Λίγες σκέψεις περί αλλαγής

Εκδήλωση της ουσιαστικής, εντωβάθει, καρδιακής, οντολογικής αλλαγής ενός ανθρώπου είναι η πλήρης απάθεια σε μια πρόκληση, στην οποία συνήθως μέχρι τότε υπέκυπτε.
The Resurrection (Triptych), 1887. Vrubel, Mikhail Alexandrovich (1856-1910). (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
The Resurrection (Triptych), 1887. Vrubel, Mikhail Alexandrovich (1856-1910). (Photo by Fine Art Images/Heritage Images/Getty Images)
Heritage Images via Getty Images

Οι σκέψεις που ακολουθούν είναι προσωπικές. Θέλω να πιστεύω ότι εκφράζουν και απηχούν την ορθόδοξη παράδοσή μας. Αυτού όμως πάντα κριτής είναι ο χρόνος.

Εκδήλωση της ουσιαστικής, εντωβάθει, καρδιακής, οντολογικής αλλαγής ενός ανθρώπου είναι η πλήρης απάθεια σε μια πρόκληση, στην οποία συνήθως μέχρι τότε υπέκυπτε, ή από την οποία εν γένει ταρασσόταν χάνοντας την ειρήνη του. Η πραγματική αλλαγή ενός ατόμου σημαίνει ότι η απόρριψη της προσβολής είναι άμεση και καθολική. Γίνεται ακαριαία, χωρίς συζήτηση και δεύτερες σκέψεις ή διάλογο με την προσβολή. Η άμεση απόρριψη γίνεται χωρίς κόπο ή πόνο. Τότε ο άνθρωπος είναι πλέον ένας νέος άνθρωπος, είναι ένας άλλος άνθρωπος, έχει γεννηθεί ξανά. Τότε, με άλλα λόγια, υπάρχει η πραγματική μετάνοια, δηλαδή ο νους έχει πάει στο «μετά», έχει ξεφύγει από τον εγκλωβισμό, το πάθος, την σκοτεινή σκέψη, την προσβολή και είναι απαθής και ελεύθερος, ανοικτός πλέον για την πραγματική, μη ανταλλακτική, ανιδιοτελή αγάπη δηλαδή τον ίδιο τον Θεό.

Η πραγματική αλλαγή είναι δώρο του Θεού. Αλλά γίνεται πάντα τη ελευθερία και τη συνδρομή του ίδιου του ατόμου και των προϋπαρχόντων αυτού δια της προσευχής και των αγώνων αυτών. Καθώς είμαστε όλοι εν ενί σώματι, οι αγώνες και οι συνεχείς προσευχές των προηγηθέντων επιδρούν καθοριστικά στην πορεία των μεταγενεστέρων.

Προσοχή στο εξής σημείο. Δεν αλλάξει ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του. Όπως έχει αποδείξει η εμπειρία χιλιετιών της καθ ημάς παραδόσεως, η εν εντωβάθει αλλαγή του ανθρώπου, η αλλαγή του κέντρου, της ουσίας δεν μπορεί να γίνει από τον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτό είναι αδύνατον. Ο Θεός αλλάζει τον άνθρωπο. Αυτό το οποίο μπορεί να κάνει μόνο ο άνθρωπος είναι εν ελευθερία να θέλει ισχυρά και να ζητήσει επίμονα την αλλαγή του. Η αίτηση και η έμπρακτη επιζήτηση της αλλαγής είναι αυτό που στην παράδοσή μας χαρακτηρίζεται ως ησυχασμός, δηλαδή η συνεχής προσευχή, η άσκηση και ο εκκλησιαστικός τρόπος του ζην.

Όπως δεν φτιάξαμε εμείς τον εαυτό μας, έτσι και δεν μπορούμε να αλλάζομε εμείς τα μύχια και την ουσία του εαυτού μας. Ούτε καν την γνωρίζομε. Γι’ αυτό ας μην έχομε άγχος, αγωνία ή απογοήτευση όταν διαπιστώνομε εβδομηκοντάκις επτά ημερησίως την σκληροκαρδία μας. Η πραγματική οντολογική μας αλλαγή είναι δώρο του Θεού και θα έρθει όταν εκείνος κρίνει, όπως, όσο και για όσο εκείνος θελήσει κατά τα μέτρα της χωρητικότητάς μας και όπως η αΐδιος και ατελεύτητη αγάπη του για μάς προκρίνει ότι πρέπει να γίνει. Εμείς αυτό που έχομε να κάνομε είναι να θέλομε ισχυρά την αλλαγή και να δρούμε ησυχαστικά κατά τά μέτρα των δυνατοτήτων μας. Όσο μπορούμε προσευχή, όσο μπορούμε άσκηση, και όσο μπορούμε εντός της Εκκλησίας και της λατρευτικής ζωής. Συνεχής συμμετοχή στα μυστήρια, συνεχής Θεία Ευχαριστία, συνεχής συμμετοχή στις ημερήσιες ακολουθίες και τον Εκκλησιαστικό λατρευτικό κύκλο.

Μην ασχολούμαστε εβδομηκοντάκις επτά ημερησίως με τις αστοχίες μας, τις αμαρτίες μας και το μυστήριο του σκότους. Θα διαλυθούμε, ειδικά εμείς οι Χριστιανοί. Να ασχολούμαστε εβδομηκοντάκις επτά ημερησίως με τον ησυχασμό και το μυστήριο του φωτός. Τά άλλα είναι στα χέρια του Θεού, ο οποίος θα δώσει όταν, όσο και για όσο και όπως εκείνος κρίνει το δώρο της πραγματικής, καρδιακής οντολογικής αλλαγής του ανθρώπου, το οποίο χαρακτηρίζεται από απάθεια, από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, από την πραγματική ελευθερία και από την ανιδιοτελή αγάπη δηλαδή την Θεανθρωπία. Αλλαγή που είναι συνεχώς και ατελεύτητα διευρυνόμενη και οδηγεί από δόξης εις δόξαν.

Ας αναφερθούμε επ’ ολίγον και ως διάκριση και σε μιαν άλλην αλλαγή του ανθρώπου. Ας την ονομάσομε ηθική, εγκεφαλική, κανόνων και συμπεριφοράς. Εδώ ο άνθρωπος (αλλά ευρύτερα και η κοινωνία) για διάφορους λόγους, θέλοντας να ξεφύγει ή τουλάχιστον να ελέγξει τα πάθη, τις αμαρτίες, τις σκοτεινές σκέψεις, τις «ανάρμοστες συμπεριφορές», τις «αντικοινωνικές πράξεις» θεσπίζει μια λίστα από γραπτούς ή άγραπτους κανόνες, από «πρέπει» και ηθικές νόρμες που οφείλει να ακολουθήσει το άτομο. Το όλο κατασκεύασμα είναι ανθρώπινο και εγκεφαλικό. Δεν υπάρχει η λεπτότητα, η Χάρις του Θεού. Το μέγιστο ζητούμενο εδώ είναι η «εύρυθμη» λειτουργία του ατόμου και της κοινωνίας, η «αυτοπραγμάτωση» και η εγωιστική δικαίωση ή ακόμα κάποιες φορές και το αντάλλαγμα, ή η ανταμοιβή μιας θέσης στον όποιο «παράδεισο». Ο Θεός είναι μακριά από την όλη διαδικασία. Αποτελεί ίσως μόνο τρόπον τινά ένα μακρινό ηθικό πρότυπο (κατασκευασμένο κατά το δοκούν από τις εκάστοτε ανθρώπινες προσεγγίσεις). Και αντί για πατέρας που αγαπάει, ο Θεός δρά ως προστάτης της δικαιοσύνης, ως η εξουσία, σαν τον σκληρό φεουδάρχη που θα εφαρμόσει (υποχρεωτικά, «θέλει δεν θέλει») τον ηθικό νόμο, με αντίστοιχες τιμωρίες και ανταμοιβές.

Αυτό που επιτυγχάνεται με την αλλαγή αυτή δεν είναι η ουσιαστική, οντολογική αλλαγή, αλλά μια αλλαγή συμπεριφοράς, μια «καλύτερη» λειτουργία του ατόμου και της κοινωνίας, μια ευρυθμία και ευταξία, αλλά ποτέ η ανιδιοτελής αγάπη και η Θεανθρωπία.

Στην παράδοση της καθ’ ημάς Ανατολής, στη ρωμαίικη παράδοσή μας το μείζων είναι η οντολογική αλλαγή του ανθρώπου, η Θεανθρωπία. Ειδικά στα χρόνια της Ρωμανίας, ακόμα και το οργανωμένο κράτος αναγνωρίζοντας το μείζων ρύθμιζε κατά το δυνατόν το πλαίσιο του ώστε να βοηθήσει τον κάθε πολίτη στην πραγμάτωση, εάν το θέλει, της Θεανθρωπίας, όσο το δυνατόν μακριά από περισπασμούς. Η ενίσχυση από την κρατική εξουσία και θεσμικά της Εκκλησίας, της λατρευτικής ζωής και του Εκκλησιαστικού εν γένει τρόπου ζωής, αλλά και η ένταξη της λατρείας στη λειτουργία του κράτους αυτήν ακριβώς την επιδίωξη του μείζονος είχε.

Και μια τελευταία διάκριση: η επιδίωξη του μείζονος δεν αναιρεί, αλλά αντιθέτως θα λέγαμε ότι «προϋποθέτει» την πιστή έως σκληρή τήρηση του δικαίου και των νόμων. Ξεκινώντας από τον Απόστολο Παύλο, αλλά και από πιο πριν από την Παλαιά Διαθήκη, η πιστή τήρηση των νόμων πλην αμαρτίας ή αίρεσης αποτελεί ζητούμενο και ισχυρή επιδίωξη. Η τήρηση προστατεύει κυρίως τους αδυνάτους και τους καλοπροαίρετους. Σε ένα πλαίσιο γενικευμένης ανομίας είναι εξαιρετικά δύσκολο να λειτουργήσει κάποιος αντιστεκόμενος στα διαπραττόμενα. Η γενικευμένη ανομία θα καταβάλλει εύκολα τις όποιες μεμονωμένες αντιστάσεις. Πιστή τήρηση των νόμων, όμως πάντα με διάκριση και προτεραιότητα του προσώπου και χωρίς μανιχαϊκούς αφορισμούς.

Στην καθ’ ημάς Ανατολή και στην ζώσα σήμερα ρωμαίικη παράδοσή μας το ζητούμενο είναι … όλα. Όχι μόνο η ευρυθμία, η τάξη και η λειτουργικότητα, αλλά πάνω από όλα το μείζων, η πραγματική αλλαγή, η Θεανθρωπία.

Δημοφιλή