«Ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχει γνώμονα πάσης αυτού πράξεως το κοινόν συμφέρον»

(Ελευθέριος Βενιζέλος, 6.10.1910)
Eurokinissi

Οι θυελλώδεις συνεδριάσεις που διαδραματίσθηκαν στην Ελληνική βουλή, εξ αφορμής της επικύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και της ψήφισης του πρωτοκόλλου για την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, αντικατοπτρίζουν το μέτρο ποιότητας του παρόντος Ελληνικού κοινοβουλίου, επιβεβαιώνοντας ότι οι «τοιαύται συνεδριάσεις είναι ως επί το πολύ το στάδιον των χαμερπεστάτων παθών και της ιδιοτελείας, και αι εκ τοιούτων συζητήσεων προερχόμεναι αποφάσεις είναι […] ανίσχυροι προς επαύξησιν της πολιτικής-κοινωνικής ευδαιμονίας».

Υπό αυτό το πρίσμα, στις αμέσως επόμενες γραμμές, πραγματώνεται μια συγκριτική ανάλυση της πολιτικής ρητορείας και πράξης της τετραετούς συγκυβέρνησης του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥ.ΡΙΖ.Α.) και των Ανεξάρτητων Ελλήνων (ΑΝ.ΕΛ.), με αντικειμενικό στόχο να διερευνηθεί, εάν και σε ποιο βαθμό, αποτελεί το αποκορύφωμα της μεταπολιτευτικής, νεοελληνικής φαυλοκρατίας, οδηγώντας την «Ελλάδα στη νομοτελειακή πια προοπτική της ιστορικής εξαφάνισης».

Σε μια πρώτη ανάγνωση δεν δύναται ν’ αμφισβητηθεί το γεγονός ότι η εν λόγω συγκυβέρνηση απεδείχθη ως η πλέον συνεπής στην εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων της τρίτης δανειακής σύμβασης του Ιουνίου του 2016. Ταυτόχρονα όμως παλινόρθωσε την πιο ακραία εκδοχή του καθεστώς της νεοελληνικής φαυλοκρατίας, την κωλεττοκρατία-κομματοκρατία, λειτουργώντας ως «παρασιτικός δημοσιώνας και νομέας της χώρας». Ως κομματοκρατία περιγράφεται η κατάσταση της αυτονόμησης «των κομμάτων και της πολιτικής εξουσίας από το κοινωνικό σώμα και τις ανάγκες του, η εκδοχή και η άσκηση της εξουσίας ως ηδονικής αυταξίας», αναγάγοντάς την, σε άθλημα κατάκτησης- ιδιοποίησης του κράτους για την ικανοποίηση ιδιοτελών-μικροπολιτικών στόχων

Αν και ο καθείς δύναται να διαφωνήσει ή να συμφωνήσει με την ανωτέρω αξιολόγηση, της ένταξης της συγκυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο καθεστώς της κομματοκρατίας, κανείς δεν μπορεί να διαμφισβητήσει την ενυπάρχουσα κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, μετά και τη πολυδιαφημισθείσα έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και τα εύσημα από τους δανειστές για την «λαμπρή» πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί ν ’αναλογισθούμε τις προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α και την ολοκληρωτική τους αναντιστοιχία με την κυβερνητική του πράξη, για να οδηγηθούμε από τις επαναστατικές διακηρύξεις, περί σκισίματος των μνημονίων μ’ ένα νόμο, στον έντιμο συμβιβασμό της συμφωνίας με τους δανειστές και στην υπογραφή του τρίτου και πλέον επαχθέστερου μνημονίου. Ενώ από το σλόγκαν «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», βιώνουμε την εμπειρία του «κανένα σπίτι στα χέρια ιδιοκτήτη», με την αξία των ακινήτων που θα βγουν στο «σφυρί» για χρέη το 2019, ν’ αγγίζει τα 2 δισ. ευρώ. Ομοίως, το αβαντάρισμα του κινήματος δεν πληρώνω, επειδή όπως χαρακτηριστικά ανέφερε τότε ο Αλέξης Τσίπρας: «η ανυπακοή απέναντι στο κράτος και τις κυβερνητικές αποφάσεις θα μαζικοποιηθεί και θα επεκταθεί, πέραν των διοδίων, και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής», κατέληξε στην επιβολή ποινών φυλάκισης μελών του κινήματος «δεν πληρώνω» και στην μνημονιακή δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στο 3,5% έως το 2022 και στο 2,2% μεσοσταθμικά έως το 2060.

Τοιουτοτρόπως, η φενάκη της εξόδου από τα μνημόνια, η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και η διαφαινόμενη προεκλογική παροχολογία, αρχής γενομένης από την αύξηση του κατώτατου μισθού, συνιστούν την αναγκαία μυθοπλασία για να αποσιωπήσουν την «παντοδαπή καταστροφή» που βιώνει για μία δεκαετία το σύνολο της ελλαδικής κοινωνίας. Η όντως σκληρή πραγματικότητα συμπυκνώνεται στον αφελληνισμό της χώρας μετατρέποντάς την, σ’ ένα απέραντο «hot spot» και στην αποδιάρθρωση, λόγω υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης και υπολειτουργίας, των στοιχειωδών δομών της δημόσιας παιδείας και υγείας. Ωστόσο, οι πλέον επονείδιστες συνέπειες, καταγράφονται στην απομείωση του κεφαλαιώδους ανθρωπίνου δικαιώματος της ζωής (ραγδαία αύξηση του ποσοστού θνησιμότητας μετά το 2010), της εργασίας (με την Ελλάδα να καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και της ιδιοκτησίας (με την απώλεια εισοδημάτων 13 δις ευρώ από τη μεσαία τάξη, από το 2011 έως το 2017).

Αντ’ αυτού ενισχύθηκε το πελατειακό κράτος και γιγαντώθηκε το πρόβλημα της διαφθοράς (η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας για το 2018 κατατάσσει την Ελλάδα στην 67η θέση, στη λίστα με τις πιο διεφθαρμένες χώρες, 8 θέσεις χαμηλότερα σε σχέση με το 2017) της διαπλοκής (με την επέλαση των ΜΚΟ για τη διαχείριση του προσφυγικού και τις καταγγελίες περί κακοδιαχείρισης των ευρωπαϊκών κονδυλίων, τον «προκλητικό συγχρωτισμό του κατασκευαστικού ομίλου Καλογρίτσα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ», κ.α. ) και του πολιτικού ρουσφετιού, με τον ιό του «διορίζειν συγγενείς, κολλητούς και φίλους» να χτυπά και την προοδευτική αριστερά.

Το πλέον όμως χαρακτηριστικό παράδειγμα που αιτιολογεί την συμπερίληψη της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στο καθεστώς της νεοελληνικής φαυλοκρατίας, είναι η συνέχιση της μετατροπής του κράτους σε κύριο εργοδότη, μέσω της αύξησης του αριθμού των κρατικών δομών και των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα «οι φορείς του Δημοσίου (στενού και ευρύτερου) αυξήθηκαν από 227 το 2015 σε 374 το 2017 (αύξηση 65%), ενώ τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου είναι πλέον 1.211 από 1.068 προ διετίας (αύξηση 13,5%). Η διόγκωση αυτή των φορέων συνέβαλε σε αύξηση του αριθμού των εργαζομένων στο Δημόσιο: από 686.824 τον Δεκέμβριο του 2015 σε 712.716 τον Οκτώβριο του 2017, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης».

Επίσης, δεν πρέπει να παραλειφθεί και η αύξηση του αριθμού των μετακλητών υπαλλήλων, από τους 1.888 τον Δεκέμβριο του 2014, στους 2.442 το 2018. Αντίστοιχα οι πρόεδροι, τα μέλη διοικητικών συμβουλίων και οργάνων διοίκησης από τα 2.703 άτομα τον Δεκέμβριο του 2014, ανήλθαν στους 3.294 τον Μάιο του 2018, αύξηση κατά 22%. Το ίδιο συνέβη και στις προσλήψεις στο Ελληνικό κοινοβούλιο. Η εξέλιξη αυτή, αντικατοπτρίζεται στην ραγδαία αύξηση της μισθολογικής δαπάνης:

«το 2017, η δαπάνη εμφανίζεται αυξημένη κατά 616 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη του 2014, ενώ στο 9μηνο του 2018 παρατηρείται αύξηση 528 εκατ. ευρώ συγκριτικά με το διάστημα Ιανουαρίου - Δεκεμβρίου 2017. […] το 2019 προβλέπεται να φτάσει στα 17,6 δισ. ευρώ από 15,9 δισ. ευρώ το 2015, με τη μεταβολή να προσεγγίζει πλέον το 1% του ΑΕΠ στην 4ετία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ».

Υπό το πλαίσιο της ανωτέρω περιγραφής, διαπιστώνουμε ότι το νεοελληνικό κομματικό σύστημα, συνιστά ένα αμάλγαμα πελατειακού κρατισμού, σε επίπεδο πολιτικής πράξης και ρητορικού λαϊκισμού, ως αξονικού μέσου για την καθολική ιδιοποίηση της πολιτικής λειτουργίας και την ολοκληρωτική κατοχή του κρατικού μηχανισμού. Ειδικότερα οι επαγγελματίες της πολιτικής, που επενδύουν στην πρακτική του λαϊκισμού για την ανάρρησή τους, στην εξουσία, χαρακτηρίζονται από την έντονη ευαισθησία τους για την πολιτική τους εκπροσώπηση, αξιοποιώντας την για ίδιον όφελος –απόκτηση της μέγιστης δυνατής πολιτικής ισχύος. Το αντιπολιτευτικό τους επιχείρημα αποκρυσταλλώνεται σε μια άμεση και βίαιη επίθεση προς τους νόμιμα εκλεγμένους πολιτικούς αντιπροσώπους, στιγματίζοντας-χαρακτηρίζοντάς τους, ως μια «παράνομη ελίτ της εξουσίας». Με τον τρόπο αυτό διαχωρίζουν τους κυβερνώντες από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, το οποίο και χρησιμοποιείται εργαλειακά για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς. Αντίστροφα οι ίδιοι αναπαριστούν τα υποτιθέμενα θύματα της πολιτικής ελίτ, ως μια συνεκτική, αθώα και γενναία ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν καμιά ευθύνη για την τρέχουσα κοινωνικοπολιτική-οικονομική κατάσταση, αλλά αποσκοπούν στην αντιστροφή της, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.

Εν κατακλείδι, το κεντρικό μας συμπέρασμα, συντάσσεται με τη διαπίστωση του Γιώργου Κοντογιώργη ότι «το πολιτικό σύστημα» είναι το μόνο που «παρέμεινε ανέπαφο από την είσοδο στην κρίση έως σήμερα και δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα η προοπτική να αλλάξει στο ελάχιστο». Συνεπαγόμενα, όπως ορθά επισημαίνει ο Χρήστος Γιανναράς, «το ελλαδικό πολιτικό σύστημα μοιάζει να έφτασε στην ολοκλήρωση της αυτοκατάργησής του». Βέβαια “το κακό τέλος δεν έχει” και “η λογική του πάτου είναι ο απόπατος”» εκτός εάν αναφανούν πολιτικοί του μέτρου ενός Ελευθερίου Βενιζέλου και υιοθετήσουν την κεντρική αρχή της πολιτείας του:

«ο πολιτικός ανήρ οφείλει να έχη γνώμονα πάσης αυτού πράξεως το κοινόν συμφέρον, και εις το συμφέρον τούτο να υποτάσση άνευ τινός ενδοιασμού, το τε συμφέρον του κόμματος εις ο ανήκει και των μελών του κόμματος τούτου…».

Δημοφιλή