«Ο Άνθρωπος Φωτιά»: Το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Πατσαρού για τις ζοφερές φωτιές και τους έφηβους φίλους ενός ελληνικού καλοκαιριού

«Ο Άνθρωπος Φωτιά»: Το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Πατσαρού για τις ζοφερές φωτιές και τους έφηβους φίλους ενός ελληνικού καλοκαιριού

Όταν το πρωτοδιάβασα με γύρισε αρκετά χρόνια πίσω- μου θύμισε τον «Θησαυρό της Βαγίας». Και σκέφτηκα ότι, όπως και το βιβλίο της Ζωρζ Σαρή, θα μπορούσε και ο «’Ανθρωπος Φωτιά» να μεταφερθεί πετυχημένα από το χαρτί σε φιλμ. Τρεις έφηβοι, καλοκαιρινοί φίλοι, παιδιά της πόλης, κάνουν τις διακοπές τους στο νησί- μια φωτιά θα αλλάξει τον αγαπημένο τους τόπο αλλά και τους ίδιους απότομα, μέσα σε λίγες μέρες σα να πέρασαν από πάνω τους χρόνια ολόκληρα, θαρρείς με την ταχύτητα του άνεμου που έθρεψε τις φλόγες.

Ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Πατσαρός, που το προηγούμενο, πρώτο του βιβλίο (Το Κουτί) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου, τιμήθηκε από τους αναγνώστες και για τον «Άνθρωπο Φωτιά» με το Βραβείο Βιβλίου Public στην κατηγορία Ελληνική Εφηβική Λογοτεχνία. Οι εκατόν εβδομήντα σελίδες της εικονοκλαστικής, μεστής γραφής του Πατσαρού κορυφώνονται σε έξι σελίδες κόμιξ που σχεδίασε ο Γιώργος Γούσης. Δυο πινελιές αποκαλύπτουν το τέλος της ιστορίας- μιας από τις μυριάδες, εντελώς προσωπικές ιστορίες που κάθε τέτοια καταστροφή δραματικά πυροδοτεί.

Ο Κωνσταντίνος Πατσαρός εργάζεται ως δάσκαλος. Έχει παρουσιάσει τον Άνθρωπο Φωτιά σε σχολεία όπου τα παιδιά έφτιαξαν με βάση το βιβλίο του ταινίες μικρού μήκους, δραματοποίησαν σκηνές του σε θεατρικά, διασκεύασαν τραγούδια πάνω στην ιστορία του. "Τους έφηβους δεν τους ζω στο σχολείο, στο βιβλίο μεταφέρω την ατμόσφαιρα που θυμάμαι από τα δικά μου χρόνια της εφηβείας, στα 90's", μου λέει. "Κάποια πράγματα είναι ίδια, άλλα όμως δεν μπορούμε να τα μυριστούμε καν. Εμείς μεγαλώσαμε με ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 και σήμερα παλεύουμε να πείσουμε τα παιδιά του Δημοτικού να μην έχουν social media".
Ο Κωνσταντίνος Πατσαρός εργάζεται ως δάσκαλος. Έχει παρουσιάσει τον Άνθρωπο Φωτιά σε σχολεία όπου τα παιδιά έφτιαξαν με βάση το βιβλίο του ταινίες μικρού μήκους, δραματοποίησαν σκηνές του σε θεατρικά, διασκεύασαν τραγούδια πάνω στην ιστορία του. "Τους έφηβους δεν τους ζω στο σχολείο, στο βιβλίο μεταφέρω την ατμόσφαιρα που θυμάμαι από τα δικά μου χρόνια της εφηβείας, στα 90's", μου λέει. "Κάποια πράγματα είναι ίδια, άλλα όμως δεν μπορούμε να τα μυριστούμε καν. Εμείς μεγαλώσαμε με ΕΡΤ1 και ΕΡΤ2 και σήμερα παλεύουμε να πείσουμε τα παιδιά του Δημοτικού να μην έχουν social media".
Κωνσταντίνος Πατσαρός

Γιατί έγραψες τον «Άνθρωπο Φωτιά»;

Τρία πράγματα λειτούργησαν ως αφορμές. Το πρώτο, όταν διάβασα ότι σε ένα χωριό της Κρήτης έκοψαν κάποιες γέρικες ελιές- παρά τον αξιοθαύμαστο κορμό τους, παρά το ότι ήταν αιωνόβια δέντρα- γιατί πλέον δεν έδιναν καρπούς... Χαλούσανε τα δέντρα και τα πουλούσαν για καυσόξυλα. Την υπεραιωνόβια ελιά δεν την πειράζεις, είναι ένα έργο τέχνης, υπήρχε πριν από σένα και θα υπάρχει για πολλά χρόνια μετά, όταν εμείς θα έχουμε εξαφανιστεί. Έχω μεγάλη αγάπη για τέτοια δένδρα, στην Άνδρο απ΄όπου κατάγομαι, υπάρχει μια τέτοια, γέρικη ελιά πάνω σε μια στροφή του δρόμου- όποτε περνάω, σταματάω και τη βλέπω, αγαπώ πολύ τις πτυχώσεις στον κορμό της, τις παρατηρώ με θαυμασμό, με δέος.

Μετά, είχα επισκεφτεί στην Κρήτη την Πρέβελη και την είχα λατρέψει, έζησα το φοινικόδασος πριν καεί. Στο υπέροχο ποτάμι που το διέσχιζε είχα ξεφύγει από την πραγματικότητα, είχα ταξιδέψει. Όταν το 70% αυτού του τόπου κάηκε, ένιωσα μια βρωμιά μέσα μου, χαλάστηκα τρομερά. Ασχέτως αν ήταν εμπρησμός ή όχι- άλλο ένα δάσος κάηκε από αίτια ανθρωπογενή.

Τρίτη αφορμή, μια φωτιά στην Άνδρο, όπου είχα συμμετάσχει στην κατάσβεσή της με φίλους από το νησί.

Πως αντιδράσατε;

Στην αρχή βλέπαμε τους καπνούς ψηλά στις ράχες βουνού, μέχρι που ο αέρας έφερε τη φωτιά και στα μέρη μας. Όταν την πρωτοαντικρίζεις δεν ξέρεις πώς να αντιδράσεις, μετά καλείς βοήθεια, στη συνέχεια προσπαθείς να προβλέψεις την εξέλιξή της, να μαντέψεις τι πρόκειται να κάψει στην πορεία και κάπου εκεί μπορεί να σε πιάσει πανικός. Το δικό μας σπίτι δεν κινδύνευε αλλά ενός φίλου ήταν κοντά στην εστία της πυρκαγιάς και πήγαμε να βοηθήσουμε τους πυροσβέστες. Συνειδητοποίησα ότι πολύ λίγα μπορεί να κάνει κάποιος αν η φωτιά τρέχει με τον αέρα να φυσά δυνατός στην πλάτη της. Ευτυχώς τότε δε θρηνήσαμε θύματα. Θα έλεγα ότι οι μέρες μετά την πυρκαγιά ήταν οι πιο δύσκολες, να κοιτάς τις μαύρες πλαγιές, να περπατάς ανάμεσα στα σκελετωμένα δέντρα, στη στάχτη.Αυτό είναι το μεγάλο σοκ- να συνειδητοποιείς ότι αυτό που ήταν, δεν υπάρχει πια. Μετά από πέντε- έξι χρόνια ζωντάνεψε λίγο ο τόπος αλλά υπάρχουν στο νησί κάποια μέρη που δεν είχα επισκεφτεί στην προτερή τους κατάσταση και, πλέον, δε θα μπορέσω να το κάνω ποτέ- η φωτιά με πρόλαβε.

Τι σκέφτεσαι, τι αισθάνεσαι μετά τη φωτιά στην ανατολική Αττική;

Ήταν κάτι τραγικό. Δεν είμαι σε θέση μιλήσω για τα ακριβή αίτια της εν λόγω πυρκαγιάς και δε θέλω να το κάνω. Αλλά αν σκεφτούμε τι γίνεται κάθε καλοκαίρι, τη μαθηματική ακρίβεια πίσω από τη δημιουργία κάθε φωτιάς, τις πολλές εστίες, την εξέλιξη αυτών των περιοχών σε βάθος χρόνων, την οικοπεδοποίησή τους, θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για ένα καλοσχεδιασμένο μοτίβο ενεργειών, μια μελετημένη επανάληψη που μόνο τυχαία δεν είναι. Έτσι και όσα έγιναν φέτος παίρνουν τη θέση τους σε μια καταστροφική αλληλουχία γεγονότων που στόχο έχει το κέρδος. Θα έλεγα πώς ήταν αναμενόμενες οι φετινές πυρκαγιές. Όπως αναμενόμενες είναι και οι πυρκαγιές που θα γίνουν το επόμενο καλοκαίρι.

Να περιγράψουμε το βιβλίο σου;

Η ιστορία διαδραματίζεται σ’ ένα νησί. Οι τρείς έφηβοι, καλοκαιρινοί φίλοι, οι ήρωες του βιβλίου, επινοούν από άλλον έναν, φανταστικό ήρωα ο καθένας. Μέσα από μια μυστηριώδη πυρκαγιά και την επώδυνη κατάσταση που περνάνε συμβαίνει τελικά μια αλληλεπίδραση των τριών «πραγματικών» και των τριών φανταστικών χαρακτήρων.

«Δυο πράγματα κυριαρχούν», λέει ο συγγραφέας. «Αφενός ένα διάχυτο μυστήριο και ο όλεθρος της φωτιάς και αφετέρου η δημιουργική ανάγκη τριών παιδιών να φτιάξουν ένα κόμιξ. Η δημιουργία του κόμιξ αλλά και η αγανάκτηση, η οργή των παιδιών εξαιτίας της φωτιάς προχωράνε μαζί στο βιβλίο, το ένα αλλάζει το άλλο και αυτή η δραματική ακολουθία κορυφώνεται στις σελίδες του κόμιξ».

«Τα παιδιά μιλάνε στο βιβλίο για ένα κόμιξ, αλλά δεν το βλέπεις μέσα στη ροή του κειμένου. Ήθελα κάπως να το δει τελικά αυτό το κόμιξ ο αναγνώστης, έστω μια μικρή αλλά γερή δόση έξι σελίδων», συνεχίζει ο ίδιος.

Το είχες δει κάπου αλλού, αυτόν τον συνδυασμό του «κανονικού», φορμαρισμένου μυθιστορήματος και της comic τεχνοτροπίας;

Όχι, απλώς ήθελα να γράψω μια ιστορία που θα έχει διάδραση με κόμιξ- έγραψα ο ίδιος το κείμενο (και του κόμιξ), αλλά το σχέδιο, τα χρώματα και η σκηνοθεσία είναι όλα του δημιουργού κόμιξ, Γιώργου Γούση. Και νομίζω είναι πολύ πετυχημένα- φτιάχνει μια ατμόσφαιρα θαλασσινού, νησιώτικου «γουέστερν».

Πάντως και οι εικόνες που εσύ κατασκεύασες με τις λέξεις μου φάνηκαν τόσο ρεαλιστικές, ώστε ήμουν σίγουρος πως είχες βιωματική σχέση με κάποιο νησί.

Εχω καταγωγή από την Άνδρο- παραθερίζαμε εκεί με τους δικούς μου κάθε καλοκαίρι, οπότε έχω μεγαλώσει και εκεί. Τα γεφύρια και τα τρεχούμενα νερά, οι ελιές και τα κυπαρίσσια, οι πλαγιές με τα θυμάρια, τα ψαρέματα με τον πατέρα μου, που υπήρξαν οι πιο γαληνεμένες ώρες της ζωής μου.

«Ειδικά αν είσαι παιδί ανυπομονείς να πας στο νησί- έχεις τελειώσει το σχολείο, που είναι επί της ουσίας ένα περιβάλλον ιδρυματικό, και θες να πάρεις μια βαθιά ανάσα. Περνάς ωραία στο νησί- είσαι μακριά από τον ρυθμό της Αθήνας, σε μια παραλία και το μόνο που σε νοιάζει είναι να κάνεις μπάνιο κάθε μέρα, να φας πάστες, υποβρύχια και ποπ κορν, που ακόμα θυμάμαι τον παππού μου να φτιάχνει. Πηδάς τη μάντρα του σχολείου, αλλά μόνο για να παίξεις στην αυλή του. Έχει τη δική του ζωή ένα νησί- και ένα παιδί που το επισκέπτεται σταθερά βλέπει τα πάντα εκεί να αλλάζουν χρόνο με τον χρόνο, τον ίδιο τον τόπο, τους ανθρώπους εκεί, τους φίλους του, τον ίδιο του τον εαυτό τελικά».

Φτάνουν τα καλοκαίρια για να εξοικειωθεί με την φύση ένα παιδί της πόλης;

Ένα παιδί που μεγαλώνει στην πόλη και πηγαίνει, δυο μήνες το πολύ, διακοπές σε ένα νησί, παραμένει παιδί της πόλης, δε γίνεται ποτέ παιδί της φύσης. Θα θέλει να αφιερώνει χρόνο στη φύση, θα τρέχει και θα λαχταρά να την συναντήσει κάθε φορά, θα χτυπιέται και μπορεί να κλαίει με μαύρο δάκρυ όταν την αποχαιρετά- αλλά ποτέ δε θα αποκτήσει με την φύση τη σχέση που έχει κάποιος που μεγαλώνει μέσα σε αυτή. Εμείς προσπαθούμε να συναντήσουμε τη φύση κλέβοντας χρόνο απ’ τη λεωφόρο και το πεζοδρόμιο, απ’ το φανάρι στη γωνία.

Έχει κάποια ιδιαιτερότητα το νησί, από έναν ηπειρωτικό τόπο;

Σαν παιδί δεν έχω κάνει αλλού διακοπές- μεγαλώνοντας έχω γυρίσει την Ελλάδα και λατρεύω τα βουνά της. Αλλά το νησί είναι άλλο πράγμα- αυτό το γύρω γύρω θάλασσα με ξεκουράζει, η απεραντοσύνη και μεταβλητότητα του τοπίου της θάλασσας, ο πελαγίσιος αέρας που σε ξυπνάει. Όταν φεύγαμε, βλέπαμε από το πλοίο το νησί να χάνεται απ’ τα μάτια μας και ήταν σα να μας έλεγε: «εδώ θα είμαι, δίπλα σου, θα ξανάρθεις». Μόνο αυτό καταπράϋνε τη λύπη μας.

«Όσον αφορά το βιβλίο, και η πρώτη αποκάλυψη της ιστορίας και η μεγάλη σύγκρουση συμβαίνουν πάνω στη θάλασσα- η θάλασσα δίνει μια κινητικότητα, μια ρευστότητα της κατάστασης και διαμορφώνει μια μεταβαλλόμενη ατμόσφαιρα, μέχρι που φτάνουμε στην έκρηξη».

Τα παιδιά πάντως είναι αυτά που προσπαθούν να κάνουν το σωστό στο βιβλιο σου. Τα παιδιά, αναζητώντας την αλήθεια, «απασφαλίζουν» το φινάλε...

Ναι, κι εγώ με τα παιδιά είμαι. Στην αρχή της ιστορίας όμως, ακόμα και ο κεντρικός ήρωας, ο Βασίλης, δεν θελει να ασχοληθεί. Τον αναγκάζουν οι εξελίξεις, η τραγωδία της φωτιάς του βάζει το κεφάλι μέσα στην αλήθεια. Ο ίδιος είναι φιλειρηνικός, ακόμα και φοβητσιάρης. Αλλά όπως εξελίσσεται η ιστορία, είναι αναγκασμένος να συγκρουστεί, ενηλικιώνεται απότομα. Είναι ένα ξύπνημα αυτή η φωτιά για κάποιους χαρακτήρες.

Δημοφιλή