Ο «παραγκωνισμένος άνθρωπος» και η «τυραννική πλειοψηφία» του Νιού Ντηλ

«Όταν ο κοινωνικός ιστός σπάει, και τα μεσαία και κατώτερα στρώματα αφήνονται σε ελεύθερη πτώση, τότε ανοίγει ο δρόμος προς την επίγεια κόλαση».
ASSOCIATED PRESS

O Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, κατά την προεκλογική περίοδο του 1932, και λίγο μετά την ανάδειξή του σε προεδρικό υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος, θα δηλώσει σε μια ραδιοφωνική του συνέντευξη ότι στόχος της προεδρίας του εφόσον κερδίσει τις εκλογές θα είναι η αποκατάσταση του ‘παραγκωνισμένου ανθρώπου’ (Forgotten Man) από το περιθώριο.

Ο ‘παραγκωνισμένος άνθρωπος’ του 1930, είναι μια αρκετά γνώριμη φιγούρα ακόμα και για το ελληνικό κοινό. Τον γνώρισε μέσα από τα Σταφύλια της Οργής, το έργο του Τζον Στάινμπεκ που βυθίζεται στον κόσμο της απόλυτης κοινωνικής, οικονομικής καταστροφής και ανασφάλειας όπου βυθίζονταν οι μικροί αγρότες της αμερικανικής περιφέρεια: Το μεγάλο κομμάτι των λευκών του Νότου, που μεταβάλλονταν σε «δούλους του χρέους» και έπεφταν θύματα της αμείλικτης κοινωνικής αναλγησίας των μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων· δίπλα τους, στέκονταν τα πλήθη των ανέργων του βιομηχανικού Βορρά, λευκών και αφροαμερικάνων. Εν τέλει, «παραγκωνισμένος άνθρωπος» ήταν ο μέσος Αμερικάνος, που είχε τεθεί στο περιθώριο από τον ξέφρενο, αρπακτικό καπιταλισμό της ‘επίχρυσης εποχής’ (Gilded Age) των τελών του 19ου αιώνα, όσο και από την ίδια την κρίση του 1929.

Για την Ιστορία, στις εκλογές του 1933, ο Ρούσβελτ με τον ‘παραγκωνισμένο άνθρωπό’ του κατήγαγε μια εντυπωσιακή νίκη αποσπώντας το 57% των ψήφων, και κερδίζοντας όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ εκτός από έξι. Πίσω από τον θρίαμβό του, βρισκόταν μια πλατιά κοινωνική συμμαχία που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια κοινωνικής απήχησης του Δημοκρατικού Κόμματος: Μικροκαλλιεργητές, λευκοί του Νότου, καθολικοί (πρωτίστως Ιταλοί και Ιρλανδοί), συνδικάτα, αφροαμερικάνοι του Βορρά, Εβραίοι, διανοούμενοι, και ένα μέρος της φιλελεύθερης ελίτ των πόλεων.

Στα μάτια της τωρινής, ελληνίδας ΠτΔ το πλειοψηφικό ρεύμα του Ρούσβελτ θα φάνταζε οπωσδήποτε ‘τυραννικό’ και ‘λαϊκιστικό’. Ωστόσο, αυτό το ρεύμα επέτρεψε στον ανασχεδιασμό της Αμερικής μετά τον ολετήρα του 1929, και έφερε στο φως το μοντέλο της που την ανέδειξε σε παγκόσμια ηγεμονική δύναμη –και ιδεολογικά. Η κοινωνική συμμαχία του Ρούσβελτ, άφησε το αποτύπωμά της στην Ιστορία. Εντελώς αμφίβολο το ιδεολογικό ρεύμα που εκφράζει η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, και το οποίο προέρχεται επίσης από την αμερικάνικη πολιτική, εκπροσωπούμενο σήμερα από φιγούρες όπως η Νάνσι Πελόζι ή η Χίλαρι Κλίντον, θα αφήσει πίσω του τίποτε το αξιοσημείωτο, πέραν από το ‘έπος της εχθροπάθειας’ το οποίο δημιούργησε και έχει εμπλακεί.

Πίσω από το αμερικάνικο New Deal, ή, τις αντίστοιχες ιδεολογικο-πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στην ανάδυση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, δεν βρισκόταν μόνο η ιδεολογία ή ο αγώνας για την κατάκτηση της εξουσίας. Αλλά, και ένα πολύ πικρό ιστορικό μάθημα του μεσοπολέμου, το οποίο έγινε εν τέλει κτήμα ολόκληρων γενεών. Το μάθημα έλεγε πως όταν ο κοινωνικός ιστός σπάει, και τα μεσαία και κατώτερα στρώματα αφήνονται σε ελεύθερη πτώση, τότε ανοίγει ο δρόμος προς την επίγεια κόλαση.

Οι ελίτ αρχικά δεν μπορούν να κατανοήσουν τον κίνδυνο αυτό, γιατί η κοινωνική κινητικότητα λειτουργεί πολλές φορές σαν τον ανελκυστήρα: Η πτώση των πολλών, είναι το αντίβαρο που εκτοξεύει τους λίγους. Κι όμως. Ο φασισμός, ο ναζισμός, ο τσαλαπατημένος ψυχισμός και η αξιοπρέπεια της κοινωνικής βάσης πάνω στην οποία θεριεύουν τα φαινόμενα αυτά, ή ακόμα, το πως εγκληματικές οργανώσεις όπως οι μαφίες εισέρχονται στο πολιτικό πεδίο και υποκαθιστούν το κράτος στην κοινωνική προστασία των καταφρονεμένων κοινωνικών τάξεων –όλα αυτά αποτελούν εκφράσεις των δαιμονικών δυνάμεων που απελευθερώνονται όταν οι κοινωνίες θρυμματίζονται βίαια σε τόσο απόλυτα αντιθετικούς κόσμους.

Είναι οι τόσο γνώριμες πινελιές από τον σκοτεινό καμβά του μεσοπολέμου, για τις οποίες οι γενιές των ιθυνουσών τάξεων που καθοδηγούν σήμερα την παγκοσμιοποίηση πίστεψαν ότι ανήκουν δια παντός στην ‘προϊστορία’ του ανεπτυγμένου κόσμου. Γι’ αυτές το ‘νιού ντηλ’ δεν είναι παρά η ιδεολογική νομιμοποίηση του κρατικιστικού υδροκεφαλισμού, ενώ ο ‘παραγκωνισμένος άνθρωπος’ καλό θα ήταν να παραμείνει στην γωνιά του καθώς φέρει τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά εκείνα που τον καθιστούν ασύμβατο με τον αυριανό ‘παγκόσμιο άνθρωπο’. Κάπως έτσι, οδηγηθήκαμε σήμερα στην ύβρη μιας αμερικάνικης κοινωνίας όπου οι κοινωνικές τάξεις παρουσιάζονται περισσότερο σαν κλειστές και αυτοαναπαραγόμενες κάστες.

Ο κόσμος των ελίτ

Οικονομολόγοι όπως ο Τομά Πικετύ και ο Μπράνκο Μιλανόβιτς, έχουν ήδη μιλήσει για την τεράστια διεύρυνση των ανισοτήτων στις ΗΠΑ, αποδεικνύοντας πως βάσει αυτών η κοινωνία τους έχει οπισθοδρομήσει στα τέλη του 19ου αιώνα. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανάλυσή τους για εκείνες τις οικονομικές και κοινωνικές πρακτικές, μέσω των οποίων οι ανώτερες τάξεις περιφρουρούν αλλά και διευρύνουν τις ανισότητες αυτές.

Οι νέες ελίτ λοιπόν είναι περισσότερο διαχειριστές παρά ιδιοκτήτες, άνδρες και γυναίκες μάνατζερ με ετήσιες απολαβές που τα μεσαία στρώματα δεν θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν ούτε σε όλο τους τον οικονομικό βίο. Εκείνο που εντυπωσιάζει, είναι ο βαθμός της ενδογαμίας τους –σχεδόν απόλυτα παντρεύονται τους πολιτισμικά, μορφωτικά, και εισοδηματικά όμοιούς τους. Επίσης το εξαιρετικά ομογενοποιημένο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναθρέφονται και μορφώνονται τα παιδιά τους, τα πανεπιστήμια της πρώτης γραμμής που εξασφαλίζουν μια θέση στην ιθύνουσα τάξη, και τα οποία είναι εντελώς απροσπέλαστα για το υπόλοιπο 99% της αμερικανικής κοινωνίας.

Κλειστός κόσμος, αγγελικά πλασμένος. Μέσα σε αυτόν ισχύει το «απαγορεύεται το απαγορεύεται» όπως έλεγαν και στον Μάη του 1968: Η ελευθεριακότητα των νέων ιθυνουσών τάξεων είναι παρομοιώδης. Οι γόνοι της, έχουν δικαίωμα στην πιο ακραία αντισυμβατικότητα, που θεωρείται πλέον μια ‘διαβατήρια τελετουργία’ των μικρών μαθητευόμενων μάγων στην ωριμότητα. Μόλις την κατακτήσουν, βέβαια, παραμένουν κατά 80% περίπου σύμφωνα με στατιστικά σε σταθερούς γάμους· στις δε κατώτερες τάξεις το αντίστοιχο ποσοστό, μόλις που πλησιάζει το 25%.

Αξίζει να αντιπαραβάλλουμε τον αμείλικτο κυνισμό και την σκληρότητα που χαρακτηρίζει στην πράξη τον διαχωρισμό των ελίτ αυτών από την υπόλοιπη κοινωνία, με τα ιδεολογήματα απέραντης καλοσύνης που οι ίδιες αρέσκονται να εκφράζουν: Υπάρχει σίγουρα κάποια ενοχή που τις ωθεί να πλειοδοτούν στην υποκριτική συμπόνοια και τον ανθρωπισμό. Θα ήταν, βέβαια, πολύ ρηχό να περιοριστούμε σε αυτήν μόνον την ερμηνεία.

Η κουλτούρα της αλληλεγγύης, εξάλλου, δεν απευθύνεται προς τον μεγάλο όγκο των αποκλεισμένων· για εκείνους υπάρχει μόνο το ταξικό και πολιτισμικό μίσος που εκφράζεται καθώς οι ελίτ αποκαλούν την βάση της αμερικάνικης κοινωνίας ‘αξιοθρήνητη’, ‘οπισθοδρομική’, βουτηγμένη στον σκοτεινότερο εθνικισμό. Απεναντίας, απεριόριστη καλοσύνη περιμένει κάθε λογής μειονότητα, κυρίως γιατί έναντι αυτών η γαλαντομία είναι όχι μόνον εξαιρετικά ανέξοδη, αλλά μάλιστα χρησιμεύει και σ’ έναν ψυχρό πολιτικό υπολογισμό. Καμία μειονότητα δεν μπορεί να απειλήσει την απεριόριστη κοινωνική και πολιτική εξουσία των ελίτ. Αντίθετα, βιώνουν την πλειοψηφία ως τυραννική γιατί φοβούνται μήπως και αυτή τους εξαναγκάσει σε πολιτικό έλεγχο μέσα απ’ τη δημοκρατική διαδικασία. Γι’ αυτό, ο κατακερματισμός της εθνικής δημοκρατικής κοινότητας σ’ ένα μωσαϊκό μειονοτήτων, διασφαλίζει τη θέση τους, και επίσης η καλοσύνή τους απέναντι τους χρησιμεύει και ως τρόπαιο που προσθέτει στο κοινωνικό-πολιτικό κύρος των τάξεων αυτών.

Ζωή στο χείλος της πτώσης

Στον αντίποδα, οι μεσαίες τάξεις και κατώτερες, παρουσιάζονται να είναι αιώνια εγκλωβισμένες σε μια ζωή, που εναγωνίως μετεωρίζεται πάνω από την κοινωνική άβυσσο. Η φοίτηση ακόμα και σε ένα μέσο πανεπιστήμιο, που δεν μπορεί παρά να εξασφαλίσει μια δουλειά μέσου εισοδήματος, εξαναγκάζει τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα να ξεκινήσουν τον επαγγελματικό βίο ήδη καταχρεωμένα από τα ‘φοιτητικά δάνεια’. Το παραμικρό στραβοπάτημα, μια απόλυση, μια ασθένεια ακόμα που θα τους αναγκάσει να πληρώσουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια για την περίθαλψή τους, ένα διαζύγιο που θα ανατρέψει τον οικογενειακό προϋπολογισμό, αρκεί για να τους καταβαραθρώσει στο περιθώριο.

Μια μικρή αναζήτηση στο youtube, και θα ανακαλύψει κανείς δεκάδες ντοκιμαντέρ που αναφέρονται σε περιπτώσεις ανθρώπων που κατέληξαν να είναι άστεγοι ακριβώς μέσα από αυτήν την διαδρομή –η αστεγία θεωρείται σήμερα ένα από τα οξύτερα κοινωνικά προβλήματα στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις. Υπάρχει έπειτα, και η επιδημία εξάρτησης από τα οπιούχα παυσίπονα. Ένα σπασμένο πόδι, σε συνδυασμό με την αδυναμία αποπληρωμής μιας επαρκούς ιατρικής θεραπείας, αρκεί για να παρασύρει τους φτωχούς ασθενείς στη δίνη της.

Τα χαμηλά εισοδήματα, επίσης, μπορούν να έχουν συχνή πρόσβαση μόνο στο σκουπιδοφαγητό των ταχυφαγείων· ένα κανονικό γεύμα, πόσο μάλλον φτιαγμένο από οργανικές πρώτες ύλες, είναι προσπελάσιμο σε κανονική βάση μόνο για τους ευκατάστατους. Διόλου περίεργο, λοιπόν, που τα ποσοστά παχυσαρκίας και διαβήτη θερίζουν μεταξύ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, και τους έχουν παραδώσει στο έλεος του κορωνοϊού, εξαιτίας αυτών των υποκείμενων νοσημάτων.

Ένα φαινόμενο, το οποίο προφανώς και προσπέρασε τόσο επιπόλαια ο Τζον Ιωαννίδης από τη γυάλα του Στάντφορτ, καθώς ως μέλος της ‘ελίτ των ελίτ’ της γνώσης –όπως αρέσκεται να μας αυτοπαρουσιάζεται– βρίσκεται έτη φωτός μακριά από την χαμοζωή της αμερικάνικης πλειοψηφίας. Και άρα προφανώς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ότι οι πολιτικές που πρότεινε ως πανάκεια για την πανδημία, αντιπροσώπευαν έναν σκληρό κοινωνικό δαρβινισμό εναντίον της.

Ο Τραμπ και ο ‘εμφύλιος των ελίτ’

Η φιγούρα του Τραμπ, αναδεικνύεται ως προϊόν του ρήγματος αυτού. Όμως δεν γίνεται να εξετάζουμε τα πολιτικά φαινόμενα σαν να ήταν ευθύγραμμη τάση των κοινωνικών. Ο Τραμπ όχι μόνο ανήκει στον κόσμο των ελίτ, αλλά και από το 1989 μέχρι το 2009 το μεγαλύτερο μερίδιο των πολιτικών χρηματοδοτήσεων που είχε ως επιχειρηματίας προοριζόταν για τους σημερινούς θανάσιμους εχθρούς του, τους Δημοκρατικούς. Η φορά των χρηματοδοτήσεών του μεταστρέφεται προς τους ρεπουμπλικάνους μόλις το 2010.

Η αλλαγή στη συμπεριφορά του αποτελεί δείκτη των ευρύτερων ανακατατάξεων που λαμβάνουν χώρα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης του 2008, σε συνδυασμό με την οικονομική άνοδο της Κίνας και, συνακόλουθα, της πολυπολικής παγκοσμιοποίησης. Υπό αυτές τις εξελίξεις, ένα μέρος της αμερικάνικης επιχειρηματικής τάξης αρχίζει και μεταστρέφεται εναντίον της παγκοσμιοποίησης –πολύ απλά γιατί ο οξύς ανταγωνισμός της έχει στραφεί πλέον εναντίον τους: Το κτηματομεσιτικό κεφάλαιο, το πετρελαϊκό, οι αυτοκινητοβιομηχανίες είναι ορισμένοι τέτοιοι κλάδοι, που πιέζουν για την αναγκαιότητα ενός νέου προστατευτισμού, με ταξικό όμως και όχι πανεθνικό πρόσημο. Έτσι, το αίτημα για την προστασία από τον εξωτερικό ανταγωνισμό συνδυάζεται σε αυτήν την ατζέντα, με αιτήματα για την μείωση της φορολογίας των πλουσίων, ή την καταγγελία κάθε απόπειρας αποκατάστασης του ούτως ή άλλως ελλιπούς αμερικανικού κοινωνικού κράτους.

Η αρκετά περίεργη αυτή ατζέντα θα βρει τον γνησιότερο εκφράστή της στον Τραμπ. Μιλούσε και εκείνος για τον ‘παραγκωνισμένο άνθρωπο’, ωστόσο όχι για να τον φέρει με τις πολιτικές του στο προσκήνιο. Η θητεία του δεν επιφύλασσε κανένα ‘νιού ντηλ’, και καμία αλλαγή στην κοινωνική πραγματικότητα αντιμετωπίζει η βάση της αμερικανικής κοινωνίας. Ο ‘παραγκωνισμένος άνθρωπος’ έδωσε πολύ περισσότερα στο καθεστώς που αποπειράθηκε να εγκαθιδρύσει ο Τραμπ, από ότι πήρε από τον ίδιο. Κι ας ήταν η εκλογική δυναμική των μη προνομιούχων που επέτρεψε στον απερχόμενο πρόεδρο των ΗΠΑ να κερδίσει τις εκλογές του 2016, αμφισβητώντας την κυριαρχία της παγκοσμιοποιητικής συνιστώσας των ελίτ.

Το μόνο ‘σημείο επαφής’ μεταξύ του Προέδρου και της απαξιωμένης κοινωνικής βάσης, ήταν ότι αυτός χρησιμοποιούσε στο τουΐτερ την δική τους φρασεολογία, κυρίως, το μίσος και τον αποτροπιασμό που επιφυλάσσουν στις παγκοσμιοποιητικές ελίτ. Κατά τα άλλα, κυβερνούσε σαν να χειρίζεται τις επιχειρήσεις του, διορίζοντας κόρη και γαμπρό σε νευραλγικές θέσεις, βάζοντας τον δικηγόρο του να κάνει εν αγνοία του Στεήτ Ντηπάρτμεντ εξωτερική πολιτική με ηγέτες όπως ο Ερντογάν, την ίδια στιγμή που έκανε προσωπικές μπίζνες με τον Τούρκο πρόεδρο.

Έτσι, στο τέλος της θητείας του, αντί η Αμερική «να γίνει μεγάλη» κατέληξε όσο ποτέ διχασμένη και απαξιωμένη στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου. Παρ όλο που και ο Τραμπ επικαλέστηκε κι αυτός τον ‘παραγκωνισμένο άνθρωπο’, την ημέρα της εκλογικής του νίκης το 2016, θέλοντας έτσι να αυτοσυστηθεί ενώπιον του έθνους σαν την ρεπουμπλικανική εκδοχή του Φράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτ, η θητεία του διέψευσε παταγωδώς κάθε παραλληλισμό.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δυο ιστορικές περιόδους της αμερικάνικης κοινωνίας: Την δεκαετία του 1930, ένα κομμάτι των πολιτικών, πνευματικών ακόμα και οικονομικών ελίτ, διέθετε την οξυδέρκεια, την ιδεολογική ορμή αλλά και τους πολιτιστικούς ορίζοντες ώστε να ανατρέψει τον κανόνα και να ανασχεδιάσει ένα μοντέλο κοινωνίας και οικονομίας για την επανένταξη του ‘παραγκωνισμένου ανθρώπου’ στην αμερικάνικη ζωή. Σήμερα, αντίθετα, η δημόσια ζωή των ΗΠΑ φαντάζει σαν ένα καλειδοσκόπιο αποσχιστικών ιδεολογιών που καταλήγουν εν τέλει να προπαγανδίζουν το μίσος και την ανοικειότητα όλων εναντίων όλων.

Υπό αυτήν την οπτική, τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στο Καπιτώλιο της Ουάσιγκτον στις 6 Ιανουαρίου 2021, και τα οποία παρακολούθησε αποσβολωμένος όλος ο πλανήτης μπροστά στους τηλεοπτικούς του δέκτες δεν ήταν διόλου απροσδόκητα. Είχαν εξάλλου προηγηθεί πλείστα όσα γεγονότα που μαρτυρούσαν την κλιμάκωση της εμφυλιακής αντιπαράθεσης: Οι συγκρούσεις των αντίφα και του ‘trump nation’ στο Σάρλοτσβιλ το 2017, το κυνήγι των μαγισσών που εξαπέλυσε ο ριζοσπαστισμός της πολιτικής ορθότητας στα αμερικάνικα πανεπιστήμια όπως και η επίθεση στα αγάλματα του περασμένου καλοκαιριού, η εισβολή ένοπλων οπαδών του Τραμπ στο πολιτειακό Καπιτώλιο του Μίσιγκαν, οι οποίοι διαδήλωναν ενάντια στα μέτρα κοινωνικού περιορισμού της πανδημίας τον Απρίλιο της περασμένης χρονιάς. Όλα αυτά, συνιστούν έκπληξη για την Αμερική που γνωρίζαμε. Μόνο που, η Αμερική που γνωρίζαμε ως ‘γη των ευκαιριών’ και πομπός της πλανητικής πολιτιστικής παντοδυναμίας της Δύσης, έχει πάψει να υπάρχει προ πολλού…

Δημοφιλή