Όταν η λογική ζηλεύει τη φαντασία (;)

Σκεπτόμενος κανείς τις παραμέτρους, που καθορίζουν την διαφορετικότητα μεταξύ λογικής και φαντασίας ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους, σίγουρα θα βρει αρκετές. Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η πιο χαρακτηριστική βασίζεται στο εξής. Πως όταν σε μια επιδίωξη χρησιμοποιείται σαν εργαλείο η λογική, αυτή πρέπει να επιστρατεύεται ανά κάθε επόμενο βήμα, ενώ όσον αφορά τις επιδιώξεις της φαντασίας, η κάθε μία καλύπτει ένα εύρος των ενεργειών που σηματοδοτούνται από μια έμπνευση/αφορμή.

Σκεπτόμενος κανείς τις παραμέτρους, που καθορίζουν την διαφορετικότητα μεταξύ λογικής και φαντασίας ως προς τον τρόπο λειτουργίας τους, σίγουρα θα βρει αρκετές. Ωστόσο θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η πιο χαρακτηριστική βασίζεται στο εξής: Πως όταν σε μια επιδίωξη χρησιμοποιείται σαν εργαλείο η λογική, αυτή πρέπει να επιστρατεύεται ανά κάθε επόμενο βήμα, ενώ όσον αφορά τις επιδιώξεις της φαντασίας, η κάθε μία καλύπτει ένα εύρος των ενεργειών που σηματοδοτούνται από μια έμπνευση/αφορμή.

Ή ακόμη πιο απλά· οι σκέψεις που προκαλούνται μέσω των ερεθισμάτων που δέχονται η φαντασία και η λογική, αντιστοίχως, στη μία πυροδοτούνται ανά μονάδες, και στην άλλη ανά σύνολα. Ας επιχειρήσουμε όμως, μια λίγο πιο περιγραφική προσέγγιση και των δύο.

Αφενός, η φαντασία έχει τη δυνατότητα να συλλαμβάνει αρχικά ένα ενιαίο και πολυσύνθετο ερέθισμα (πολλές φορές ίσως και χαοτικό) και έπειτα προσπαθεί να ξεχωρίσει τα περιεχόμενά του, να τα ανασυντάξει και να τα βάλει σε μια σαφή διάταξη. Ώστε εν τέλει με αυτόν τον τρόπο, να εντοπίσει τις προϋπάρχουσες εστίες οι οποίες προσδιορίζουν την δικτύωση όλου αυτού του... «μοτίβου», που απεικονίζει το αρχικό ερέθισμα.

Συν τοις άλλοις, η επιστράτευση της φαντασίας σε άτομα με πηγαίο ταλέντο, γίνεται τελείως αυθόρμητα, και η ένταση απ΄την οποία διακατέχονται τα ένστικτα που την τροφοδοτούν, δεν την αφήνει να κοντοστέκεται μπροστά σε απόλυτα (κατά τ΄άλλα) λογικά ερωτήματα, που προκύπτουν ανά τόσο. (Είναι εφικτή η υλοποίηση μια ιδέας; Αν ναι, σε τι βαθμό; Πόση ώρα θα μου πάρει; Αξίζει να συνεχίσω να επιμένω; Κι αν ναι, μέχρι ποιο σημείο, κι ως πότε;) Το βασικό και πιο καίριο ερώτημα, περί του αν το τελικό «μοτίβο» υπάρχει, δεν αποτελεί θέμα, κι άρα οτιδήποτε παρενοχλεί την άφιξη στον προορισμό αυτό, ναι μεν μπορεί συχνά να πτοεί, αλλά ταυτόχρονα και προσηλώνει περισσότερο. Διότι γίνεται συνειδητό ότι χωρίς μια τέτοιου είδους αντιστάθμιση, χάνεται χρόνος που καθυστερεί την άφιξη στον εν λόγω προορισμό. Πράγμα επ΄ουδενί διαπραγματεύσιμο στη νοοτροπία της φαντασίας.

Η λογική από την άλλη, κάνει το αντίθετο. Σε πρώτη φάση προσπαθεί να συντάξει μεμονωμένες (ωστόσο γειτονικές) εστίες μία προς μία, και εφόσον έχει δημιουργήσει ένα στοιχειώδες δίκτυο, στη συνέχεια βάσει της αντίληψης που προκύπτει από αυτό, υλοποιεί την επέκτασή του. Βέβαια, η εξέλιξη της όλης αυτής διαδικασίας, συχνά μπορεί να συνοδεύεται κι από μία παράλληλη ανασφάλεια/αβεβαιότητα, λόγω του ότι δεν υπάρχουν κάποια προπορεύοντα σημάδια, που θα επέτρεπαν μια πιο αυθόρμητη και λιγότερο επίπονη σχεδίαση των πραγμάτων. Κι αυτό... «μάλλον», προσμετράται στα αξιέπαινα γνωρίσματα της λογικής. Τ΄ότι δηλαδή κατά κάποιο τρόπο επιχειρεί να δημιουργήσει μια συνθετική υπόσταση, χωρίς μελλοντικά εχέγγυα, που (έστω) να υποψιάζουν αισθητά για την ύπαρξη ενός τελικού σταθμού.

Ωστόσο πολλές φορές η φαντασία κι η λογική κωλύονται, ιδίως όταν δεν λειτουργούν παραδειγματιζόμενες, η μία από την συμπεριφορά της άλλης.

Όσον αφορά την περίπτωση φαντασίας, το «παράπτωμα» στο οποίο ενδέχεται να υποπέσει, πάνω στην φόρα του εγγενή ενθουσιασμού της, είναι οι απόπειρες, του να αντικατοπτρίζει την πιθανή κατάληξη των μετέπειτα ενεργειών, ή να προσπαθεί να σκιαγραφήσει τις προβολές αυτών στο παρόν. Αντί (μιμούμενη τις διαδικαστικές μεθόδους της λογικής όπου επισκοπούνται τα βήματα που έχουν προηγηθεί), να επιδιώκει η φαντασία την αυτοσυνειδητοποίησή της. Να επιδιώκει δηλαδή να συμπεράνει, το από που προέκυψε. Να εντοπίσει την όλη σύνθεση του ερεθίσματος που αντιλαμβάνεται, ώστε επανασυνδυάζοντας τα συστατικά του, να προβαίνει ύστερα στην αναπαραγωγή διαφόρων εκδοχών του αρχικού αυτού κράματος ιδεών.

Αντίστοιχα η λογική, «ζηλεύοντας» τον ενθουσιασμό που προκαλεί συχνά το πόσο συμπυκνωμένες είναι οι στοχεύσεις/επιδιώξεις της φαντασίας, υποπίπτει στην βεβιασμένη αντίληψη του να θεωρεί, ότι δεν μπορεί να καλύπτει το ίδιο γρήγορα τις αποστάσεις που οδηγούν στην δημιουργία μιας ιδέας, μιας κατάστασης, καταλήγοντας έτσι συχνά να αρκείται, στην διατήρηση των ήδη διαμορφωμένων σχημάτων και προγραμματισμών. Ενώ μιμούμενη την φαντασία (που επιχειρεί να βρεί τις εστίες της μέσω ακανόνιστων κινητοποιήσεων), θα μπορούσε κάλλιστα η λογική να δημιουργεί διάσπαρτα μικρές εστίες ( π.χ. ιδέες, ενδιαφέροντα, ενασχολήσεις ), χωρίς αυτό να γίνεται υπό την προϋπόθεση* του πόσο άμεσα σχετίζεται, η επόμενη κίνηση με την προηγούμενη. Συνεπώς, παρ΄ότι οι μικρές αυτές εστίες, ίσως και να μην περικλείουν ένα σύνθετο περιεχόμενο που να εγείρει ενθουσιασμό, ωστόσο όσο μεγαλώνει το πλήθος τους, τόσο πιο γειτονικές γίνονται (σαν τις βούλες που ζωγραφίζονται στο χαρτί γεμίζοντάς το σταδιακά), κι άρα γίνονται και πιο προφανείς, οι υποθέσεις που μπορεί να κάνει κανείς, σχετικά με το ποιες συνδέσεις θα μπορούσαν να παρευρίσκονται ανάμεσα σε αυτό το πλήθος εστιών, ώστε έτσι να αρχίζει να διαφαίνεται η προϋπόθεση (*) που προαναφέρθηκε.

Έτσι λοιπόν, φαντασία και λογική, μιμούμενες η μία την άλλη - ή μάλλον πιο σωστά, η μία την φιλοσοφία της άλλης - μπορούν να αλληλοεπωφεληθούν. Τι δηλαδή θα σήμαινε κάτι τέτοιο (;)

Για την λογική, ότι πλέον δεν θα κινείται με το άγχος του να προσδιορίζει εκ των προτέρων, την αλληλεπίδραση των επιδιώξεων που επιχειρεί· αντιλαμβανόμενη τώρα πια πως ακόμη και για τις λιγότερο ενθουσιώδεις βλέψεις, τις μεμονωμένες ιδέες και τα απλά, μικρά ενδιαφέροντα, όσο περισσότερα από δ΄αύτα καλλιεργούνται, και όσο μεγαλύτερο πλήθος αυτών προσεγγίζεται, τόσο περισσότερες αφορμές συναθροίζονται, ώστε μεταξύ όλων αυτών εν συνεχεία, να αναδειχθούν/προκύψουν/διαμορφωθούν, συνδέσεις και συσχετισμοί. Και έτσι να αρχίσει να αποκτάει σιγά-σιγά, ολοένα και πιο ευκρινές σχήμα και μεγαλύτερη ένταση, ο ενθουσιασμός που, είτε συνοδεύει την παραπάνω διαδικασία, είτε απορρέει από αυτήν, όσο εκείνη συνεχίζει να εξελίσσεται.

Και πλέον, η «αργοπορία» της σταδιακής και «βραδύβατης» λογικής, δεν θα δημιουργεί ανυπομονησία, αλλά θα λογίζεται σαν μια διαδικασία διαβαθμιζόμενη, που δεν χρειάζεται να ξεκινήσει - μα ούτε και να ολοκληρωθεί - συντεταγμένα. Όπως π.χ. το σκηνικό, όπου κρατάει κανείς μια δεσμίδα με ανακατεμένα κερτελάκια απ΄το 1 ως το 30, και πρέπει να ανοιχτούν πάνω σ΄ένα τραπέζι, κατά σειρά. Δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνεται το ψάξιμο όλων των καρτών, αρχικά για να βρεθεί το 1, κι έπειτα το 2, κ.ο.κ. κάθε φορά, ωσότου τελειώσουν οι κάρτες. Αντ΄αυτού, μπορεί κανείς να απλώσει οριζόντια στη σειρά, τα 5-10 πρώτα τυχαία καρτελάκια, και κάθε επόμενο να τοποθετείται κάθετα (πάνω ή κάτω) σε όποιο απ΄αυτά τα αρχικά νούμερα αντιστοιχεί (ανάλογα με το εάν προηγείται ή έπεται). Πάντα υπόψιν, αφήνοντας κενό χώρο μεταξύ των ... «καρτελακίων», ώστε να συμπληρωθεί στη συνέχεια. Συνεπώς; Ποιο το μόνο ζητούμενο; Να είναι σωστά γραμμένοι οι αριθμοί (π.χ. να μην είναι μισογραμμένοι, ή να μη μοιάζει το 7 με το 1). Ομοίως, κι αν τα εν λόγω καρτελάκια, ήταν οι στόχοι και τα ενδιαφέροντα ενός ατόμου. Δηλαδή; Αρκεί να ήταν άρτια και σαφή. Το πόσο μεγάλα ή μικρά, σύνθετα ή απλά, ενθουσιώδη ή ήπια, δεν έχει σημασία. Το αποτέλεσμα που διαρκώς διαμορφώνεται, θα καταλήξει εκ των πραγμάτων συμπυκνωμένο, ούτως ή άλλως. Το μόνο που μένει να αποφασίσει κανείς (ανεξαρτήτως του αν διαφαίνεται εξ αρχής η όποια συσχέτιση) είναι τι στοιχεία θα ήθελε να συμπεριλάβει σ΄ένα εγχείρημα. Ο τρόπος σύνθεσης και σύνδεσης, θα προκύψει απ΄την διαρκή αντιπαράταξη των «καρτελακίων». Και όσο αυτή συνεχίζεται, οι ιδέες, που δύναται να χωρέσουν ανάμεσα στα «κενά», θα προκύπτουν όλο και πιο αβίαστα, λόγω... «χωροταξικού κορεσμού».

Και κάπως έτσι η αποδοτικότητα της λογικής και της φαντασίας, ενισχύεται απ΄την αναμεταξύ τους αλληλοσυμπλήρωση.

Αφενός, η δημιουργικότητα της λογικής αποκτάει με σταθερούς ρυθμούς, ένα διαδικαστικό χαρακτήρα, γίνεται πιο αυτοματοποιημένη, κι άρα μπορεί να ασκείται πιο άνετα και πιο αυθόρμητα, συνεπώς και πιο αποτελεσματικά.

Και αφετέρου, βάσει της τάσης που έχει η λογική να θωρεί τα βήματα που έχουν γίνει, διευκολύνεται εξίσου, κι η λειτουργικότητα της φαντασίας. Που όσο (όντας μιμούμενη αυτή τη φιλοσοφία) συνειδητοποιεί τον εαυτό της και οδηγείται προς τον εντοπισμό των εστιών της, τόσο επιβεβαιώνεται, και μπορεί πλέον να λειτουργεί πιο αβίαστα. Χωρίς να προσπαθεί να αποδεικνύεται και να αναδεικνύεται συνεχώς, μέσα από οξύμωρα σχήματα και συγκρουσιακές καταστάσεις, των ενστίκτων που την ανατροφοδοτούν. Χωρίς κάθε φορά που δεν ταιριάζει ένα κλειδί σε μια κλειδαριά, οι φορές αυτές να αθροίζονται επίπονα στην σκέψη της αστοχίας. Αλλά να αποκλείονται αθροιστικά, απ΄τον αριθμό των κλειδιών που ήδη κρέμονται στο μάτσο του κρίκου.

Φαντασία και λογική λοιπόν. Δύο όψεις, του ίδιου νομίσματος. Δύο αντίθετες διαδρομές, της ίδιας όμως πορείας. Κινούμενες αντίστροφα· η πρώτη, απ΄ την εικόνα ενός πλαισιωμένου «μοτίβου» προς τον εντοπισμό των εστιών του· κι η δεύτερη, απ΄ τη δημιουργία εστιών προς την διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου «μοτίβου».

Δύσκολη η ισορροπία μεταξύ τους; Μπορεί. Απλή άραγε η εκάστοτε διάκριση της επιλογής ανάμεσά τους; Ίσως όχι τόσο.

Όπως και να ΄χει, ουσιαστική αντιπαράθεση δεν υπάρχει. Καθώς λέγεται και στη Χημεία, η ύλη (άρα και το σύμπαν ολάκερο), ούτε καταστρέφεται, ούτε δημιουργείται, απλά υπάρχει. Συνεπώς, φαντασία και λογική αμφότερες, θα σου αποκαλύπτουν διαρκώς, έναν κόσμο που ήδη υπάρχει· και που δε μένει, παρά κάθε του γωνιά και έκφανση, να ανακαλυφθεί. (Ουσιαστικά δηλαδή, να αποκαλυφθεί.)

Απλώς διαδικαστικό το όλο θέμα, δεν νομίζετε; Αφού οι προορισμοί είναι ήδη εκεί.

ΥΓ : Είναι (έως κι αρκετά) πολύ πιθανό, οι νόμοι π.χ. του Η/Μ, να μην άρχισαν να υφίστανται, αφότου διατυπώθηκαν επιστημονικώς και έπειτα.