Μία πρόταση δυσπιστίας κατά του κοινοβουλευτικού διαλόγου

Προς τι όλο αυτό το θέατρο των ομιλιών των βουλευτών; Η εριστικότητα, το πείσμα ο φανατισμός και ο ανώφελος δογματισμός συνιστούν το νόσημα ενός διαλόγου.
.
.
Eurokinissi

“Ως πότε απόλυτα δεχόσουν τις μονολιθικές αλήθειες / πόσο αντιπάλεψες την κάθε φορά ακράδαντή σου πίστη”

(Τίτος Πατρίκιος).

Η πρόσφατη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής (τις περισσότερες ώρες σε άδεια έδρανα) με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης ανέδειξε στο έπακρον τόσο την “αναποτελεσματικότητα” του κοινοβουλευτικού διαλόγου όσο και την “απουσία ήθους” κάποιων ομιλητών-βουλευτών.

Τα νοσήματα του Κοινοβουλευτικού Διαλόγου

Η αναποτελεσματικότητα του διαλόγου κατέστη εμφανής στο βαθμό που μετά από τρεις ημέρες συζήτησης δεν δόθηκε από κανέναν απάντηση στο βασικό ζητούμενο της πρότασης δυσπιστίας. Τελικά έγιναν (γίνονται) παρακολουθήσεις και ποιοι ήταν τα “θύματα” της παρακολούθησης; Στο βαθμό που δεν δόθηκαν πειστικές απαντήσεις, εύκολα κάθε καλόβουλος πολίτης θα μπορούσε να διερωτηθεί: Προς τι όλο αυτό το θέατρο των ομιλιών των βουλευτών;

Ακούσαμε τα πάντα εκτός από το κυρίαρχο αιτούμενο της πρότασης δυσπιστίας. Αν όλη αυτή η συζήτηση αποτελούσε δοκίμιο έκθεσης πανελληνίων εξετάσεων θα εθεωρείτο ως “εκτός θέματος” και ο βαθμός θα ήταν ο ανάλογος σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι βουλευτές δουλικά υπήκοοι του αρχηγού του κόμματός τους δεν λειτούργησαν ως αντιπρόσωποι του λαού με αυτόνομη σκέψη και ελεύθερο λόγο, αλλά ως κομματικά ενεργούμενα. Αυτό, όμως, συνιστά μία από τις χρόνιες παθογένειες της κοινοβουλευτικής μας δημοκρατίας.

“Να μην παραδοθείς στην επιθυμία γι αναγνώριση / να συμμαζέψεις κάπως και την κρυφή σου έπαρση…”

(Τίτος Πατρίκιος).

Η “απουσία ήθους” των ομιλητών στον κοινοβουλευτικό διάλογο ήταν πιο εμφανής στο βαθμό που στις ομιλίες πολλών βουλευτών και ιδιαίτερα κάποιων κορυφαίων κομματικών στελεχών κυριάρχησαν οι κραυγές, η ένταση, η απουσία επιχειρημάτων, οι προσωπικές προσβολές και η εμμονή σε κάποιο κλάδο της βιολογίας, της Ζ ω ο λ ο γ ί α ς. Κι αυτό γιατί το συμπαθές τετράποδο του Λούκι Λουκ, ο Ραντανπλάν είχε την τιμητική του.

Το όλο σκηνικό του ήθους των ομιλητών διανθίστηκε από λέξεις ή εκφράσεις πεζοδρομιακού χαρακτήρα (“σκασμός”…, ένοχος ή βλαξ, ρυπαρά δίκτυα…) ή ύβρεις που ήκιστα βοήθησαν στην ανίχνευση της αλήθειας, όπως αρμόζει σε κάποιον διάλογο και ιδιαίτερα στον κοινοβουλευτικό. Την δύναμη επιχειρημάτων και τον σεβασμό προς τον αντίπαλο τα αντικατέστησαν τα συνθήματα, οι κομματικές κορώνες, τα φληναφήματα, οι κομματικές-ιδεολογικές ιδεοληψίες και η απαξίωση προς τον κομματικό αντίπαλο.

Δυστυχώς η αναφορά στον Λυσία δεν ήταν αρκετή να αποτρέψει την δυσωδία των παραπάνω ύβρεων. Το πιο ανησυχητικό ,όμως, είναι ότι τρέφεται ο μιθριδατισμός μας στην ρυπαρότητα του πολιτικού λόγου.

Ο Ηράκλειτος και ο Έγελος

“Εκεί που σκέφτεσαι αν επειδή το θέλησες και μόνο / μπορεί ν ανοίξει ο δρόμος προς τον άλλο / ν απλώσουν τα όρια για συναρπαστικές διασταυρώσεις”

(Τίτος Πατρίκιος).

Η σύγκλιση, η συνεννόηση και η πιθανότητα η αλήθεια ως ζητούμενο ενός διαλόγου να βρίσκεται στην ενότητα των αντιθέτων φαντάζει ως μία απευκταία επιλογή. Φαίνεται πως ο Ηράκλειτος και ο Έγελος απουσιάζουν από την πολιτική παιδεία των πολιτικών μας εκπροσώπων αλλά κι από τα προγράμματα των κομμάτων. Ίσως να θεωρούνται παρωχημένοι και συντηρητικοί.

Ο Φιλόσοφος Ηράκλειτος είχε διαγνώσει πως η ενοποιός δύναμη του κόσμου είναι οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις. Μέσα από αυτές πραγματώνεται η ισορροπία που οδηγεί στην συμπαντική αρμονία. Αυτή η αρμονία, γνωστή και ως “παλίντονος αρμονία” επιτάσσει την ανάγκη σύνθεσης των αντιθέσεων χωρίς την κατάργησή τους. Βασικό εργαλείο επίτευξης της σύγκλισης των αντιτιθέμενων απόψεων σε διαπροσωπικό και κοινωνικο/πολιτικό επίπεδο αναδείχτηκε ο διάλογος.

Την θεωρία του Ηράκλειτου συμπλήρωσε και σχηματοποίησε ο Έγελος με την γνωστή δ ι α λ ε κ τ ι κ ή του, που αποδόθηκε με το σχήμα: Θέση>Αντίθεση>Σύνθεση.

Το Ήθος των συνομιλητών ως βασικής Προϋπόθεσης του Διαλόγου

Στην διεξαγωγή ενός διαλόγου και κατεξοχήν ενός Πολιτικού-Κοινοβουλευτικού Διαλόγου το Ήθος και η συμπεριφορά των ομιλητών θεωρούνται εκ των “ων ουκ άνευ” για την επιτυχία του. Οι διαλεγόμενοι, δηλαδή, δεν πρέπει να κατέχονται από αισθήματα μισαλλοδοξίας, καχυποψίας, προκατάληψης και να μην εμφανίζουν ή παρασύρονται σε υβριστικές διαθέσεις-εκφράσεις, να μην φέρονται αλαζονικά, ούτε να προσπαθούν να εμφανίζονται ως οι μοναδικοί κτήτορες της απόλυτης αλήθειας.

Αντίθετα θα πρέπει στην κριτική τους να χαρακτηρίζονται από την σεμνότητα, την σωφροσύνη, την συγκαταβατικότητα, την αξιοπρέπειά τους και την λεκτική κοσμιότητά τους. Οφείλουν, δηλαδή, να παρακολουθούν με προσοχή και να δείχνουν ανοχή στην αντίθετη άποψη με τον παράλληλο σεβασμό στο πρόσωπο των συνομιλητών τους.

“Ώστε να φύγει η δυσπιστία για όποιον δεν σου μοιάζει / να σταματήσει ο χλευασμός για εκείνον που θέλει / να σου μοιάσει / να σβήσει ο φθόνος γι αυτόν που σε ξεπερνάει”

(Τίτος Πατρίκιος).

Η εριστικότητα, το πείσμα και ο φανατισμός, όπως και ο ανώφελος δογματισμός σε αθεμελίωτες θέσεις συνιστούν το νόσημα ενός διαλόγου. Στον κοινοβουλευτικό διάλογο χρειάζεται μία πολιτική ανιδιοτέλεια για την αποκάλυψη της αλήθειας, χωρίς ταπεινές σκοπιμότητες και υστερόβουλες κομματικές σκέψεις. Οι αψιθυμικές συμπεριφορές και η υποτίμηση-απαξίωση του αντιπάλου ή στην διαφορετική θέση λαβώνουν τον πολιτικό διάλογο και μολύνουν το σώμα της δημοκρατίας.

Ο διάλογος δεν αποτελεί αυτοσκοπό, ούτε ευκαιρία ή μέσο για την προβολή των χιλιοειπωμένων κομματικών και ιδεολογικών θέσεων των κομμάτων. Η αλήθεια είναι πολύπτυχη και χρειάζεται πολιτική παιδεία και βαθιά γνώση της τέχνης και της τεχνικής της σύγκλισης. Σε αυτήν την διαδικασία δεν συγχωρείται η ιεραρχία γνώμης και το δίκαιο της πλειοψηφίας.

Επιμύθιον

Ας εκπαιδευτούμε, λοιπόν, όλοι και περισσότερο το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας στο πολύπτυχο της αλήθειας, στην ανάγκη σύγκλισης των αντιθέσεων και στην αποδοχή κατά την διάρκεια διεξαγωγής του διαλόγου (κοινοβουλευτικού) των βασικών αρχών του “Πολιτικού Πολιτισμού” και των κανόνων της πολλαπλά βαλλόμενης ”Πολιτικής Ορθότητας”. Όλα αυτά είναι αναγκαία εν όψει των επερχόμενων εκλογών.

Παντοτινός οδηγός μας ο Ηράκλειτος, ο Φιλόσοφος της σύνθεσης των αντιθέτων ως κοσμοποιού αρχής, και ο θεωρητικός της διαλεκτικής, ο Έγελος.

Κι αυτό γιατί ο διάλογος χρειάζεται “Αρετήν και Τόλμην”.

“Εκεί που νόμιζες ότι βρήκες απάντηση σε όλα / κι ύστερα βλέπεις τι πρόβλημα έχουν οι απαντήσεις / πόσο γρήγορα γεννούν χιλιάδες νέα ερωτήματα…”

(Τίτος Πατρίκιος)

Δημοφιλή