Μέλισσα: Η ανθρωπογεωγραφία της Αχαρνών μέσα από ένα ζαχαροπλαστείο του 1935

Μέλισσα: Η ανθρωπογεωγραφία της Αχαρνών μέσα από ένα ζαχαροπλαστείο του 1935

Η οδός Αχαρνών στην εποχή του Μεσοπολέμου δε μοιάζει σε τίποτα με την εποχή του σήμερα. Ήταν γεμάτη αρχοντικά εφοπλιστών, γνωστών βιομηχάνων αλλά και ανθρώπων των τεχνών και των γραμμάτων. Την άνοιξη ήταν ακόμα καλύτερα καθώς οι φροντισμένοι κήποι με τις ολάνθιστες αυλές γέμιζαν με χρώμα και αρώματα την περιοχή. Στους δρόμους περπατούσαν κυρίες ντυμένες με εξαίσια ταγιέρ και κύριοι με καπέλα. Λίγα μέτρα πιο πάνω στη Φωκίωνος Νέγρη, την πιο αριστοκρατική συνοικία των Αθηνών σύχναζε η αφρόκρεμα της πρωτεύουσας. Σε υπέροχες βίλες και μονοκατοικίες με πολύ, πολύ πράσινο.

Στον αριθμό 33, της οδού Αχαρνών στη συμβολή με την Ηπείρου σε ένα από τα λίγα νεοκλασικά που έχουν απομείνει από το 1935 βρίσκεται το Ζαχαροπλαστείο «Μέλισσα».

Ιδιοκτήτης της Μέλισσας είναι ο Χρήστος Τρεβλός ο οποίος μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα Ζωή παρά την εγκληματικότητα και την παρακμή της Αχαρνών όπως κατάντησε σήμερα παραμένουν με θέληση και αγάπη στο δικό τους ζαχαροπλαστείο. Οι δύο τους κάθε πρωί ανοίγουν την πράσινη πόρτα της «Μέλισσας» και εξακολουθούν να φτιάχνουν κρέμα, ρυζόγαλο, γαλακτομπούρεκο, τσουρέκι και τους φημισμένους κουραμπιέδες και μελομακάρονα για τα Χριστούγεννα.

Από το ζαχαροπλαστείο τους έχει περάσει όλη η κοσμική Αθήνα. Κάποτε σερβίριζαν καφέ στον γείτονα τους, ποιητή Τάσο Λειβαδίτη, στις ηθοποιούς Ταυγέτη και Μαρία Μεταξά ( μαμά του Βουτσά) και δεκάδες άλλους καλλιτέχνες.

Την ημέρα που κλείσαμε το ραντεβού με την κύριο Χρήστο είχε απεργία στα μέσα μεταφορά με αποτέλεσμα το κέντρο της Αθήνας να είναι μποτιλιαρισμένο. Οι κόρνες των αυτοκινήτων σε συνδυασμό με τον ήλιο ο οποίος έκαιγε τα πεζοδρόμια είχε δημιουργήσει μια αποπνικτική ατμόσφαιρά.

Αντικρίζοντας όμως την πράσινη πόρτα του ζαχαροπλαστείου τον Κύριου Χρήστου συνέβη κάτι μαγικό. Ένοιωσα σαν να ζω στην δεκαετία του 50. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα δευτερόλεπτα για να νιώσω οικεία μαζί του. Δίπλα μου στεκόταν ένας καλοσυνάτος άνθρωπος του οποίου τα μάτια έχουν δει όλες τις αλλαγές που έχουν γίνει στο κέντρο της Αθήνας από τις αρχές του 50 έως σήμερα. Μου προσέφερε Ελληνικό καφέ και μου είπε να κάτσω και να ξαποστάσω πριν ξεκινήσει η συνέντευξη σε ένα από τα δύο τραπεζάκια του μαγαζιού. Από εκεί σε καθημερινή βάση περνούν οι φίλοι του. Τα πρωινά συνήθως για να πιουν έναν καφέ και τα απογεύματα για να φάνε μαζί ένα μεζέ με λίγο τσίπουρο ή ούζο.

Από μπακαλοπαίδι συνέταιρος στη «Μέλισσα»

«Ένας πατριώτης μου που πούλαγε κάστανα εδώ στην Αθήνα όταν άκουσε ότι ζητούσαν υπάλληλο ήρθε στο χωρίο με πήρε και με έφερε. Τότε ήμουν 11 ετών».

Ο κύριος Χρήστος ήρθε το 1952 ως μπακαλοπαίδι σε αυτό το μαγαζί. Τότε ήταν ακόμα 11 ετών. «Ένας πατριώτης μου που πούλαγε κάστανα εδώ στην Αθήνα όταν άκουσε ότι ζητούσαν υπάλληλο ήρθε στο χωρίο με πήρε και με έφερε» ,θυμάται. Το μαγαζί προϋπήρχε καθώς είχε ανοίξει το 1935 ως Γαλακτοπωλείο.

«Εκείνη την εποχή πήζαμε γάλα και γιαούρτι. Αρχικά κόβαμε με την τσανάκα γιαούρτι και το πουλάγαμε. Αργότερα βέβαια όπως όλοι εξελιχθήκαμε. Γύρω στο 65 σταματήσαμε γιατί βγήκαν τα τυποποιημένα τα μπουκάλια με αποτέλεσμα να παίρνουμε έτοιμα τα γιαούρτια και να μην κάνουμε εμείς εδώ την παραγωγή».

Το 1960 επιστρέφοντας από στρατιώτης μπήκα συνέταιρος στο μαγαζί.Αντί να πάρω μια ΕΒΓΑ αποφάσισα να κάτσω εδώ. Από το 1980 που πήρε σύνταξη ο συνέταιρός μου κρατάω το μαγαζί μόνος μου».

«Φτάνοντας στην Αθήνα μπήκα κατευθείαν στο μαγαζί. Άρχισα να μοιράζω γάλα στα σπίτια αρχικά με το κιλό και στη συνέχεια στα μπουκάλια. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα εκείνη την εποχή. Η διανομή γινόταν από πόρτα σε πόρτα. Τότε φημισμένοι γαλακτοπώλες ήταν οι Στερεοελλαδίτες ποιμένες και ειδικά οι Ρουμελιώτες, που δημιούργησαν την ισχυρότατη επαγγελματική τάξη των γαλακτοπωλών».

Αχαρνών: Τα αρχοντικά και οι άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων δίνουν τη θέση τους στη σημερινή παρακμή και εγκατάλειψη

Η συζήτηση πήγε στη ζωή του Κέντρου της Αθήνας όπου έχει ζήσει τόσα χρόνια και δεν σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει. Ο Κύριος Χρήστος μου μιλάει γεμάτος νοσταλγία για εκείνες τις αλησμόνητες εποχές: «Εκείνη την εποχή η περιοχή δεν ήταν όπως την βλέπεις σήμερα. Εδώ ζούσε ο καλύτερος κόσμος. Και ποίος δεν πέρασε από εδώ: Ο Τάσος Λειβαδίτης, η Ταυγέτη, Μαρία Μεταξά, ο Γερολιμάτος. Εκατοντάδες, τι να πρωτοθυμηθώ».

«Το 1952 δεν υπήρχαν πολυκατοικίες. Θυμάμαι ακριβώς από πάνω μας ζούσε ένας πρέσβης ο οποίος κατέβαζε το καλαθάκι του από το μπαλκόνι του και του βάζαμε το γάλα».

«Ο Τάσος ήταν φίλος. Ερχόταν εδώ, έπινε το ουισκάκι του. Ένας πολύ καλός άνθρωπος το άρεσαν όμως πολύ οι γυναίκες» είπε χαμογελώντας. Δεν έγραφε εδώ πήγαινε βόλτα στον Άγιο Παντελεήμονα βράδυ 12 η ώρα. Έμενε εδώ στη γωνία στο 35 που έγινε πολυκατοικία. Καθόταν στο μπαλκόνι μέχρι τις 2 και έγραφε».

Ποιος όμως ψωνίζει από το μαγαζί σας: όλος ο κόσμος της γειτονίας με στηρίζει.Υπάρχουν ακόμα και ορισμένοι παλιοί οι οποίοι ακόμα ζουν εδώ. Δουλεύω με περαστικούς και δουλεύω πολύ και την κούκλα.

Πότε ονομάστηκε «Μέλισσα» το μαγαζί: «Ήταν το 1960 που του δώσαμε αυτή την ονομασία» μου απαντά.«Το ονομάσαμε έτσι γιατί τότε ερχόταν ο κόσμος σαν μελίσσι, ουρά».

Το γάλα το χύμα τότε μας το έφερναν από την Κερατία και από τα Άνω Λιόσια. Το βάζαμε στα καζάνια και το βράζαμε και στη συνέχεια το πουλούσα στους πελάτες μας.

Η γειτονία ήταν ενωμένη εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι μια φορά είχα πάθει γαστρορραγία. Ήμασταν εδώ και φτιάχναμε τσουρέκια όταν το έπαθα. Ήρθαν έξι επτά γιατροί από τη γειτονία για να πάνε στα νοσοκομεία για να δουν τι έχω. Υπήρχε αγάπη.

Το βλέμμα μου πέφτει στις κούκλες που έχει στη βιτρίνα του Κύριου Χρήστου: «Είναι πορσελάνινες.Πάω σε μια έκθεση κάθε 15γουστο και τις αγοράζω. Βλέπω την έκθεση και κάνω τις παραγγελίες μου».

Η περιοχή έχει αλλάξει δραματικά. Δύσκολο είναι πλέον να βρεις Έλληνα. Υπάρχουν Ρουμάνοι, Πολωνοί, Μαύροι. Κυρίως όμως υπάρχουν πάρα πολλά άδεια διαμερίσματα. Ο κόσμος ο καλός έφυγε και πήγε σε άλλες περιοχές. Οι περισσότεροι έφυγαν μετά το 90. Από την Πλατεία Βάθη μέχρι την Ιουλιανού σήμερα θα δεις 15 με 20 Πακιστανικά μαγαζιά.

Σηκωθήκαμε από το τραπεζάκι και πήγαμε προς τα μέσα. Εκεί ο Κύριος Χρήστος μου έδειξε με καμάρι το ψυγείο του: «Αυτό το μεγάλο που βλέπεις είναι σχεδόν 100 χρονών. Είναι Αποστόλου» μου είπε ανοίγοντας τη μεγάλη πόρτα του για να μου δείξει τα προϊόντα που έχει μέσα.

Στη συνέχεια μας ξενάγησε στην κουζίνα του όπου παλιά έβραζαν το γάλα.

Η συζήτηση πήγε στην ιστορία του κτηρίου: «Είχαν σχεδιάσει να το κατεδαφίσουν ωστόσο μετά από λίγες μέρες το έβγαλε διατηρείται η Μελίνα και το γλυτώσαμε. Πολλά εδώ στη γειτονιά έχουν μείνει διατηρητέα. Σήμερα δυστυχώς τα περισσότερα καταρρέουν και σε άλλες περιπτώσεις ρημάζουν από βραδινές επιδρομές».

Η γειτονιά στηρίζει τον Κύριο Χρήστο

Πολλοί γείτονες που έχουν φύγει από εδώ παραγγέλνουν το γαλακτομπούρεκο μου. Τα Χριστούγεννα φτιάχνω κουραμπιέδες και μελομακάρονα. Πολλοί έρχονται και αγοράζουν από έμενα λέγοντας μου Κύριε Χρήστο δεν έχουμε φάει τέτοια γλυκά σαν τα δικά σου. Αυτό με κάνει χαρούμενο».

Υπάρχουν άνθρωποι που περνάνε από εδώ και μου λένε: «Περάσαμε για να φάμε την κρέμα σου και το ρυζόγαλο σου».

Βλέπω στα ράφια του μαγαζιού σας αρκετά ποτά. «Ναι έτσι είναι μέχρι να έρθουν οι Πολωνοί δεν ήξερα από βότκα τώρα έχω σχεδόν όλες τις μάρκες. Είναι το ποτό που λατρεύουν οι Πολωνοί. Τα ούζα τα καταναλώνουν οι Ρουμάνοι, οι Βούλγαροι πίνουν κονιάκ και χύμα κρασί. Τα τελευταία χρόνια η πιο μεγάλη κατανάλωση γίνεται στα ποτά.

Τη συζήτηση διακόπτει ένας ναρκομανής που μπαίνει μέσα στο ζαχαροπλαστείο και ζητάει να πάρει μια πορτοκαλάδα βερεσέ από τον Κύριο Χρήστο. Αυτός δείχνει να τον ξέρει καλά καθώς του μιλάει γλυκά λέγοντας του: «Πάρε ότι θες για να ξεδιψάσεις και φύγε, μην ανησυχείς έχω κρατήσει πόσα χρωστάς». Και πράγματι ο νεαρός είναι ένα παιδί που μένει στη γειτονία ωστόσο μπαινοβγαίνει στην φυλακή.

Βλέποντας τη στάση του Κύριου Χρήστου των ρωτάω πως είναι η σχέση του με τους γείτονές του: «Εγώ έχω καλές σχέσεις με όλους. Ακόμα και με τα πρεζάκια. Η φυλακή είναι το δεύτερο σπίτι του παιδιού που είδες ωστόσο κάθε φορά που βγαίνει θυμάται τι μου χρωστάει και έρχεται και με πληρώνει. Πριν οκτώ ημέρες βγήκε ξανά από τη φυλακή. Θυμόταν ότι μου χρωστούσε έξι ευρώ και τα έφερε.

Με τους μαύρους έχω καλές σχέσεις.Να φανταστείς όταν πάω να περπατήσω στο Πεδίο του Άρεως με βλέπουν και με χαιρετούν. Με λένε μπαμπά.

Οι Σύριοι είναι καλλιεργημένος λαός, το ίδιο και οι Πολωνοί. Είναι ευγενέστατοι. Μου έκανε εντύπωση την γιορτή της γυναικάς που έπαιρναν ένα λουλούδι για τη γυναίκα τους.

Έχω ένα σπίτι εδώ στη Μακεδονίας που ενοικίαζα. Υπήρχε ένα Πολωνός με δύο παιδεία και τη γυναίκα του έγκυο με αποτέλεσμα κανείς να μην τους νοικιάζει το σπίτι του. Εγώ τους έβαλα. Έκατσε μέσα στο σπίτι δέκα χρόνια και πήγε στη συνέχεια Αμερική. Ακόμα και τώρα που είναι στη Αμερική στις γιορτές μου στέλνει γράμματα. Ωραίοι άνθρωποι».

Αν γύρναγε ο χρόνος πίσω θα επιλέγατε την ίδια ζωή. Θα φεύγατε από το χωριό για να έρθετε στην Αθήνα: «Έτσι όπως έχουν γίνει τα πράγματα σήμερα η ζωή στο χωριό είναι καλύτερη. Η αγροτική ζωή δεν είναι όπως παλιά. Τώρα υπάρχουν για παράδειγμα τρακτέρ. Τότε όλα γινόντουσαν με τα χέρια».

Το να έχεις ένα κατάστημα δεν είναι «σκλαβιά» είναι η τελευταία μου ερώτηση: «Ναι έτσι είναι. Γι αυτό και τα δύο τα παιδιά μου τους έλεγα μακριά. Μπορεί να έβγαλα πολλά λεφτά με τα οποία κατάφερα να τα σπουδάσω στην Αγγλία και να τους κάνω σπίτια αλλά δεν έχω προσωπική ζωή. Οι διακοπές μου είναι λίγες μέρες το 15αυστο. Του χρόνου θα το δώσουμε να ησυχάσουμε. Περιμένουμε να βγει η γυναίκα μου στη σύνταξη και μετά τέλος». Θα πάω στα Στείρα όπου έχω ένα εξοχικό και θα πηγαίνω. Θα πηγαίνω και στο Λεοντάριο στην Καρδίτσα στο χωριό μου».

Melissa