«Παπαθανασίου - Ρέππας χωρίς γέλιο, δεν γίνεται»

Το συγγραφικό δίδυμο στη HuffPost με αφορμή το νέο έργο «Φεγγάρι από χαρτί» που κάνει πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο.
«Φεγγάρι από χαρτί»
«Φεγγάρι από χαρτί»
Εθνικό Θέατρο

«... Έλεγα στην πρόβα, η πιο χαρακτηριστική λέξη του έργου, αυτή που πρέπει να φωνάξετε είναι «Αθήνα»! Φορτσάρετε στη λέξη «Αθήνα»! Είναι πολύ αθηναϊκό το έργο. Είναι εντελώς Αθήνα. Στο αστικό Παγκράτι εκείνης της εποχής. Ούτε στο Πέραμα, ούτε στο Ψυχικό».

Επιστρέφουν -για τέταρτη φορά- στο Εθνικό Θέατρο με ένα ολόφρεσκο «ανοιξιάτικο» έργο, σε μία πολυπρόσωπη παραγωγή, ύστερα από ανάθεση της Πρώτης Κρατικής Σκηνής.

Το συγγραφικό δίδυμο Μιχάλης Ρέππας - Θανάσης Παπαθανασίου μιλά στη HuffPost λίγο πριν από την πρεμιέρα του μουσικού έργου «Φεγγάρι από χαρτί» (20 Φεβρουαρίου, Θέατρο Rex Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»).

Η Αθήνα της δεκαετίας του ’60 που ζει στη μνήμη, το μυστικό της επιτυχίας, τα 32 χρόνια της κοινής πορείας, η κάθετη άρνηση στην ερώτηση εάν θα έκαναν ξανά τηλεόραση, οι εφηβικοί έρωτες που «δεν έχουν πάψει να υπάρχουν, απλώς, οι σημερινοί νέοι μπορεί να ερωτεύονται πολύ πιο εύκολα από το instagram» και η δήλωση «το Φεγγάρι από χαρτί δεν θυμίζει κανένα άλλο έργο μας».

-Κατ′ αρχάς, ο τίτλος «Φεγγάρι από χαρτί» παραπέμπει ευθέως στο «Χάρτινο το Φεγγαράκι».

Π: Εύλογα.

-Είναι ένας φόρος τιμής στον Μάνο Χατζιδάκι, στον Νίκο Γκάτσο, στο «Λεωφορείο ο Πόθος»;

Ρ: Το «Χάρτινο το Φεγγαράκι», όπως και τέσσερις - πέντε ακόμη μελωδίες εξίσου χαρακτηριστικές, κουβαλάνε το αίσθημα εκείνης της εποχής με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση και πυκνότητα. Γι’ αυτό, απ’ όλα εκείνης της εποχής, διαλέξαμε αυτό.

-Όλα στο έργο σας συμβαίνουν σε μία χρονιά, από την Άνοιξη του 1963 μέχρι την Άνοιξη του 1964. Μία χρονιά πολύ ταραγμένη πολιτικά, κατά την οποία παραιτείται ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, φεύγει στην Ελβετία, συγκροτείται η κυβέρνηση Πιπινέλη και στη συνέχεια γίνονται εκλογές τις οποίες παίρνει ο Γεώργιος Παπανδρέου με την Ένωση Κέντρου.

Ρ: Ναι, τα γεγονότα αυτά αναφέρονται στο έργο.

Π: Δεν είναι όμως, η ουσία, η βάση του έργου. Υπάρχουν πολιτικά γεγονότα, όπως πάντα, σε όλες τις δεκαετίες, τα οποία συμβαίνουν παράπλευρα με τη ζωή των ανθρώπων.

Ρ: Συγκεκριμένα ο Πιπινέλης και η δολοφονία Λαμπράκη αναφέρονται στο έργο, όπως και οι διαδηλώσεις, η άνοδος του Παπανδρέου στην εξουσία, η φυγή του Καραμανλή από την Ελλάδα με ψεύτικη ταυτότητα –αυτά όλα αναφέρονται, χωρίς να είναι αυτά το θέμα του έργου.

“Το «Φεγγάρι από χαρτί» δεν θυμίζει κανένα άλλο έργο μας”

Π: Θα μπορούσαμε, αν θέλουμε, να το τοποθετήσουμε χρονικά στο 1955.

Ρ: Κάποια στιγμή έπρεπε να επιλέξουμε μία χρονιά. Εφόσον θέλαμε να πάμε Άνοιξη με Άνοιξη…

Π: … Κάτι θα συνέβαινε. Και μάλιστα, σε μία χώρα τόσο ταραγμένη, σίγουρα κάτι θα συνέβαινε. Εδώ συμβαίνει τώρα από Άνοιξη σε Άνοιξη (γέλια).

-Και γιατί από Άνοιξη σε Άνοιξη; Αυτό το άνοιγμα, σε ποιόν αναφέρεται;

Ρ: Στην εφηβεία. Το κεντρικό μας θέμα είναι η ενηλικίωση τεσσάρων εφήβων εκείνη την εποχή. Ε, η Άνοιξη είναι η πιο χαρακτηριστική εποχή για την εφηβεία.

-Άρα, ο φακός σας έχει στραφεί σ’ αυτά τα παιδιά.

Ρ: Ναι, αυτά είναι τα κεντρικά πρόσωπα.

Π: Αλλά δεν είναι μόνον αυτοί.

Ρ: Είναι δεκαεννιά ηθοποιοί, δεκαεννιά ρόλοι.

Π: Η ιστορία εκτυλίσσεται σε τέσσερα σπίτια της Αθήνας, σε μια γειτονιά στην ουσία. Τα τέσσερα αυτά παιδιά είναι τα ξαδέλφια και ένας φίλος τους. Όμως είναι κι άλλοι. Ένα τοπίο.

“Το νεαρό, φρέσκο κορίτσι, το ερωτικό πλάσμα που εισβάλλει και αναστατώνει είναι μία παγκόσμια θεματική”

-Και περιφερειακά πρόσωπα.

Ρ: Όλοι είναι περιφερειακοί και κεντρικοί.

-Σε σχέση με τους εφήβους, εννοώ.

Π: Όχι, ούτε κι αυτοί είναι τόσο κεντρικοί. Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία σ’ αυτό το χρονικό διάστημα.

Ρ: Η ιστορία έχει ως εξής: Ένας έφηβος, ο Νίκος, ερωτεύεται σφοδρά την εξαδέλφη του Ειρήνη, η οποία έρχεται το φθινόπωρο του 1963 για να μείνει στο σπίτι του, να τη φιλοξενήσει η οικογένεια του μέχρι να τελειώσει το Γαλλικό Ινστιτούτο και να φύγει μετά για σπουδές στο Παρίσι. Και το συντριπτικό γεγονός στη ζωή του είναι ότι κάποια στιγμή καταλαβαίνει ότι η εξαδέλφη είναι ερωμένη του μπαμπά του. Ενώ το έργο ξεκινάει ανάλαφρα, από εκεί και μετά... Πιο κεντρικό ρόλο έχει ο Νίκος, ο οποίος συγκρούεται με την πραγματικότητα μέσα από αυτήν την οδυνηρή διαπίστωση. Ότι εκείνη που με τόσο εξιδανικευτικό τρόπο αγαπάει είναι ερωμένη του μπαμπά.

Π: Και ο αδελφός του έχει μία αντίστοιχη ιστορία ενηλικίωσης. Όλοι έχουν.

Ρ: Ναι, όλοι. Πιάσαμε τον Νίκο, μην τους πούμε όλους.

-Τη μουσική της παράστασης υπογράφει ο Νίκος Κυπουργός, τους στίχους των τραγουδιών η Αφροδίτη Μάνου.

Ρ: Ναι, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε με έναν σημερινό τρόπο, μέσα από την ευαισθησία των συγκεκριμένων, του Κυπουργού και της Μάνου, την εποχή εκείνη. Έχουν γράψει ένα χασάπικο, ένα χασαποσέρβικο, αλλά και πολλά δυτικότροπα ας το πούμε έτσι, τραγούδια, μελωδικά. Με τον τρόπο τον δικό τους και μέσα από την ευαισθησία τους, προσπαθούμε να μεταφέρουμε την ατμόσφαιρα αυτής της εποχής, αλλά με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που να ταιριάζει με την παράσταση.

-Δεν επιλέξατε μουσικές και τραγούδια που μαρκάρισαν την εποχή.

Ρ: Εντάξει, συνέχεια αυτή τη δουλειά θα κάνουμε; Μόλις το περασμένο καλοκαίρι το κάναμε στο «Άλσος». Στην παράσταση μας «Το δικό μας σινεμά» χρησιμοποιήσαμε την ορίτζιναλ μουσική, την παλιά, σ’ ένα καινούργιο έργο. Και στο «Βίρα τις άγκυρες» πάλι το ίδιο είχαμε κάνει. Και στο «Πριν το Χάραμα» πάλι το ίδιο. Τώρα είπαμε να κάνουμε μία ανάπλαση εποχής, αλλά διαφορετική. Πιο λοξή, πιο περίεργη.

-Επιστρέφετε στο Εθνικό Θέατρο, στο οποίο είστε ταυτισμένοι κυρίως, με το «Βίρα τις άγκυρες». Έχει βάρος η επιστροφή ή περισσότερο χαρά;

Ρ: Χαρά.

Π: Βάρος, γιατί; Επειδή είναι το Εθνικό Θέατρο;

Ρ: Μόνο χαρά… Αν έχει κάτι σαν μελαγχολία είναι ότι μπαίνοντας τώρα στα καμαρίνια, εδώ του Ρεξ, και επειδή το προηγούμενο μας έργο που ήταν στο Ρεξ…

Π: … Τρία έργα έχουμε κάνει στο Ρεξ…

Ρ: … Ήταν το «Ποια Ελένη;»…

Π: … Θυμάσαι. Λίγο τα παλιά.

Ρ: Θυμάσαι. Και κυρίως, τη Τζέσυ (Παπουτσή) και τη Νατάσα (Μανίσαλη). Αυτό πιο πολύ λίγο με πείραξε όταν πρωτομπήκα στον χώρο των καμαρινιών.

Π: Μετά το συνηθίζεις κι αυτό. Εννοώ, δεν το αντιμετωπίζεις σαν κάτι καινούργιο.

“Για την Αθήνα: Δεν μπορείς να μην αγαπάς την μητέρα σου. Είτε είναι πανέμορφη, είτε πανάσχημη. Δεν είναι ανάγκη να έχεις μαμά την Μόνικα Μπελούτσι για να την αγαπάς. Όποια κι αν είναι η μαμά σου την αγαπάς.”

-Η ανάθεση έχει μία ιδιαιτερότητα, υποθέτω. Ίσως και ένα επιπλέον άγχος όσον αφορά τις προθεσμίες;

Ρ: Γιατί, πού είναι χωρίς προθεσμίες;

Π: Και μόνοι μας να δουλεύαμε, πάλι προθεσμίες θα βάζαμε. Πες ότι δεν είχαμε την ανάθεση από το Εθνικό Θέατρο και δουλεύαμε για το ελεύθερο θέατρο. Πάλι θα γινόταν συζήτηση για τους χρόνους και πότε το έργο θα είναι έτοιμο.

Ρ: Το αφεντικό πάντα ρωτάει: Για πότε; Μόλις σε ρωτάει «για πότε», αυτομάτως μπαίνει ένα deadline, αντίστοιχα για να παραδώσεις κείμενο, για να ξεκινήσεις πρόβες, για να τελειώσεις. Είναι αυτονόητα. Μπορείς να γίνεις πολύ δημιουργικός με την ανάθεση. Στη δική μας περίπτωση, τώρα, η ανάθεση ήταν «λευκή επιταγή». Στην περίπτωση του «Βίρα τις άγκυρες» ήταν πολύ συγκεκριμένη θεματική: Η επιθεώρηση στην Ελλάδα, ένας αιώνας επιθεώρησης. Εδώ ήμασταν ελεύθεροι. Στο «Ποια Ελένη;» αντίθετα, πήγαμε εμείς με την ιδέα στον Νίκο Κούρκουλο, ο οποίος και τη δέχτηκε.

-Θα μελαγχολήσουμε γλυκά, θα γελάσουμε; Τι να περιμένουμε στο «Φεγγάρι από χαρτί»;

Ρ: Παπαθανασίου - Ρέππας χωρίς γέλιο δεν γίνεται!

Π: Όλα! Αυτό που έχει η ζωή. Έχει και γέλιο και δάκρυ.

«Φεγγάρι από χαρτί»
«Φεγγάρι από χαρτί»
Φωτογράφος παράστασης: Τάκης Διαμαντόπουλος

-Το νεανικό κοινό που θα δει μία ιστορία η οποία εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ’60, πώς θα αντιδράσει;

Ρ: Δεν μπορούμε να μαντέψουμε, ούτε για τους μεγαλύτερους, ούτε για τους μικρότερους.

-Τόσα χρόνια πάντα μαντεύετε…

Ρ: Τι λες, καλέ; (γέλια).

Π: Δεν ξέρουμε… Το νεανικό κοινό όμως έχει αναφορές σ’ αυτές τις εποχές μέσα από τις ταινίες. Δεν ξέρω για τα πολιτικά γεγονότα, δεν τα αναφέρανε στις ταινίες πολύ πολύ, αλλά όλο το άλλο, ο κοινωνικός περίγυρος, το πλαίσιο, μέσα από τις ταινίες υπάρχει ακόμη και το βλέπουν και κάτι τους θυμίζει. Οι ταινίες είναι αυτές οι οποίες κρατάνε το νήμα. Δεν είναι κάτι που κόπηκε απότομα. Όπως, δηλαδή το γεγονός ότι δεν έχουμε εικόνα από τη ζωή στο 1920.

Ρ: Στο «Δικό μας Σινεμά» οι θεατές δεν ήταν μόνο μεγάλοι. Σίγουρα οι μεγαλύτερες ηλικίες είναι πιο φορτισμένες. Αλλά ήρθαν και νέοι. Δεν είχαν θέμα να επικοινωνήσουν. Να πω κάτι: Υπάρχουν στοιχεία επικαιρικά, υπάρχουν και στοιχεία διαχρονικά. Η σχέση πατέρα - γιου, δεν έχει κι ακριβώς ούτως ειπείν εκλείψει. Ούτε η σχέση μητέρας - γιου.

Π: Ούτε οι εφηβικοί έρωτες έχουν πάψει να υπάρχουν. Απλώς, οι σημερινοί νέοι μπορεί να ερωτεύονται πολύ πιο εύκολα από το instagram. Βλέποντας μία φωτογραφία. Είναι τελείως διαφορετικές οι συνθήκες. Αλλά ο πυρήνας αυτού του πράγματος δεν έχει πάψει να υπάρχει.

“Νομίζω ότι και ο Τζορτζ Λούκας όταν έκανε το πρώτο «Star Wars»  δεν ήξερε εάν θα έχει επιτυχία. Κανείς δεν ξέρει”

-Επανερχόμενη στη μαντεψιά, πώς καταλαβαίνετε ότι η ατάκα θα λειτουργήσει (όσο κι αν λέτε ότι δεν ξέρετε);

Ρ: Δεν το ξέρεις.

-Μετά από τόσες επιτυχίες, από το θέατρο και την τηλεόραση μέχρι το σινεμά;

Π: Ποτέ δεν ξέρεις την επιτυχία, γιατί αν το ξέραμε θα κάναμε μόνο επιτυχίες. Δεν υπάρχουν συνταγές. Κάποια έργα πηγαίνανε πολύ καλά, κάποια λιγότερο καλά.

Ρ: Εσύ κάνεις αυτό που είναι να κάνεις…

Π: … Ακριβώς, και μετά κάνεις τον σταυρό σου και περιμένεις τον κόσμο. Τις αντιδράσεις.

-Γράφεις τις «Τρεις Χάριτες», για παράδειγμα, με αυτούς τους απίθανους διαλόγους. Δεν ξέρεις από πριν ότι αυτό λειτουργεί;

Ρ: Δεν το ξέραμε. Την τελευταία μέρα πριν την προβολή, είχαμε πάει με τις «Τρεις Χάριτες» για φαγητό και καθίσαμε σε ένα τραπέζι, εννοείται θλιμμένοι και μελαγχολικοί, προφανώς επειδή είχαμε αγωνία και είπαμε, και οι πέντε μαζί, παιδιά, εμάς μας αρέσει; Το υπογράφουμε με όλη μας την καρδιά; Να πάει στο διάολο και σ’ όποιον αρέσει. Δεν πιστεύαμε ότι θα κάνει επιτυχία και μάλιστα, την επιτυχία που έκανε. Πριν το «Safe Sex» βλέπω την ταινία και τηλεφωνώ στον Αντώνη Μανιάτη (Σπέντζος Φιλμ) και του λέω το έργο δεν θα πιάσει, ό,τι κάνουμε το πρώτο Σαββατοκύριακο. Τόσο μέσα έπεσα....

-Η ταινία έσπασε τα ταμεία.

Π: Νομίζω ότι ακόμη και ο Τζορτζ Λούκας όταν έκανε το πρώτο «Star Wars» δεν ήξερε εάν θα έχει επιτυχία. Κανείς δεν ξέρει.

Ρ: Έχουμε ανησυχία πριν εκτεθεί η δουλειά σας. Να σου πω σε τι μπορείς να ελπίζεις πιο πολύ, όχι να πιστεύεις: Το καλοκαίρι που κάναμε «Το Δικό μας Σινεμά», με τόσα ονόματα στη διανομή, λες, κάτι θα γίνει, δεν μπορεί να μην κάνουμε και τίποτα. Δεν ήταν επειδή πίστευα στο έργο μας, αλλά επειδή είχε τόσους πρωταγωνιστές.

Π: Θυμάμαι όταν κάναμε τους «Μπαμπάδες με ρούμι». Είμαστε καθισμένοι στην πλατεία και βλέπαμε την πρόβα.

Ρ: Κι έλεγε ο Θανάσης: Πού είναι τ′ αστεία μας, που είναι ο Άι Βασίλης; (είχαμε κάνει προηγουμένως το «Ο Άι Βασίλης είναι σκέτη λέρα»). Κι ερχόταν ο Φασουλής κι έλεγε: Δεν έχει αστεία...

Π: Για να καταλάβεις τη διαφορά, ο Σταμάτης Φασουλής και η Χρύσα Ρώπα που είχαν παίξει την προηγούμενη χρονιά έλεγαν ότι, εάν το προηγούμενο έκανε εισπράξεις -εικονικό το ποσόν- 150.000 δραχμές, αυτό θα κάνει 250.000 δραχμές. Κι ερχόταν ο Γιώργος Λεμπέσης και τους έλεγε, αυτό θα πάει δύο χρονιές και τον κοροϊδεύανε όλοι. Όταν είσαι μέσα σε μια δουλειά δεν μπορείς να βγεις εκτός και να τη δεις από απόσταση. Ξέρω τραγουδίστριες που δεν ήθελαν να πουν τραγούδια -γιατί, ενδεχομένως δεν τους άρεσαν- κι όταν τα είπαν, έγιναν σουξέ.

-Ποιοί είναι οι έμπιστοι «ακροατές» σας στους οποίους διαβάζετε τα έργα σας στην πρώτη γραφή;

Ρ: Δεν υπάρχει δεύτερη γραφή σ′ εμάς. Μία και τελειώσαμε. Και δεν ξαναγράφουμε τίποτα. Κάνουμε πολύ συζήτηση για το πώς θα είναι η σκηνή. Τώρα είναι και 32 χρόνια που δουλεύουμε. Μπορεί κάποια σκηνή να έχει ξαναγραφτεί και να μην το θυμάμαι.

Π: Δεν καταλαβαίνω όταν ακούω ότι έχουν γίνει πέντε γραφές. Μπορεί εμείς τις πέντε γραφές να τις έχουμε κάνει σε διάλογο, σε συζήτηση, σε σκέψη.

Ρ: Δεν είναι αυτή η μέθοδος μας. Επειδή είμαστε δύο. Μπορεί να συμβαίνει σε κάποιον που γράφει μόνος του και αν δεν του αρέσει κάτι να το αλλάζει -σε έναν διάλογο με τον εαυτό του. Εμείς επειδή έχουμε φωναχτό διάλογο, η επιλογή γίνεται κατά τη διάρκεια του μεταξύ μας διαλόγου. Άρα, αυτό που κατοχυρώνεται και δακτυλογραφείται, σπάνια αλλάζει.

«Φεγγάρι από χαρτί»
«Φεγγάρι από χαρτί»
Φωτογράφος παράστασης: Τάκης Διαμαντόπουλος

-Σ′ αυτά τα 32 χρόνια, υπήρξαν στιγμές σύγκρουσης, ρήξης;

Π: Παλιά. Νομίζω, επί τηλεόρασης. Που ήταν τα πράγματα πιο δύσκολα, με την έννοια ότι υπήρχε μεγαλύτερο άγχος.

Ρ: Τα deadlines που έλεγες.

Π: Οι προθεσμίες, οι αναποδιές. Στο θέατρο δεν είναι τόσο δύσκολα τα πράγματα. Όχι ότι δεν υπάρχουν καυγάδες, υπάρχουν. Σε ένα θεατρικό ή σε μία ταινία, δεν έχεις τους ρυθμούς του σίριαλ. Κάποια στιγμή τελειώνει.

-Τηλεοπτικές σειρές βλέπετε;

Π: Όχι, κυρίως επειδή δεν είναι αυτοτελή επεισόδια, όπως παλαιότερα. Οπότε εάν παρακολουθήσεις τη Δευτέρα ένα επεισόδιο και μετά ξαναδείς την επομένη Δευτέρα, έχεις χάσει τη σειρά των γεγονότων.

-Εάν χτυπούσε τώρα το τηλέφωνο και σας έκαναν πρόταση να επιστρέψετε στην τηλεόραση, με τους δικούς σας όρους, τι θα απαντούσατε;

Ρ: Όχι! Τώρα η τηλεόραση δεν θέλει μικρές σειρές, αλλά σίριαλ με δύο, τρία ή περισσότερα επεισόδια την εβδομάδα.

Π: Είναι απάνθρωπο. Απάνθρωπο και για τους ηθοποιούς. Πολύ κουραστικό.

Ρ: Για τους ηθοποιούς, για τα συνεργεία, για τους σκηνοθέτες, τους πάντες. Είναι εξοντωτικό.

-Σινεμά; Έχετε πολύ καιρό να κάνετε ταινία.

Π: Δεν υπάρχουν λεφτά.

-Δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για τις φίρμες;

Π: Έχουμε κάνει πρόταση, δεν υπάρχουν λεφτά.

Ρ: Μόνο η «Ευτυχία» έκανε επιτυχία.

Π: Έπρεπε να είναι τέσσερις Ευτυχίες κάθε χρόνο.

Ρ: Με μία «Ευτυχία» τη δεκαετία δεν κάνεις τίποτα. Και δεν ξέρω εάν θα τα βγάλει τα λεφτά της γιατί είναι και ακριβή παραγωγή.

Εθνικό Θέατρο

-Είστε χορτασμένοι από την αγάπη του κόσμου. Υπάρχει κάποια επιθυμία, κάποιο όνειρο που ακόμη περιμένει να πραγματοποιηθεί;

Ρ: Το ζήτημα είναι, έτσι όπως κυλάει η ζωή, να υπάρχουν καινούργια ερεθίσματα που να σε ψιλομετακινούν. Αυτό που δεν μ′ αρέσει είναι η ρουτίνα. Εδώ, για παράδειγμα, στο Ρεξ, στη νέα παράσταση, έχω πάρα πάρα πολύ μεγάλη χαρά και ευτυχία, γιατί δεν είναι ένα ακόμη Παπαθανασίου - Ρέππας, αλλά κάτι πολύ διαφορετικό. Το «Φεγγάρι από χαρτί» δεν θυμίζει κανένα άλλο έργο μας.

-Το καλύτερο το αφήσατε για το τέλος. Πάντως η (υπο)γραφή σας είναι αναγνωρίσιμη.

Ρ: Αυτό μπορεί να υπάρχει. Αλλά σκέψου. Υπάρχει ένας κύριος όγκος έργων, από τους «Μπαμπάδες με ρούμι» μέχρι τους «Συμπέθερους από τα Τίρανα», τo «Άνδρες έτοιμοι για όλα» και τη «Σκούπα», το τελευταίο μας, όμως μέσα σ′ αυτή την παραγωγή υπάρχουν έργα που δεν μοιάζουν μεταξύ τους καθόλου: Η «Τσινετσιτά», το «Βίρα τις άγκυρες», η «Αττική οδός», «Η δεύτερη φωνή»....

Π: Έχουμε γράψει ένα αστυνομικό, ένα παιδικό....

Ρ: Μ′ αρέσει αυτή η μετακίνηση. Και το παιδικό, άμα το δεις, είναι κανονικά Παπαθανασίου – Ρέππας. Αλλά επειδή είναι για παιδάκια, αυτή η μετακίνηση είναι εξαιρετικά ευεργετική και γόνιμη. Έτσι είναι και το «Φεγγάρι από χαρτί». Δεν θυμίζει κανένα από τα έργα μας, χωρίς, όπως είπες, να μην βλέπεις, σε συγκεκριμένες σκηνές τη μανιέρα μας.

Π: Ε, μετά από 27 έργα -χώρια οι διασκευές- αυτό το βλέπεις.

-Το ερέθισμα για να γράψετε το «Φεγγάρι από χαρτί»;

Ρ: Το εναρκτήριο λάκτισμα μπορεί να το πυροδοτήσει μια είδηση που είδες στην τηλεόραση. Συνήθως από τις δεύτερες, όχι από τις κύριες, αυτές που είναι προς το τέλος. Μπορεί και να είναι όμως, και κάτι που έχει να κάνει με την ίδια τη συντεχνία και τη δουλειά σου. Η έμπνευση -μια πρώτη πρώτη δόση- ήρθε από έναν συγγραφέα που θαυμάζουμε πάρα πολύ, τον Παντελή Χορν. Πήραμε το θέμα από «Το μελτεμάκι»: Το νεαρό, φρέσκο κορίτσι, το ερωτικό αυτό πλάσμα που έρχεται και μπαίνει σε ένα σπίτι, κυρίως ανδρών -γιατί είναι μία μαμά, δυό γιοι και ο μπαμπάς- και προξενεί αναστάτωση. Φυσικά εμείς έχουμε χειριστεί τελείως διαφορετικά την ιστορία από το συγκλονιστικό έργο του Παντελή Χορν. Κατ′ αρχήν, στο Μελτεμάκι δεν υπάρχει παιδί, είναι μόνο ο κύριος και η κυρία. Εξαιρετικό έργο, γραμμένο με πάρα πολύ μαεστρία και δεύτερα επίπεδα -και πόσο μοντέρνος και αστικός, ας το πούμε, ήταν στην καταγραφή ενός κόσμου που μισολέει αυτό που εννοεί, που υπονοεί, που αποκρύπτει. Αλλά, το νεαρό κορίτσι που εισβάλλει είναι μία παγκόσμια θεματική. Από τη «Λολίτα» μέχρι τη «Λούλου».

-Ποιά είναι η φράση που συμπυκνώνει το «Φεγγάρι από χαρτί»; Αν σας ζητούσαμε να μας δώσετε μία κουβέντα, ίσως μία λέξη, ποιά θα διαλέγατε;

Ρ: Σήμερα στην πρόβα έλεγα, η πιο χαρακτηριστική λέξη του έργου, αυτή που πρέπει να φωνάξετε είναι «Αθήνα»! Φορτσάρετε στη λέξη «Αθήνα»! Είναι πολύ αθηναϊκό το έργο. Είναι εντελώς Αθήνα αυτό που συμβαίνει. Στο αστικό Παγκράτι εκείνης της εποχής. Ούτε στο Πέραμα, ούτε στο Ψυχικό.

-Σαν ένα χάδι σ′ αυτήν την ομορφάσχημη, αλλά τόσο αγαπημένη πόλη;

Ρ: Δεν μπορείς να μην αγαπάς τους γονείς σου. Δεν μπορείς να μην αγαπάς την μητέρα σου. Είτε είναι πανέμορφη, είτε είναι πανάσχημη. Δεν είναι ανάγκη να έχεις μαμά την Μόνικα Μπελούτσι για να την αγαπάς. Όποια κι αν είναι η μαμά σου την αγαπάς.

Π: Προσωπικά δεν καταλαβαίνω όταν ακούω Αθηναίους να λένε ότι λατρεύουν το Λονδίνο. Εκτός κι αν έχουν ζήσει εκεί. Την πόλη που γεννήθηκες την αγαπάς. Γιατί απλά δεν γίνεται διαφορετικά.

Info

Εθνικό Θέατρο - Θέατρο Rex Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»

«Φεγγάρι από χαρτί» των Μιχάλη Ρέππα - Θανάση Παπαθανασίου

Πρεμιέρα 20 Φεβρουαρίου

Ταυτότητα παράστασης

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Ρέππας-Θανάσης Παπαθανασίου

Μουσική: Νίκος Κυπουργός

Στίχοι: Αφροδίτη Μάνου

Σκηνικά: Ελλη Παπαγεωργακοπούλου

Κοστούμια Εβελιν Σιούπη

Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου

Mουσική διδασκαλία: Μελίνα Παιονίδου

Βοηθός σκηνοθετών: Εφη Χριστοδουλοπούλου

Βοηθός σκηνογράφου: Σωτήρης Μελανός

Διανομή (αλφαβητικά)

Θείος Κώστας: Κωνσταντίνος Γαβαλάς

Θεία Ρενάτα: Τζόυς Ευείδη

Μοσχούλα(υπηρέτρια της Θείας Τζίνας): Αναστασία Ζάχου

Κύριος Ερρίκος: Σταύρος Καραγιάννης

Κυρία Θάλεια: Ελίτα Κουνάδη

Εξάδελφος Iάσονας: Σπύρος Κυριακός

Νίκος(αδελφός τους Αντώνη): Λάμπρος Κωσταντέας

Η εξαδέλφη Ειρήνη: Εριέττα Μανούρη

Φανή(υπηρέτρια της κυρίας Θάλειας): Χρύσα Μιχαλοπούλου

Mπαμπάς Γιάννης: Μάξιμος Μουμούρης

Ζάχος(ο μπακάλης της γειτονιάς): Γιάννης Μπουραζάνας

Nαπολέων(γιος τους): Τζώρτζης Παπαδόπουλος

Μαμά Καίτη: Τζίνη Παπαδοπούλου

Αντώνης (σε μικρή ηλικία): Αρης Πλασκασοβίτης

Ρίτα(κόρη τους): Μαριαλένα Ροζάκη

Θεία Τζίνα(αδελφή της Καίτης): Εύα Σιμάτου

Μάρω(υπηρέτρια τους) : Βαγγελίνα Σκλαβενίτη

Στάθης: Πάνος Σταθακόπουλος

Αφηγητής Αντώνης: Γιώργος Τσούρμας

Μουσικοί επί σκηνής

Αλέκος Βασιλάτος (Κοντραμπάσο), Διονύσης Βερβιτσιώτης (Βιολί), Σοφία Ευκλείδου (Τσέλο), Κώστας Ιωαννίδης (Κλαρίνέτο, Σαφόφωνο), Θόδωρος Κοτεπάνος (Πιάνο)

Φωτογράφος παράστασης: Τάκης Διαμαντόπουλος

Εθνικό Θέατρο - Θέατρο Rex Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Πανεπιστημίου 48 , τηλ. 210.3305074, 210.7234567 (μέσω πιστωτικής κάρτας), στο www.ticketservices.gr και στο tickets.public.gr

Κρατήσεις συλλόγων: 210.7001468

Ημέρες και ώρες παραστάσεων:

Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 20:30

Τετάρτη, Κυριακή στις 19:00

Τιμές εισιτηρίων: 25€ (Διακεκριμένη ζώνη), 18€ (Α΄ Ζώνη), 15€ (A΄Εξώστης), 5€ (Β΄ Εξώστης)

Κάθε Τετάρτη και Πέμπτη: 18€ (Διακεκριμένη ζώνη), 15€ (Α΄Εξώστης)

Κάθε Παρασκευή: 18€ (Διακεκριμένη ζώνη), 13€ (Α΄και Β΄ Εξώστης)

Ειδικές τιμές: Φοιτητικό-Νεανικό 10€ (εκτός διακεκριμένης ζώνης)

Ανω 65 ετών 10€ (κάθε Τετάρτη)

Κάρτα ανεργίας 5€ (κάθε Τετάρτη και Πέμπτη)

ΑΜΕΑ 5€ και συνοδός 5€ (καθημερινά & Σαββατοκύριακο)

Πολύτεκνοι 10€ (καθημερινά & Σαββατοκύριακο)

Δημοφιλή