Ο Ροβήρος Μανθούλης μιλάει για τις αναμνήσεις του με τους τελευταίους ερμηνευτές των Blues.
1970 - Ο Robert Pete Williams
1970 - Ο Robert Pete Williams
Tom Copi via Getty Images

Δεν είναι απαραίτητο να είσαι πολιτικός. Αλλά αν είσαι θα πρέπει να είσαι καλά ενημερωμένος για ότι πολιτικό και πολιτιστικό σε περιβάλει. Δεν χρειάζεται να είσαι μουσικός για να κάνεις μουσικές ταινίες αλλά να είσαι καλά ενημερωμένος για την μουσική και τις πηγές της.

Μια πρόκληση για τον σκηνοθέτη γιατί στην ταινία θα πρέπει να κάνει την μουσική να «βλέπεται» και να είναι σύνθεση εικαστική.

Είναι φυσικό ο πρωτόγονος άνθρωπος να ανακαλύπτει νωρίτερα τις τέχνες του χρόνου από τις τέχνες χώρου. Και μάλλον αρκετά νωρίς την μουσική επικοινωνία και την χορευτική κίνηση.

Οι λαϊκές μουσικές, αυτές που γεννιούνται στον «οίκο» και φέρνουν μηνύματα θαλπωρής στην οικογένεια και στην συνοικία, είναι μονίμως περιθωριακές. Και κάθε εκατό χρόνια γίνονται «πρόσφατες». Μια τέτοια είναι και τα Blues.

Πρόσφατη γιατί όσο και αν φαίνεται περίεργο bluesmen δεν υπάρχουν σήμερα. Τους τελευταίους τους προλάβαμε στην δεκαετία του 1970. Θα τους δείτε στο «Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή», με το οποίο έκανε εγκαίνια το τρίτο κανάλι της Γαλλικής Τηλεόρασης (FR3) - τον Γενάρη του 1973 - και στο «Μπλούζ με σφιγμένα δόντια» που βγήκε στους κινηματογράφους.

Τα μπλουζ τραγουδιούνται ακόμα. Από τους νεότερους. Που δεν ζούσαν όταν αυτά «γράφτηκαν». Και τα ρεμπέτικα τραγουδιούνται ακόμα. Αλλά ούτε ρεμπέτες υπάρχουν σήμερα.

Προσπάθησα να το εξηγήσω στην συνέντευξη που έδωσα στον Μιχάλη Λημνιό. (Για την Γαλλία, την Αγγλία, τους ΗΠΑ και το Μεξικό). Τα ρεμπέτικα και τα μπλουζ ήταν μια επικίνδυνη μαρτυρία. Και στα μπλουζ μια διαμαρτυρία.

Όπως μου έλεγαν οι μπλούζμεν που μετείχαν στο «Μπλουζ ανάμεσα απ΄τα δόντια» (που είναι ο γαλλικός τίτλος). Ανάμεσα απ΄τα δόντια για να μην περάσουν επικίνδυνα λόγια.

Οι φυλακές που επισκέφτηκα, η μία είχε μόνο Μαύρους και στις άλλες δύο το 75% των φυλακισμένων ήταν Μαύροι. Και ορισμένων Μπλούζμεν οι πατεράδες τους είχαν γνωρίσει την σκλαβιά που τους είχαν επιβάλει οι λευκοί.

Άλλωστε, η σκλαβιά είναι η αιτία που δεν είχε γυριστεί καμιά ταινία για τα μπλουζ και την ιστορία τους. Στην Αμερική! Στην πατρίδα των μπλουζ! Το γιατί θα το μάθω στις αμερικάνικες φυλακές και στα γκέτο.

Οι Μαύροι ήθελαν κάποτε να ξεχάσουν την σκλαβιά με πιο χαρούμενα τραγούδια. Ούτε να επιτρέψουν στους «Λευκούς ρατσιστές» να κηλιδώσουν την τραγωδία τους τραγουδώντας τα μπλούζ του γκέτο. Εμάς μας επέτρεψαν γιατί ήμασταν... Γάλλοι! Και οι Γάλλοι είχαν καλή πολιτική και πολιτιστική φήμη στο εξωτερικό.

Έτσι η διεξοδική έρευνα που κάναμε για τα μπλουζ θα δώσει την πρώτη ταινία που έγινε στην Αμερική – όσο παράδοξο και αν φαίνεται –πράγμα που προκάλεσε πολλές συζητήσεις όπως και την μακρά συνέντευξη που ανέφερα και η οποία θα με βοηθήσει και στο άρθρο αυτό της κυριακάτικης στήλης μου στη Huffpost.

Στα νιάτα μου ακούγαμε ηπειρώτικα και τραγουδούσαμε τραγούδια επαναστατικά.

Επαναστατικά ήταν και τα ρεμπέτικα – τα ελληνικά μπλουζ - που μας γνώρισε ο Μάνος Χατζηδάκις ένα βράδυ, τον Γενάρχη του 1949. Όταν πήγαμε με τον Γκάτσο στο θέατρο Αλίκης στην Πλατεία Καρύτση όπου είχε εγκατασταθεί ο θίασος του Κάρολου Κουν.

Ήταν επαναστατικά γιατί ήταν σχεδόν απαγορευμένα. Οι περισσότεροι ρεμπέτες είχαν κάνει φυλακή. Το ραδιόφωνο δεν τα μετέδιδε, η υγιής κοινωνία δεν τα έβαζε στο σπίτι. Και το ΚΚΕ τα είχε αποκηρύξει. Εμείς, και οι καφενόβιοι ποιητές από το πατάρι του Λουμίδη, χειροκροτήσαμε τον Μάνο και τον Βαμβακάρη που ακολούθησε.

Στα νιάτα μου τα αμερικάνικα, όταν σπούδαζα κινηματογράφο, κολυμπούσαμε στους ήχους του Rhythm & Blues. Υπήρχε άφθονη τζαζ αλλά δεν υπήρχαν πουθενά τα παλιά γνησιότερα μπλουζ. Τα Blues ανήκαν στο παρελθόν, ήταν ένα αρχαιολογικό τραγούδι. Και για τους Μαύρους και για τους Λευκούς.

Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, οι άνθρωποι κοιτούσαν «προς τα εμπρός», προς το άμεσο και το μοντέρνο. Τα μπλουζ ήταν αλυσίδες και κλάμα, η τζαζ ήταν χορός και απελευθέρωσε.

Τα μπλουζ ακούγονταν στα κουτούκια και σtα ισόγεια των οίκων ανοχής. Θα μετουσιωθούν σε τζαζ στη δεκαετία του 30. Και οι μπλούζμεν πήγαν σπίτια τους. Χωρίς να αφήσουν διεύθυνση.

Στην δεκαετία του 70 είδα κι΄έπαθα να τους βρω. Μερικές φορές έπρεπε να πάω στο γκέτο και να ρωτήσω από πόρτα σε πόρτα πού είναι ο τάδε. Ο μόνος που κυκλοφορούσε ήταν ο B.B.King ο οποίος τραγουδούσε σε πανεπιστήμια της Καλιφόρνιας, με πολιτικοποιημένους φοιτητές (θα τους δείτε στο φιλμ) και σε φοιτητικά γκέτο.

Ήταν στη Γαλλία και στην Αγγλία που αγαπήθηκαν τα μπλουζ όταν τα ανακάλυψαν οι νεότερες γενιές. Όπως οι Μπήτλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς (Rolling stones, από ένα βιβλικό επεισόδιο, είναι ο τίτλος ενός αμερικάνικου μπλουζ, του Μuddy Water ».

Τα μπλούζ τα έφεραν στη Ευρώπη οι Αμερικανοί Μαύροι στρατιώτες στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και θα έχουμε έναν Άγγλο μπλούζμαν, τον John Mayall, που θα εισάγει τα μπλoυz στην μουσική αγωγή των Μπήτλς. Όταν οι Μπήτλς ήρθαν στην Αμερική και μίλησαν για τα μπλουζ ξύπνησαν οι ερευνητές και οι καθηγητές και άρχισαν να ψάχνουν για την διεύθυνση των ξεχασμένων και για το τι απέγιναν.

Η προβολή του «Μπλουζ ανάμεσα απ΄τα δόντια» (που είναι ο γαλλικός τίτλος) θύμισε στους Γάλλους τα μπλουζ που είχαν ζήσει οι παλαιότερες γενιές και κυκλοφορούσαν ακόμα.

Έστειλαν να φέρουν στο Παρίσι μερικούς από τους μπλούζμεν. Ένας που μπόρεσαν να φέρουν ήταν ο Ρόμπερτ Πιτ Γουίλιαμς, ξεχασμένος από τον Θεό στη Λουιζιάνα, ο οποίος είχε περάσει 10 χρόνια στη φυλακή και μάζευε παλιοσίδερα στο χωριό του τα οποία πουλούσε σε έναν μεταπράτη στην πόλη.

Ο φτωχός τραγουδιστής των «country blues» που ελάχιστοι γνώριζαν την ύπαρξή του , προσκλήθηκε στο Παρίσι για να τραγουδήσει στην Salle Pleyel, το πιο διάσημο θέατρο συναυλιών, το αντίστοιχο του Carnegie Hall!

Κάποτε τελείωσε το γύρισμα αυτής της ταινίας και επιστρέψαμε στο Παρίσι με φανταστικό υλικό. Το πήρα μαζί μου στο αεροπλάνο, στην αγκαλιά μου. Αρνήθηκα να το δώσω μαζί με τις βαλίτσες.

Με ρωτούν συχνά, όπως και στην συνέντευξη, ποιο από τα άτομα που έχω γνωρίσει θαυμάζω περισσότερο. Θαύμαζα – και θαυμάζω – ένα άτομο που δεν πρόλαβα δυστυχώς να γνωρίσω από κοντά.

Τελικά το γνώρισα από... το τηλέφωνο! Ήταν ο Louis Armstrong. Τον πήρα στο τηλέφωνο, τον ρώτησα μερικά πράγματα και του είπα ότι ήθελα να έχω μια συνομιλία μαζί του, κινηματογραφημένη. Και είπε: ”δεν ακούς πώς μιλάω;”. Είχε καρκίνο του στόματος και πέθανε λίγο αργότερα. Γνώριζα όλη την περιπετειώδη του ζωή. Μου λείπει. Ήμουν πολύ λυπημένος. Ακόμα είμαι.

Στην ερώτηση: τι πρέπει να είναι ένας μουσικός για να τον πούμε μπλούζμαν: να είναι άνδρας, γιος σκλάβου, να έχει τραγουδήσει το ευαγγέλιο στην εκκλησία, να έχει συλλέξει βαμβάκι σε μια φυτεία του Μισισίπι και να έχει κάνει κάποια στιγμή φυλακή, κατά προτίμηση επειδή σκότωσε έναν λευκό που τον προσέβαλε. Αυτός είναι και ο Robert Pete Williams. Ο πιο γνήσιος από όλους. Αυτός που προσκλήθηκε στο Παρίσι και τραγούδισε στη Σαλ Πλεγιέλ.

Το καλύτερο τραγούδι θα ένα αυτό που δεν έχει τραγουδηθεί ακόμα θα έχει για τίτλο: «Μην υβρίζετε τη Μοίρα σας».

Δημοφιλή