«Αργεντινή Ελλάδα». Το ιστορικό των στάσεων πληρωμών των δύο χωρών από το 1827 μέχρι σήμερα

«Αργεντινή Ελλάδα». Το ιστορικό «αθέτησης πληρωμών» των δύο χωρών από το 1827 μέχρι σήμερα
bandera, argentina, simbolo, patrio, flameando, viento, freejpg.com.ar
bandera, argentina, simbolo, patrio, flameando, viento, freejpg.com.ar
Freejpg/Flickr

Μια συγκριτική ανάλυση των οικονομικών εξελίξεων στην Αργεντινή και στην Ελλάδα, με το ιστορικό των «αθετήσεων πληρωμών», παρουσιάζει ο καθηγητής Οικονομικών Κώστας Μελάς στο βιβλίο του «Αργεντινή Ελλάδα» που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη βδομάδα από τις εκδόσεις Πατάκη. Στο βιβλίο παρουσιάζεται το χρονικό της αδυναμίας πληρωμής των δύο χωρών που παλεύουν να απεγκλωβιστούν από συμβάσεις με αποικιοκρατικούς όρους δανεισμού.

Σε 184 σελίδες, ο αναγνώστης έχει μπροστά του το πανόραμα των αριθμών που αφορούν όμως τη ζωή των ανθρώπων. Η πολύπαθη χώρα της Λατινικής Αμερικής έχει προχωρήσει σε 7 στάσεις πληρωμών κατά των δανειστών (από ιδρύσεως του αργεντίνικου κράτους) στα έτη 1827, 1890, 1915, 1930, 1956, 1982 και 2001. Η Ελλάδα προχώρησε σε αθέτηση πληρωμών πριν ακόμη αποκτήσει την ανεξαρτησία της, δηλαδή το 1827 και μετά: 1843, 1893, 1932 και 2010.

Ο μελετητής καταγράφει την εξέλιξη της ανεργίας, τη δημοσιονομική κατάσταση, το δημόσιο χρέος, τις εξωτερικές συναλλαγές, τον πληθωρισμό, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, τη φτώχεια, την κατανομή του εισοδήματος, τους μισθούς και το ρόλο του ΔΝΤ σε κάθε χώρα.

Το συμπέρασμα από την παράθεση των στοιχείων των δύο κρατών με διαφορετικές οικονομίες αλλά σχεδόν ομοιόμορφες απαιτήσεις των δανειστών, είναι ότι η βίαιη μείωση των δημοσίων δαπανών που επέβαλαν οι πιστωτές, αντί να οδηγήσουν σε ανταγωνιστικές οικονομίες επέφεραν περαιτέρω βάθεμα της ύφεσης…

Ο Κώστας Ι. Μελάς διδάσκει Οικονοµικά στο Πάντειο Πανεπιστήµιο από το 2001. Έχει διδάξει επίσης στο Πανεπιστήµιο Πειραιά (1996-2009). Παράλληλα εργάστηκε στην Εµπορική Τράπεζα (1985-2010).

Ακολουθεί η αποκλειστική προδημοσίευση του πρώτου κεφαλαίου από ΑΠΕ-ΜΠΕ:

«AΡΓΕΝΤΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ», «Ιστορικές αθετήσεις χρέους των δύο χωρών»

Αργεντινή

Η Αργεντινή, στα 200 χρόνια της ως ανεξάρτητης χώρας, έχει προβεί σε επτά (7) αθετήσεις πληρωμών στο εξωτερικό χρέος της και σε πέντε (5) στο εσωτερικό χρέος της. Η πρώτη αθέτηση πληρωμών έγινε το 1827, μόλις 11 χρόνια μετά την ανεξαρτητοποίησή της από την Ισπανία (όχι τόσο πρωτότυπο: η Ελλάδα αθέτησε την πληρωμή των υποχρεώσεών της προτού ακόμα αποκτήσει την ανεξαρτησία της).

Η μετάβαση στην ανεξαρτησία χρηματοδοτήθηκε από την έκδοση ομολόγων στο Λονδίνο. Στα μέσα της δεκαετίας του1820 η κυβέρνηση δανείστηκε σημαντικά ποσά προκειμένου να χρηματοδοτήσει νέα αναπτυξιακά προγράμματα και να πληρώσει τα χρέη του πολέμου της ανεξαρτησίας αλλά και των εμφυλίων πολέμων. Ο δανεισμός είχε γίνει με όρους αποικιακούς και απολύτως κερδοσκοπικούς. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι από ένα δάνειο ύψους 1.000.000 στερλινών Αγγλίας, από την τράπεζα Baring Brothers, η κυβέρνηση έλαβε μόνο 570.000 στερλίνες. Το 1827 το χάρτινο πέσο υποτιμήθηκε κατά 33% έναντι του peso fuerte, που ήταν συνδεδεμένο με την τιμή του χρυσού (το 1829 η υποτίμηση έφθασε στο 68%). Η αύξηση των επιτοκίων της Τραπέζης της Αγγλίας και η πτώση των χρηματιστηρίων οδήγησαν τις ευρωπαϊκές οικονομίες σε ύφεση και την Αργεντινή σε αθέτηση πληρωμών των ομολόγων της. Η αποπληρωμή άρχισε το 1857. Η Αργεντινή παρέμεινε εκτός χρηματοπιστωτικών αγορών μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1860.

Το 1890 είχαμε τη δεύτερη αθέτηση πληρωμών. Η κρίση της τράπεζας Baring Brothers προκάλεσε διεθνή πανικό. Η τράπεζα είχε χορηγήσει μεγάλο ύψος δανείων στην Αργεντινή, προκειμένου να κατασκευαστεί σιδηροδρομικό δίκτυο και να ανακατασκευαστεί το Μπουένος 'Αιρες, ώστε να μετατραπεί σε Παρίσι της Ν. Αμερικής. Η αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων και ο υπέρμετρος δανεισμός προκάλεσαν μια κερδοσκοπική χρηματοοικονομική φούσκα, το σκάσιμο της οποίας οδήγησε την οικονομία και το τραπεζικό σύστημα σε κατάρρευση. Η Αργεντινή προχώρησε σε μια εντυπωσιακή αθέτηση πληρωμών ύψους 48 εκατ. στερλινών. Η αθέτηση πληρωμών συμπεριέλαβε και ορισμένα εγχώρια ομόλογα που είχαν εκδοθεί με ρήτρα ξένου νομίσματος (στερλίνες Αγγλίας). Ήταν οι πρόδρομοι των γνωστών τη δεκαετία του 1990 Mexican tesobonos. Μετά από τέσσερα έτη άρχισαν εκ νέου οι πληρωμές. Το 1915 και το 1930 προχώρησαν σε αθέτηση πληρωμών οι επαρχίες της Αργεντινής, παρότι η κεντρική κυβέρνηση συνέχισε να πληρώνει τις υποχρεώσεις της. Το 1956, μετά την ανατροπή του Περόν από τη στρατιωτική χούντα (1955), η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Την ίδια χρονιά πέτυχε μια συμφωνία με το Κλαμπ των Παρισίων για να αποφύγει μια νέα αθέτηση πληρωμών. Μέρος του χρέους το αποπληρώνει τη σημερινή περίοδο.

Το 1982 είχαμε μια νέα αθέτηση πληρωμών, κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους που έπληξε τις χώρες της Λ. Αμερικής αλλά και άλλες αναδυόμενες οικονομίες. Ολόκληρο το χρέος που είχε εκδοθεί σε δολάρια μετατράπηκε μονομερώς σε αργεντίνικο πέσο. Μετά από 10 έτη η χώρα εξήλθε από τη συγκεκριμένη κατάσταση, αναδιαρθρώνοντας το χρέος της με την έκδοση των γνωστών ομολόγων Brady.

Το 2001 είχαμε την τελευταία αθέτηση πληρωμών, στην οποία θα αναφερθούμε διεξοδικά στη συνέχεια.

Ελλάδα

Η Ελλάδα έχει προβεί σε πέντε αθετήσεις πληρωμών στο δημόσιο χρέος της. Συγκεκριμένα:

Η πρώτη εξ αυτών έγινε το 1827, ουσιαστικά πριν από την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Μάλιστα η ίδρυση της κρατικής οντότητας του ελληνικού έθνους συμβάδιζε και με τη δυνατότητα καταλογισμού των χρεών. Επρόκειτο για αθέτηση πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών των δύο δανείων της ανεξαρτησίας από την Αγγλία. Οι ελληνικές επαναστατικές κυβερνήσεις είχαν συνάψει στο Λονδίνο, το 1824-1825, δύο δάνεια αξίας 2.800.000 στερλινών Αγγλίας και στη συνέχεια, αδυνατώντας να καταβάλουν τα ληξιπρόθεσμα τοκοχρεολύσια, κήρυξαν στάση πληρωμών των τοκοχρεολυσίων το 1827, γεγονός που είχε αποτέλεσμα να αποκλειστεί το ελληνικό κράτος από τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Η δεύτερη αθέτηση έγινε επί Βασιλείας του Όθωνα το 1843. Επρόκειτο για διακοπή καταβολής των δόσεων κοινοπρακτικού δανείου από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις, ύψους 60.000.000 γαλλικών φράγκων. Η αθέτηση αυτή προκάλεσε τον αποκλεισμό του ελληνικού κράτους από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Η Ελλάδα επανήλθε, μετά από διακανονισμό, στις διεθνείς πιστωτικές αγορές το 1878.

Η τρίτη αθέτηση έλαβε χώρα υπό την κυβέρνηση Χαρίλαου Τρικούπη το 1893. Επρόκειτο για αδυναμία πληρωμής των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας. Ο νόμος ΒΡ/ ΣΤ΄/1893 κήρυξε και επίσημα το ελληνικό κράτος σε πτώχευση. Η αξία του εθνικού μας νομίσματος κλονίστηκε και μαράθηκε κάθε οικονομική δραστηριότητα. Η πτώχευση προκάλεσε διεθνή κλονισμό της ελληνικής αξιοπιστίας, που είχε συνέπεια την επέκταση της ανυποληψίας και στον χώρο των πολιτικών συναλλαγών. Από τις διατάξεις του νόμου περί πτώχευσης εξαιρέθηκαν τα δάνεια σε τραπεζογραμμάτια, τα οποία συνήψαν κατά καιρούς οι ελληνικές κυβερνήσεις με τις εκδοτικές τράπεζες, δυνάμει των περί αναγκαστικής κυκλοφορίας νόμων. Εξαιρέθηκαν επιπλέον τα προσωρινά δάνεια (avances) σε χρυσό και άλλες κατηγορίες του εσωτερικού χρέους, για να μη σταματήσει η κρατική μηχανή τη λειτουργία της. Αυτό οδήγησε στην υπαγωγή της Ελλάδας στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο. Η άρση του ΔΟΕ πραγματοποιήθηκε το 1978._

Η τέταρτη αθέτηση πληρωμών των εξωτερικών υποχρεώσεων της χώρας έγινε το 1932, επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου. Στις 26/4/1932 κηρύχτηκε χρεοστάσιο και ακολούθησε μια σειρά μέτρων που έφεραν τη σφραγίδα του Κ. Βαρβαρέσου, ο οποίος ανέλαβε υπουργός Οικονομικών στις 21/4/1932.8 Με τον Νόμο 5422/26/4/32, που συμπληρώθηκε με τον 5522/17/6/32, έγινε άρση της σταθεροποίησης και επαναφέρθηκε η αναγκαστική κυκλοφορία. Με τα Ν.Δ. στις 14/7/32 και στις 24/7/32 ήρθη η υποχρέωση της ΤτΕ για την εξαργύρωση των τραπεζογραμματίων χρυσής βάσης. Τέλος, με τον Ν. 5/5/32 .περί προσωρινής ρυθμίσεως ζητημάτων δημοσίου χρέους. επετράπη στον υπουργό Οικονομικών να αναστείλει με απόφασή του εν μέρει ή εξολοκλήρου τόκους και χρεολύσια δανείων, ενώ με το αναγκαστικό διάταγμα στις 24/6/32 μετατράπηκαν σε δραχμές οι οφειλές του κράτους σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα. Ο Βαρβαρέσος προχώρησε και σε διαπραγματεύσεις με τους ξένους ομολογιούχους, καταλήγοντας στη λεγόμενη συμφωνία Βαρβαρέσου, η οποία προέβλεπε την αποπληρωμή των ξένων δανείων με αρχική δόση το 30% του οφειλόμενου ποσού.

Η τελευταία αθέτηση έλαβε χώρα το 2010, επί κυβερνήσεως Γ. Α. Παπανδρέου. Θα αναφερθούμε σε αυτήν στη συνέχεια του κειμένου.

Πώς φθάσαμε στην αθέτηση πληρωμών

Αργεντινή

Όταν η οικονομία της Αργεντινής εισήλθε σε ύφεση το δεύτερο εξάμηνο του 1998, βρισκόταν υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ. Σειρά εξωτερικών γεγονότων επέδρασαν αρνητικά στις οικονομικές εξελίξεις της χώρας. Συγκεκριμένα, η αθέτηση πληρωμών της Ρωσίας εκείνη τη χρονιά καθώς και η κρίση του μεγάλου για την εποχή επενδυτικού fund Long Term Capital Management (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1998) προκάλεσαν αναταράξεις στην παγκόσμια οικονομία, με σαφείς αρνητικές συνέπειες για το κόστος χρηματοδότησης της οικονομίας της Αργεντινής. Όμως και η υποτίμηση του βραζιλιάνικου νομίσματος ρεάλ τον Ιανουάριο του 1999 προκάλεσε έντονα προβλήματα στην ανταγωνιστικότητα των εξαγωγικών προϊόντων της Αργεντινής, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του εμπορικού της ισοζυγίου. Όπως γίνεται αντιληπτό, όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις επιβάρυναν το δημοσιονομικό ισοζύγιο της χώρας.

Το 1999 το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα βρισκόταν στο 2,5% του ΑΕΠ (υπήρχε πρωτογενές πλεόνασμα +0,6%) και το εξωτερικό δημόσιο χρέος είχε υπερβεί το 50% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ θεώρησε υπερβολικά (!) τα επίπεδα αυτά και διέταξε την κυβέρνηση Ντε Λα Ρούα (De la Ru΄ a) να εξισορροπήσει το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα (δηλαδή να το μηδενίσει) με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, προκειμένου να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών α γορών, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων αλλά και να μειωθεί το κόστος δανεισμού της χώρας. Πρόκειται για το ίδιο επιχείρημα που χρησιμοποιείται και σήμερα στην περίπτωση της Ελλάδας από το ΔΝΤ, την ΕΚΤ καθώς και την ΕΕ. Στο τέλος του 1999, μερικές εβδομάδες μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο πρόεδρος Ντε Λα Ρούα επέβαλε μείωση δημοσίων δαπανών ύψους 1,4 δισ. δολαρίων. Τον Ιούνιο του 2000, πάντοτε υπό την καθοδήγηση του ΔΝΤ, με την ανεργία να ανέρχεται σε ποσοστό 14% και προβλέψεις για αύξηση του ΑΕΠ κατά 3,5% για το 2000, τα μέτρα λιτότητας επεκτάθηκαν: ζητήθηκε περαιτέρω μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 938 εκατ. δολάρια και αύξηση φόρων κατά 2 δισ. δολάρια. Το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από το προβλεπόμενο: η οικονομία οδηγήθηκε σε ύφεση. Αντί το ΑΕΠ να αυξηθεί σύμφωνα με την πρόβλεψη κατά 3,5%, μειώθηκε κατά 0,8%. Την ίδια στιγμή μειώθηκαν και τα φορολογικά έσοδα, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προβεί σε νέα μείωση των δημοσίων δαπανών μέσω του περιορισμού των συντάξεων εκ νέου, τον Νοέμβριο του 2000. Στις αρχές του Νοεμβρίου 2000 ο οίκος αξιολόγησης Standard and Poor's έθεσε την οικονομία της Αργεντινής υπό στενή παρακολούθηση. Η απόδοση των εντόκων γραμματίων του Δημοσίου, σε δημοπρασία που πραγματοποιήθηκε τον ίδιο μήνα, ανήλθε στο 16% (από 9% τον Ιούλιο 2000).

Επρόκειτο για τη δεύτερη υψηλότερη απόδοση στη Λ. Αμερική εκείνη την περίοδο. Μάλιστα, λίγους μήνες αργότερα (Ιούλιος 2001), ο οίκος μείωσε το αξιόχρεο κάθε είδους ομολόγων της χώρας, ανεβάζοντας περαιτέρω τις αποδόσεις τους . Αντιμέτωπο με την κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού, το υπουργείο Οικονομικών της χώρας (υπουργός Καβάλλο) αντέδρασε προσφέροντας στους ομολογιούχους ένα swap ομολόγων μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας και υψηλότερης απόδοσης, το οποίο θα αντικαθιστούσε τα ομόλογα που θα έληγαν το 2010. Η προσφορά έγινε αποδεκτή από πολλούς ομολογιούχους και μετατόπισε χρέος ύψους 30 δισ. δολαρίων που θα έπρεπε να πληρωθεί το 2005. Με τον τρόπο αυτό, όμως, αυξήθηκαν σημαντικά οι τόκοι που έπρεπε να καταβάλει το Δημόσιο τα προσεχή έτη. Συγκεκριμένα, πρόσθεσε επιπλέον 38 δισ. δολάρια για πληρωμή τόκων. Να σημειωθεί εδώ ότι από τα 82 δισ. δολάρια ομολόγων που θα οδηγούνταν σε αναδιάρθρωση, μετά την αθέτηση πληρωμών, το 60% προέρχεται από το συγκεκριμένο swap του 2001.

Η αύξηση του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος από 2% το 2000 και η πρόβλεψη ότι αυτό θα αυξανόταν σε 2,5% το 2001 θεωρήθηκε ότι απομάκρυναν την οικονομία από τους στόχους του μηδενικού ελλείμματος που είχε θέσει το ΔΝΤ, με αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2001 η κυβέρνηση να προχωρήσει σε μείωση κατά 13% των μισθών και των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, ενώ άρχισε η πληρωμή των υψηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων με ομόλογα του Δημοσίου (τα γνωστά Patacόn, που επισήμως ονομάζονται Letra de Tesorerίa para Cancelaciόn de Obligaciones de la Provincia de Buenos Aires). Οι διαδηλώσεις στη χώρα άρχισαν να πληθαίνουν μετά τα συγκεκριμένα μέτρα.

Μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου οι κάτοικοι της Αργεντινής απέσυραν περίπου 15 δισ. δολάρια από το τραπεζικό σύστημα, τα μετέτρεψαν σε δολάρια και τα έστειλαν στο εξωτερικό προκαλώντας τραπεζικό πανικό (bank run). Τρεις τοπικές τράπεζες (η ιδιωτική Banco de Galicia και δύο κρατικές, η Nacion και η Provincia de Buenos Aires) επηρεάστηκαν σημαντικά. Στις 2 Δεκεμβρίου 2001 η κυβέρνηση επέβαλε πάγωμα στις τραπεζικές καταθέσεις επιτρέποντας αναλήψεις 1.000 δολαρίων τον μήνα (το γνωστό ως corralito). Παράλληλα επέβαλε και συναλλαγματικούς περιορισμούς. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις προκάλεσαν σφοδρές αντιδράσεις κυρίως από τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων και ειδικά στο Μπουένος 'Αιρες, γνωστές ως cacerolazo - ειρηνικές διαδηλώσεις στις οποίες χτυπούσαν κατσαρόλες και τηγάνια. Στη συνέχεια όμως πολλές από αυτές τις αντιδράσεις μετατράπηκαν σε βίαιες διαδηλώσεις, με καταστροφές ιδιοκτησιών, καταστημάτων τροφίμων και ηλεκτρικών ειδών, τραπεζών και επιχειρήσεων που είχαν ιδιωτικοποιηθεί και τώρα βρίσκονταν υπό ξένη ιδιοκτησία. Αυτές εκδηλώθηκαν τον Δεκέμβριο του 2001. Οι συγκρούσεις με την αστυνομία ήταν έντονες, γεγονός που οδήγησε τον πρόεδρο Ντε Λα Ρούα να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στις 20.12.2001. Όμως οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα, εξαναγκάζοντας τον Ντε Λα Ρούα σε παραίτηση. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και το 2002 είχαμε συνέχεια των συγκρούσεων, οι οποίες πάντως μειώθηκαν σημαντικά. Η Αργεντινή, και ο νέος πρόεδρος Ροντρίγκεζ Σαά (Rodriguez Saa΄), δήλωσε αδυναμία πληρωμών την τελευταία εβδομάδα του 2001 στο μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους, ύψους 132 δισ. δολαρίων. Το ύψος αυτό αντιπροσώπευε τότε περίπου το 1/7 των συνολικών δανείων του Τρίτου Κόσμου. Πριν από το τέλος του 2001 ο Ροντρίγκεζ Σαά παραιτήθηκε και το νομοθετικό σώμα εξέλεξε ως πρόεδρο τον Εντουάρντο Ντουχάλντε (Eduardo Duhalde).

Τον Ιανουάριο του 2002 ο Ντουχάλντε εγκατέλειψε το καθεστώς της ισοτιμίας πέσο-δολαρίου 1/1, η οποία ίσχυε για δέκα χρόνια. Η επίσημη ισοτιμία προς το δολάριο καθορίστηκε στο 1,4, δηλαδή το πέσο υπέστη υποτίμηση 40%. Το προηγούμενο καθεστώς της συναλλαγματικής ισοτιμίας υποκαταστάθηκε από ένα δυαδικό σύστημα, το οποίο επέβαλλε όλες οι συναλλαγές του κράτους και των περισσοτέρων διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών να πραγματοποιούνται με την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία (1,4), ενώ όλες οι άλλες συναλλαγές πραγματοποιούνταν με τη συναλλαγματική ισοτιμία της αγοράς. Στις 11 Φεβρουαρίου η διπλή ισοτιμία καταργήθηκε και η ισοτιμία καθορίστηκε σε 1,8 πέσο ανά δολάριο. Τον Ιούνιο του 2002 η ισοτιμία αυξήθηκε στα 4 πέσο ανά δολάριο (400% υποτίμηση). Η αξία του πέσο ουσιαστικά σταθεροποιήθηκε γύρω στα 3 νομίσματα ανά δολάριο μέχρι το 2011, οπότε το πέσο αρχίζει να διολισθαίνει αισθητά έναντι του δολαρίου. Εκτός του corralito, το υπουργείο Οικονομικών επέβαλε την pesificaciόn, σύμφωνα με την οποία όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε συνάλλαγμα (κυρίως σε δολάρια) μετατράπηκαν σε πέσο με βάση την επίσημη ισοτιμία.

Η δραστική υποτίμηση του αργεντίνικου νομίσματος το 2002 προκάλεσε, όπως ήταν αναμενόμενο, υψηλό πληθωρισμό. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, ο πληθωρισμός μετά την υποτίμηση ανήλθε στο 80%. Επισήμως, από την πλευρά της κυβέρνησης, υπολογιζόταν στο 40%.

Ελλάδα

Το νέο περιβάλλον που δημιούργησε η ένταξη στην ΟΝΕ είχε, κατ' αρχάς, θετικές επιδράσεις στις προσδοκίες και στην οικονομική δραστηριότητα. Στην επταετία 2001-2007 η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,2%, ο οποίος περιορίστηκε στο 3,6% κατά μέσο όρο την οκταετία 2001-2008 (λόγω της ύφεσης που καταγράφηκε το 2008).

Η ανάπτυξη αυτή βασίστηκε στην εγχώρια ζήτηση, που αυξανόταν με ρυθμό 4,5%, ωθούμενη κατά κύριο λόγο από την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία, τροφοδοτούμενη από την άνοδο των εισοδημάτων και την επέκταση της καταναλωτικής πίστης, αυξανόταν με ρυθμό 4,2%, δηλαδή όσο το ΑΕΠ.

Οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου αυξάνονταν με ακόμη υψηλότερο μέσο ετήσιο ρυθμό (7,9%), αλλά μεγάλο μέρος τους αφορούσε κατοικίες, οι επενδύσεις στις οποίες, χάρη στα χαμηλότοκα στεγαστικά δάνεια και στις προσδοκίες ανόδου των εισοδημάτων, αυξήθηκαν στην επταετία με μέσο ετήσιο ρυθμό 9,7%. Ωστόσο, και οι λοιπές επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου αυξήθηκαν με υψηλό ρυθμό (6,5%). Ειδικά αυξήθηκαν σημαντικά οι επενδύσεις μηχανολογικού εξοπλισμού. Ο πληθωρισμός παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα για τα ελληνικά δεδομένα και διαμορφώθηκε στο 3,3% ετησίως κατά μέσο όρο. Ήταν όμως σταθερά υψηλότερος -σχεδόν κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα- από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, με συνέπεια τη συνεχή απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία εκφραζόταν στο έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών.

Εκτιμάται ότι από την ένταξη στην ΟΝΕ μέχρι το 2007 η διεθνής ανταγωνιστικότητα είχε υποχωρήσει κατά 14% βάσει των σχετικών τιμών καταναλωτή και κατά 19,3% βάσει του σχετικού κόστους εργασίας, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών (σε σταθερές τιμές) αυξήθηκαν με σχετικά χαμηλό μέσο ετήσιο ρυθμό 3,4% την επταετία 2001-2007. Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η ιδιωτική κατανάλωση, ενισχυμένη από την άνοδο των εισοδημάτων και τη διεύρυνση του δανεισμού, και οι επενδύσεις σε κατοικίες αποτέλεσαν ουσιαστικά την κινητήριο δύναμη για την ταχεία άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο 2000-2007, ενώ η συμβολή της επίσης υψηλής ανόδου των λοιπών επενδύσεων ήταν συγκριτικά μικρότερη. Καθώς όμως η εγχώρια παραγωγή δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί -ποιοτικά και ποσοτικά- στην εξέλιξη της εγχώριας ζήτησης, το κενό καλύφθηκε από εισαγωγές (οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, σε σταθερές τιμές, αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 4,5% την επταετία 2001-2007), οι οποίες σταδιακά διεύρυναν το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών σε μη διατηρήσιμα επίπεδα -από 3% του ΑΕΠ ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 1994-1999 σε 8,5% την περίοδο 2000-2007- ενώ το 2007 το έλλειμμα του Ισοζυγίου Τρεχουσών Συναλλαγών υπερέβη το 10% και το 2008 έφθασε στο 14,9% του ΑΕΠ.

Το ΑΕΠ, μετά από μία δεκαπενταετία (1994-2008) συνεχούς ανόδου, υποχώρησε το 2009 κατά 3,2%, παρά την τεράστια δημοσιονομική επέκταση. Συγκεκριμένα, το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης έφθασε στο 15,7% του ΑΕΠ και το πρωτογενές έλλειμμα στο 10,5% του ΑΕΠ. Συγκριτικά με το 2008, το έλλειμμα διευρύνθηκε κατά 5,8 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ και το πρωτογενές έλλειμμα κατά 5,5 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Η διεύρυνση αυτή οφειλόταν τόσο στην κακή πορεία των εσόδων (2008: 40,7% του ΑΕΠ, 2009: 38,3% του ΑΕΠ) όσο και στην αύξηση των δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης (2008: 50,6% του ΑΕΠ, 2009: 54% του ΑΕΠ). Εντούτοις, το ΑΕΠ, επηρεαζόμενο από την πτώση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης, μειώθηκε και η οικονομία εισήλθε και επισήμως σε φάση ύφεσης. Επιπλέον, την περίοδο 2001-2008 η σωρευτική υποχώρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας έφθασε στο 16,9% βάσει των σχετικών τιμών καταναλωτή και στο 27,7% βάσει του σχετικού κόστους εργασίας.

Οι εξελίξεις αυτές επέτειναν δραματικά την αβεβαιότητα για το μέλλον της οικονομίας, άμβλυναν πολύ τις προσδοκίες και δημιούργησαν έλλειμμα εμπιστοσύνης, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας και σε αισθητή διεύρυνση της διαφοράς αποδόσεων μεταξύ ελληνικών και γερμανικών ομολόγων. Το τραπεζικό σύστημα άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, καθώς οι υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας περιόρισαν την πρόσβαση των τραπεζών στη διεθνή διατραπεζική αγορά και αργότερα και σε άλλες πηγές άντλησης ρευστότητας.

Ήδη τον Ιανουάριο του 2009 η Standard & Poor's προχώρησε σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας από Α σε Α-, λόγω της επιδεινούμενης απώλειας ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας..

Εξαιτίας της υποβάθμισης αυτής, οι διαφορές αποδόσεων (spreads) μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν στις 300 μονάδες βάσης τον Ιανουάριο του 2009 και παρέμειναν στο επίπεδο αυτό μέχρι τον Μάρτιο. Τους επόμενους μήνες τα spreads κυμάνθηκαν χαμηλότερα, μεταξύ 150 και 200 μονάδων βάσης, ενώ κινήθηκαν εκ νέου ανοδικά τους τελευταίους μήνες του 2009. Σημείο καμπής για την περαιτέρω επιδείνωση του κλίματος ήταν η ανακοίνωση των ελληνικών αρχών στις 22 Οκτωβρίου 2009 ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 ήταν υπερδιπλάσιο του προβλεπομένου και ότι και το έλλειμμα του 2008 ήταν σημαντικά αυξημένο σε σχέση με τις έως τότε εκτιμήσεις. Η αξιολόγηση των αγορών στα τέλη του 2009 ήταν αρνητική για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και ενισχύθηκε από την απόφαση του ECOFIN, στις 2 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα ανταποκρίθηκε ανεπαρκώς στη σύσταση του Συμβουλίου, τον Απρίλιο του 2009, οπότε είχε κινηθεί η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος. Η Fitch, η Standard & Poor's και η Moody's υποβάθμισαν διαδοχικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας στις 8 Δεκεμβρίου 2009 (από Α σε ΒΒΒ+), στις 16 Δεκεμβρίου 2009 (από Α σε ΒΒΒ+) και στις 22 Δεκεμβρίου 2009 (από Α1 σε Α2).

Δημοσιεύματα στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, τα οποία αμφισβητούσαν την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή και να συμπορευθεί με τις λοιπές χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, επιδείνωσαν το δυσμενές κλίμα. Τους πρώτους μήνες του 2010 τα δημοσιεύματα αυτά πλήθυναν και εστιάστηκαν στο δημόσιο χρέος και στην πιθανότητα χρεοκοπίας και εξόδου της χώρας από τη ζώνη του ευρώ. Επίσης, καθώς καθυστερούσε αφενός η λήψη αποτελεσματικών μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα και αφετέρου η υιοθέτηση αποφάσεων της ΕΕ για ένα πλαίσιο στήριξης υπό όρους που συνδέονταν με την εφαρμογή μιας πολιτικής οικονομικής προσαρμογής, πολλαπλασιάζονταν τα δημοσιεύματα που επισήμαιναν τον κίνδυνο επέκτασης της κρίσης σε άλλες χώρες-μέλη, ακόμη και αποδόμησης της ίδιας της ευρωζώνης. Οι αρνητικές εξελίξεις του 2009 συνεχίστηκαν και εντάθηκαν τους πρώτους μήνες του 2010. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου ήταν οι κλιμακούμενες πιέσεις στην αγορά ομολόγων και η δραματική αύξηση του κόστους δανεισμού. Για να προληφθεί περαιτέρω απώλεια της εμπιστοσύνης, η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε σε σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών στόχων της. Οι νέοι στόχοι εντάχθηκαν στο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΕΠΣΑ 2010-2013, Ιανουάριος 2010). Σε σχέση με τον Προϋπολογισμό που είχε ήδη ψηφιστεί, επρόκειτο για μια πιο δραστική και περισσότερο εμπροσθοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή. Εντούτοις, αν και υπήρξαν θετικές δηλώσεις από τους επικεφαλής οργάνων της ΕΕ, οι αγορές και ο διεθνής τύπος συνέχιζαν να τηρούν σαφώς αρνητική στάση έναντι της Ελλάδας. Στις 29 Ιανουαρίου η διαφορά της απόδοσης του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου από το αντίστοιχο γερμανικό είχε φθάσει στις 377 μονάδες βάσης . Οι αγορές αντιδρούσαν έντονα σε ένα πλήθος αρνητικών δημοσιευμάτων του διεθνούς τύπου. Παρά την ανακοίνωση πρόσθετων μέτρων τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο (που επίσης σχολιάστηκαν θετικά από τους επικεφαλής οργάνων της ΕΕ), το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα συνέχισε να αυξάνεται. Τον Απρίλιο του 2010 η διαφορά αποδόσεων των δεκαετών ομολόγων έφθασε στις 654 μονάδες βάσης.

Η συνεχιζόμενη άνοδος του κόστους δανεισμού κατέστησε απαγορευτική τη νέα έκδοση ομολόγων, ενώ η αυξημένη αβεβαιότητα για τις δημοσιονομικές και μακροοικονομικές εξελίξεις οδήγησε σε αλλεπάλληλες υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Μόνο τον Απρίλιο και οι τρεις οίκοι αξιολόγησης (Fitch, Standard & Poor's, Moody's) προχώρησαν σε σημαντικές υποβαθμίσεις.

Έτσι, στις 23 Απριλίου 2010 η ελληνική κυβέρνηση απηύθυνε στις χώρες της ζώνης του ευρώ και στο ΔΝΤ αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής (βάσει της απόφασης-πλαισίου που είχε ληφθεί στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 25 Μαρτίου 2010 και της εξειδίκευσης των όρων από την Ευρωομάδα στις 11 Απριλίου 2010). Το Μνημόνιο Οικονομικών και Χρηματοπιστωτικών Πολιτικών και τα μέτρα που το συνόδευαν ενσωματώθηκαν στον Ν. 3845/2012 (Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) και αποτέλεσαν την κατευθυντήρια γραμμή της οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθηθεί μέχρι το τέλος της συμφωνίας.

Οι εξελίξεις στο ΑΕΠ

Αργεντινή

Το ΑΕΠ της Αργεντινής το 2002, τον πρώτο χρόνο μετά την εκδήλωση αδυναμίας εκ μέρους της χώρας να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της σε σχέση με το εξωτερικό δημόσιο χρέος, υπέστη δραστική μείωση της τάξεως του 10,9% του ΑΕΠ. Η σωρευτική μείωση των προηγούμενων τριών χρόνων (1999-2001), λόγω της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής με βάση τις οδηγίες του ΔΝΤ, ήταν 8,6% του ΑΕΠ.

Το 2003 ανέλαβε πρόεδρος της χώρας ο Νέστορ Κίρχνερ (Nestor Kirchner), μετά τις εκλογές που διεξήχθησαν στις 25 Μαΐου 2003. Η λογική της οικονομικής πολιτικής άλλαξε ριζικά σε σχέση με εκείνη που ακολουθούνταν τη δεκαετία του 1990. Το υποτιμημένο πέσο διευκόλυνε τις εξαγωγές, καθιστώντας τες φθηνότερες, και δυσκόλεψε τις εισαγωγές. Οι υψηλές τιμές της σόγιας προκάλεσαν εισροή ξένου συναλλάγματος. Η κυβέρνηση βοήθησε την υποκατάσταση εισαγωγών με βασικό μηχανισμό την πρόσβαση των επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό. Καθόρισε ένα επιθετικό σχέδιο για την αύξηση της είσπραξης φόρων, μεγάλο μέρος των οποίων οδηγήθηκε στο κοινωνικό κράτος, ενώ περιόρισε τις δημόσιες δαπάνες σε άλλους τομείς._ Η μεγέθυνση του ΑΕΠ ανήλθε στο 8,8%. Ουσιαστικά δηλαδή η αύξηση αυτή κάλυψε σχεδόν τη μισή απώλεια των τεσσάρων προηγουμένων ετών (1999-2002) και σχεδόν τα 4/5 της μείωσης του 2002. Με την αύξηση του 2004 (9%) υπερκαλύφθηκε η ύφεση των τελευταίων τεσσάρων ετών, και πολύ περισσότερο του έτους 2002. Η σωρευτική αύξηση του ΑΕΠ από το 2003 μέχρι και το 2013 έφθασε στο 68,2%! Μεταξύ 2003 και 2013 η μέση ετήσια μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 6,25%, ο υψηλότερος μέσος ρυθμός μεγέθυνσης στην οικονομική ιστορία της Αργεντινής.

Η συνεχής αύξηση του ΑΕΠ συνέβαλε και στην αντίστοιχη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος . Από τα 3.285 δολάρια το 2002, το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε σε 14.760 δολάρια το 2013, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης ανήλθε σε 17.554,12 δολάρια το 2012. Συγκεκριμένα την περίοδο 2003-2013 το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε κατά 63,1%. Εκείνο όμως που έχει μεγάλη σημασία είναι ότι η μεγέθυνση του ΑΕΠ επιτεύχθηκε με παράλληλη κοινωνική μεγέθυνση, δηλαδή με τη μείωση της φτώχειας, της ανεργίας, της ανισότητας κτλ., όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Επίσης, ένα ακόμη σημαντικό σημείο που αναδεικνύεται αφορά την ποσοστιαία συμμετοχή των προσδιοριστικών παραγόντων του ΑΕΠ από τη μεριά της ζήτησης. Πρόκειται για μια σαφώς ισορροπημένη συμμετοχή, με χαμηλή ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση και ικανοποιητικό σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Μάλιστα, σε σύγκριση με την Ελλάδα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συμμετοχή των προσδιοριστικών παραγόντων του ΑΕΠ είναι περισσότερο ισορροπημένη και προσομοιάζει με αυτή των ευρωπαϊκών χωρών.

Ελλάδα

Από το 1994 μέχρι και το 2007 ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ήταν θετικός (ετησίως +3,6%). Η ύφεση στην Ελλάδα αρχίζει το 2008 (-0,8%), βαθαίνει το 2009 (-3,1%) και το 2010 η Ελλάδα εισέρχεται στο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής του ΔΝΤ και της Ευρώπης. Η σωρευτική μείωση μέχρι το 2013 ανήλθε σε 22,9%! Αν συμπεριλάβουμε και την ύφεση των δύο πρώτων χρόνων, τότε ανέρχεται συνολικά σε 26,8%, ένα μέγεθος το οποίο φαίνεται εξωπραγματικό για περίοδο ειρήνης! Όμως το πρόβλημα δεν είναι μόνο αυτό, αν και είναι πραγματικά μεγάλο. Το πρόβλημα είναι επίσης σε τι χρονικό διάστημα προβλέπεται η Ελλάδα να καλύψει αυτή την τεράστια απώλεια του εισοδήματος. Σύμφωνα με το πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής, μέχρι το 2019, αν όλα εξελιχθούν ομαλά, η αύξηση του ΑΕΠ υπολογίζεται σε 17,1%. Δηλαδή στα επόμενα τέσσερα χρόνια η ελληνική οικονομία δε θα έχει καλύψει την απώλεια που υπέστη με το οικονομικό πρόγραμμα του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων! Αν θεωρήσουμε ότι θα έχουμε τους ίδιους ρυθμούς μεγέθυνσης για τα επόμενα χρόνια, τότε χρειάζονται ακόμη δύο χρόνια. Για την κάλυψη της συνολικής απώλειας θα χρειαστεί ακόμη ένας χρόνος.

Δηλαδή, με απλά λόγια, η ελληνική οικονομία θα χρειαστεί 15 χρόνια για να αποκτήσει ξανά το εισόδημα του 2007. Όλα τα παραπάνω ισχύουν με την προϋπόθεση ότι οι εξελίξεις θα είναι σύμφωνες με τις προβλέψεις του εκτελούμενου οικονομικού προγράμματος. Όμως με τις προβλέψεις καλό είναι να είμαστε τουλάχιστον επιφυλακτικοί. Η σημαντική μείωση του ΑΕΠ είχε συνέπεια, όπως ήταν αναμενόμενο, και τη μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος . Μάλιστα σε όρους αγοραστικής δύναμης βρίσκεται κάτω από το επίπεδο του 2002.

(Από ΑΠΕ-ΜΠΕ)

Δημοφιλή