Ο διαχρονικός τουρκικός αναθεωρητισμός και το δόγμα της «προκεχωρημένης άμυνας»

Η τουρκική επιθετικότητα ως πεδίο σύγκλισης ισλαμιστών και κεμαλιστών
Φωτογραφία αρχείου - Μάρτιος 2020 - Ο Ρ.Τ. Ερντογάν σε ομιλία του μπροστά από ένα μοντέλο δεινοσαύρου κατά τη διάρκεια εγκαινίων του θεματικού πάρκου Wonderland Eurasia στην Άγκυρα (Photo by Adem ALTAN / AFP) (Photo credit should read ADEM ALTAN/AFP via Getty Images)
Φωτογραφία αρχείου - Μάρτιος 2020 - Ο Ρ.Τ. Ερντογάν σε ομιλία του μπροστά από ένα μοντέλο δεινοσαύρου κατά τη διάρκεια εγκαινίων του θεματικού πάρκου Wonderland Eurasia στην Άγκυρα (Photo by Adem ALTAN / AFP) (Photo credit should read ADEM ALTAN/AFP via Getty Images)
ADEM ALTAN via Getty Images

Όταν ανέλαβε την εξουσία ο Ερντογάν, υπήρξαν πολλοί αφελείς, σε Ελλάδα και Κύπρο, που χαιρετήσανε την ήττα του κεμαλισμού από έναν «προοδευτικό» ηγέτη. Σήμερα, πάλι, είναι πολλοί αυτοί που ελπίζουν σε μια ήττα του ισλαμιστή Ερντογάν από την κεμαλική αντιπολίτευση. Και οι μεν, και οι δε, αρνούνται να δουν το προφανές: Όσον αφορά στην πολιτική της έναντι της Ελλάδας, υπάρχει διαχρονική σύμπνοια των δύο ιδεολογικών ρευμάτων –ισλαμισμού και κεμαλισμού– που κυριαρχούν στη σύγχρονη Τουρκία. Μπορεί το ελληνικό κράτος να ελπίζει ακόμη στην πολιτική του κατευνασμού και της «εξημέρωσης του θηρίου», όμως μια προσεκτική ματιά στην τουρκική ιστορία μπορεί να αποδείξει τη αφέλεια τέτοιων ευχολογίων.

Την πορεία του τουρκικού αναθεωρητισμού στα χρόνια του Ερντογάν μας παρουσιάζει ένα άρθρο με τίτλο «Η Γαλάζια Πατρίδα και το νέο τουρκικό αμυντικό δόγμα», στον ιστότοπο duvarenglish.com. Σε αυτό, ο συγγραφέας του Ιλχάν Ουζγκέλ –καθηγητής διεθνών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Άγκυρας–, αναλύει το πώς η σημερινή τουρκική εξωτερική πολιτική λαμβάνει διακομματική στήριξη, όντας μια ιδεολογική συγχώνευση κεμαλισμού και ισλαμισμού. Ας παρακολουθήσουμε την ανάλυσή του:

«…Τα τελευταία χρόνια η Τουρκία διαμορφώνει μια νέα εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας. Μια συμμαχία πολιτικών χώρων έχει διαμορφώσει ένα νέο αμυντικό δόγμα, γνωστό ως ‘’προκεχωρημένη άμυνα′’. Καθώς αυτοί οι πολιτικοί χώροι οραματίζονται την ανάληψη στρατιωτικών επιχειρήσεων και ελέγχου σε διασυνοριακές περιοχές, η θεωρία της Γαλάζιας Πατρίδας εμφανίστηκε ως ναυτική συνιστώσα του δόγματος αυτού.

Η υπερφιλόδοξη νεοθωμανική πολιτική του κυβερνώντος ΑΚΡ επεδίωκε την περιφερειακή ηγεμονία, μέσω διαφόρων παρακλαδιών της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Δεν αποτελεί πια μυστικό ότι η πολιτική αυτή έχει αποτύχει. Έχοντας να αντιμετωπίσει τα γεγονότα του πάρκου Γκεζί και διάφορα πολιτικά σκάνδαλα που ανέσυρε το κίνημα του Γκιουλέν, ο Ερντογάν βρήκε ιδιαίτερα βολική μια συμμαχία με τους εθνικιστές, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του και, ταυτόχρονα, να επιτύχει την περιφερειακή ηγεμονία, αυτή τη φορά όμως με διαφορετικά μέσα.

Αυτή η νέα συμμαχία περιλαμβάνει Ισλαμιστές, το εθνικιστικό κόμμα των Γκρίζων Λύκων [MHP] και το ρεύμα του ευρασιανισμού, στο οποίο περιλαμβάνεται και το κόμμα «Πατρίδα» [Vatan]. Έτσι, η συμμαχία αυτή περιλαμβάνει τα δύο ισχυρότερα ιδεολογικά ρεύματα στην τουρκική ιστορία. Δεν είναι, πάντως, η πρώτη φορά που έχουμε συμμαχία ισλαμιστών-εθνικιστών. Τη δεκαετία του ’70 κυβερνούσε την Τουρκία μια συμμαχία μεταξύ εθνικιστών, ισλαμιστών και της κεντρο-δεξιάς. Αργότερα, το στρατιωτικό καθεστώς που ανέλαβε με το πραξικόπημα του 1980, είχε ενστερνιστεί την τουρκοισλαμική ιδεολογική σύνθεση. Οι εθνικιστές, ακόμη και οι πιο κοσμικοί απ’ αυτούς, συνειδητοποίησαν ότι θα ήταν ωφέλιμη μια προσέγγιση με τους ισλαμιστές. Άλλωστε, τα δύο πολιτικά ρεύματα συμφωνούν απόλυτα στις διώξεις εναντίον της κουρδικής αντιπολίτευσης και των υπολειμμάτων του κινήματος του Γκιουλέν. Όμως αυτή η συμμαχία έχει επηρεάσει και την τουρκική εξωτερική πολιτική. Αυτό φαίνεται στην πρωτοφανή στρατιωτικοποίηση της χώρας και την εμφάνιση του δόγματος της προκεχωρημένης άμυνας.

Το τουρκικό αμυντικό δόγμα εντάσσεται σε μία σειρά μετασχηματισμών της τουρκικής πολιτικής στους τομείς της ασφάλειας και των εξωτερικών σχέσεων. Άλλοι μετασχηματισμοί αφορούν στην πολιτική εκβιασμού της Ε.Ε., με μέσο τους πρόσφυγες, στην ισορροπία ανάμεσα στη Ρωσία και τις Η.Π.Α. και, επίσης, στην ανάμειξη της Τουρκίας σε όλες σχεδόν τις αντιπαραθέσεις που υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή τη στιγμή, η Τουρκία έχει εμπλακεί σε τρεις (και μισή) επιχειρήσεις σε τρεις χώρες, γεγονός σπάνιο για οποιαδήποτε χώρα, πόσο δε μάλλον για την Τουρκία.

Σε αυτό το πλαίσιο επανήλθε το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», που σχεδιάστηκε από τον Ναύαρχο Τζεμ Γκουρντενίζ το 2006, με στόχο την ενίσχυση της τουρκικής ισχύος στη θάλασσα και την προστασία των τουρκικών ναυτικών δικαιωμάτων (sic). Εκείνο τον καιρό μεσουρανούσε η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων (με τους γείτονες) που είχε διαμορφώσει ο Αχμέτ Νταβούτογλου και, έτσι, το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας δεν είχε μεγάλη απήχηση, εκτός από λίγους ακραίους κύκλους.

Σε αντίθεση με τον τίτλο της, η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων αποτελούσε ένα επεκτατικό πρόγραμμα που στόχευε στο να κυριαρχήσει η Τουρκία σε περιοχές που ανήκαν κάποτε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με μέσο την ήπια ισχύ (soft power). Με λίγα λόγια, η πολιτική αυτή βρισκόταν στον πυρήνα των νεοθωμανικών φιλοδοξιών. Παρ’ ότι η πολιτική των μηδενικών προβλημάτων ερχόταν σε αντίθεση με την κεμαλική ιδεολογία, ενώ η Γαλάζια Πατρίδα ήταν δημιούργημα κεμαλιστών αξιωματικών, εντέλει και τα δύο αυτά δόγματα επιδίωκαν την ενίσχυση της τουρκικής επιρροής στην ευρύτερη περιοχή. […]

Μετά το 2015, τα δύο δόγματα συγχωνεύθηκαν, διαμορφώνοντας τον πυρήνα μιας επιθετικής και στρατικοποιημένης εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικιστές [κεμαλικοί] συνειδητοποίησαν ότι μια συμπόρευση με τον Ερντογάν θα είχε σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως η χρήση ακραίων ισλαμιστών ως αντιπροσώπων, πότε στη Συρία και πότε στη Λιβύη, καθώς και η απόκτηση αμυντικών δεσμών με το Κατάρ και τη Σομαλία. Οι κοσμικοί εθνικιστές δεν αντιτίθενται στη συμμαχία με την κυβέρνηση του ισλαμιστή Σαράτζ στη Λιβύη. Έτσι, τα δύο στρατηγικά δόγματα συγχωνεύθηκαν σιωπηλά, οδηγώντας σε έναν νέο δυναμισμό, που αντικατοπτρίζεται τόσο στο εσωτερικό, με τον διογκούμενο αυταρχισμό, όσο και στο εξωτερικό, με τον αυξανόμενο μιλιταρισμό. Η αντιπολίτευση (εκτός από το φιλοκουρδικό HDP) μπορεί να τηρεί κριτική στάση στα εσωτερικά ζητήματα, αλλά στηρίζει εν πολλοίς αυτή τη νέα εξωτερική πολιτική. Τη στηρίζει επίσης, σε μεγάλο ποσοστό, και η κοινή γνώμη (με εξαίρεση την υπερπόντια επιχείρηση στη Λιβύη).»

.
.
Άρδην τ-117, Φεβρουάριος 2020

Για τον συγγραφέα του άρθρου, αυτό το δόγμα «προκεχωρημένης άμυνας», αντιπροσωπεύει εν πολλοίς την παραδοσιακή τουρκική raison d’état και βασίζεται σε τρεις πυλώνες:

Ο πρώτος πυλώνας είναι η ισχυρή στρατικοποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο δεύτερος πυλώνας είναι η στρατιωτική παρουσία πέραν των συνόρων (στρατός στην Κύπρο, βάσεις σε Κατάρ και Σομαλία, εισβολή σε Ιράκ και Συρία). Τέτοια στρατιωτική παρουσία και ηγεμονία θα βρούμε τόσο στις θεωρίες του Α. Νταβούτογλου, όσο και στο δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.

Τέλος, ο τρίτος πυλώνας είναι η εκτεταμένη επένδυση στην αμυντική βιομηχανία, η οποία συνιστά πλέον ένα στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει τόσο φιλοισλαμικούς όσο και κοσμικούς παράγοντες του επιχειρηματικού κόσμου και του δημόσιου τομέα.

Στη συνέχεια, ο Ιλχάν Ουζγκέλ μας υπενθυμίζει ότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός αποτελεί διαχρονικό ιδεολογικό στοιχείο του τουρκικού κράτους:

«Το δόγμα της προκεχωρημένης άμυνας έχει τις ρίζες του σε μια παλιά αντίληψη περί υπαρξιακών απειλών, την οποία έχει καλλιεργήσει το τουρκικό κράτος, πολύ καιρό πριν αναλάβει την εξουσία το ΑΚΡ. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η Τουρκία είναι περικυκλωμένη από εχθρικές χώρες, ενώ η Δύση υπονομεύει την Τουρκία, ανεξαρτήτως του ποιός κυβερνά τη χώρα. Η δημιουργία του αυτόνομου κουρδικού κράτους στο Ιράκ τη δεκαετία του 1990 (που η Τουρκία ανακύρηξε casus belli) και, μετά το 2011, η προοπτική περιοχών κουρδικής αυτονομίας ή ανεξαρτησίας με έξοδο στη Μεσόγειο αποτελούν παραδείγματα αυτής της αντίληψης περί υπαρξιακών απειλών, και οδήγησαν στην στρατιωτική παρέμβαση στο συριακό μέτωπο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι δυτικές δυνάμεις, μαζί με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, προσπαθούν να «στραγγαλίσουν» την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Ελλάδα επεκτείνεται στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με τη στήριξη της Ε.Ε., υπονομεύοντας τα δικαιώματα της Τουρκίας και των Τουρκοκυπρίων στον υποθαλάσσιο πλούτο της περιοχής. Ο Τσιχάτ Γιαϊτζί, αρχιτέκτονας του τουρκολυβικού συμφώνου του Νοεμβρίου του 2019, έχει χαρακτηρίσει αυτές τις ενέργειες ως Θαλάσσια Συνθήκη των Σεβρών. Έτσι, καθώς ο παραδοσιακός φόβος για την πιθανή δημιουργία κουρδικού κράτους οδήγησε στον στρατιωτικό έλεγχο των νοτίων συνόρων, η πολιτική και διπλωματική συνεργασία ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ οδήγησε στην επισφαλή συμφωνία με τη Λιβύη, καθώς και στην ναυτική αντιπαράθεση στην Ανατολική Μεσόγειο. Για πρώτη φορά στην τουρκική ιστορία, το σύνδρομο των Σεβρών περιλαμβάνει τόσο την ηπειρωτική Ανατολία, όσο και τη θάλασσα.»

Εν τέλει, το άρθρο αυτό είναι μία ακόμη υπενθύμιση, ότι η τουρκική επιθετικότητα δεν οφείλεται στο εκάστοτε κόμμα ή πρόσωπο που κυβερνά τη γείτονα χώρα (ούτε, βέβαια, οφείλεται στη «μαξιμαλιστική» απαίτηση της Ελλάδας να έχει ΑΟΖ το Καστελόριζο!), αλλά αποτελεί διαχρονικό και δομικό συστατικό του τουρκικού κράτους. Αν, λοιπόν, τα τελευταία χρόνια υπάρχει ποιοτική αναβάθμιση της τουρκικής επιθετικότητας, αυτή δεν οφείλεται σε κάποια ιδεολογική διαφοροποίησή του Ερντογάν από τους προκατόχους του κεμαλικούς. Οφείλεται αφ’ ενός στην ισχυροποίηση της Τουρκίας (δημογραφική, οικονομική, βιομηχανική) και αφ’ ετέρου στην αποδυνάμωση των γειτόνων της (Ιράκ, Ιράν, Συρίας) και τη σταδιακή υποχώρηση των Η.Π.Α. από τον ρόλο του χωροφύλακα της Μεσογείου. Αυτό το γεωπολιτικό κενό προσπαθεί να καλύψει η Τουρκία. Δεν άλλαξε πολιτική, απλώς έγινε ισχυρότερη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα και η Κύπρος παραμένουν ένα διαχρονικό και ανυπέρβλητο εμπόδιο στον τουρκικό αναθεωρητισμό. Οποιαδήποτε σκέψη και συζήτηση για τα ελληνοτουρκικά οφείλει να ξεκινάει λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτή την πραγματικότητα.

Δημοφιλή