Θάναι αληθινό Πάσχα κι ας μην έχουμε πράσινα λιβάδια και μαργαρίτες και παπαρούνες. Θάναι το Πάσχα που ανασταίνει τις ελληνικές καρδιές!
Photo by H. Armstrong Roberts/ClassicStock/Getty Images

Μανούλα μου αγαπημένη γειά σου,

Τώρα που σου διαβάζει ο δάσκαλος το γράμμα εδώ στο Μόντρεαλ λένε πως ήρθε η άνοιξη. Ποιά άνοιξη δηλαδή, τα δέντρα είναι ολόγυμνα και στα πάρκα ακόμη υπάρχουν χιόνια. Κάνει ένα υγρό κρύο και φοράμε ακόμα τα παλτά μας. Είναι θλιβερή η άνοιξη εδώ με λάσπες και σπίτια να πλημμυρίζουν απο το ποτάμι που ζώνει την πόλη, επειδή λιώνουν -λέει- τα χιόνια.

Μανούλα μου,

Μόλις πέρασε το Πάσχα των Καθολικών, ούτε που κατάλαβα τι πάει να πει το Πάσχα τους, αφού οι Καθολικοί γιορτάζουνε λέει το ακάνθινο στεφάνι και τα βάσανα του Χριστού στο Γολογθά κι όχι τη χαρά της Ανάστασης. Εδώ που τα λέμε δεν έχει καιρό, άνοιξη, ήλιο, ζέστη για να γιορτάσουν κι αυτοί το Πάσχα τους.

Την προηγούμενη εβδομάδα που πήγα να πάρω τα παιδιά απ΄το σχολείο- τώρα η κυρά μου με εμπιστεύεται να φέρνω τα παιδιά απ’ το σχολείο- άχ τι ωραία που είναι να περπατάω μοναχή μου στους πλατιούς δρόμους- ώσπου να βγούν τρύπωσα στην Καθολική εκκλησία. Πω πω μανούλα, πόσο ψηλά είναι τα ταβάνια και μυτερά, όχι σαν τα δικά μας ανθρώπινα με αγιογραφίες. Οι τοίχοι είναι ολάδειανοι και κάπου κάπου βλέπεις κανένα άγαλμα της Μαντόνας τους. Τι να σου πω φόβο μούφερε αυτή η εκκλησιά, σταυροκοπήθηκα κι είπα μέσα σου «Έλα Παναγία μου που δεν έχουνε προσκυνητάρι να φιλάμε το Χριστό, την Παναγίτσα , τους Αγίους μας. Γιατί τους κρύβουνε τους Αγίους δεν καταλαβαίνω».

Έχουνε κι αρμόνιο, ά αυτό είναι πολύ ωραίο. Εκεί που νομίζεις πως σκιάχτηκες απ΄τη μαυρίλα της εκκλησίας ακούς μια γλυκειά μελωδία να ξεχύνεται από ένα που το λένε όργανο και ηρεμείς. Δε λέω έχουνε κι αυτοί τα καλά τους, να λέμε και την αλήθεια, αλλά πού τα δικά μας μεγαλεία με τα φωτοστέφανα στους Αγίους και την Πλατυτέρα στον τρούλο μας.

Α! Ξέχασα να σου πω ότι είχαμε πολλή δουλειά αυτόν τον καιρό. Η κυρά μας η Εβραία, η Ράτσελ, που συνήθως είναι μελαγχολική και δε δίνει σημασία στο σπίτι, ξαφνικά βγήκε απ΄το λήθαργο. Μόλις είχαν γυρίσει με τον κυριό της από ένα μέρος που το λένε Φλόριντα κι είναι λένε πολύ ζεστό και κάνεις μπάνιο στη θάλασσα- και την έπιασε μια ζούρλια να καθαρίσουμε μέσα έξω το σπίτι.

Το λένε σπρίνγκ καθάρισμα κάπως (δεν τα πιάνω κι όλα αυτά τα αγγλικά) και είναι συνήθεια εδώ να αναποδογυρίζουνε το σπίτι για να υποδεχτούν το το δικό τους Πάσχα. Ναι, έχουνε δικό τους Πάσχα παρακαλώ οι Εβραίοι και γιορτάζουνε τότε που ο Μωυσής τους πήρε απ΄τη σκλαβιά της Αιγύπτου και τους γύρισε πίσω στο Ισραήλ. Γι αυτό τους λένε περιπλανώμενους Ιουδαίους.

Αυτό λοιπόν το εβραϊκό Πάσχα είναι μεγάλη γιορτή. Γι αυτό με τη Βουλγάρα σκοτωθήκαμε στη δουλειά και μάλιστα η κυρά μας έφερε ειδική μαγείρισσα να μας δείξει να φκιάσουμε τα δικά τους φαγιά, που τα λένε αγιασμένα , «κόσερ» σα να κατάλαβα. Και μαγειρεύαμε, ψήναμε κάτι περίεργα ψωμιά και κουλούρια χωρίς προζύμι. Και στολίσαμε το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας κάτω απ΄’ τους πολυελαίους. Στρώσαμε τα καλοσιδερωμένα λινά τραπεζομάντηλα και βάλαμε τα ασημένια μαχαιροπήρουνα, τις πορσελάνες και τα κρυστάλλινα ποτήρια με τέτοια τάξη που ήταν θαυμαστή.

Κατά το βράδυ ήρθανε οι επισκέπτες, όλο το συγγένειο της κυράς, γιατί με το συγγένειο του άντρα δεν μιλάνε. Έχουνε μαθές οικονομικά νιτερέσα και είναι τσακωμένοι και δεν βλέπονται ποτέ ούτε πατάνε στο αρχοντικό. Τάχω χάσει πώς γίνεται να μη βλέπεις τη μάνα σου και το πατέρα σου για τα φράγκα. Τα λέμε και απορούμε με τη Βουλγάρα, αλλά το βουλώνουμε κιόλας μη μας πάρει χαμπάρι κανένα αυτί. Ποτέ δεν ξέρεις σ΄αυτό το τεράστιο σπίτι από πού μπορεί να ξεφυτρώσει κάποιος.

Και τρώγανε, μιλάγανε, φωνάζανε, κάνανε αστεία, πολλά αστεία. Και στείλανε τα παιδιά στο δώμα να δούνε τηλεόραση, ά αυτό είναι ένα κουτί που βλέπεις αληθινούς ανθρώπους να μιλάνε. Τάχω χάσει μ’ αυτή την τηλεόραση, έχει ταινίες σαν στο σινεμά , το Πάνθεον, ξέρεις όταν πηγαίναμε καμιά φορά μαζί ...Είναι ένα μαγικό κουτί και θάθελα πολύ μια μέρα που θα κάνω το δικό μου σπίτι να πάρω μια τηλεόραση κι όταν τελειώνω τις δουλειές να κάθομαι στον καναπέ και να βλέπω την κυρά Λούση που όλο γελάει και κάνει γκάφες και γελάνε όλοι μαζί της.

Μανούλα σε μια εβδομάδα έχουμε και το Ελληνικό Πάσχα, η καρδούλα μου τρέμει που είμαι για πρώτη φορά μακριά απ΄το χωριό μου.Πονάω που δεν θάμαστε μαζί. Εδώ δεν έχει ούτε πράσινα λιβάδια, ούτε κόκκινες παπαρούνες, ούτε ακολουθίες ούτε τίποτε, γιατί εδώ τα βράδυα δεν κυκλοφορούν λεωφορεία και ποιός θα με πάει μέχρι την Αγία Τριάδα;

Όμως της τόπα της κυράς μου πως τη Μεγάλη Παρασκευή θα πάω με τα ποδάρια στην εκκλησιά, δεν θα χάσω εγώ τον Επιτάφιό μου. Ναι πρέπει να κατεβώ το λόφο για να πάω στην εκκλησιά και να τον ανεβώ μέχρι να φτάσω στο αρχοντικό, αλλά δεν με πειράζει. Εγώ τον Εσταυρωμένο θα τον δω και θα τον φιλήσω και θα πάρω και λουλούδια απο τον Επιτάφιο για βοήθειά μας.

Στην Ανάσταση δε θα μπορέσω να πάω, τι να κάνω, δεν πρέπει να κυκλοφορώ κοπέλα ανύπαντρη μεσάνυχτα στο λόφο.Είναι ανάρμοστο, μου τόπε και ο παπα Σαλάμης που με εξομολόγησε και κοινώνησα την Κυριακή των Βαίων. Και δέχτηκα να θυσιάσω την Ανάσταση και να πνίξω κάθε όνειρό μου να ζήσω έστω και για λίγο τη μεγάλη χαρά του Χριστός Ανέστη.

Μανούλα δεν σου τα γράφω με παράπονο, όχι .Εδώ δουλεύω σκληρά αλλά μαζεύω τα λεφτά για την προίκα μου. Σου στέλνω μερικά δολάρια μη μπορέσεις να μαζέψεις κι εσύ να πάρεις κανένα μικρό λιοστάσι για την αδερφή μου να καλοπαντρευτεί κι εκείνη στο χωριό.

Αλήθεια, ξέχασα να σου πω πως την Κυριακή του Πάσχα με κάλεσε μια κοπέλα που δουλεύει σα δουλικό σε άλλο μεγάλο σπίτι, με κάλεσε σε μια πολυκατοικία που μένουνε Έλληνες. Θα ψήσουνε αρνί στο φούρνο και μετά θα βάλουνε χορούς και θα το κάψουμε.

Α! Θάναι αληθινό Πάσχα κι ας μην έχουμε πράσινα λιβάδια και μαργαρίτες και παπαρούνες. Θάναι το Πάσχα που ανασταίνει τις ελληνικές καρδιές!

Σε καλοχαιρετάω απο τα ξένα μανούλα μου γλυκειά

Η κόρη σου

Σοφία

Δημοφιλή