνοντας αποστάσεις από τα πράγματα. Από τα βιώματά του κι από τη μόδα, την αυταπάτη κάθε εποχής. Το ταξίδι που έκανε στα νιάτα του, στις Βρυξέλλες, τον ώθησε να δει με άλλο μάτι στοιχεία που στο κλίμα της μεταπολίτευσης είχαν ταυτιστεί με τη δικτατορία. Και να αντιληφθεί ότι δεν μπορείς να αποκηρύξεις την παραδοσιακή μουσική επειδή στις γιορτές της χούντας δίνει και παίρνει το κλαρίνο, ούτε να χαρίσεις την έννοια της πατρίδας στους δικτάτορες...

"Για τη δική μου γενιά", λέει, "που πέρασε τα σχολικά της χρόνια μέσα στη χούντα, υπήρχε ένα σύνδρομο απώθησης για οτιδήποτε είχε σχέση μαζί της. Ακόμα και τα λαϊκά τραγούδια που ακούγονταν τότε και ο Ζαμπέτας και όλα αυτά είχαν ένα αρνητικό φορτίο. Αλλά εγώ πολύ γρήγορα το ξεπέρασα αυτό. Στις Βρυξέλλες είχα πάει να σπουδάσω σε μια σχολή καλών τεχνών. Τελικά έμεινα μόνο λίγους μήνες, αλλά κι αυτό το διάστημα έφτανε για να αποκτήσω μιαν απόσταση από την Ελλάδα και να επανεκτιμήσω κάποιά πραγματα. Με φιλοξενούσε στο σπίτι του ο θείος μου, πολύ φιλόμουσος, με μια τεράστια δισκοθήκη, κυρίως με κλασική μουσική. Ένα πρωί ανακάλυψα κι ένα ράφι που είχε μερικά δισκάκια λαϊκά. Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωάννου και τα λοιπά. Κι ενώ μέχρι τότε με απωθούσε οτιδήποτε είχε σχέση με λαϊκό, παραδοσιακό, δημοτικό - άκουγα μόνο ροκ και από ελληνικά μόνο Σαββόπουλό-, βρέθηκα εκεί στην ξενιτιά να ακούω το "σαν απόκληρός γυρίζω" του Τσιτσάνη και να κλαίω. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ να δω ότι εγώ θα ήμουν ο χαμένος αν τα χάριζα όλα αυτά στη χούντα. 'Ετσι αργότερα η μουσική και τα τραγούδια μου περιείχαν πάντοτε και τους δύο κόσμους - και το ροκ δηλαδή και το λαϊκό τραγούδι, και την Ανατολή και τη Δύση. Η μεγάλη πρόκληση είναι να ξαναδείς την παράδοση με νέα μάτια, να τη φέρεις στο σήμερα, να την μπολιάσεις με ξένα στοιχεία. Όλοι οι σπουδαίοι καλλιτέχνες αυτό έκαναν".

Στο δικό σας ταξίδι, όλα αυτά τα χρόνια, παραμένετε ίδιος ή νιώθετε να αλλάζετε;

Ευτυχώς, αλλάζω. Μεγαλώνοντας, άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα πρωταρχικά στοιχεία του χαρακτήρα μου ήταν βασικές αξίες και αρχές που είχα από τους γονείς μου. Μπορεί στην εφηβεία να επαναστάτησα, να τους είπα πολύ πικρά λόγια και να έφυγα στα 20 μου από το πατρικό μου, αλλά κάποια βασικά πράγματα που πήρα από τον πατέρα μου και τη μητέρα μου ακόμη και τότε τα κουβαλούσα μέσα μου χωρίς να το ξέρω. Πάντα χρειάζεται μία απόσταση από τα δικά σου πράγματα για να τα εκτιμήσεις. Για αυτό νομίζω αγαπάμε τα ταξίδια. Και γι' αυτό.

Και γιατί μπορεί να τα κάνουμε τραγούδια;

Η αλήθεια είναι ότι το ταξίδι το έχω συνδυάσει πάρα πολύ με τη μουσική, με τις μελωδίες. Και το τραγούδι, το Ταξίδι, προέκυψε μέσα από την αίσθηση ευφορίας που είχαμε όταν αρχίσαμε περιοδείες με τους Φατμέ. Ήταν αυτό που ονειρευόμουν από την εφηβεία μου, όταν άρχισα δηλαδή να πρωτοπαίζω κιθάρα και να φαντασιώνομαι οτι θα γινόμουν ένας μουσικός σαν τους Beatles, ας πούμε, που άκουγα τότε. Ονειρευόμουν τη ζωή ενός περιπλανώμενου μουσικού. Μία κιθάρα στη θήκη και ζωή στο δρόμο. Μέσα σε βαν, σε αεροπλάνα, σε καράβια, τρένα. Πολλά τραγούδια μου έχουν αναφορές σε όλα αυτά. Οπότε, όταν αρχίσαμε να γινόμαστε πιο γνωστοί και μετά από κάποια χρόνια να ξεκινήσουμε περιοδείες, αισθανόμουν ότι ζω το όνειρό μου.

Μια ροκ μπάντα μέσα σε ένα βανάκι;

Τις πρώτες περιοδείες τις κάναμε με το 2CV μου. Ήμασταν οι τέσσερις Φατμέ στο 2CV και το φορτηγό που μετέφερε τα όργανα και τα μηχανήματα. Και μάλιστα θυμάμαι τα καλοκαίρια. Το 2CV δεν είχε aircondition φυσικά. Μόνο κάτι παράθυρα που σηκώνονταν τα μισά και μπροστά ο εξαερισμός ήταν ένα κλαπέτο στο ταμπλό: άνοιγες μια βίδα κι έμπαινε ο αέρας.

Ευτυχώς είχε σίτα για να μην μπαίνουν και τα έντομα μαζί. Όταν ταξιδεύαμε με καύσωνα, ανοίγαμε το μουσαμά από πάνω κι επειδή μας τσάκιζε ο ήλιος φορούσαμε αυτά τα πάνινα καπελάκια που φοράνε στη θάλασσα, τα οποία βρεχάμε, και ταξιδεύαμε με βρεγμένα καπέλα. Κάπου εκεί γεννήθηκε αυτό το τραγούδι, από αυτή τη χαρά του δρόμου.

Ουσιαστικά, κάναμε πατριδογνωσία, μαθαίναμε τη χώρα μας. Πηγαίναμε σε μέρη, σε πόλεις, σε χωριά που τα είχαμε δει στο χάρτη, αλλά δεν είχαμε πάει ποτέ.

Όλο αυτό επαναπροσδιόρισε ό,τι νιώθατε για την πατρίδα;

Ναι, ακριβώς. Το τραγούδι αυτό είναι μια επιστροφή στην πατρίδα. Το αιώνιο μοτίβο για μένα και η αέναη αναφορά είναι ο μύθος του Οδυσσέα. Η Οδύσσεια. Που τι είναι; Ουσιαστικά, ένα ταξίδι επιστροφής στην πατρίδα. Όλ' αυτά, λοιπόν, από την ανακάλυψη του λαϊκού τραγουδιού στα 20 μου, μέχρι την ανακάλυψη της ίδιας της χώρας μου μέσα από τις περιοδείες, είναι μία συνεχής επιστροφή. Η άγνωστη πατρίδα. "Είδα την άγνωστη πατρίδα, χαμένη Ατλαντίδα στις χωματερές". Γιατί και τα τοπία στην εθνική, ο δρόμος που ταξιδεύαμε τότε ήταν ανάμεικτα.

Βαλκανιζατέρ...

Ήταν αυτό το ελληνικό, από την απόλυτη ομορφιά της φύσης, στην απόλυτη ασχήμια ενός χωριού. Αλλά και οτιδήποτε μπορεί να βρομίζει τη χώρα. Τότε που το έγραψα ήταν η εποχή της πρώτης διάψευσης, το '88. Ήταν η εποχή Κοσκωτά, είχε αρχίσει η διάψευση του ονείρου που υπήρχε στην αρχή της δεκαετίας του 1980.

Γιατί "εδώ είναι το ταξίδι";

Και πάλι, η επιστροφή. Γιατί εκείνη την εποχή υπήρχε ένα κλίμα "θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν", πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες", ένα...

Να φύγω...

Ναι! Πάμε να φύγουμε, ας πούμε, σε μακρινά εξωτικά μέρη!

Όμως, βιώσατε το ταξίδι πριν μιλήσετε για επιστροφή. Τελικά το να μετακινείς το σώμα σου δεν έχει σημασία;

Και αυτό έχει τη χάρη του, αλίμονο. Ακόμη το ταξίδι με συγκινεί. Το να πάω ας πούμε σε μία χώρα, σε μία πόλη που δεν έχω πάει.

Κι ας λέτε "πάντα το ίδιο ποίημα για ξένες καλλονές".

Α, αυτό είναι αναφορά σε μία τρέλα της γενιάς μου που ήταν τα καλοκαίρια στα νησιά.

Κυριολεκτικά, λοιπόν, μιλούσατε...

Από τη μία πλευρά είναι κυριολεξία. Υπήρχε στη γενιά μου μία τρέλα σε όλους μας -δεν βγάζω τον εαυτό μου απέξω- από τη δικτατορία ακόμη και λίγο μετά. Για εμάς, παράθυρο στον κόσμο, έξω από αυτή τη μιζέρια και τη σκοτεινιά που υπήρχε εδώ, ήταν το rock, η ξένη μουσική. Αυτοί που ενσάρκωναν αυτό το όνειρο ήταν οι τουρίστες και, κυρίως, οι τουρίστριες που έρχονταν το καλοκαίρι στα νησιά. Είχα πάρα πολλούς φίλους που έκαναν σχέση με μια τουρίστρια και βρέθηκαν στην Αμερική, στη Γερμανία και αλλού. Είναι, λοιπόν, μια αναφορά σε αυτό το φαινόμενο και ταυτόχρονα, μεταφορικά, στο ότι τελικά έχουμε τρελαθεί κι έχουμε ξεχάσει τα δικά μας κορίτσια που είναι πιο όμορφα.

Ήσασταν πατέρας όταν γράψτε το Ταξίδι; Είναι πολλές οι αναφορές του στην παιδική κι εφηβική ηλικία. Και στις απώλειές της.

Πρέπει να το έγραφα την περίοδο που ήταν έγκυος η γυναίκα μου στο πρώτο μας παιδί. Όταν κάνεις απολογισμούς σκέφτεσαι και τις χαμένες ευκαιρίες, τους χαμένους έρωτες, τις χαμένες φιλίες, τη "χαμένη διαδρομή".

"Οι Mικροί Ήρωες ταξιδεύουν". Υπάρχουν, νομίζετε, και μεγάλοι ήρωες; Τι είναι για σας ηρωισμός;

Ηρωισμός είναι αυτή τη στιγμή να καταφέρνει ένας μέσος άνθρωπος να συντηρεί την οικογένειά του ακόμα και κάνοντας μία δουλειά που απεχθάνεται. Για να μην τον καταπιεί η μαυρίλα που υπάρχει γύρω μας. Ηρωισμός είναι, ακόμα μεγαλύτερος νομίζω, να καταφέρεις να κάνεις αυτό που αγαπάς χωρίς να προδώσεις τις αξίες σου, τις αρχές σου. Και να καταφέρεις να ζήσεις από αυτό χωρίς να χρειαστεί να κάνεις εκπτώσεις. Μιλάω για τον ηρωισμό των απλών καθημερινών ανθρώπων. Αυτός με συγκινεί περισσότερο.

Αισθάνεστε ότι είναι σημαντικό να στηριχθούν οι "μικροί ήρωες" στην πορεία τους ίσως προς κάτι μεγάλο;

Μέσα στα τελευταία χρόνια της κρίσης, όπου το κράτος είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο, είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναλαμβάνουν ορισμένες εταιρείες δράσεις κοινωνικής ευθύνης σε όλους τους τομείς και ειδικά στο θέμα της παιδείας. Θεωρώ ότι είναι μεγάλη προσφορά να μπαίνει μια εταιρεία στον κόπο να ασχοληθεί με τα προβλήματα των σχολείων σε παραμεθόριες περιοχές. Και είναι πολύ ωραίο που όλο αυτό ξεκίνησε από την επιστολή μιας δασκάλας σε ένα χωριό έξω από την Κοζάνη. Θυμάμαι, στην εκδήλωση που έγινε, τη στιγμή που ανέβηκε αυτή η δασκάλα στη σκηνή συγκινημένη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ. Μοιάζει λίγο με παραμύθι. Όλη η ενέργεια νομίζω ότι είναι εξαιρετική.

Πότε νιώθετε πιο παραγωγικός σε αυτό που κάνετε;

Δεν είναι κάτι καθορισμένο. Συνήθως περνάω εποχές άγονες και πάντα με τρομάζει αυτό όταν συμβαίνει. Αναρωτιέμαι αν θα ξαναγράψω ποτέ κάτι, αλλά έχει γίνει 50 φορές μέχρι τώρα, οπότε έχω μία αισιοδοξία. Μετά κάποια στιγμή αρχίζω να νιώθω κάτι να κινείται μέσα μου, μία ανάγκη να πω μια λέξη, μια φράση, και νιώθω ανάγκη να τη σημειώσω, να τη γράψω. Είναι λίγο σαν τις εποχές του χρόνου: Πώς το χειμώνα ξεραίνονται τα δέντρα, πέφτουν τα φύλλα και τα λοιπά; Μοιάζει με θάνατο τότε, μοιάζει με κάτι τελειωτικό. Και μετά, τσακ, πετάγεται ένα πρασινάκι στην άκρη του κλαδιού. Κάπως έτσι δουλεύει.

Μαθετε περισσότερα για το πρόγραμμα Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης της Stoiximan στο iroes.gr

Συνέντευξη: Χρήστος Αργύρης

Δημοφιλή