Αποκριάτικοι πετεινοί και ξόρκια από το Ελληνικό Σχέδιο
.
.
Yiannis Soulis

Ενα παραμύθι, οποιαδήποτε μορφή και αν έχει η φόρμα του, ξεκινά πάντα από την αφήγηση του, το κείμενο του σε περίπτωση που είναι σύγχρονο και άρα προϊόν της έμπνευσης και της φαντασίας ενός ή το πολύ λίγων ανθρώπων και όχι της συλλογικής λαϊκής παράδοσης και σοφίας σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα όπως τα γνωστά παλαιά. Τα δύο αποκριάτικα μουσικά παραμύθια λοιπόν που ανέθεσε το Ελληνικό Σχέδιο σε ισάριθμους συνθέτες και παρουσιάστηκαν σε δύο παραστάσεις στην κεντρική σκηνή της Στέγης Ιδρύματος Ωνάση δεν θα μπορούσαν να διαφέρουν πιο πολύ μεταξύ τους όχι μόνον επειδή οι συγγραφείς τους έχουν πολύ διαφορετικό ύφος αλλά κυρίως επειδή οι προθέσεις τους δεν θα μπορούσαν να είναι περισσότερο διαφορετικές.

Ο στιχουργός Κώστας Φασουλάς ολοφάνερα επεδίωξε να γράψει μια σημερινή εκδοχή του κλασικού ελληνικού παραμυθιού. Βασίστηκε όχι μόνο στην παράδοση των παραμυθιών αλλά και συνολικά στον λαϊκό πολιτισμό μας, τόσο από πλευράς θεματολογίας όσο και εκφραστικών μέσων και για αυτό πρώτιστα το έκανε απλό και απολύτως εύληπτο στα παιδιά (δεν είναι καθόλου συμπτωματικό το ότι ήταν έμμετρο). Νοηματικά προσπάθησε να μυήσει τα παιδιά σε μερικές πανανθρώπινες, διαχρονικές και σχεδόν παγκόσμιες, αξίες δίχως όμως ίχνος διδακτισμού και με όσο το δυνατόν περισσότερο χιούμορ του επέτρεπε η αποκριάτικη συνθήκη.

Οπως ήταν επόμενο λοιπόν επίκεντρο ήταν η ίδια η αφήγηση έτσι όπως την απέδωσε πολύ καλά (ίσως ένα «κλικ» περισσότερο «παιδικά» από όσο θα ήθελα αλλά αυτό είναι προσωπική άποψη μου) ο ηθοποιός και ερμηνευτής Λευτέρης Ελευθερίου στον πρωταγωνιστικό – και μοναδικό – «ρόλο» του πετεινού. Ο Άγγελος Αγγέλου έθεσε ως αίτημα για τον εαυτό του το να επενδύσει μουσικά την αφήγηση και το έπραξε επαρκέστατα ακολουθώντας την. Οι μελωδίες του ήταν επίσης απλές και εύληπτες, συχνά βασισμένες και αυτές στην αντίστοιχη λαϊκή μουσική παράδοση μας (ως και ένα αμιγέστατο λαϊκό θέμα ακούστηκε) και επίσης με άφθονο χιούμορ μα και με περισσή καλαισθησία. Ούτε για μια στιγμή όμως λόγος και μέλος δεν έγιναν ένα, παρέμεινε μέχρι το τέλος μια αφήγηση την οποία συνόδευε μιαν όμορφή και κεφάτη μουσική.

.
.
Yiannis Soulis

Η θεατρική ομάδα Φλου (Βερόνικα Δαβάκη, Ελένη Δαφνή, Δημήτρης Μαγγίνας, Ροζαλία Μιχαλοπούλου και Αλέξανδρος Πέρρος) βασίστηκε στην εμπειρία της του να διασκευάζει και όχι απλά να αναπαριστά γνωστά παραμύθια στο θέατρο και το ραδιόφωνο για να γράψει για πρώτη φορά ένα δικό της. Εχοντας το επιπλέον ατού ότι το ερμήνευσαν οι ίδιοι/ες – με την σύμπραξη για την περίσταση του Κωνσταντίνου Μαραβέλια – ήταν προφανέστατο εξαρχής ότι αντιμετώπισαν το «Το αποκριάτικο ξόρκι» ως μια θεατρική παράσταση...δωματίου, αν και πραγματοποιήθηκε σε μία σεβαστών διαστάσεων σκηνή. Αντίστοιχα η θεματολογία της εισήγαγε τα παιδιά – επίσης άνευ διδακτισμού και με ίσως ακόμα περισσότερο χιούμορ – σε πιο σοβαρά ζητήματα και ιδέες τα οποία θα αντιμετωπίσουν συνειδητά όταν θα μπουν στην εφηβεία όπως η ανεκτικότητα και ο σεβασμός του άλλου με όλες τις ιδιαιτερότητες τις οποίες μπορεί να έχει.

Στην παράσταση αυτή η μουσική δεν είχε απλά πολύ πιο αυξημένη και σημαντική παρουσία από όση στο πρώτο παραμύθι αλλά αποτελούσε κυριολεκτικά δομικό στοιχείο της. Το ξόρκι του τίτλου δεν είναι άλλο από ένα μουσικό θέμα (διόλου συμπτωματικά το επιβλητικό της Πέμπτης συμφωνίας του Μπετόβεν) το οποίο μάλιστα παίζεται από το πλέον «άχαρο» ίσως και σίγουρα πιο ασυνήθιστο για την πλειοψηφία του ακροατηρίου όργανο, την τούμπα. Αυτό έδωσε την ευκαιρία και την δυνατότητα στον Τάσο Ρωσόπουλο να γράψει μια μουσική εξαιρετικά σύνθετη για παιδικό θέαμα και σαγηνευτικά πλουραλιστική με αναφορές σε όλη σχεδόν την παράδοση της κλασικής μουσικής, από τον πρώιμο ρομαντισμό μέχρι τον ιμπρεσιονισμό, αλλά και με επιλεκτικά στοιχεία από άλλα ιδιώματα όπως η jazz η οποία αξιοποιούσε ευρηματικά όλα τα πιθανά (και μη!) εφέ των οργάνων και κάποιες στιγμές έμπαινε άφοβα στην περιοχή της ατονικότητας.

Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι η μουσική αυτή ήταν άρρηκτα δεμένη – και όχι απλά συνδεδεμένη – με το κείμενο αλλά και την εκφορά του και, αξιοποιώντας στο έπακρο το λιτότατο, αφαιρετικό αλλά και δεόντως υπαινικτικό σκηνικό του Πάρι Μεξη και τους άριστους και υποβλητικούς όσο χρειαζόταν φωτισμούς του Γιώργου Τελλου, συναποτελούσε μαζί του ένα ενιαίο σύνολο. Ενα σύνολο που ήταν μεν μια άριστη παιδική παράσταση αλλά ταυτόχρονα «έκλεινε το μάτι» σχεδόν διαρκώς στους ενήλικες.

.
.
Yiannis Soulis

Το Ventus Ensemble (όλη η γκάμα των συμφωνικών πνευστών, δηλαδή φλάουτο, όμποε, κλαρινέτο, φαγκότο, κόρνο, τρομπέτα, τρομπόνι και τούμπα συν ένας πολύ δυναμικός και ευέλικτος ρυθμικός τομέας από δύο εκτελεστές κρουστών αλλά και πιάνο) απέδωσε υποδειγματικά αμφότερα τα έργα – και τα άκρως απαιτητικά σε ορισμένες στιγμές σημεία του δεύτερου! – υπό την σίγουρη μπαγκέτα του Μιχάλη Οικονόμου, ενεός από τους καλύτερους και πλέον έμπειρους διευθυντές ορχήστρας που διαθέτει η χώρα μας. Ο τελευταίος μάλιστα είχε πάρα πολύ κέφι και μάλλον απέλαυσε την εμπειρία πολύ περισσότερο από άλλες πιο «σοβαρές», ακόμα και την σύντομη συμμετοχή του σε αυτήν ως...ηθοποιού, στον ρόλο φυσικά του μαέστρου!

Η εκδήλωση αυτή του Ελληνικού Σχεδίου άφησε παρακαταθήκη στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό ένα πολύ καλό σημερινό μουσικό παραμύθι και ένα θαυμάσιο θεατρικό/πολυμεσικό έργο για όλες σχεδόν τις ηλικίες, μια «συγκομιδή» διόλου ευκαταφρόνητη για τους χαλεπούς καιρούς μας,

Δημοφιλή