και η ανάγκη μιας «νέας μεταπολίτευσης».
Ο Κ. Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός στις 24 Ιουλίου 1974
Ο Κ. Καραμανλής ορκίζεται πρωθυπουργός στις 24 Ιουλίου 1974
- via Getty Images

Η επέτειος της 24ης Ιουλίου 2019, που σηματοδοτεί τη συμπλήρωση 45 ετών από την πτώση της δικτατορίας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, μας παρέχει το έναυσμα για μία συνοπτική ανασκόπηση της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Με μια –σχηματική σε μεγάλο βαθμό– διάκριση, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τέσσερις μεγάλες φάσεις στη χρονική περίοδο που εκκινεί τον Ιούλιο του 1974 και φτάνει μέχρι τον παρόντα χρόνο.

Η πρώτη φάση ξεκινάει τον Ιούλιο του 1974 και φτάνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1981. Πρόκειται για την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και το νεοπαγές –τότε– κόμμα του, τη Νέα Δημοκρατία.

Η πολιτική φυσιογνωμία του Κ. Καραμανλή την περίοδο εκείνη δεν θύμιζε σε πολλά την προ του 1963 ενεργή δραστηριότητα του. Στο πρόσωπο του συμβολιζόταν το πάνδημο αίτημα για την σταθερή μετάβαση στη δημοκρατία εν μέσω εξωτερικής κρίσης (: είχε αμέσως προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο) και εσωτερικής πολιτικής αβεβαιότητας. Στις εκλογές του Νοεμβρίου, η ΝΔ απέσπασε το 54,4% των ψήφων, συγκεντρώνοντας την πλειοψηφία των 216 από τις 300 έδρες. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, το πολιτειακό ζήτημα λυνόταν δια παντός: Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών (σχεδόν το 70%) τάχθηκε υπέρ της Προεδρευομένης Δημοκρατίας, καθιστώντας τον θεσμό του κληρονομητού ανωτάτου άρχοντος παρελθόν για την Ελλάδα.

Το κρίσιμο ζήτημα της περιόδου αυτής ήταν η ομαλή μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία, ενώ παράλληλα μείζονα εθνικό στόχο αποτελούσε η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση. Η σκιά της δικτατορίας, αλλά και της προ του 1967 ανώμαλης πολιτικής περιόδου, έπεφτε βαριά πάνω στην πολιτική σκηνή της χώρας. Ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε ήταν η απόπειρα νέου πραξικοπήματος τον Φεβρουαρίου του 1975, αλλά και τα φημολογούμενα σχέδια δολοφονίας του Πρωθυπουργού. Παράλληλα, η πολιτική ζωή, αλλά και η πολιτική κουλτούρα της χώρας, παρά την πολιτική και πολιτειακή μεταβολή, παρέμεναν σημαδεμένες από τα κατάλοιπα του μετεμφυλιακού πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Δεν θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι το προδικτατορικό καθεστώς χαρακτηριζόταν από ένα ιδιότυπο μείγμα τυπικών ελευθεριών και ουσιαστικής κρατικής καταστολής. Η παράλληλη ισχύς του αποκληθέντος «παρασυντάγματος» περιόριζε σε μεγάλο βαθμό την άσκηση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών από το σύνολο των πολιτών και αποτελούσε ένα ουσιαστικό παράγοντα της πραγματικής λειτουργίας του πολιτεύματος, αφού τα πραγματικά κέντρα άσκησης της εξουσίας (ανάκτορα, στρατός και επιμέρους τομείς της εκτελεστικής λειτουργίας) δραστηριοποιούνταν στο παρασκήνιο, καθορίζοντας αποφασιστικά τις εκροές (outputs) του πολιτικού συστήματος.

Οι δίκες των πρωτεργατών της δικτατορίας και η απομάκρυνση των συνεργατών τους από τον κρατικό μηχανισμό, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ το οποίο βρισκόταν εκτός νόμου από το 1947, η διεξαγωγή εκλογών, οι οποίες ουδέποτε αμφισβητήθηκαν και ιδίως η ψήφιση του νέου Συντάγματος και η τήρηση των κανόνων του κατά την εξέλιξη της πολιτικής διαδικασίας, αποτέλεσαν το σημαντικό κεκτημένο της περιόδου αυτής. Μείζονος σημασίας αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, και η στρατηγική επιλογή της πρόσδεσης της χώρας στους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, στην οποία αντανακλώνται οι αντιλήψεις του Κ. Καραμανλή όχι μόνο για την εξωτερική, αλλά και για την εσωτερική πολιτική.

Η αιτίαση για το σύστημα του «κρατικού κορπορατισμού» την περίοδο εκείνη μοιάζει μάλλον υπερβολική. Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» του Κ. Καραμανλή, όπως αποκλήθηκε το δόγμα της πολιτικής του, στο οποίο συνδυαζόταν ο πολιτικός φιλελευθερισμός και ο κοινωνικός καπιταλισμός, δεν ήταν αρκετός, ωστόσο, προκειμένου να ικανοποιήσει το αίτημα της καθολικής κοινωνικής συμμετοχής. Έτσι, ιδίως τα «μικροαστικά» και αγροτικά στρώματα, που ένιωθαν πολιτικά περιθωριοποιημένα, βρήκαν τον εκφραστή τους στο πρόσωπο του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος υποσχόταν να επιστρέψει «την Ελλάδα στους Έλληνες».

Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ με 48,1 % στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981 σηματοδότησε τη δεύτερη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, η οποία διαρκεί μέχρι το 1990. Αν χρειάζονταν μόνο τρεις λέξεις, για να περιγράψουν τα θετικά της περιόδου, αυτές θα ήταν η ισονομία και κοινωνική δικαιοσύνη. Πράγματι, οι πολιτικές της προηγούμενης περιόδου δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένες από το ιδεολογικό πρόσημο της συντηρητικής παράταξης, που κυριαρχούσε. Κατά την περίοδο αυτή τέθηκε τέλος σε αυτό που ονομαζόταν «μονοκομματικό κράτος της δεξιάς», μεταρρυθμίστηκε το οικογενειακό δίκαιο (: νομιμοποίηση πολιτικού γάμου και τέκνων γεννημένων εκτός γάμου, κατάργηση προίκας κ.λπ.), προβλέφθηκε η ισότητα των φύλων στις εργασιακές σχέσεις, κανονοθετήθηκε το πενθήμερο και οι 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα, ενισχύθηκε η σύνταξη των αγροτών, ιδρύθηκε το Ε.Σ.Υ., αναγνωρίστηκε η Εθνική Αντίσταση, επαναπατρίστηκαν πολιτικοί πρόσφυγες και καταργήθηκαν –επιτέλους– οι «φάκελοι» της ασφάλειας, στους οποίους καταγραφόταν καθετί που αφορούσε πρόσωπα «ύποπτα» για την πολιτική και κοινωνική δράση τους ήδη από την μετεμφυλιακή εποχή.

Το τέλος της εποχής αυτής συνέπεσε με τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ προς την κατεύθυνση φιλελευθεροποίησης και πλήρους υιοθέτησης των κανόνων της αγοράς και έκλεισε με την πόλωση του εκλογικού ανταγωνισμού και τα σκάνδαλα της περιόδου εκείνης που αφορούσαν περιπτώσεις διαφθοράς και διαπλοκής.

Η τρίτη περίοδος της μεταπολίτευσης εκκινεί από το 1990 και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διαρκεί μέχρι και 2009. Πρόκειται για μία μακρά περίοδο δημοκρατικής σταθερότητας και σε κάποιο βαθμό κοινωνικής ευημερίας. Στη φάση αυτή μπορούμε να διαυγάσουμε το λεγόμενο «μεταπολιτευτικό» κεκτημένο, όσον αφορά τη λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος. Παράλληλα, η περίοδος αυτή συμπίπτει με τις μεγάλες πολιτικές και οικονομικές ανακατατάξεις σε διεθνές επίπεδο: Η μεγάλη διεθνής νομισματική κρίση του 1992 (είχαν ήδη εκδηλωθεί οι πετρελαϊκές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και το μεγάλο Κραχ που σημειώθηκε στο Χρηματιστήριο των ΗΠΑ και παγκοσμίως το 1987) και η ανάδειξη των Προέδρων Ρέηγκαν και Μπους στις ΗΠΑ και της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία, σηματοδοτούσαν την έλευση της εποχής της παγκοσμιοποίησης, με την οικονομική και την γενικότερή της έννοια. Η εναλλαγή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ την περίοδο αυτή στη διακυβέρνηση της χώρας δεν συστοιχούσε προς αντιστοίχου μεγέθους αλλαγή στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, οι οποίες –θα λέγαμε με μία δόση υπερβολής ότι– διέφεραν μόνο «στα σημεία», σε πρακτικό δε επίπεδο είχε σημασία περισσότερο για την κομματική «πελατεία» καθενός.

Η παρατήρηση, βέβαια, αυτή δεν απομειώνει τη σημασία σημαντικών μεταρρυθμιστικών τομών της περιόδου αυτής, όπως η ίδρυση του ΑΣΕΠ (επισημαίνεται πως στην Μεγάλη Βρετανία το σύστημα εισόδου στο δημόσιο με γραπτό διαγωνισμό είχε προβλεφθεί 100 και πλέον χρόνια νωρίτερα, με το διάταγμα της 4ης Ιουνίου 1870, όταν Πρωθυπουργός ήταν ο William Gladstone). Η παρατήρηση αυτή, επίσης, δεν αποβλέπει στο να ισοσκελίσει τις ευθύνες των κομμάτων εναλλαγής στην κυβερνητική εξουσία ως προς τις επιμέρους πολιτικές και ιδίως οικονομικές επιλογές, καθώς στην περίοδο αυτή σημειώθηκε ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας, ενώ παράλληλα η κρατική διοίκηση νοσούσε από παραλυτική γραφειοκρατία και διαφθορά.

Το σημείο της διαιρετικής τομής της σύγχρονης ιστορίας αποτελεί το έτος 2010, από το οποίο εκκινεί μία νέα φάση για την σύγχρονη Ελλάδα. Την περίοδο αυτή χαρακτηρίζουν, βεβαίως, τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Το κοινωνικό πορτραίτο της σύγχρονης Ελλάδας ζωγραφίζεται με τα σκιερά χρώματα της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Αξίζει να επισημανθεί, ενδεικτικά, ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., ο δείκτης ανεργίας τον Ιούλιο του 2008 βρισκόταν στο 7,1%, ενώ τον Νοέμβριο του 2013 εκτοξεύθηκε στο 27,5%. Ενδεικτικά, επίσης, στο τέλος του 2016, το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας αφορούσε τους νέους, ήτοι 45,2 %, ενώ είναι χαρακτηριστικό το ότι σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, η φτώχεια πλήττει τους ανέργους κατά ποσοστό 47%, και τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης κατά 30%. –ποσοστά υπολογισμένα, μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις.

Άδηλο παραμένει, ακόμα, αν η «έξοδος» από το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018, μπορεί να θεωρηθεί ως μία νέα αφετηρία στη σύγχρονη πολιτική ιστορία.

Εκείνο που είναι περισσότερο βέβαιο είναι η ανάγκη μιας «νέας μεταπολίτευσης». Η δόμηση και διαμόρφωση ενός πολιτικού σκηνικού που θα έχει διδαχθεί από το παρελθόν και θα αποκλείει την επανάληψη των ολέθριων πολιτικών που εφαρμόστηκαν τόσο πριν όσο και κατά την εφαρμογή των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής.

Αυτό, άλλωστε, ήταν το νόημα και η στόχευση της σύντομης αυτής αναδρομής…

Δημοφιλή