Λογοτεχνικές αναζητήσεις και προβληματισμοί

Με παραδείγματα και εμπύρετους ενδοδιαλόγους.
Woman reading a few books on the floor
Woman reading a few books on the floor
kurmyshov via Getty Images

Κάθε φορά που έρχονται οι γιορτές, σχεδιάζουμε, ανάμεσα στα άλλα, ποια βιβλία θα αγοράσουμε και θα διαβάσουμε. Συχνά τις επιλογές μας επηρεάζουν δημοσιεύματα εφημερίδων και γενικότερα η δημοσιότητα που δίνεται σε έναν συγγραφέα. Αυτά όμως συχνά δεν είναι ασφαλέστατα κριτήρια και δεν αίρουν την ευθύνη της προσωπικής έρευνας που οφείλουμε να διενεργούμε, όταν πρόκειται να υποβάλουμε τον εαυτό μας στην περιπέτεια ανάγνωσης ενός βιβλίου.

Θεωρώ ότι ο κάθε συνεπής αναγνώστης θα είχε πολλές ενδιαφέρουσες περιπέτειες να αφηγηθεί και θα έχει να θυμάται περιπτώσεις κατά τις οποίες ναυάγησε κυριολεκτικά σε ογκώδη βιβλία και ένιωσε αυτό που λέμε «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα», υπό την έννοια να προχωρά ένα βιβλίο με πολλά ελαττώματα και να λυπάται τον κόπο που κατάβαλε ως την εκατοστή σελίδα και να έχει άλλες τόσες μπροστά του, ενώ το βιβλίο τον απογοητεύει διαρκώς.

Μια τέτοια περιπέτεια θα αφηγηθώ και εδώ, για να σταθούμε στο θέμα της ανάπτυξης του προσωπικού κριτηρίου που αναπτύσσεται στον αναγνώστη με την πάροδο των ετών, αλλά και που θα πρέπει να το καλλιεργεί ο ίδιος και σε προσωπικό επίπεδο με εμπύρετους ενδοδιαλόγους.

Κάποια λοιπόν Χριστούγεννα είχα επιλέξει από το ράφι του βιβλιοπωλείου το βιβλίο της Alice Munro «Ακριβή μου ζωή», από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και Νόμπελ Λογοτεχνίας του 2013. Διάβαζα τις ανθρώπινες ιστορίες της Munro, αντιλαμβανόμουν το τάλαντο της λιτής της αφηγηματικής τεχνικής, αλλά θύμωνα μέσα μου καθώς άλλες αντιδράσεις, άλλα λόγια, θα περίμενα έχουν και να πουν οι ήρωές της, από αυτά που η ίδια ανέφερε. Χαρακτήρες μη οικείοι, τοπία που με έπνιγαν και διλήμματα ανίκανα να γεννήσουν τραγικούς ήρωες ή αλλιώς, ήρωες- πρόσωπα, ανίκανα να αναδείξουν τραγικότητα και να ελπίσουν, να ευχηθούν, να αξιωθούν μια κάθαρση. Και ενώ το βιβλίο προχωρούσε, χρειάστηκε για κάποιο λόγο να ξαναδιαβάσω Καζαντζάκη και αυτή η παράλληλη αναγνωστική εμπειρία, έκανε τον προσωπικό μου προβληματισμό έντονο, για τους λόγους που με οδήγησαν στην επιλογή της Munro.

Ο Καζαντάκης από την μια να ταράζεται και ταράζει με κάθε αφορμή, με τις οσμές των φύλλων του βασιλικού, του δυόσμου ή και της συκιάς ακόμη και να γεννά ρίγη με τις περιγραφές των γυναικών και γενικά των ηρώων του, να αναδύει το κείμενο οσμές ανθρώπων, χνώτα ζώων, να βγάζει η γη ανάσα από τις ρωγμές της και από την άλλη οι ήρωες της Καναδικής ενδοχώρας, να χωνεύονται μέσα της και να μοιάζει η ζωή τους ανώφελη στη γη αυτή, μισιακή μπροστά στον Κρητικό καλλιεργητή, δάσκαλο, θαλασσινό ή μάνα-νοικοκυρά. Να γίνεται ο ταπεινός σπιτικός κήπος, εμπειρία ζωής που ξυπνά την σάρκα και το πνεύμα, τον χρόνο και την ιστορία, και τα πολυφωτογραφημένα Βραχώδη Όρη, πίνακες ξεροί, αφίσες αγορασμένες από βιβλιοπωλείο, κρεμασμένες στραβά σε κάποιο γραφείο εισιτηρίων τρένων ή λεωφορείων. Αντιλαμβανόμουν ότι δεν θα με ενδιέφερε ποτέ να γνωρίσω την ποιήτρια που ταξιδεύει για το Τορόντο ή την κοπέλα που κόβει εισιτήρια στο σινεμά απέχοντας από την πραγματική ζωή λόγω οικογενειακών θρησκευτικών αντιλήψεων ή την δασκάλα που χάνεται μέσα στην ίδια της την δουλειά. Θα ήθελα όμως να γνωρίσω την γειτόνισσα του Καζαντζάκη ή εμβληματικές μορφές όπως ο Καπετάν -Μιχάλης, ο Μανωλιός ή ο παπα-Φώτης ή και αρνητικούς τύπους όπως ο Παναγιώταρος ή η Μαγδαλινή, που συγκλονίζονται από διλήμματα και η θυμοσοφία γενεών με τα ετερόκλιτα στοιχεία της, συντελεί αληθινό πόλεμο στο μυαλό και την καρδιά τους, πόλεμο που δεν μπορούν να ελέγξουν και γι’ αυτό γίνονται τραγικά πρόσωπα, που πορεύονται πλησιάζοντας την κάθαρση και ταράζοντας τον αναγνώστη, παρασέρνοντάς τον σε πυρετό ταυτίσεων και απώσεων, συμπάθειας και απέχθειας, αγάπης και μίσους. Διαβάζεις και οι παλμοί σου αυξάνονται και λες: καλά που πρόλαβα σε αυτή την ζωή και γνώρισα αυτό το έργο. Εδώ είναι που λες: it was a must!

Ωστόσο, η Munro δεν με απογοήτευσε, αλλά εντάθηκε η θέλησή μου να βρω τα must εκείνα που θα με κάνουν να νιώσω το «πριν από μένα τι;» υπό την έννοια ότι αν θέλω να καταλάβω το λαό μου, τα κακώς κείμενα της καθημερινότητάς μου και τις δυνατότητες υπερσκελισμού ή όχι, για να μην είμαι από αυτούς που …δεν καταλαβαίνω «από πού έρχομαι και πού πηγαίνω», θα πρέπει να βιαστώ και να εξαντλήσω σύντομα τα …must ή ορθότερα τα …masterpieces της Λογοτεχνίας.

Ωστόσο μυαλό δεν έβαλα και ξαναμπλέχτηκα σε νέες περιπέτειες επιλέγοντας τον Paul Austen και την Τριλογία της Νέας Υόρκης, που με γοήτευσε σαν τίτλος, όπως με γοήτευσε και το βιογραφικό του συγγραφέα. Αλλά άνθρακας ο θησαυρός. Τόσο άνθρακας, που θύμωνα με τον εαυτό μου καθώς παρακολουθούσα από το παράθυρο μαζί με τον Mr Brlue , τον Mr Black και όλες τις ανιαρές σημειώσεις μιας παρακολούθησης χωρίς νόημα, έως το θλιβερό και χωρίς νόημα τέλος της πιο ανιαρής λογοτεχνικής ιστορίας, μαζί με τα ζικ ζακ των περιπλανήσεων του παρανοϊκού κυρίου Στίλμαν, αλλά και του επίσης παρανοϊκού Φάνσοου, του εξαφανισμένου συγγραφέα, για να πάρω από τον εαυτό μου το βραβείο της ανοιχτής παλάμης, όταν έφτασα στην 423η σελίδα. Για κάκιστη τύχη του Austen, εκείνο τον καιρό, εκτός από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη που ακόμη δεν έχω τελειώσει και τα ανοίγω σε τακτά χρονικά διαστήματα – η καθημερινότητα δεν μας δίνει την πολυτέλεια του άπλετου χρόνου- πάλευα και με την μελέτη του Τσίρκα «Ο Καβάφης και η εποχή του» και αναρωτιόμουν αφελώς που πάνε τα Νόμπλελ τελικά. Μάλιστα ήθελα να γράψω γράμμα στον Austen για να του πω την γνώμη μου και τον προτρέψω να διαβάσει Τσίρκα, αν θέλει, πριν πεθάνει, να καταλάβει πότε πρέπει να πιάνει κανείς… μολύβι και χαρτί.

Η φετινή όμως περιπέτειά μου έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καθώς στάθηκα τυχερή επιλέγοντας τον Thomas Bernhard στην «Αυτοβιογραφία» του και τον Joseph Roth στα «Χρόνια των Ξενοδοχείων». Τα βιβλία «βλέπουν» τους ίδιους τόπους και ανθρώπους, κατά την ίδια εποχή, από άλλη σκοπιά και αυτό με βοήθησε πολύ, που άνοιξε τους ορίζοντες κατανόησης της Γερμανίας και του Γερμανικού λαού πριν και μετά τον πόλεμο και ψηλάφισα πραγματικά τον «τύπο των ήλων» της Γερμανικής φασιστοκαθολικής παθογένειας και αμβλύνοιας -κατά τον ίδιο τον Bernhard- με διαφορετικό τρόπο από αυτόν του Günter Grass στο «Τενεκεδένιο ταμπούρλο», τόσο που φοβήθηκα την ίδια μου την κατανόηση και το τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον λαό που ακόμη ορίζει την τύχη της χώρας μου και όλης της Ευρώπης.

Ιδιαίτερα ο Bernhard, αξεπέραστος, αν και σε οδυνηρό θέμα αυτή την φορά, αλλά και πάλι άτυχος καθώς, έμεινε στην μέση για να δοθεί προτεραιότητα στην υπέροχη έκδοση του «Ζητιάνου» του Καρκαβίτσα σε μορφή κλασσικού εικονογραφημένου, από τον Kanellos Cob, που με έσπρωξε να κατεβάσω ράφια και να ανοίξω διπλοσειρές στην βιβλιοθήκη μου για να ξεθάψω το πρωτότυπο έργο, σε μια συλλεκτική έκδοση για τα 50 χρόνια από τον θάνατο του Καρκαβίτσα και να ξαναβρώ την φάρα μου, την γενιά μου και τα πάθια της, να δω …από πού έρχομαι πού πηγαίνω ξανά… αλλά και να αντιληφθώ ότι φτάνει ένα μόνο έργο, αυτό, να με κάνει να βιώσω τι σημαίνει Νατουραλισμός και ταλέντο απόδοσης τοπίου, απόδοσης όλου του φάσματος της έννοιας του ραγιαδισμού, της τραγικότητας του δούλου που δεν τον βοηθά κανείς να ελευθερωθεί. Λασπώθηκα στον Θεσσαλικό κάμπο και φοβήθηκα τις ρίζες της παθογένειας του δικού μου λαού τώρα, και σκέφτηκα ότι θα πρέπει να διδαχθεί το έργο στο σχολείο για να αναγνωρίζουμε τους εσωτερικούς μας δαίμονες μήπως τους εξαλείψουμε.

Κι επειδή ο καιρός που διαβάζαμε το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» ή την «Αστροφεγγιά» ή την «Παναγιά Γοργόνα» ή την «Μεγάλη χίμαιρα» και το «Πράσινο ή Βυσσινί βιβλίο» χωρίς δεύτερες σκέψεις έχει περάσει ανεπιστρεπτί, ευχήθηκα… οι λογοτεχνικές περιπέτειές μου και του κάθε καλοπροαίρετου αναγνώστη να οδηγούν στην σμίλευση ενός κριτηρίου ισχυρού και ικανού να μας οδηγήσει σε επιλογές που να αξίζουν πολλαπλά, τόσο όσον αφορά την τέχνη της γραφής, όσο και την προσέγγιση θεμάτων που θα πλουταίνουν τους ενδοδιαλόγους μας και την αντίληψη για τον κόσμο μας.

Δημοφιλή