Ενθύμιον για την Ημέρα κατά παντός εκφοβισμού και για τα 170 χρόνια από την γέννηση του Γεωργίου Βιζυηνού
CSA Images via Getty Images

Ο Γεωργής

‘’Τότε ο Τρομάρας τον επήρε κατά μέρος και του εξωμολογήθη, ότι ναι μεν δεν είναι τόσο δειλός και άτολμος καθώς πρωτύτερα, αλλ` ότι τον ληστή δεν τον ενίκησε με την δύναμι, αλλά με το πνεύμα του.

  • Τόσο το καλλίτερο, είπεν ο Νομάρχης. Θα σε κάμω γαμβρό μου, ετελείωσε. Ο ξυπνός νικά τον χειροδύναμο.’’

Έτσι έγινε ο γάμος και ετελείωσε η παράσταση που δόθηκε για το σχολείο στις 6 Μάρτη, ημέρα κατά του εκφοβισμού.

Με το πέσιμο της αυλαίας τα παιδιά χειροκροτούσαν όρθια και ενθουσιασμένα για αρκετή ώρα τον Γεωργή. Ο σκηνοθέτης σεμνός όπως πάντα και δακρυσμένος παρουσίαζε τους ηθοποιούς στη σύγχρονη απόδοση του έργου ‘’Ο Τρομάρας’’ του Γεωργίου Βιζυηνού.

Ο Γεωργής μικρός ήταν ένα πανέξυπνο σγουρομάλλικο αγόρι με αγάπη για τα Γράμματα. Στη Β` Γυμνασίου η οικογένειά του μετακόμισε για οικονομικούς λόγους σε άλλη γειτονιά. Η αλλαγή αυτή και όχι μόνο επηρέασε τον Γεωργή αρνητικά. Ως μαθητής άριστος και λάτρης του βιβλίου φάνταζε σαν παράξενο πουλί σε μια τάξη γεμάτη περιστέρια. Επί πλέον από ιδιοτροπία της φύσης ο λόγος του καθυστερούσε με χαριτωμένο τραυλισμό που από την πρώτη κιόλας μέρα στο σχολείο τράβηξε το ενδιαφέρον των άτακτων συμμαθητών του. Η ιδιαιτερότητα αυτή όπως και η ευφυΐα του ήταν οι αιτίες της μελλοντικής του κακοπέρασης. Ένοιωθε ξένος.

Κάποτε η μητέρα του τον προέτρεψε να κατέβει στην μικρή πλατεία να παίξει και να κάνει φίλους. Στο σπίτι επέστρεψε σχετικά γρήγορα θλιμμένος και από τότε δεν ξαναμίλησε για παιχνίδι. Πρώτα άκουσε το παράνομά του και μετά να τον ‘’διαφημίζουν’’ παντού. Κλείστηκε μέσα και στον εαυτό του αλλά τα βάσανά του δεν τελείωσαν. Ακόμα και στο σχολείο συναντούσε εχθρότητα και τον περιγελούσαν.

Εκεί όμως που ανενόχλητα έβρισκε έδαφος η ρητορική του μίσους ήταν οι ‘’μικροί’’ και ‘’ελεύθεροι’’ διαδικτυακοί τόποι επικοινωνίας των εφήβων. Το σχολείο φάνηκε αδύναμο να αντιμετωπίσει αυτή τη στοχοποίηση που συνεχιζόταν και στα διαλείμματα γιατί ως μέρος της κοινωνίας της πληροφορίας είχε σιωπηρά αποδεχτεί τη γοητεία του internet. Το ίδιο και η οικογένεια ενίσχυε την κατοχή των κινητών τηλεφώνων για μια δύσκολη στιγμή ανάγκης, όπως έλεγαν. Το σχολείο ως Πόντιος Πιλάτος ένιπτε τας χείρας του και αναγίγνωσκε τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Παιδείας εθιμοτυπικά και επετειακά. Μέσα σε αυτή την γενικώς αποδεκτή κατάσταση το κινητό τηλέφωνο έγινε ο ‘’αθόρυβος’’ φύλακας άγγελος των παιδιών μέσα στις κλειστές τσάντες.

Ο Γεωργής κρατούσε σφιχτά στο χέρι του το κινητό όταν κατέβηκε να πάρει γάλα στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς την ίδια στιγμή που ομάδα παιδιών στο διαδίκτυο τον πρόσβαλε με μια ανάρτηση. Η κινούμενη συκοφαντία υποκινούμενη από ακινητοποιημένους και παγιδευμένους ομηλίκους έτρεχε στο facebook και το instagram. Περνούσε το πεζοδρόμιο απέναντι όταν έφηβοι παραμελημένοι πετάχτηκαν από το παρκάκι. Ψηλά τα χέρια! Τον έσκιαξαν και έβλεπες την ευχαρίστηση στα μάτια τους. Την ευχαρίστηση του παιδιού που άεργα περιφέρεται μη έχοντας που να πάει. Μετά το θάνατο του Θεού και η οικογένεια ήταν νεκρή και άκλαφτη. Στη στιγμή το κινητό ακούστηκε με θόρυβο στο πλακόστρωτο να ραγίζει όπως και η καρδιά του Γεωργή γιατί ήταν διαφορετική.

Το ‘’όπλο’’ αποδείχτηκε άσφαιρο για την άμυνά του και περιττό βάρος. Η κοινωνία ολάκερη είχε πέσει στη λούμπα. Το σχολείο ασχολήθηκε τυπικά με το περιστατικό και η οικογένεια πανικόβλητη αναζήτησε τη λύση σε ειδικούς.

Οι Δομές και οι ομάδες στήριξης του Υπουργείου Παιδείας με τις περίεργες συντομογραφίες ήταν ακόμη στα σκαριά, με ανειδίκευτο προσωπικό στα σχολεία και χωρίς δαπάνη για το Δημόσιο… Χρειαζόταν χρόνος και πολύ δουλειά για να διατηρήσει ο Γεωργής το δικαίωμα στην διαφορετικότητα και να γίνει αποδεκτός στο σχολείο και την κοινωνία. Με τη δύναμη του νου στάθηκε όρθιος και ξεχώρισε από τη ‘’φάρμα των ζώων’’ αφήνοντας πίσω στη γειτονιά και στην τύχη της την ρητορική του μίσους. Διακρίθηκε για το ταλέντο και τις σπουδές του ενώ έγινε καταξιωμένος σκηνοθέτης ανεβάζοντας με επιτυχία το διήγημα ‘’Ο Τρομάρας’’ του Γ.Βιζυηνού.

Στις ερωτήσεις φίλων για την αιτία της πρώτης θεατρικής επιλογής του κρατούσε τα χαρτιά του κλειστά. Το Τρομερό παιδί της Τέχνης άφηνε τον Τρομάρα να μιλήσει στο σανίδι της Σκηνής και της Ζωής. Ο Κόσμος ως Βούληση και Παράσταση.

Ο Τρομάρας

Σε μια εποχή διαφορετική και πολύ μακρινή από την εποχή του Γεωργή, στις 8 Μαρτίου 1849, ημέρα Δευτέρα, γεννιέται ένα ταλαιπωρημένο παιδί στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης σε μια πάμφτωχη οικογένεια. Ήταν μόλις πέντε ετών ο μικρός, το Γιωργί, όπως το βάφτισαν όταν πέθανε ο πατέρας του και μόλις έβγαλε το Δημοτικό, πήγε στην Πόλη σε ραφτάδικο για να μάθει την τέχνη. Η ιδιαίτερη προσωπικότητα του Γεωργίου Μιχαήλ Σύρμα ή Μιχαηλίδη, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γεωργίου Βιζυηνού(1849 – 1896) τον οδηγεί στην διάκριση αλλά και στην ταλαιπωρία μέχρι το τέλος. Ανήσυχος και φιλέρευνος ξεκινά το Ταξίδι της Ζωής του σε αναζήτηση της Τύχης Του ως ράφτης Κυρίων. Εκεί θα αποκαλύψει το ταλέντο του στα Γράμματα και θα βρει υποστηρικτές των σπουδών του για να εξελιχθεί από νεόκοπο ράφτη σε νεωτερικό εισηγητή του νεοελληνικού ηθογραφικού –ψυχογραφικού διηγήματος. Παιδί πράο παρ` ότι δεν φάνηκε να του ταιριάζει το ράσο το φόρεσε ως ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης.

Το Μοναδικό Ταξίδι της Ζωής του γνωστό: Σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας (1874), την Γοτίγγη(1875 – 1878) και την Λειψία(1881) με την απόκτηση της διδακτορικής διατριβής ‘’Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική’’. Με σπουδές στην φιλολογία, την φιλοσοφία και την ψυχολογία, όντας μαθητής του Βίλχεμ Βουντ, θα επιστρέψει στην Ελλάδα με ‘’βαριά χαρτιά’’ και ‘’άλλος άνθρωπος’’ .

Για τον Γεώργιο Βιζυηνό το 1884 αποτελεί έτος- τομή για τη ζωή και το έργο του γιατί μετά το θάνατο του προστάτη του Γ.Ζαρίφη (14 Μάρτη) αναγκάζεται να επιστρέψει στην Αθήνα και αλλάζει άρδην η ζωή του. Μέχρι το τέλος του 1884(Νοέμβριος – Δεκέμβριος) θα έχει γράψει την υφηγεσία του για τον Πλωτίνο και ένα παιδικό αφήγημα για μικρούς και μεγάλους, τον ‘’Τρομάρα’’.

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα αντιμετωπίζει την αμφισβήτηση, την καχυποψία και την ειρωνεία του Αθηναϊκού και ακαδημαϊκού κατεστημένου. Ο ιδιόρρυθμος ανατολίτης από τη μακρινή Βιζύη με τη γενειάδα και την περίεργη απαγγελία δείχνει αταίριαστος με τους ‘’πνευματικούς’’ και ‘’αστικούς’’ κύκλους που τον υποτιμούν. Αφήνει πίσω του τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό της εποχής γειωμένος στον ρεαλισμό της καθημερινότητας. Ήδη από την Γερμανία θα εκφράσει τη δυσφορία του γράφοντας στον τυφλό δάσκαλό του Ηλία Τανταλίδη: ‘’Μη με μαλώνετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…’’.

Ο Τρομάρας που δημοσιεύεται στη ‘’Διάπλαση των Παίδων’’(1884) αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που τρομάζει με το παραμικρό από τη μέρα εκείνη που ‘’Μερικά άτακτα παιδιά, από αυτά που δεν πηγαίνουν εις το σχολείο, κρυμμένα οπίσω από ένα τοίχο μίαν εσπέραν, τον εξίππασαν έξαφνα τόσο δυνατά που του εσυντάραξαν μία δια πάντα τα νεύρα του και τον έκαμαν από τότε δυστυχή και αξιολύπητο. Διότι από τότε όχι μόνον εκιτρίνισεν και έμεινε ισχνός και αδύνατος, αλλά και άρχισε να παραφοβάται και από το ελάχιστον πράγμα.’’

Από τότε τον εφώναζαν με το παρατσούκλι του και στη μικρή κοινωνία δεν ήταν πια ο Θανάσης αλλά ο Τρομάρας. Ο φόβος από την αντιμετώπιση των άλλων τον είχε ακινητοποιήσει μέχρι που η δύναμη του νου τον έβγαλε από το αδιέξοδο και τον έκανε ήρωα με ευτυχές τέλος.

Αυτός ήταν ο Τρομάρας. Μήπως άραγε πρόκειται για persona του Γεωργίου Βιζυηνού που τρεμάμενος και ανασφαλής (το μικρό Γιωργί) οδηγήθηκε από τη μικρή Βιζύη στη μεγάλη Πόλη; Εκεί που κατορθώνει να επιβιώσει κουβαλώντας μαζί του παιδικά βιώματα και ονειρεύεται μια βασιλοπούλα ενθυμούμενος τα λόγια του παππού του. Ο Τρομάρας παρουσιάζεται από τον συγγραφέα να ίσταται στο περιθώριο της κοινωνίας αλλά συνάμα να είναι και πρωταγωνιστής. Ο Εαυτός του στον καθρέπτη; Ο Τρομάρας, αυτό το ψυχογράφημα της παιδικότητας προτυπώνει άραγε την πικρή ενηλικίωση και τις άλυτες εσωτερικές συγκρούσεις στο δρόμο προς το Δρομοκαΐτειο;

Η κατάσταση του ήρωα είναι ανυπόφορη για τον ίδιο που αναλαμβάνει να πάρει τη τύχη στα χέρια του ξεπερνώντας την αδυναμία του. Παρά το γεγονός ότι με την διατριβή του ‘’Η Φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω’’ ανακηρύσσεται παμψηφεί υφηγητής (6 -2 -1885) στην Έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, δεν ηρεμεί το ανήσυχο πνεύμα του. Ο Δάσκαλος που κουβαλάει στη βαλίτσα του από την Ευρώπη τίτλους αξίας και όχι μόνο για διορισμό, υπερβαίνει το πνεύμα των Φαναριωτών το οποίο γνωρίζει καλά στα χρόνια της ανάγκης και παραμένει ανικανοποίητος έως το τέλος.

Commons wikimedia

Ο Γεώργιος Βιζυηνός, με τη ζωή και το έργο του αφήνει σημαντική παρακαταθήκη για τη νέα γενιά παραμένοντας αιώνιο παιδί που παίζει πεσσούς όπως ο Χρόνος του Ηράκλειτου. Ένα ‘’παραληρηματικό’’ πάθος για τη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη θα τον κλείσει περισσότερο στον εαυτό του με σχεδόν συνειδητή άγνοια του περιβάλλοντός του. Τρελαμένος για τους πολλούς ‘’συντηρεί’’ τη γαλήνη του ως εσώκλειστος στο Δρομοκαΐτειο που πιστεύει ότι έχει την ευθύνη για τον φύλακά του και χρειάζεται να τον επιτηρεί αντιστρέφοντας τους ρόλους.

Στην περίοδο της ήσυχης τρέλας, την τελευταία τετραετία της ζωής του κατά τον εγκλεισμό του στο Φαντασιακό (14-4-1892 έως 15-4-1896) θα δημοσιευτεί σε συνέχειες στην Εστία το κύκνειο άσμα του ‘’ Μοσκώβ Σελήμ’’ (1895) για την υπέρβαση της μισαλλοδοξίας και τον σεβασμό του ‘’Άλλου’’ πέρα από τα σύνορα του εθνικισμού και του θρησκευτικού φανατισμού.

Ο παράφρων ανατολίτης ξαφνιάζει τους Αθηναίους με την ιστορία του Τούρκου Σελήμ που μεγαλώνει ως κορίτσι στο χαρέμι ντυμένος με γυναικεία ρούχα ενώ αποδεικνύει την ανδρεία του στον πόλεμο και την ανθρωπιά του πέρα από προκαταλήψεις, στερεότυπα, φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές διακρίσεις.

Σήμερα Τετάρτη 6 Μαρτίου οι ιστορίες του Γεωργή και του Τρομάρα φανερώνουν τη δύναμη του Ανθρώπου να ξεπεράσει τον Φόβο, γυρίζοντας την πλάτη στη ‘’ρητορική του μίσους’’ και τον εκφοβισμό.

Υ.Γ Ενθύμιον για την Ημέρα κατά παντός εκφοβισμού (6 Μάρτη 2019) και για τα 170 χρόνια από την γέννηση του Γεωργίου Βιζυηνού (8 Μάρτη 1849).

Δημοφιλή