Οι βολικοί μύθοι της μεταπολίτευσης…

Οι βολικοί μύθοι της μεταπολίτευσης…
sooc

Η ανακατασκευή της ιστορικής πραγματικότητας για την κατοχική, εμφυλιακή και μετεμφυλιακή περίοδο (1941-1974) μετά την κατάρρευση του απριλιανού καθεστώτος και την επικράτηση των εκδοχών (ή «αφηγημάτων») της Αριστεράς (ορθόδοξης, αναθεωρητικής, ανανεωτικής, ριζοσπαστικής και άλλης) για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, στηρίχτηκε σε τρεις βολικούς μύθους.

Ο πρώτος αφορά την αποδοχή ως αυτονόητης αλήθειας του διπολικού σχήματος «Αριστερά-Δεξιά», το οποίο αποτελεί προέκταση άλλων αντίστοιχων σχημάτων από το παρελθόν («επανάσταση-αντίδραση») ή το παρόν «πρόοδος-συντήρηση») και επιχειρεί να τοποθετήσει πολιτικούς σχηματισμούς, αλλά και την κοινωνία ολόκληρη, στο δυαδικό σχήμα «Δεξιά-Αριστερά», ως εάν έλειπαν από το πολιτικό προσκήνιο οι υπόλοιποι πολιτικοί σχηματισμοί και οι αντίστοιχες πολιτικές προσωπικότητες σε όλη τη διάρκεια τη περιόδου 1950-1974.

Ότι το σχήμα «Αριστερά-Δεξιά» δεν αντιστοιχεί ούτε στην ιστορική, αλλά ούτε και στη συγχρονική πολιτικο-ιδεολογική πραγματικότητα, είναι περισσότερο από προφανές. Ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας μετά την απελευθέρωση, ο Γεώργιος Παπανδρέου, δεν ήταν, ούτε μπορεί να θεωρηθεί δεξιός. Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης το ίδιο. Για να πάμε στην δεκαετία του ’60 με τη μεγάλη πόλωση μεταξύ του παλατιού και του κόσμου που αυτό εξέφραζε, και του «Γέρου της Δημοκρατίας», μια σύγκρουση που δεν ήταν οικογενειακή διένεξη εντός της Δεξιάς, αλλά πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ δύο διαφορετικών πολιτικών προγραμμάτων και νοοτροπιών, όπου και οι δύο αντίπαλοι απέρριπταν τόσο την ορθόδοξη, όσο και την δημοκρατική (τότε) Αριστερά, κινούμενοι σαφώς στο πλαίσιο της «αστικής» κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Οι σκοποί που υπηρετεί το ψευδεπίγραφο τόσο για το παρελθόν, όσο για το παρόν, διπολικό σχήμα «Αριστερά-Δεξιά» είναι περισσότερο από προφανείς, το ερώτημα είναι γιατί το σχήμα αυτό στην Ελλάδα αναπαράγεται μέσα στο χρόνο και παραμένει ενεργό.

Ο δεύτερος μύθος αφορά την καλλιέργεια του αφηγήματος ότι στην περίοδο αυτή η Αριστερά υπήρξε το αντικείμενο δίωξης και η Δεξιά ο διώκτης, ότι η Αριστερά ήταν σε θέση άμυνας, ενώ η Δεξιά ο επιτιθέμενος, η Αριστερά το θύμα και η Δεξιά ο θύτης. Για το σχήμα αυτό έχουν γραφεί πολλά και δεν έχει νόημα να επαναλάβει κανείς όσα είναι ήδη γνωστά. Να υπενθυμίσω απλώς ότι ο βασικός χορηγός στον οποίο η Αριστερά οφείλει την επικράτηση από το 1974 μέχρι σήμερα αυτού του σχήματος είναι το καθεστώς των συνταγματαρχών. Με την κατάρρευση του καθεστώτος αυτού κατέρρευσαν και τα αφηγήματα για το ρόλο της Αριστεράς στη δεκαετία του ’40, ανεξαρτήτως του βαθμού εγκυρότητας τον οποίο αυτά περιείχαν: προδικτατορικά και δικτατορικά αφηγήματα για το ρόλο και τη δράση της κομμουνιστικής Αριστεράς στη δεκαετία του ’40 εξομοιώθηκαν βολικά και ονομάστηκαν συλλήβδην «χουντικά». Η εξομοίωση αυτή δεν διακόπηκε το 1989, με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη, αλλά διατηρήθηκε και παραδόξως ενισχύθηκε. Ότι η Αριστερά στη δεκαετία του ’40, κινούμενη εντός του τότε ισχύοντος σταλινικού μοντέλου για την ανατροπή των «αστικών» καθεστώτων και το «ξεπάτωμα της αντίδρασης» παρήγαγε με συστηματικό τρόπο πρωτοβουλιακή βία εναντίον οποιουδήποτε ταξινομούσε ως «αντίδραση», δηλαδή των πολιτικών της αντιπάλων σε μακρο- και μικροεπίπεδο, έχει αφαιρεθεί από το ιστορικό κάδρο μετά το 1974. Στη θέση του έχει επικρατήσει η «αλήθεια» ότι η βία της Αριστεράς είχε αποκλειστικά εθνικο-απελευθερωτικό χαρακτήρα, στρεφόταν μόνον εναντίον δωσιλόγων και προδοτών, εν γένει των συνεργατών του κατακτητή, και δεν είχε καμία σχέση με ταξικό αγώνα. Με άλλα λόγια, ότι η βία της Αριστεράς αφορούσε την απώθηση των στρατευμάτων κατοχής και όχι την αλλαγή καθεστώτος και την εγκαθίδρυση, όπως αντίστοιχα στη γειτονική Αλβανία ή τη Γιουγκοσλαβία, σοσιαλιστικού καθεστώτος δια των όπλων.

Ο τρίτος βολικός μύθος της μεταπολίτευσης είναι ότι η δεκαετία του ’50 και του ’60 – τουλάχιστον μέχρι το 1967 – αποτελούν το «κράτος της Δεξιάς», ένα κράτος που δεν σέβεται αυτό που το ίδιο επαγγέλλεται, δηλαδή τη διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, και που σπρώχνει στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο τους πολίτες με αριστερές πεποιθήσεις ή καταβολές μέσω του πιστοποιητικού κοινωνικών φρονημάτων και άλλες αντίστοιχες μεθόδους ελέγχου του πολιτικού φρονήματος. Η εικόνα αυτή, τουλάχιστον έτσι όπως έχει επικρατήσει, δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα. Η δημοκρατία της Ελλάδας λειτούργησε στη δεκαετία του ’50 και ’60, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας, παρά τις αδυναμίες και τις αβαρίες της. Ιδιαίτερα, μάλιστα, αν λάβει κανείς υπόψη ότι μιλάμε για μια περίοδο σημαδεμένη από το μεγάλο τραύμα του εμφυλίου. Αλλά ο εμφύλιος δεν προέκυψε ως παρεξήγηση μεταξύ «αδελφών», ούτε ως προϊόν ανοησίας μιας κάστας κομμουνιστών και αντικομμουνιστών που αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους με τα όπλα. Ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης μεταξύ δυνάμεων που επιζητούσαν την αλλαγή καθεστώτος και είχαν εκτιμήσει ότι κάτι τέτοιο ήταν στρατιωτικά εφικτό, και δυνάμεων που πίστευαν στην «αστική» δημοκρατία την οποία και αποφάσισαν να υπερασπιστούν στρατιωτικά.

Κάτω από αυτές τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες διεθνούς έντασης η δημοκρατία στην Ελλάδα λειτούργησε, παρά τις αδυναμίες της, και πάντως λειτούργησε καλύτερα από τις «λαϊκές δημοκρατίες», οι οποίες για κάποιους αποτελούσαν και συνεχίζουν να αποτελούν πρότυπα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Η ετικέτα «κράτος της Δεξιάς» για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι περισσότερο μια προπαγανδιστική έκφραση, παρά μια σοβαρή αποτίμηση της πραγματικότητας. Διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η παρουσία σχετικά υψηλού ποσοστού κρατικών υπαλλήλων και λειτουργών – ειδικά στην εκπαίδευση – την περίοδο αυτή, οι οποίοι στην εποχή του εμφυλίου, κατοχικού και μετακατοχικού, είχαν ταχθεί όχι μόνον ιδεολογικά, αλλά και έμπρακτα με την πλευρά της Αριστεράς. Δεν μπορούν, επίσης, να ερμηνευτούν φαινόμενα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης απέναντι στην πολιτική εξουσία, ιδιαίτερα όταν η τελευταία διαπλέκεται με ηγετικά κλιμάκια της πρώτης.

Ο πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας Χρήστος Σαρτζετάκης αποτελεί κλασικό παράδειγμα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, όπου η πολιτική εξουσία, μέσω της κορυφής της δικαστικής, δεν κατάφερε τελικά να χειραγωγήσει δικαστικά την υπόθεση Λαμπράκη. Ο πρώην πρόεδρος, όμως, δεν ήταν ο μόνος δικαστής που έδειξε σθένος μέσα στην περίοδο αυτή επειδή ο ίδιος πίστευε ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη κρατική αρχή. Λίγα χρόνια νωρίτερα, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1959, ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Τούσης, προϊστάμενος του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, ενόχλησε την πολιτική εξουσία διατάσσοντας τη σύλληψη στον Πειραιά του φερόμενου ως εγκληματία πολέμου Γερμανού πολίτη Günther Kolwes, όπως είχε ενοχλήσει και δύο χρόνια νωρίτερα διατάσσοντας τη σύλληψη του Maximilian Merten. Ο Merten βρισκόταν ακόμη στις ελληνικές φυλακές ως κατάδικος για εγκλήματα πολέμου, όταν ο Τούσης στις 3.6.1959 διέτασσε τη σύλληψη του ραλίστα Kolwes. Βεβαίως τελικά ο Kolwes διετέλεσε κρατούμενος μόνο για λίγες ώρες και ουδέποτε προσήχθη στον ανακριτή Γραφανάκη που τον ανέμενε στο γραφείο του. Με άνωθεν εντολή αφέθηκε ελεύθερος να ταξιδέψει με το ατμόπλοιο «Αγαμέμνων» από τον Πειραιά προς το Μπρίντιζι και αρνήθηκε να δώσει κατάθεση στον πλοίαρχο, ο οποίος είχε διαταχθεί με επείγον τηλεγράφημα από την υπηρεσία του Τούση να τον ανακρίνει εν πλω.

Και ενώ ο Kolwes δεν ενοχλήθηκε περαιτέρω από τις ελληνικές αρχές, ο υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσάτσος ζητά στις 29.8.1959 να πληροφορηθεί από τον προϊστάμενο του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου, δηλαδή από τον Ανδρέα Τούση, «….βάσει ποίων στοιχείων εξεδώκατε ένταλμα συλλήψεως κατά του Günther Kolwes…». Ο υπουργός μάλιστα επιχειρεί να ασκήσει έλεγχο στο έργο της υπηρεσίας του Τούση επισημαίνοντας τα εξής: «Παρακαλούμεν όπως έχωμεν πλήρη απάντησιν επί του ανωτέρω ερωτήματος το ταχύτερον δυνατόν, καθ’ όσον το όνομα Günther Kolwes δεν φαίνεται να έχη περιληφθεί εις τους καταλόγους οίτινες παρεδόθησαν υφ’ υμών εις την Γερμανικήν Κυβέρνησιν το 1952 και 1956, οι οποίοι κατά δήλωσιν του Γραφείου υμών, περιελάμβανον άπαντας τους παρ’ ημών καταζητουμένους Γερμανούς εγκληματίας πολέμου».

Μια βδομάδα αργότερα, στις 7.9.1959, ο Ανδρέας Τούσης, απαντώντας στην προαναφερθείσα αυστηρή επιστολή του Κ. Τσάτου, υπενθυμίζει στον υπουργό τα όρια της πολιτικής εξουσίας έναντι της δικαστικής, όταν γράφει τα εξής: «Επί του υπ’ αριθ. 39874 της 29 Αυγούστου 1959 εγγράφου υμών έχω την τιμήν να σας γνωρίσω ότι λυπούμαι διότι, ως αντιλαμβάνεσθε, μοι είναι απολύτως αδύνατον λόγω δικονομικών δεσμεύσεων να γνωρίσω υμίν οιονδήποτε στοιχείον αναφερόμενον εις ποινικήν υπόθεσιν εν κινήσει και συνεπώς βάσει ποίων στοιχείων εξεδόθη ένταλμα συλλήψεως κατά του Günther Kolwes…». Με την απάντηση αυτή, και κυρίως με την έκφραση «ως αντιλαμβάνεσθε», ο λειτουργός της δικαιοσύνης δείχνει στον εκπρόσωπο της πολιτικής εξουσίας τα όρια της αρμοδιότητάς του. Βεβαίως η συμπεριφορά του Τούση δεν ήταν πολιτικά αρεστή και είχε αρνητικές συνέπειες στην εξέλιξή του, ενώ είχε θετικές συνέπειες για άλλους συναδέλφους του, πιο πρόθυμους να ευθυγραμμιστούν με την πολιτική εξουσία τότε και αργότερα. Ο Τούσης, όμως, με τη στάση του απέδειξε ότι στον μετεμφυλιακό «κράτος της Δεξιάς» η πολιτική εξουσία δεν μπορούσε τόσο εύκολα να καθοδηγήσει τις συμπεριφορές και τις αποφάσεις των λειτουργών της δικαστικής εξουσίας. Το ίδιο θα αποδείξει και ο Σαρτζετάκης αργότερα, αλλά και πολλοί άλλοι ανώνυμοι δικαστές. Το γεγονός ότι στην ίδια περίοδο συνάδελφοί τους αποφάσισαν να «εκχωρήσουν» στην πολιτική εξουσία την ανεξαρτησία τους δεν σημαίνει ότι η δημοκρατία δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Καμιά, άλλωστε, δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν πολίτες και κρατικοί λειτουργοί δεν είναι έτοιμοι να επιδείξουν το απαραίτητο σθένος για την υπεράσπισή της, αναλαμβάνοντας και το σχετικό κόστος που ενδεχομένως προκύψει από την επίδειξη ακεραιότητας.

«Κράτος της Δεξιάς», όπως το θέλει ο μεταπολιτευτικός μύθος, θα υπήρχε στην περίοδο 1950-1967, αν η πολιτική εξουσία διέθετε τόσο ισχυρούς βραχίονες εντός της δικαστικής, που να μην μπορεί ο οποιοσδήποτε Τούσης ή Σαρτζετάκης να ασκήσει ελεύθερα το λειτούργημά του και αντ’ αυτού να χρειάζεται να συμμορφωθεί αμέσως στα κελεύσματα της πολιτικής εξουσίας είτε για να μην πάθει «ζημιά», είτε για να χτίσει στο μέλλον καριέρα. Ίσως αν ρωτούσαμε κάποιον από το περιβάλλον κορυφαίου πολιτικού παράγοντα της εποχής γιατί δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις ενέργειες του Ανδρέα Τούση ή του Χρήστου Σαρτζετάκη, να μας απαντούσε απλοϊκά «δυστυχώς ενώ έχουμε την κυβέρνηση, δεν έχουμε την εξουσία». Όπου, όμως, συμβαίνει η κυβέρνηση να κυβερνά χωρίς να έχει την ολοκληρωτική εξουσία, η δημοκρατία ακόμη λειτουργεί. Φυσικά η «αστική», γιατί το πώς λειτουργεί η άλλη το γνωρίζουμε το 2018 καλύτερα από ό,τι το φανταζόμασταν το 1959.

Δημοφιλή