Μάγια Μελάγια: «Στη ζωή μου τα γεύτηκα όλα στον απόλυτο βαθμό»

Ένα αφιέρωμα για την «αυτοκράτειρα της νύχτας»
Youtube

Ο Τόνης Μαρούδας της έδωσε το προσωνύμιο «αυτοκράτειρα της νύχτας». Είναι η γυναίκα που καθ’ όλη τη διάρκεια του ’50 έλαμψε όχι μόνο με τη φωνή αλλά και με την εκρηκτική της παρουσία τόσο στις επιθεωρήσεις της εποχής όσο και στα καλά κοσμικά κέντρα. Η στήλη αφιερώνεται στη Μάγια Μελάγια που ήταν η γέφυρα μεταξύ του απρόσμενου χαμού της Μαρίκας Νίνου και της μυθικής μάντρας του Αττίκ.

Η περίφημη «Μάντρα» του Αττίκ
Η περίφημη «Μάντρα» του Αττίκ

Ο Ορέστης Λάσκος το 1946 της είχε «χαρίσει» το όνομα Μάγια Μελάγια ενώ το πραγματικό της όνομα ήταν Μελπωμένη Τσιριγώτη. Διατηρούσε την πρώτη θέση στο ελαφρό τραγούδι, τις επιθεωρήσεις ως τραγουδίστρια, στα νυχτερινά κέντρα και στους δίσκους.

Η φωνή της χαρακτηριζόταν κοντράλτα με φυσικό βάθος και χρησιμοποιώντας την ατάκα μπροστά, εντυπωσίαζε και καθήλωνε το κοινό της εποχής, απογειώνοντας την καριέρα της για αρκετά χρόνια. Όπως όλοι σχεδόν οι καλλιτέχνες της εποχής και ενώ έχουμε φτάσει πια στο 1965, η Μάγια Μελάγια ταξιδεύει στην Αμερική και ενώ ντεμπουτάρει σε ένα βαριετέ για λίγες εμφανίσεις…ερωτεύεται έναν ομογενή Έλληνα επιχειρηματία και μένει εκεί για δεκαπέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή το θάνατο του συζύγου της.

Η επιστροφή στην πατρίδα είναι δύσκολη καθώς τα πράγματα έχουν αλλάξει και κάνεις δεν την θυμάται πια. Το όνομα της δεν φιγουράρει πλέον πουθενά, οι μαρκίζες των κοσμικών κέντρων έχουν αλλάξει και όλες οι πόρτες γι’ αυτήν είναι κλειστές. Η επιβίωση είναι πιο σκληρή από αυτό που λέμε «περηφάνεια» και έτσι το 1980, όταν επιστρέφει, εμφανίζεται σε μαγαζιά δευτέρας διαλογής αλλά και στην επαρχία όπου την καλούν για μια εμφάνιση. Όλη αυτή η στεναχώρια οδηγεί το 1981 (και ενώ βρίσκεται στο πατάρι ενός μπουζουξίδικου στον Πύργο) σε εγκεφαλικό επεισόδιο και μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο.Η διάγνωση των γιατρών δεν είναι όμως καθησυχαστική και της απαγορεύουν να ξανατραγουδήσει επαγγελματικά.

Πριν σας παραθέσω εδώ μερικά αποσπάσματα από συνεντεύξεις της, θα ήθελα να αναφέρω ότι στα μαγαζιά της εποχής που μεσουρανούσε η Μάγια Μελάγια ο κόσμος καθόταν γύρω από τους τραγουδιστές και το πάλκο δεν ήταν ψηλό, όπως σήμερα, αλλά χαμηλό, οικείο και επέτρεπε την επαφή με τον τραγουδιστή άμεσα. Τα μαγαζιά δούλευαν σε καθημερινή βάση με πολύ κόσμο, ο οποίος δε προερχόταν από την αστική τάξη και την «καλή Αθήνα». Οι εκδηλώσεις θαυμασμού ήταν μετρημένες και συνοδεύονταν από σαμπάνιες και λίρες χρυσές τοποθετημένες σε κουτιά από σπίρτα. Παρ’ όλ’ αυτά, τα μαγαζιά δεν ήταν ακριβά και τα πρώτα ονόματα έπαιρναν περίπου 600 – 800 δραχμές. Φαγητό, ποτό, κονσομασιόν, φρούτα και γλυκά ήταν μερικά από αυτά που σερβίρονταν στα τότε μαγαζιά. Η νεολαία δεν υπήρχε πουθενά εκτός και αν ήταν υπό την επίβλεψη της οικογένειας τους (να σας αναφέρω εδώ πως οι ηλικίες που έμπαιναν στα τότε κοσμικά κέντρα ήταν από εικοσιπέντε χρονών μέχρι εβδομήντα). Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του πενήντα τα μπουζούκια δεν είχαν κάνει την εμφάνιση τους εκτός από κάποιο μαγαζί στο Παγκράτι το οποίο και μάζευε τους τελευταίους ξενύχτηδες, (μετά τη μία και μισή) που επέστρεφαν από εκείνα τα μαγαζιά της διαφορετικής φιλοσοφίας.

Τα επόμενα χρόνια, όταν η υγεία της επανήλθε, η Μάγια Μελάγια έδωσε κάποιες συνεντεύξεις. Σε μερικές από αυτές διηγείται τα εξής:

«Σε κέντρο πρωτοπήγα το 1949, σε ένα μαγαζί που είχε ο Μοστρός. Το χειμώνα τραγουδούσα στο «Χάνι του Γιούλη» θυμάμαι, δεν ήταν από τα μεγάλα μαγαζιά ήταν όμως ωραίο, είχε μεγάλη αίθουσα και το μπαρ. Τα μαγαζιά αυτά ήταν της μόδας και ήταν όλη η αφρόκρεμα της Αθήνας εκεί. Το πρόγραμμα ήταν μόνο τραγούδι, δεν υπήρχαν ντουέτα ή σκετς, συνήθως ήμουν εγώ και ένας τραγουδιστής ακόμα. Τραγουδούσαμε μόνο τραγούδια που ήταν της μόδας τότε και τίποτα άλλο. Είχαμε και χορευτικό.. που ήταν ζευγάρι ένας χορευτής και μια χορεύτρια, ο τραγουδιστής και η τραγουδίστρια στο πατάρι και την ορχήστρα μας φυσικά να την διευθύνει ο Μουζάκης».

Ενώ συνεχίζοντας αναφέρει:

«Για να ντυθούμε πληρώναμε πολλά λεφτά γιατί τότε δεν υπήρχαν οι μπουτίκ για να μας δώσουν ρούχα και παπούτσια και φυσικά πληρώναμε εμείς. Το πρόγραμμα τελείωνε νωρίς μέχρι τη μία. Εγώ τελείωνα δώδεκα. Στη «Σπηλιά του Παρασκευά» θυμάμαι τον Μαρούδα που ήθελε πάντα να βγαίνει πρώτος με το τρίο, ανάλογα ποιο είχαμε μαζί, ή το «Τρίο Κιτάρα» ή το «Τρίο Μπελκάντο» ή το «Τρίο Γρέκο», μετά έβγαινε το χορευτικό ζευγάρι μετά εγώ και μετά η Μπελίντα και στη συνέχεια κάναμε ντουέτο. Μία-μιάμιση είχαμε τελειώσει το πρόγραμμα και καθόμασταν με τις παρέες μας, χορεύαμε ταγκό η βαλς και αυτό ήταν όλο, στην πίστα χόρευαν μόνο τα ζευγάρια αλλά χωρίς να είναι η τραγουδίστρια πάνω, δεν ήταν όπως σήμερα. Τσιφτετέλια δεν έπαιζαν τα τότε μαγαζιά και κανένας δεν χόρευε όταν τραγουδούσαν οι τραγουδιστές πάνω στο «πατάρι». Μπορεί να έπαιζε η ορχήστρα κανένα ανατολικό ή λαϊκό ρυθμό αλλά ως εκεί. Εμείς για να καταλάβεις και στην Αμερική όταν πηγαίναμε για να τραγουδήσουμε, με τις κινήσεις έβγαινε το πρόγραμμα, ο κόσμος χόρευε χασάπικο, σουίνγκ ή ταγκό και όταν βάζαμε το «Μάμπο Μπραζιλέρο» γινόταν χαμός. Τελείωνε το πρόγραμμα και η ορχήστρα έπαιζε για να χορέψει ο κόσμος, δεν έσπαγαν ούτε πιάτα ούτε ποτήρια, μας έστελναν μόνο λουλούδια ή μας καλούσαν στα τραπέζια. Τα αρχοντορεμπέτικα τα δικά μου δεν ήταν βαριά, αυτό που θυμάμαι πολύ έντονα είναι το 1962 ήμουν στην «Τριάνα του Χειλά» με τον Μπιθικώτση τον Ζαμπέτα, τη Δούκισσα, τη Μοσχολιού και την Άτζελα Γκρέκα, εμείς τραγουδούσαμε τα ελαφριά και μετά ο Ζαμπέτας με τον Μπιθικώτση έλεγαν τα βαριά και κάθονταν σε καρέκλες, εμείς όμως ποτέ, πάντα όρθιες».

Το 2014 σβήνει το όμορφο μελαχρινό κορίτσι σε ηλικία ογδόντα έξι χρονών. Στην κηδεία της δεν την θυμήθηκε σχεδόν κάνεις, παρά μόνο ελάχιστοι. Κάνεις δεν ήξερε πως υπάρχει, αν ζει…στην απόλυτη αφάνεια….στο σκοτάδι. Ήταν ζευγάρι με τον Μουζάκη από το 1947 μέχρι το 1954. Η δόξα της κράτησε είκοσι συνεχόμενα χρόνια. Τραγούδησε σε πρώτη εκτέλεση πολύ μεγάλες επιτυχίες όπως το «Αδύνατον να κοιμηθώ» του Γιαννακόπουλου το «Μάμπο Μπραζιλέρο» των Πρετεντέρη - Οικονομίδη, το «Πολλές φορές» και το «Απότομα» του Χιώτη. Η άγνωστη στιγμή με τη Σοφία Λόρεν στην ταινία «Το παιδί και το δελφίνι» όπου της διδάσκει πως να ερμηνεύσει το τραγούδι «Τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη» έχει μείνει στην ιστορία.

Κλείνοντας, θα σας αναφέρω το εξής απίθανο περιστατικό με την Κατίνα Παξινού στην Επίδαυρο που καταγράφει το πόσο δημοφιλής ήταν η Μάγια Μελάγια: Μέσα δεκαετίας του ’50 όταν η Παξινού έπαιζε την Εκάβη στην Επίδαυρο. Στο θέατρο γινόταν το αδιαχώρητο από τα αυτοκίνητα. Εξαιτίας αυτού του χαμού άργησε η Παξινού να φτάσει. Πήγε, λοιπόν, να περάσει για τα καμαρίνια και ο αστυφύλακας που δεν την αναγνώρισε, δεν την άφησε να περάσει.

- Απαγορεύεται, της λέει.

- Μα είμαι η Παξινού!, του λέει νευριασμένη.

- Κυρά μου, και η Μάγια Μελάγια να είσαι δεν περνάς!

Δημοφιλή