Περπατώντας σαν τουρίστας στην Αθήνα

Περπατώντας σαν τουρίστας στην Αθήνα
Evangelos Sinanidis / EyeEm via Getty Images

″Ου γαρ έρχεται μόνον.

Αυτό απεδείχθη να είναι σίγουρο.”

[Κεφάλαιο 1ο από το βιβλίο -Τριγυρνώ μες στην Αθήνα εκδόσεις JEMMA PRESS]

Διαβάζοντας το κόμικ – άλμπουμ του Πέτρου Χριστούλια «Τριγυρνώ μες στην Αθήνα», μπορούσα εύκολα να ταυτιστώ με τη μεμψιμοιρία του πρωταγωνιστή, Καπετάν Νυχτερίδα, όταν κλήθηκε να επισκεφθεί την καρδιά της Αθήνας.

«Δεν μου αρέσει να ανεβαίνω στην Αθήνα. Ειδικά στο Κολωνάκι με όλους αυτούς τους ξιπασμένους αστούς». Αυτό διάβασα και έγνεψα το κεφάλι μου καταφατικά όταν ο Καπετάν Νυχτερίδας αναγκάστηκε να επισκεφθεί, στο «αλαζονικό» Κολωνάκι, έναν «Δόχτωρα της ορθοπεδικής» για μια «κλασσική τενοντίτις του υπερακανθίου».

Ειρωνικό μου φάνηκε ότι διάβαζα την εισαγωγή αυτού του κόμικ καθ’ οδόν με προορισμό μου την υποτιμημένη, ειδικά από πλευράς μου, Φωκίωνος Νέγρη. Μια σαραντάλεπτη διαδρομή από τα Βόρεια Προάστεια της Κηφισιάς στο κέντρο της Αθήνας θα έπρεπε να είναι μια συνήθης διαδρομή για κάθε ντόπιο, ειδικά για μια μαθήτρια Λυκείου όπως εμένα. Κι όμως, η απόσταση που ένιωθα με το συγκεκριμένο μέρος της Αττικής δεν ήταν τόσο χιλιομετρική. Η αέναη, όπως μου φαινόταν, διαδρομή αυτή «φώναζε» αμηχανία.

Φτάνοντας όμως, «ξεσκονίζω» τη συνείδησή μου από δικές μου, αβάσιμες προκαταλήψεις. Στο ζαχαροπλαστείο Σελέκτ με περίμενε ο Νίκος Καβαδάς, αρχιτέκτων και απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου.

Στα μάτια τα δικά μου: ένα συνηθισμένο καφενείο που για κάποιον λόγο μου προσφωνούνταν ως ζαχαροπλαστείο. Στα μάτια του κύριου Καβαδά: το κέντρο βάρους ενός αξεπέραστου δρόμου.

Σαν ξένη ένιωσα όταν προσπέρασα τα διαχρονικά σπεσιαλιτέ του Σελέκτ και χαμογέλασα στην όψη του οικείου μου «Κλαμπ Σάντουιτς». Εντυπωσιασμένη με το εκσυγχρονισμένο μενού (πίτσα με προσούτο και τα συναφή), αποφάσισα εν τέλει να πάρω τη γνωστή του μαγαζιού «πάστα Σεράνο». Έπρεπε να δώσω μια ευκαιρία στο ... ζαχαροπλαστείο.

Archive

Όταν ήρθε η περιζήτητη πάστα, ο κύριος Καβαδάς άρχισε να γελάει. «Όπως κόβεις εσύ την πάστα Σεράνο τώρα, έτσι ακριβώς έκανα και εγώ πριν 50 περίπου χρόνια». Με τη φράση αυτή ένιωσα τα αυτιά μου να τεντώνονται και τα μάτια μου να γουρλώνουν.

Αν εγώ και ο κύριος Καβαδάς μοιραζόμασταν την κοπή της ίδιας πάστας στο ίδιο στέκι, στον ίδιο δρόμο, ήταν άραγε δυνατόν να μοιραζόμασταν και τους ίδιους τρόπου διασκέδασης;

Άρχισε να αχνοφαίνεται φως στο πολύχρονο απωθημένο μου: μια νέα Ελληνίδα που δεν έχει ευχαριστηθεί ως τώρα επίσκεψή της στο κέντρο της Αθήνας. Μήπως η ιστορία που ήξερα για την αθηναϊκή συνοικία άρμοζε περισσότερο σε γνώσεις τουρίστα, παρά ντόπιου; Και, άραγε, μήπως το κενό αυτό ήταν η θρυαλλίδα που δεν μου επέτρεπε να εκτιμήσω την μεγαλούπολη;

Τώρα ήμουν πεπεισμένη. Έπρεπε να αποχωριστώ την κατ’ ευφημισμόν «πινελιά μοντερνισμού» μου που, στην πραγματικότητα, ήταν μια επικίνδυνη παρωπίδα.

Η αναδρομή του κύριου Καβαδά στην ιστορία του δρόμου αυτού ήταν κάτι που του βγήκε αυθόρμητα, μιας και ήταν ανέκαθεν θαμώνας της Φωκίωνος Νέγρη.

Archive

Ακόμα και από την πιο προφανή - στον υπόλοιπο πληθυσμό - πληροφορία, ότι δηλαδή τα πυκνά πλατάνια και η πράσινη όαση οφείλονται στα υποχθόνια ρέματα, το ενδιαφέρον μου παραμένει απόλυτα κεντρισμένο.

Προχωρώντας, φτάνουμε στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης, κτίσμα του 1935 και ένα από τα αξιοθέατα στη Φωκίωνος Νέγρη.

Archive

«Φαντάσου τον χώρο αυτό να πλημμυρίζει με νεολαία – και όχι μόνο», μου επισημαίνει ο κύριος Καβαδάς, όταν βλέπουμε τον χώρο μισογεμάτο. Αποστασιοποιημένη από τους κεκλιμένους, κυλιόμενους διαδρόμους ενός σούπερ – μάρκετ, ταξιδεύω στον χρόνο. Το αρχιτεκτόνημα του Μεσοπολέμου πράγματι είναι ένα πολύβουο κέντρο βάρους εμπορικής δραστηριότητας. Όπως και ένα σούπερ – μάρκετ σήμερα, αποτελούσε έναν εγγυημένο προορισμό για το πιο φρέσκο ψάρι και δροσερά φρούτα της εκάστοτε εποχής. Ακόμη, η Δημοτική Αγορά υπήρξε ένα «καρφούρ» των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι έβλεπαν τις ετερόκλητες απόψεις τους για το ποιος τρίφτης τυριών είναι ο καταλληλότερος ως αφορμή για συμβιβασμό, και όχι για κοινωνική αποξένωση.

Μετατοπίζομαι στο σήμερα και νιώθω μια ανακούφιση που έχει διατηρηθεί. Η Δημοτική Αγορά της Κυψέλης έχει εκσυγχρονίσει τους δύο πρωταρχικούς της σκοπούς της: η αγοραπωλησία, και η αστική συνοχή. Ο πρώτος, επιτυγχάνεται με επιχειρήσεις που συνδυάζουν επιχειρηματικές ενέργειες με επίκεντρο τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Όσο για τον δεύτερο, είμαι σίγουρη ότι μια επίσκεψη στον χώρο αυτό με έναυσμα το πλούσιο ιστορικό της αρκεί για να ξεχειλίσει ο χώρος ξανά και από νεολαία. Τουλάχιστον, έτσι μπορώ να επιβεβαιώσω από προσωπική εμπειρία.

Archive

Ομολογώ πως, πράγματι, περνάω καλά.

Καθόλου δεν μετάνιωσα που είχα φέρει μαζί μου το «Περπατώντας στην Αθήνα» του Νίκου Βατόπουλου, εφόσον άλλωστε επρόκειτο να …περπατούσα στην Αθήνα. Μια εκούσια επιλογή παρέας μου μοιάζει τώρα περισσότερο σαν μια αναγκαία παρουσία καθοδήγησης, αφού οι δρόμοι στους οποίους αναφέρεται ο κύριος Καβαδάς όσο οδοιπορούσαμε μου ήταν πρωτάκουστοι.

Με τη μύτη χωμένη στην ελεγεία του Νίκου Βατόπουλου, ο, πλέον, ελάχιστα πιο σίγουρος βηματισμός μου σταματάει, ακολουθώντας το παράδειγμα του κύριου Καβαδά.

«Πεσμαζόγλου. Σταθμός νούμερο τρία», μου λέει, και κοιτάω πάνω. Στοά του Βιβλίου. Ανεβαίνουμε τα μαρμάρινα σκαλιά και βρισκόμαστε σε ένα ανοιχτό προαύλιο, τετ – α – τετ με το «Polis Art Café».

«Αυτό είναι το προαύλιο του Αρσακείου. Εδώ δηλαδή κάνανε διάλειμμα οι μαθήτριες». Με την σκηνή αυτή μπορώ σίγουρα να ταυτιστώ. «Το βράδυ όμως», συνεχίζει ο κύριος Καβαδάς, «το τοπίο μεταμορφώνονταν. Οι σχολικές στολές γίνονταν αέρινα φορέματα και τα ανυπόμονα αγοράκια ήταν καλοντυμένοι καβαλιέροι».

Archive

Αναπήδησε η καρδιά μου λίγο όταν έμαθα ότι το βραδινό τάνγκο στο προαύλιο του Αρσακείου είναι ένα θέαμα που υπάρχει και σήμερα. Αν νόμιζε κάποιος ότι η γενιά μας σαγηνεύεται μόνο από οθόνες και πρίζες, τότε μάλλον δεν προσπάθησε να μας προσεγγίσει με χορό.

Ενώ ήμασταν έτοιμοι να συνεχίσουμε την πορεία μας, ένα λοξό μου βλέμμα εντοπίζει το Θέατρο Τέχνης Κάρολου Κουν. Πώς το φαντάζομαι εγώ; Ανεμπόδιστοι χορευτές περνούν ώρες μέχρι οι σόλες των παπουτσιών τους να μαυρίσουν. Και όταν ο ήλιος δύσει, τα υποκείμενα τις διασκέδασης μετατρέπονται σε θεατές, έχοντας κρατήσει κάποιες από τις δυνάμεις τους για το τελευταίο θέατρο του προγράμματος.

Μια αβίαστη ώσμωση διασκέδασης και εκπαίδευσης.

Γιατί για εμένα, όμως, το μεγαλύτερο αξιοθέατο ενός ταξιδιού είναι ο κόσμος του. Έχοντας, λοιπόν, μια πιο ολοκληρωμένη ιδέα για το μεγαλείο της Αθήνας, αμέσως μου διαχέεται ένα γλυκό παράπονο: η αίσθηση ότι οι κάτοικοι της Αθήνας παίζουν ένα παιχνίδι διελκυστίνδας μεταξύ τους. Ένας εφησυχασμένος εμφύλιος μεταξύ αυτών που θέλουν να διατηρήσουν την παραδοσιακή Αθήνα αμετάβλητη στην άφιξη του εκμοντερνισμού και αυτών που απολύουν τα θεμέλιά της, έτοιμοι να ανακαινίσουν κληρονομιές γενιών. Οι μεν, στα μάτια μου, καθαρόλογοι, αφού αρνούνταν να συντηρήσουν ακόμα και ό,τι ήθελαν να μείνει άθικτο, πεπεισμένοι ότι το οποιοδήποτε ίχνος κατασκευής μετατρέπει την Αθήνα σε κάτι τελείως τεχνητό, οι δε ανήξεροι, εσκεμμένα και μη, για τον ιστορικό πλούτο που συνοδεύει τις γειτονιές αυτές. Πράγματι, η Αθήνα σήμερα αντιπροσωπεύει τον κόσμο που τη διασχίζει.

by Poseidon Simons /RF GETTY

Στο ένα πεζοδρόμιο έχουμε συντρίμμια κτιρίων που κάνουν τον καθένα να αναρωτηθεί πώς ακόμη στέκονται και δεν έχουν καταρρεύσει εντελώς, ενώ ακριβώς απέναντι ολοκαίνουργιες, φαινομενικά, γυαλιστερές, πολυκατοικίες. Το κάθε πεζοδρόμιο μου φαινόταν να αντιπροσωπεύει τις δύο αυτές απόψεις. Ήταν ζήτημα χρόνου το πόσο ακόμη θα συμβίωναν. Θα πρέπει να γνωρίσει τέλος το αμφίδρομο τράβηγμα του σχοινιού.

Καταλήγουμε τελικά στην πλατεία Αγίας Ειρήνης, ένας μωσαϊκό φαλάφελ, σουβλακιού, καφέ, και λουκουμάδων. Ο ωραιότερος τρόπος για να αναζωογονηθεί κανείς μετά από ένα πολύωρο περπάτημα (ειδικά υπό τον ήλιο, ειδικά μέσα Ιουλίου).

Archive

Ο κύριος Καβαδάς και εγώ απολαμβάνουμε το τελευταίο γεύμα του περίπατού μας στο «Falafellas», ένα street στέκι γνωστό για τα φαλάφελ, τα κεφτεδάκια του, το ταμπουλέ, και το χούμους του. Παίρνω μια ανάσα και προσπαθώ να αφομοιώσω την σημερινή μέρα.

Μπορώ με βεβαιότητα να πω, και δεν είμαι η πρώτη ούτε η τελευταία, ότι η Αθήνα με κέρδισε. Και δεν χρειάστηκε να κάνει και πολλά. Οι πρόγονοί μας φρόντισαν για το μεγαλείο της, το οποίο πρέπει, ακόμη και οι πιο δύσπιστοι, όπως εμείς, να κάνουμε κομμάτι μας.

Ξέρω, βέβαια, πως χωρίς την καθοδήγηση του κύριου Καβαδά, θα ήμουν σαν τον Καπετάν Νυχτερίδα όταν πρωτοεπισκέφθηκε το Κολωνάκι: ένα χαμένο χαμίνι.

Πράγματι, λοιπόν, ου γαρ έρχεται μόνον.