Οι Γερμανοί μαρξιστές και το Ανατολικό Ζήτημα

«Αν υπάρχει τώρα κάποια δύναμη που μπορεί να είναι επικίνδυνη για τη Ρωσία στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις οικονομικές δυσχέρειές της, αυτή είναι η οικονομικά αναδυόμενη Ελλάδα»
Michele Tantussi via Getty Images

Οι σφαγές των Αρμενίων τα έτη 1894-1896 από τον σουλτάνο Αβδούλ Χαμίτ (που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως η πρώτη φάση της αρμενικής Γενοκτονίας), η Κρητική Επανάσταση του 1895-1898 και ο επακόλουθος Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 προκάλεσαν ζωηρές συζητήσεις μεταξύ των Γερμανών μαρξιστών για το αν έπρεπε να πάρουν θέση υπέρ των εξεγερμένων χριστιανών ή να διατηρήσουν τη φιλοτουρκική στάση των Μαρξ και Ένγκελς. Όπως αναφέρει ο Γ. Καραμπελιάς1, οι Μαρξ και Ένγκελς, από το 1853 και μετά, θεωρούσαν ότι «η Ρωσία καθίσταται ο κατ’ εξοχήν εχθρός της ευρωπαϊκής Επανάστασης και οι Έλληνες καθώς και οι ελληνικές και σλαβικές επαναστατικές απόπειρες καταδικάζονται ως υποκινούμενες από τη Ρωσία». Η θέση αυτή θεωρούνταν θέσφατο για τους Γερμανούς συνεχιστές των Μαρξ-Ένγκελς, όπως ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (1826-1900), που το 1867 ίδρυσε το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα- σύντροφος και φίλος των Μαρξ και Ένγκελς από το 1848. Απέναντι στις φιλοτουρκικές απόψεις μιας «μαρξιστικής ορθοδοξίας» τοποθετείται η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που παίρνει ξεκάθαρη θέση υπέρ της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στη διαμάχη που διήρκεσε δύο χρόνια (1896-1897) τοποθετήθηκαν όλα τα βαριά ονόματα του γερμανικού μαρξισμού της εποχής, Καρλ Κάουτσκι και Έντουαρντ Μπερνστάιν.

Οι αρμενικές σφαγές

Στα χρόνια του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ ΙΙ (1876-1909), «το οθωμανικό κράτος επεδίωκε να επιτύχει ένα είδος εθνικής ενότητας βάσει μιας πανισλαμικής ιδεολογίας»2. Το 1890 η οθωμανική κυβέρνηση δημιούργησε (ημι)άτακτα σώματα Κούρδων ιππέων (χαμιντιγέ), με σκοπό την κατάπνιξη των αρμενικών διεκδικήσεων για ελευθερία, ασφάλεια και λιγότερους φόρους. Ο σουλτάνος, στις αρμενικές διεκδικήσεις, απαντούσε ως εξής:

Αποσπώντας την Ελλάδα και τη Ρουμανία, η Ευρώπη έκοψε τα πόδια του τουρκικού κράτους. Η απώλεια της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Αιγύπτου μάς έχει στερήσει τα χέρια και τώρα, μέσω αυτής της αρμενικής αναστάτωσης, θέλουν να φτάσουν στα πιο ζωτικά μας όργανα και να μας βγάλουν τα ίδια μας τα σωθικά. Αυτή είναι η αρχή της ολοκληρωτικής μας εξολόθρευσης και πρέπει να αγωνιστούμε εναντίον της με όλη τη δύναμη που έχουμε».3

Το 1894 ξέσπασε στο χωριό Σασούν της Κιλικίας εξέγερση, γιατί οι Αρμένιοι αρνούνταν να πληρώνουν φόρο και στις κουρδικές φυλές, εκτός από τον φόρο που πλήρωναν στην κυβέρνηση4. Η εξέγερση καταπνίγηκε και έδωσε το έναυσμα στον σουλτάνο να προχωρήσει σε οργανωμένες σφαγές σε περιοχές όπως η Τραπεζούντα, το Ζεϊτούν, το Ερζερούμ, το Βαν, το Ντιγιάρμπακιρ, η Σεβάστεια κ.ά. Ο κάιζερ Γουλιέλμος ΙΙ ισχυρίστηκε ότι είχε αναφορές που μιλούσαν για 80.000 νεκρούς Αρμένιους. Γαλλικές και αγγλικές εκθέσεις κάνουν λόγο για 200.000 και 100.000 αντίστοιχα, ενώ το αρμενικό πατριαρχείο ισχυρίζεται ότι ήταν γύρω στις 300.0005. Η Τουρκία, παρότι αρχικά πιέστηκε από τις Μ. Δυνάμεις να παραχωρήσει δικαιώματα στους Αρμενίους και να τιμωρήσει τους ενόχους των σφαγών, δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά και οι σφαγές γρήγορα ξεχάστηκαν. Η ατιμωρησία της Τουρκίας την αποθράσυνε προκειμένου μια δεκαετία αργότερα να οργανώσει τις γενοκτονίες των χριστιανικών εθνών της Ανατολής.

Ρόζα Λούξεμπουργκ: Η Τουρκία πρέπει να διαλυθεί

Η Ρ. Λούξεμπουργκ με αφετηρία τις σφαγές των Αρμενίων, γράφει το 1896 (σε ηλικία μόλις είκοσι πέντε ετών) το κείμενο: «Η σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία». Σε αυτό το κείμενο η Ρόζα πρώτα από όλα επιτίθεται σε όσους δημιουργούν μια ψευδή εικόνα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία6:

Μέχρι πρόσφατα, σε μερίδα του Τύπου, η Τουρκία εξακολουθούσε να παρουσιάζεται ως ένας παράδεισος, όπου οι «διαφορετικές εθνικό­τητες συνυπάρχουν ειρηνικά εδώ και εκατοντάδες χρόνια», «διέθεταν την πιο πλήρη αυτονομία», και όπου μόνο η παρέμβαση της ευρωπαϊκής διπλωματίας είχε δημιουργήσει τεχνητά δυσαρέσκεια, πείθοντας τους ευτυχισμένους λαούς της Τουρκίας ότι είναι κα­ταπιεσμένοι, και ταυτόχρονα εμποδίζοντας τον αθώο αμνό, το σουλτάνο, να εκπληρώσει τις «επανειλημμένα χορηγηθείσες μεταρρυθμίσεις του.

Στη συνέχεια, με εντυπωσιακή αναλυτική σκέψη, περιγράφει τι συμβαίνει στην Τουρκία τον 19ο αιώνα: Οι σουλτάνοι έχουν εγκαθιδρύσει ένα σύστημα απόλυτης διαφθοράς, όπου «η γραφειοκρατία γδέρνει τους ανθρώπους με το δικό της ρόπαλο και χρηματοδοτεί έτσι την κεντρική κυβέρνηση. Κατά συνέπεια, στην Τουρκία, η γραφειοκρατία εμφανίζεται ως ειδική, πολυάριθμη κατηγορία του πληθυσμού, που αφεαυτής εκπροσωπεί άμεσα έναν οικονομικό παράγοντα και η ύπαρξη της οποίας χρηματοδοτείται από την επαγ­γελματική λεηλασία του λαού». Η αγροτική οικονομία δεν λειτουργεί, ενώ είναι αδύνατο να υπάρξει βιομηχανική ανάπτυξη στις συνθήκες της Τουρκίας. Και καταλήγει:

Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο. Από την αρχή, αποτελούνταν από πολλές διαφορετικές χώρες. Η σταθερότητα του τρόπου ζωής, ο αυτοτελής χαρακτήρας των επαρχιών και των εθνικοτήτων είχαν εξαφανιστεί. Αλλά κανένα ουσιαστικό συμφέρον, καμιά κοινή ανάπτυξη δεν είχε δημιουργηθεί που θα μπορούσε να τους δώσει εσωτερική ενότητα. Απεναντίας, η πίεση και η δυστυχία του να ανήκεις από κοινού στο τουρκικό κράτος διαρκώς μεγάλωνε. Και έτσι υπήρχε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να ξεφύγουν από το σύνολο, και ενστικτωδώς να αναζητήσουν το δρόμο για μεγαλύτερη κοινωνική ανάπτυξη σε μια αυτόνομη ύπαρξη. Και έτσι η ιστορική καταδίκη εκδόθηκε για την Τουρκία: αντιμετώπιζε την καταστροφή.

Και η λύση για τη Λούξεμπουργκ είναι προφανής:

Αυτό που έχουμε απέναντί μας εδώ είναι μια ιστορική διαδικασία αναπτυσσόμενη με το αναπόφευκτο ενός νόμου της φύσης. Η αδυναμία συνέχισης των αρχαϊκών οικονομικών μορφών της Τουρκίας στο πρόσωπο του φορολογικού συστήματος και της χρηματικής οικονομίας, καθώς και η αδυναμία της χρηματικής οικονομίας να αναπτυχθεί σε καπιταλισμό, αυτό είναι το κλειδί για την κατανόηση γεγονότων στη Βαλκανική Χερσόνησο. Η βάση της ύπαρξης του τουρκικού δεσποτισμού υπονομεύεται. Όμως, η βάση για την ανάπτυξή του σε ένα σύγχρονο κράτος δεν δημιουργείται. Γι’ αυτό πρέπει να χαθεί, όχι ως μορφή διακυβέρνησης, αλλά ως κράτος· όχι μέσω της ταξικής πάλης, αλλά μέσα από την πάλη των εθνοτήτων. Και αυτό που δημιουργείται εδώ δεν είναι μια αναγεννημένη Τουρκία, αλλά μια σειρά από νέα κράτη, λαξευμένα από το σφάγιο της Τουρκίας.

Η Ρ. Λούξεμπουργκ συνεχίζει για τη θέση που πρέπει να λάβει η σοσιαλδημοκρατία απέναντι στην Τουρκία:

«Τα χριστιανικά έθνη, σε αυτή την περίπτωση οι Αρμένιοι, θέλουν να απελευθερωθούν από τον τουρκικό ζυγό και η σοσιαλδημοκρατία πρέπει να ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ του σκοπού τους». Η ίδια αναγνωρίζει ότι τα εθνικά θέματα δεν πρέπει να έχουν σε όλες περιπτώσεις την ίδια αντιμετώπιση, π.χ. στην Αλσατία-Λωραίνη, ή στην Πολωνία, όπου «είναι προς το συμφέρον του εργατικού κινήματος να υποστηρίξει την ενότητα των δυνάμεων και όχι τον κατακερματισμό τους σε εθνικούς αγώνες». Αλλά αυτό δεν ισχύει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία: «…στο ζήτημα των εξεγέρσεων στην Τουρκία, η κατάσταση είναι διαφορετική: οι χριστιανικές χώρες δεσμεύονται στην Τουρκία μόνο με τη βία, δεν έχουν κανένα εργατικό κίνημα, παρακμάζουν λόγω μιας φυσικής κοινωνικής ανάπτυξης, ή μάλλον διάλυσης, και, επομένως, οι βλέψεις για ελευθερία μπορεί εδώ να γίνονται αισθητές μόνο σε έναν εθνικό αγώνα· άρα η θέση μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να επιδέχεται καμία αμφιβολία».

Η σοσιαλδημοκρατία θα πρέπει κατά συνέπεια να επιδιώκει:

«Πρώτο, την απελευθέρωση των χριστιανικών χωρών από την Τουρκία (που) σημαίνει πρόοδο στη διεθνή πολιτική ζωή…»

«Δεύτερο … (τον) διαχωρισμό των χριστιανικών χωρών από την Τουρκία (που) είναι ένα προοδευτικό φαινόμενο, μια πράξη κοινωνικής ανάπτυξης, γιατί αυτός ο διαχωρισμός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι τουρκικές χώρες μπορούν να επιτύχουν υψηλότερες μορφές κοινωνικής ζωής».

Τρίτο, απαντώντας σε αυτούς που φοβούνται ότι η Ρωσία, με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα κυριαρχήσει στην Ευρώπη υποστηρίζει ότι οι φόβοι ότι οι βαλκανικοί λαοί θα εναγκαλιστούν τη Ρωσία είναι αβάσιμοι γιατί: «Η προηγούμενη εμπειρία έχει ήδη δείξει ότι στην πολιτική της έναντι της Βαλκανικής Χερσονήσου, η Ρωσία επιτύγχανε συνήθως ακριβώς το αντίθετο από αυτό που προσπαθούσε. Οι λαοί που απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό έχουν συνήθως ξοφλήσει τη γενναιοδωρία της Ρωσίας με “ταπεινή αχαριστία”, δηλαδή έχουν απορρίψει απερίφραστα την ανταλλαγή του τουρκικού ζυγού με το ρωσικό».

Τέλος, για να μην κατηγορηθεί για αντιτουρκισμό, υποστηρίζει ότι η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα λειτουργήσει ευεργετικά και για την ίδια την Τουρκία αφού, «απαλλαγμένη από αυτό το χριστιανικό βάσανο, η Τουρκία θα υιοθετούσε αναμφισβήτητα μια πιο ελεύθερη θέση στη διεθνή πολιτική σκηνή, και το κρατικό έδαφός της θα ήταν πιο σύμμετρο με τις αμυντικές δυνάμεις της· αλλά πάνω απ’ όλα, θα απαλλασσόταν από τον εσωτερικό εχθρό, το φυσικό σύμμαχο κάθε εξωτερικού επιτιθέμενου. Με λίγα λόγια, η παραίτηση από την κυριαρχία επί των χριστιανών κάνει την οθωμανική κυβέρνηση πιο ικανή για αντίσταση, σε σχέση με τη Ρωσία. Αυτό εξηγεί γιατί η Ρωσία είναι σήμερα υπέρ της ακεραιότητας της Τουρκίας».

Και καταλήγει, ως προς τις θέσεις που θα πρέπει να υιοθετήσει η σοσιαλδημοκρατία:

Πρέπει να δεχθούμε τη διαδικασία διάλυσης της Τουρκίας ως μια μόνιμη πραγματικότητα και να μη βάζουμε στο μυαλό μας ότι θα μπορούσε ή θα έπρεπε να ανακοπεί. Πρέπει να δώσουμε την πιο πλήρη συμπάθειά μας στις προσδοκίες των χριστιανικών εθνών για αυτονομία. Πρέπει να χαιρετίσουμε αυτές τις βλέψεις πάνω απ’ όλα ως ένα μέσο καταπολέμησης της τσαρικής Ρωσίας και με έμφαση να υποστηρίξουμε την ανεξαρτησία τους από τη Ρωσία, καθώς και από την Τουρκία.

Ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ και η μαρξιστική ορθοδοξία

Το κείμενο αυτό είχε δοθεί αρχικά για δημοσίευση στην κομματική εφημερίδα των σοσιαλδημοκρατών Vorwärts, που διηύθυνε ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (1826-1900). Σε κείμενό του στις 11/11/1896 απαντούσε για ποιο λόγο δεν δέχτηκε να δημοσιευθεί το κείμενο της Ρ. Λούξεμπουργκ7. Την κατηγόρησε ότι πρώτα από όλα αναπαράγει «τους γνωστούς ισχυρισμούς του γλαδστωνικού Τύπου με μια σοσιαλιστική αμφίεση». Στη συνέχεια επικαλείται την αυθεντία του επί του Ανατολικού Ζητήματος, μιας και «στη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου, ασχολήθηκα εξαντλητικά με το Ανατολικό Ζήτημα και σε συνεργασία με τον Καρλ Μαρξ και τη σχολή του λαμπρού Ντέιβιντ Ούρκχαρτ8, του καλύτερου ειδικού στις τουρκικές συνθήκες και τη ρωσική διπλωματία, κατέληξα στην ερμηνεία του Ανατολικού Ζητήματος που έχω υποβάλει έκτοτε, και η ορθότητα της οποίας επιβεβαιώνεται από την εξέλιξη των γεγονότων μέρα με τη μέρα». Και η θέση αυτή είναι: «Φυσικά συμπάσχω με όλους τους καταπιεσμένους λαούς, τάξεις και έθνη. Αλλά οι Τούρκοι, εναντίον των οποίων ένας πόλεμος εξόντωσης διεξάγεται από τη ρωσική πλευρά, έχουν τα ίδια “ανθρώπινα δικαιώματα”, για ύπαρξη και ζωή, όπως οι Αρμένιοι και άλλοι λαοί. Και για όποιον επιτρέπει στη λογική, όπως και στο συναίσθημα, να καθορίζει την πολιτική του, και ο οποίος παίρνει υπόψη όλους τους παράγοντες που εμπλέκονται, αναδεικνύεται αδιαμφισβήτητα το γεγονός ότι οποιαδήποτε εξέγερση στην Τουρκία στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων –γιατί ένα σοσιαλιστικό κίνημα στην Αρμενία σήμερα είναι μόνο πύργοι στην άμμο– μπορεί να ωφελήσει μόνο την ρωσική τσαρική πολιτική της κατάκτησης. Η κα Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία είναι μια Πολωνή, θα βρει ίσως ένα πιο εύφορο πεδίο, αν η ίδια ασχοληθεί με τις ρωσικές ωμότητες στην Πολωνία και στην ίδια τη Ρωσία. Τότε δεν θα διατρέχει τον κίνδυνο να προσφέρει μια ακούσια υπηρεσία στην «προστάτιδα της ευρωπαϊκής απολυταρχίας».

Ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ ένα χρόνο αργότερα9, με αφορμή την κρητική επανάσταση, επαναλαμβάνει τις ρωσοφοβικές του θέσεις για να απαντήσει στον Καρλ Κάουτσκι. Συνεχίζοντας, όπως υποστηρίζει, «στο πνεύμα του Μαρξ», γράφει: «Δεν συμφωνώ με τον ανόητο συναισθηματισμό που αντικρίζει σε κάθε κλεφτοκοτά που έρχεται σε μια διαμάχη με τους Τούρκους μια καταπιεζόμενη εθνότητα» και τον οικτίρει…», ενώ χαρακτηρίζει τον φιλελληνισμό ως «ρηχή απόφυση του αστικού φιλελευθερισμού». Συνεχίζοντας, αναπαράγει τις απόψεις του Φαλμεράυερ και γράφει: «Αυτό που λέει ο Μαρξ για τους κλεφτοκοτάδες του Μαυροβουνίου μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να εφαρμοστεί και για τους “Έλληνες” Κρητικούς, των οποίων η ελληνικότητα είναι περισσότερο από αμφίβολη, των οποίων το ταλέντο για κλοπή και ληστεία ασκούμενο σε βάρος των Τούρκων είναι πέρα από κάθε αμφιβολία και οι οποίοι έχουν, επιπλέον, μοιραστεί μια ελευθερία υπό την τουρκική κατοχή που εμείς οι Γερμανοί θα ζηλεύαμε». Και καταλήγει ότι η αυτονομία που υπόσχονται οι Μεγάλες Δυνάμεις είναι η καλύτερη λύση για τους Κρητικούς, από την προσάρτηση στο πιο διεφθαρμένο από την Τουρκία, βασίλειο της Ελλάδας.

Για τον ηλικιωμένο μαρξιστή, «ο τσαρισμός είναι το τελευταίο στήριγμα του καπιταλισμού» και μόνο όταν ξεμπερδέψουν με τον τσαρισμό θα έρθει και η ώρα για την απελευθέρωση των λαών. Μέχρι τότε, για να μην έχουν ψευδαισθήσεις οι σύντροφοί του, «το Ανατολικό Ζήτημα δεν θα λυθεί ούτε στην Κρήτη, ούτε στη βαλκανική χερσόνησο, αλλά στα μητροπολιτικά κέντρα της Ευρώπης, πρώτα απ’ όλα, με διορατικότητα στο Παρίσι». Με τέτοιες παρακαταθήκες από τον Β. Λίμπκνεχτ, η επιλογή της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, να προσδεθεί στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του Γερμανού κάιζερ, φαίνεται λογική.

Κάουτσκι και Μπερνστάιν για την Κρητική Επανάσταση

Ο Καρλ Κάουτσκι (1854-1938), σε κείμενό του»10, με αφορμή την κρητική επανάσταση πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε η Ρ. Λούξεμπουργκ, ότι δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία δεν πρέπει να συνεχίζει να μην παίρνει θέση. Ξεκινά με τη διαπίστωση ότι όποιος κατέχει την Κων/πολη είναι ο κύριος της Ανατολικής Μεσογείου και συνεπώς της θαλάσσιας διαδρομής προς Ανατολική Ινδία και Ανατολική Κίνα. Επαναλαμβάνει τη θέση των Μαρξ-Ένγκελς ότι η Ρωσία αν κατακτήσει την Κων/πολη, θα κυριαρχήσει επί της Ευρώπης και αναγνωρίζει «καρφώνοντάς» τους ότι: «η Τουρκία σπάνια είχε καλύτερους φίλους από τους προκατόχους μας (δηλαδή τους Μαρξ-Ένγκελς) στον αγώνα». Αλλά ο Κάουτσκι, για το χατίρι της «υψηλής πολιτικής» των Μαρξ-Ένγκελς- Λίμπκνεχτ, δεν κλείνει τα μάτια σε αυτά που γράφει η Ρ. Λούξεμπουργκ ότι η Τουρκία είναι μια βαθύτατα διεφθαρμένη χώρα και παρουσιάζει τις ατελέσφορες προσπάθειες των Μεγάλων Δυνάμεων να επιβάλουν στην Τουρκία μεταρρυθμίσεις, που πάντα το Σεράι έβρισκε τρόπο να τις αποκρούει. Και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο με τη Ρ. Λούξεμπουργκ, πως οι Ρουμάνοι, που οι Ρώσοι τους ήθελαν υποτελείς τους, «βρήκαν σύντομα τον ρωσικό ζυγό ακόμη βαρύτερο από τον τουρκικό και έχουν αγωνιστεί να τον αποτινάξουν». Το ίδιο κλίμα ανεξαρτησίας από την τσαρική Ρωσία παρατηρήθηκε και στη Βουλγαρία μετά το 1883. Η ρωσική διπλωματία, λέει ο Κάουτσκι, αντιλαμβανόμενη ότι δεν μπορεί να κυριαρχήσει στη βαλκανική χερσόνησο και ότι η στρατιωτική κατάκτηση της Κπολης θα προκαλούσε τη συντονισμένη αντίδραση όλων των Ευρωπαίων, έχει αλλάξει θέση απέναντι στην Τουρκία και όσο ο σουλτάνος είναι υπάκουος προς τον τσάρο, η Ρωσία έχει μετατραπεί σε προστάτιδα της ακεραιότητας της Τουρκίας. Η στροφή αυτή της Ρωσίας, που και τότε είχε προκαλέσει μεγάλες απορίες (ο Γλάδστων είπε ότι δεν καταλαβαίνει πια τη Ρωσία) είναι αρκετή για τον Κάουτσκι, ώστε η σοσιαλδημοκρατία να απελευθερωθεί από τον άχαρο ρόλο του υπερασπιστή της Τουρκίας. Και με λιγότερο πάθος καταλήγει σε ανάλογη θέση με την Λούξεμπουργκ ότι πια μπορούν «να υποστηρίξουν τα δικαιώματα των λαών που κυβερνά ο σουλτάνος».

Στη διαμάχη Κάουτσκι – Λίμπκνεχτ παίρνει θέση και ο Έντουαρντ Μπερνστάιν (1850-1932)11, και απαντώντας στον Λίμπκνεχτ (αλλά εμμέσως και στον Μαρξ) κάνει λόγο για τη «σοκαριστική βαρβαρότητα του να γελοιοποιείται κάθε λαός που αγωνίζεται για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ως κλεφτοκοτάς». Και υπενθυμίζει: «Η εθνική καταπίεση σημαίνει σχεδόν πάντα οικονομικό στραγγαλισμό ηθική εξαχρείωση, και αυτό ισχύει και για τους Πολωνούς που υποστηρίζει ο Λίμπκνεχτ». Και προσπαθεί να εξηγήσει τον φόβο του Λίμπκνεχτ απέναντι στη Ρωσία ότι το ένα σκέλος είναι ο πραγματικός φόβος που έχει η Γερμανία για την τσαρική Ρωσία, ο άλλος, ο φανταστικός, «να βλέπουμε συνέχεια τη Ρωσία εκεί που δεν είναι». Για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα δηλώνει ότι, εκτός της Γερμανίας, το δεύτερο κράτος που μετ’ επιτάσεως δεν την επιθυμεί, είναι η Ρωσία. Και πάει ένα βήμα παραπέρα: «Αν υπάρχει τώρα κάποια δύναμη που μπορεί να είναι επικίνδυνη για τη Ρωσία στην Ανατολική Μεσόγειο, παρά τις οικονομικές δυσχέρειές της, αυτή είναι η οικονομικά αναδυόμενη Ελλάδα», άρα η Ρωσία δεν θέλει την ενίσχυση της Ελλάδας. Αναφέρει ότι, η μεγάλη δύναμη που θα ανακόψει την Ρωσία στα Βαλκάνια, δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι άλλη από τη συνένωση των βαλκανικών κρατών, προσχωρώντας την επιχειρηματολογία της Λούξεμπουργκ και του Κάουτσκι.

Τέλος, απαντώντας και για το θέμα του φιλελληνισμού, διατυπώνει την άποψη ότι δεν υπάρχει καλύτερο εργαλείο για την απομάκρυνση της Γαλλίας από τη Ρωσία, από τον φιλελληνισμό. Και καταλήγει πως «η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έχει κάθε λόγο να στηρίξει το κίνημα για τα ελληνικά δικαιώματα».

Η αντιπαράθεση των Ρ. Λούξεμπουργκ, κυρίως, λόγω της ξεκάθαρης θέσης της, αλλά και των Κ. Κάουτσκι και Έντ. Μπερνστάιν, με μια δήθεν μαρξιστική «ορθοδοξία», όπως εκφραζόταν από τον Β. Λίμπκνεχτ, ήταν μια προσπάθεια της σοσιαλδημοκρατίας να ξεπεράσει τη φιλοτουρκική στάση της και τα στερεότυπά της εναντίον των Ελλήνων και των υπολοίπων χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η τοποθέτηση βοήθησε και το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα, που βρισκόταν στα σπάργανα, να αναπτυχθεί και να ριζώσει στην ελληνική πραγματικότητα. Μετά το 1917, η προσχώρηση του Λένιν και των μπολσεβίκων σε αντιλήψεις «υψηλής πολιτικής», στα πρότυπα των Μαρξ-Ένγκελς-Λίμπκνεχτ, τους οδήγησε να συνάψουν συμμαχία με την κεμαλική Τουρκία, επιτρέποντάς της να ολοκληρώσει τη γενοκτονία των χριστιανικών εθνών της Ανατολής. Για τους Γερμανούς –συμπατριώτες, δυστυχώς, των Μαρξ-Ένγκελς-Λίμπκνεχτ– που πήραν μέρος στον σχεδιασμό της γενοκτονίας και εμπνεύστηκαν από τους Τούρκους για τις θηριωδίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα λόγια είναι περιττά.

1 Γιώργος Καραμπελιάς, «Μια ριζωμένη προκατάληψη κατά των Ελλήνων», Άρδην τ. 109.

2 Τανέρ Ακτσάμ, Μια επαίσχυντη πράξη, Η Γενοκτονία των Αρμενίων και το ζήτημα της Τουρκικής ευθύνης, εκδόσεις Παπαζήση, σ. 77.

3 Τανέρ Ακτσάμ, ό.π., σ. 78

4 Τανέρ Ακτσάμ, ό.π., σσ. 72-73.

5 Τανέρ Ακτσάμ, ό.π., σσ. 75-76.

6 Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η σοσιαλδημοκρατία και οι εθνικοί αγώνες στην Τουρκία», Μαρξιστική σκέψη, τχ. 21, Δεκ. 2016, σσ. 20-30.

7 Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, «Δήλωση», Μαρξιστική σκέψη, τχ. 21, Δεκέμβριος 2016, σσ. 31-32.

8 Για τον καθηγητή Ούρκχαρτ ο Ένγκελς έχει τη χειρότερη άποψη γι’ αυτόν ως φιλότουρκο. Στο κείμενό του «Το Τουρκικό Ζήτημα» (από το ίδιο αφιέρωμα της Μαρξιστικής Σκέψης) εξηγεί ότι Ούρκχαρτ, «αφού πολέμησε τρία χρόνια στην Ελλάδα κατά των Τούρκων, πέρασε στη χώρα τους και ήταν ο πρώτος που καταθέλχθηκε με αυτούς… Αν ο κ. Ούρκχαρτ δεν ήταν Βρετανός υπήκοος, ο ίδιος θα προτιμούσε να είναι Τούρκος».

9 Βίλχελμ Λίμπκνεχτ, «Η Κρήτη και η σοσιαλδημοκρατία», Μαρξιστική σκέψη, τχ. 21, Δεκέμβριος 2016, σσ. 44-49.

10 Καρλ Κάουτσκι, «Το Ανατολικό ζήτημα και η σοσιαλδημοκρατία», Μαρξιστική σκέψη, τχ. 21, Δεκέμβριος 2016, σσ. 33-43.

11 Έντουαρντ Μπερνστάιν, «Η Κρήτη και ο ρωσικός κίνδυνος», Μαρξιστική σκέψη, τχ. 21, Δεκέμβριος 2016, σσ. 50-54.

Δημοφιλή