Ένας αιώνας τεθωρακισμένες «γροθιές»: Το «ντεμπούτο» των τανκ στη Μάχη του Σομ, πριν από 100 χρόνια

Ένας αιώνας τεθωρακισμένες «γροθιές»: Το «ντεμπούτο» των τανκ στη Μάχη του Σομ, πριν από 100 χρόνια
Ministry Of Information First World War Official Collection, Mark I 'Male' Tank of 'C' Company that broke down crossing a British trench on its way to attack Thiepval on 25 September 1916 during the Battle of the Somme. (Photo by Lt. E Brooks/ IWM via Getty Images)
Ministry Of Information First World War Official Collection, Mark I 'Male' Tank of 'C' Company that broke down crossing a British trench on its way to attack Thiepval on 25 September 1916 during the Battle of the Somme. (Photo by Lt. E Brooks/ IWM via Getty Images)
IWM/Getty Images via Getty Images

Το άρμα μάχης (τανκ) θεωρείται ένας από τους «πρωταγωνιστές» του σύγχρονου πεδίου μάχης, ακόμα και σήμερα, 100 χρόνια από την πρώτη χρήση του στη Μάχη του Σομ, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (1916). Κατά καιρούς πολλοί έχουν προβλέψει την απόσυρσή του, λόγω μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος μάχης (αυξημένη απειλή από φορητά αντιαρματικά όπλα και αεροπορικά μέσα, όλο και πιο «δύσκολα» και μεγάλα αστικά περιβάλλοντα κ.α.) ωστόσο φαίνεται ότι – μέχρι ξεκάθαρης αποδείξεως του εναντίου- η θέση των βαριά οπλισμένων και τεθωρακισμένων οχημάτων στην πολεμική τακτική παραμένει ακόμα «ασφαλής».

Η πρώτη χρήση των αρμάτων μάχης έγινε, όπως προαναφέρθηκε, στη Μάχη του Σομ, πριν από έναν αιώνα. Όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα του BBC, έγινε εσπευσμένα και απρόσεκτα, χωρίς εκτενείς δοκιμές, από στρατηγούς που δεν είχαν επίγνωση του τρόπου λειτουργίας και της πρακτικής χρησιμότητάς τους- έβλεπαν απλά ένα μέσο που πιθανώς θα μπορούσε να λύσει το αδιέξοδο του πολέμου χαρακωμάτων.

Η ιδέα των τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης υπήρχε από την εποχή του Λεονάρντο ντα Βίντσι, και, από άποψης τακτικής, η κεντρική ιδέα σχετικά με τη χρήση τους ανάγεται στην αρχαιότητα ακόμα (ο τρόπος που χρησιμοποιούσε το βαρύ ιππικό του ο Μ. Αλέξανδρος, και μετέπειτα οι ιππότες του Μεσαίωνα). Από πρακτικής άποψης ωστόσο, μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο, επρόκειτο μάλλον για επιστημονική φαντασία- αλλά αυτό άλλαξε με τη σταθεροποίηση του μετώπου και την έναρξη του αιματηρού και αδιεξόδου πολέμου των χαρακωμάτων.

Ένας από τους πρωτεργάτες της ιδέας ήταν ο συνταγματάρχης Έρνεστ Σουΐντον, ο οποίος ζητούσε αλεξίσφαιρα τρακτέρ για την παραβίαση συρματοπλεγμάτων και την κίνηση πάνω από χαρακώματα. Ο Σουΐντον κατάφερε να προσελκύσει την προσοχή του Ουΐνστον Τσώρτσιλ, τότε Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου, και οι πρώτη επιτροπή σχετικά με «πλοία της ξηράς» (landships) σχηματίστηκε στις αρχές του 1915, με μια εταιρεία στο Λίνκολν να αναλαμβάνει να φτιάξει τα πρωτότυπα. Τα πρώτα τανκ έγιναν πραγματικότητα μέσα σε έξι μήνες, και στα τέλη του 1015 ένα 8 μέτρων και 28 τόνων όχημα δοκιμάστηκε σε χαρακώματα που είχαν στηθεί για αυτόν τον σκοπό στο Χάτφιλντ του Χέρτφορντσαϊρ. Ο υπουργός Πολέμου, λόρδος Κίτσενερ, μίλησε για ένα «παιχνίδι» χωρίς «πραγματική στρατιωτική αξία», αλλά ο εκπρόσωπος του Ντάγκλας Χέιγκ, αρχηγού του γενικού επιτελείου, ρώτησε απλά «πόσο γρήγορα μπορούμε να τα έχουμε;».

Οι σχεδιασμοί για την επίθεση στον Σομ ήταν ήδη σε εξέλιξη. Όταν ξεκίνησε η μάχη, οι βαρύτατες απώλειες έδειξαν ξεκάθαρα πως χρειαζόταν ένα νέο όπλο, και μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι σχηματισμοί: 500 άνδρες, για να επανδρώσουν 50 οχήματα, υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Σουΐντον. Και όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, η έλλειψη προετοιμασίας ήταν χαρακτηριστική, με τους χειριστές τους να μην έχουν εκπαίδευση συνεργασίας με το πεζικό και το πεζικό να μην έχει ιδέα για την ύπαρξη των νέων όπλων. Επιπλέον, ελλιπείς ήταν και οι τεχνικές προετοιμασίες, καθώς πολλά εξαρτήματα (πχ πολυβόλα) των οχημάτων δεν είχαν δοκιμαστεί.

Τότε τα άρματα μάχης διέφεραν πολύ: Για αρχή, είχαν πολύ μεγαλύτερο πλήρωμα από σήμερα, με οκτώ άνδρες μέσα σε έναν κλειστό χώρο, όπου βρισκόταν και η ογκώδης μηχανή. Δεν υπήρχαν αναρτήσεις και η ορατότητα ήταν περιορισμένη. Η μηχανή ήταν αναξιόπιστη και θορυβώδης, η θωράκιση λεπτή και όσον αφορά στις τακτικές, ήταν αυτοσχέδιες. Οι επικοινωνίες γίνονταν κυρίως με σήματα με τα χέρια ή περιστέρια.

Η πρώτη χρήση τους έγινε στις 15 Σεπτεμβρίου 1916. Σχεδόν και τα 50 τανκ ήταν να χρησιμοποιηθούν για την κατάληψη του χωριού Κουρσελέτ. Η επιχείρηση δεν άρχισε καλά, καθώς, λόγω βλαβών, μόλις 31 έφτασαν στη γραμμή έναρξης της επίθεσης.

Η χρήση τους αρχικά φάνηκε επιτυχής, καθώς κάποια γερμανικά τμήματα τράπηκαν σε φυγή, με τους στρατιώτες τους να καταλαμβάνονται από τρόμο στην όψη των τεράτων- ωστόσο, καθώς ξημέρωνε και φαίνονταν πιο καθαρά, αυτό το φαινόμενο μειώθηκε δραστικά, και οι αμυνόμενοι στόχευσαν τα τανκ με ό,τι είχαν διαθέσιμο από πολυβόλα και χειροβομβίδες, μέχρι πυρά πυροβολικού. Πολλά μέλη των πληρωμάτων τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν, καθώς, παράλληλα, ήταν δύσκολος ο χειρισμός των τανκ στο τραχύ, γεμάτο κρατήρες έδαφος, ειδικά υπό τα πυκνά πυρά. Επίσης, μεγάλος ήταν ο κίνδυνος ανάφλεξης, καθώς ήταν φορτωμένα με καύσιμα και πυρομαχικά.

Παρά τις μεγάλες απώλειες, περίπου 12 οχήματα κατάφεραν να διεισδύσουν βαθιά στην εχθρική αμυντική τοποθεσία- αλλά μόνο λίγα ήταν ακόμα σε επιχειρησιακή κατάσταση την επόμενη ημέρα. Παρόλα αυτά, η μάχη του Φλερ- Κουρσελέτ, όπως ονομάστηκε η σύγκρουση στην οποία χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά τα άρματα μάχης, θεωρήθηκε ως μια επιτυχημένη επιχείρηση, ειδικά για τα δεδομένα της Μάχης του Σομ- και το νέο όπλο είχε δείξει δυνατότητες.

Η συνέχεια

Στη συνέχεια του πολέμου, η χρήση των τανκ άρχισε να καθιερώνεται, με χρήση και από τις δύο πλευρές, με τους Γερμανούς και τις δυνάμεις της Αντάντ να αναπτύσσουν τα δικά τους μοντέλα. Άλλη μια μάχη που έδειξε πως τα άρματα μάχης μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικά στο σύγχρονο πεδίο της μάχης ήταν η μάχη του Καμπρέ, το 1917.

Ωστόσο, οι διοικητές της εποχής παρέμεναν «κολλημένοι» στο δόγμα πως τα άρματα μάχης αποτελούσαν περισσότερο μέσον υποστήριξης του πεζικού παρά ανεξάρτητο όπλο- κάτι που κόστισε στον γαλλικό στρατό τη συντριπτική ήττα του στη Μάχη της Γαλλίας, καθώς δεν είχε ακολουθήσει τα σημεία των καιρών, που είχαν υποδείξει στρατιωτικοί και θεωρητικοί όπως ο Τζ. Φ. Σ. Φούλερ, ο Χάιντς Γκουντέριαν, ο Άντνα Τσαφί, ο Πέρσι Χόμπαρτ και ο Μιχαήλ Τουκασέφσκι. Ο ισπανικός εμφύλιος αποτέλεσε ένα πεδίο δοκιμής, αν και μικρής κλίμακας. Μία πραγματική γεύση του τι σήμαινε η μοντέρνα χρήση των τεθωρακισμένων έδωσαν το 1939 οι Σοβιετικοί εναντίον τον Ιαπώνων στην Άπω Ανατολή, κατά τον σύντομο πεντάμηνο πόλεμο μεταξύ ΕΣΣΔ και Ιαπωνίας: Ο Ζούκοφ διέλυσε τους Ιάπωνες χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό μαζικών τεθωρακισμένων και αεροπορικών επιθέσεων, σε μια «πρόγευση» του κεραυνοβόλου πολέμου (blitzkrieg) των Γερμανών στην Ευρώπη.

Ακολούθησε η έναρξη του Β' Παγκοσμίου, με την εισβολή στην Πολωνία και την κατάρρευση της Γαλλίας, όταν ο κόσμος αντιλήφθηκε πλήρως ότι μια νέα εποχή είχε ανατείλει στον πόλεμο- όχι τόσο από πλευράς τεχνολογίας, αλλά από πλευράς τακτικών (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ότι ο γαλλικός στρατός είχε άρματα μάχης εφάμιλλα των γερμανικών σε ποιότητα και ποσότητα, ωστόσο το δόγμα χρήσης τους δεν είχε καμία σχέση).

Τα τεθωρακισμένα χρησιμοποιήθηκαν επίσης ευρύτατα στη Βόρεια Αφρική (όπου έγινε θρύλος η «Αλεπού της Ερήμου», ο στρατάρχης Έρβιν Ρόμμελ, ενώ έκανε το «ντεμπούτο» του στον πόλεμο και ο Τζωρτζ Πάττον, ίσως ο κορυφαίος διοικητής των Συμμάχων όσον αφορά στην χρήση τεθωρακισμένων) και στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου έλαβε χώρα η μεγαλύτερη αρματομαχία της ιστορίας (η μάχη της Προχορόφκα, στο ευρύτερο πλαίσιο της Μάχης του Κουρσκ), ενώ μεγάλη ήταν η χρήση και στο Δυτικό Μέτωπο, μετά την απόβαση στη Νορμανδία . Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, με την χρήση των τεθωρακισμένων να έχει καθιερωθεί, μεγάλες αρματομαχίες έλαβαν χώρα (μεταξύ άλλων) στους Αραβοϊσραηλινούς Πολέμους, στον πόλεμο Ιράν- Ιράκ, στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου και στους πολέμους Ινδίας – Πακιστάν.

Δημοφιλή