«Τιμωρώντας» το πολιτικό σύστημα: Η «ψήφος αντίδρασης» στην Ελλάδα και η περίπτωση Τραμπ στις ΗΠΑ

«Τιμωρώντας» το πολιτικό σύστημα: Η «ψήφος αντίδρασης» στην Ελλάδα και η περίπτωση Τραμπ στις ΗΠΑ

Η «ψήφος αντίδρασης» (ή εναλλακτικά τιμωρίας/ διαμαρτυρίας) είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις όρων που υπήρχαν και προ κρίσης, ωστόσο άρχισαν να ακούγονται πολύ συχνότερα στον δημόσιο διάλογο από την έναρξή της και μετά. Με το εκλογικό σώμα να απαξιώνει σε μεγάλο βαθμό τα δύο άλλοτε «παραδοσιακά» κόμματα εξουσίας, οι εναλλακτικές επιλογές που ακολουθήθηκαν «άνδρωσαν» κόμματα και παρατάξεις που πριν την κρίση θα θεωρούνταν αδιανόητο να εξελιχθούν – ή να δείξουν ότι εξελίσσονται- σε πόλους μεγάλης πολιτικής/ κοινοβουλευτικής ισχύος- σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και να εισέλθουν στη Βουλή.

Σε αυτό το πλαίσιο- και ενώ η αναταραχή στην ελληνική σκηνή δεν έχει καταλαγιάσει, καθώς οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου βρίσκονται ελάχιστες ημέρες μακριά, με τους αναποφάσιστους και τους ψηφίζοντες «τιμωρητικά» να αναμένεται να παίξουν μεγάλο ρόλο- δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει κανείς παρεμφερείς τάσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και συγκεκριμένα στην περίπτωση Ντόναλντ Τραμπ. Μια αμφιλεγόμενη φυσιογνωμία- κατά κάποιους ακόμα και γκροτέσκα- που «πετά στα σκουπίδια» κάθε έννοια πολιτικής ορθότητας, με προκλητικές δηλώσεις και τοποθετήσεις, διεκδικεί με αξιώσεις το χρίσμα του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων στις επόμενες προεδρικές εκλογές. Η πορεία του στις δημοσκοπήσεις προκαλεί ρίγος σε πολλούς, καθώς, δείχνει ότι, «πέραν της πλάκας», πιθανώς ο Τραμπ να είναι ο ένας εκ των δύο «μονομάχων» στις προεδρικές εκλογές του 2016, εκπροσωπώντας τη συντηρητική πτέρυγα απέναντι πιθανότατα στη Χίλαρι Κλίντον.

Εάν συμβεί όντως κάτι τέτοιο, τίθεται το ερώτημα: Θα είναι η δύναμη της «ψήφου αντίδρασης» που θα έχει προκαλέσει κάτι τέτοιο; Ακόμα και αν αυτή η εκτίμηση φαντάζει υπερβολική, η ελληνική «περίπτωση» δείχνει ότι στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, μετά την κρίση των τελών της προηγούμενης δεκαετίας, πολλά πράγματα είναι δυνατά. Ο άλλοτε «ΣΥΡΙΖΑ του 3%-4% έγινε κυβέρνηση, η Χρυσή Αυγή έχει αναδειχθεί σε τρίτο κόμμα και η Ένωση Κεντρώων του Βασίλη Λεβέντη πιθανώς να εισέλθει στη Βουλή. Υπό αυτό το πρίσμα, αξίζει να εξετάσει κανείς λεπτομερέστερα την έννοια της «ψήφου αντίδρασης».

Ορισμός και κατηγορίες

Κάτω από τον ευρύτερο όρο της ψήφου αντίδρασης συναντώνται πολλές κατηγορίες πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς, εξηγεί στη HuffPost Greece ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. «Μπορεί να είναι μια εξτρεμιστική ψήφος, όπως για παράδειγμα η ψήφος στη Χρυσή Αυγή, ή η ψήφος στον Λεβέντη, που μπορεί να είναι μια φήφος αντίδρασης. Το ίδιο ειπώθηκε από κάποιους και για την ψήφο στο Ποτάμι, ότι οι ψηφοφόροι είναι “ευγενείς Αγανακτισμένοι”, που προκύπτουν από αντίδραση στο καθιερωμένο πολιτικό σύστημα» διευκρινίζει.

Ο κ. Μαραντζίδης χωρίζει τα κόμματα που προσελκύουν την «ψήφο αντίδρασης» σε 3+1 κατηγορίες.

  • α) Αντισυστημικά κόμματα: Προσδιορίζονται βάσει ιδεολογίας, συχνά είναι κόμματα ακτιβιστών και είναι κόμματα που τοποθετούνται απέναντι στο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα.
  • β) Κόμματα «ενάντια στο κατεστημένο», αλλά όχι αντισυστημικά (anti-establishment): Καταδικάζουν το υπάρχον και καθιερωμένο πολιτικό σύστημα, χαρακτηρίζοντάς το ξεπερασμένο, φθαρμένο, κατεστημένο. Αυτό που προτείνουν δεν προϋποθέτει μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας (όπως στην προηγούμενη κατηγορία) αλλά αντ'αυτού αλλαγές στον κύκλο των πολιτικών ελίτ- να φύγουν οι παλιοί, να έρθουν οι νεότεροι κλπ.
  • γ) Κόμματα του εθνολαϊκισμού: Κόμματα που και πάλι καταγγέλλουν τις διεφθαρμένες ελίτ, «υπερασπίζονται τον λαό και τους εξαπατημένους» και προσπαθούν να απορροφήσουν την αγανάκτηση, τη διαμαρτυρία για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, κυρίως σε επίπεδο πυραμίδας.
  • δ) «Γραφικά» κόμματα: Κόμματα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «γραφικά», με «γραφικούς» υποψηφίους, όπως η περίπτωση της Ιλόνα Στάλερ (Τσιτσιολίνας) στην Ιταλία τη δεκαετία του 1980, οι «Κυνηγοί» στην Ελλάδα ή οι «Πειρατές» (έχουν παρουσία και σε άλλες χώρες). «Είναι και λίγο αστεία, λίγο γραφικά, σαν να “τρολάρουν”. Δεν θα απείχε από το να χαρακτηριστεί ως “ψήφος του χαβαλέ”. Είναι μια πιο χαλαρή, απολιτίκ ψήφος- πρόκειται για αντίδραση, αλλά για μια πιο κυνική και “safe” επιλογή: “δεν θέλω να τα διαλύσω, θέλω απλώς να κάνω πλάκα”» εξηγεί ο κ. Μαραντζίδης.

Ως εκ τούτου, πρόκειται για 4 (3+1), εμφανώς διαφορετικές κατηγορίες κατεύθυνσης της ψήφου αντίδρασης, αρχίζοντας από την τάση της αντισυστημικότητας - σε συνδυασμό κάποιες φορές με εξτρεμιστικά χαρακτηριστικά - που προκύπτει όχι μόνο για αυτό που λέει ένα κόμμα, αλλά και από τον τρόπο που το λέει: Χαρακτηριστική, εξηγεί ο κ. Μαραντζίδης, είναι η περίπτωση της Χρυσής Αυγής, η οποία ανέβασε τα ποσοστά της στο γνωστό περιστατικό με το «on air»χαστούκι του Ηλία Κασιδιάρη στη Λιάνα Κανέλλη. «Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι ψηφοφόροι επιδοκίμασαν όχι αυτό που ειπώθηκε, αλλά τη βίαιη πράξη που είδαν τηλεοπτικά».

Η γένεση: Ψήφος αντίδρασης ως πολιτική αντίδραση

Όσον αφορά στις συνθήκες γένεσης και καλλιέργειας της ψήφου αντίδρασης, είναι κυρίως πολιτικοοικονομικές, και προμηνύουν μια δυσαρέσκεια των πολιτών για το πολιτικό σύστημα εν γένει. Ο Σταύρος Καλεντερίδης, πολιτικός επιστήμονας, διεθνολόγος και επικοινωνιολόγος, με σπουδές στην Ελλάδα και τις ΗΠΑ (με εξειδίκευση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και τη συμμετοχική δημοκρατία) χαρακτηρίζει την ψήφο αντίδρασης, αρνητική ψήφο ή ψήφο τιμωρίας/ διαμαρτυρίας ως μια «συνειδητή πολιτική πράξη του εκλογικού σώματος η οποία ορίζεται καλύτερα ως πολιτική αντίδραση» .

Μεταξύ των λόγων γένεσής της υποδεικνύει την αδυναμία των πολιτικών φορέων να συνεργαστούν για το κοινό συμφέρον, την ανικανότητα των πολιτικών θεσμών να εξασφαλίσουν πολιτικοοικονομική σταθερότητα καθώς και την πολιτική πολυφωνία και ύπαρξη μεγάλου αριθμού κομμάτων. «Σημαντικότερη ωστόσο προϋπόθεση αποτελεί μια μεγάλη κρίση στην κοινωνία, είτε αυτή είναι πολιτική (εσωτερική/εξωτερική), είτε οικονομική, είτε κρίση αξιών. Μια κρίση η οποία συγκλονίζει το status quo και την καθημερινότητα των πολιτών σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγεί σε πανικό, πολιτική αποξένωση και βέβαια σε ψήφο αντίδρασης και τιμωρίας. Από την άλλη, ο άκρατος λαϊκισμός – όρος ο οποίος περιλαμβάνει τη δημαγωγία και τα πολιτικά ψεύδη – είναι ταυτόχρονα και συνθήκη αλλά και απόρροια της ψήφου αντίδρασης».

Επί κυριαρχίας δικομματισμού, συνεχίζει ο κ. Καλεντερίδης, υπήρχε μία «επίπλαστη ισορροπία και κοινωνική νηνεμία» η οποία οδηγούσε τους ψηφοφόρους να στρέφονται υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος και να αναδεικνύουν τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. «Με την πτώση του παλαικομματικού συστήματος και την οικονομική κρίση του 2009 οι πολίτες ένιωσαν προδομένοι και ταυτόχρονα αδύναμοι να αντιδράσουν με αποτέλεσμα να τιμωρήσουν το τότε κυβερνών κόμμα οδηγώντας το ΠΑΣΟΚ στον πολιτικό καιάδα. Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά δυστυχώς και της Χ.Α. αποτέλεσαν ξεκάθαρα παραδείγματα αυτής της ψήφου αντίδρασης η οποία κλιμακώθηκε για να καταλήξει στην παραδειγματική τιμωρία της κυβέρνησης Σαμαρά τον Ιανουάριο του 2015 για την πολιτική της απραξία απέναντι στη φθίνουσα οικονομία και την καλπάζουσα ανεργία. Τέλος, η πολιτική ρητορεία και αντιπαράθεση των “μνημονιακών” – “αντιμνημονιακών”, αν και αποδείχθηκε κίβδηλη προκάλεσε ωστόσο τα μεγαλύτερα ποσοστά ψήφου διαμαρτυρίας κατά τη σύγχρονη εποχή της χώρας μας».

Ειδικότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με την ψήφο αντίδρασης. Στις αρχές της κρίσης, όταν τα ποσοστά του κυμαίνονταν ανάμεσα στο 3%-4% και δεν είχε κυβερνήσει, η ψήφος το 2012 προς αυτόν, με τη ριζοσπαστική ρητορική του, ήταν μια ψήφος αντίδρασης, που σταδιακά μετετράπη σε ένα πρόταγμα διακυβέρνησης, υπογραμμίζει ο κ. Μαραντζίδης- χαρακτηρίζοντας αυτό το φαινόμενο ως θετική συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική ζωή. Ωστόσο, όπως συμπληρώνει, για να συμβεί αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ έβαζε σταδιακά «νερό στο κρασί του».

«Το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης ήταν πολύ πιο μετριοπαθές και ορθολογικό από αυτά που έλεγε πριν τον Μάιο του 2012. Σήμερα αυτά που λέει, μετά την υπογραφή του 3ου μνημονίου, έχουν μικρή σχέση με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» σημειώνει- υπογραμμίζοντας ότι αυτή η μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα κυβερνητικό έχει δύο συνέπειες:

  • α) Μέρος της ψήφου διαμαρτυρίας του 2012 παγιώνεται μέσα στο καθιερωμένο πολιτικό σύστημα, ενσωματώνεται, και αφομοιώνεται- με ενθουσιασμό ή καταναγκασμό, αλλά γίνεται.
  • β) Κομμάτι των ψηφοφόρων του συριζα, απογοητευμένοι ουσιαστικά, θα αναζητήσουν καταφύγιο σε άλλα κόμματα διαμαρτυρίας ή θα κατευθυνθούν προς τον «χαβαλέ». Το ποσοστό αυτών των ψηφοφόρων είναι άγνωστο αυτή τη στιγμή.

Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μαραντζίδης εκτιμά ότι, με την ευρύτερη έννοια, η ψήφος αντίδρασης πάντα θα μένει.

«Πάντα θα υπάρχουν αυτοί που εκφράζουν οργή και αγανάκτηση. Είναι προφανές ότι υπάρχουν παράγοντες οι οποίοι συνδέονται περισσότερο με την άνοδο του λαϊκισμού, την οικονομική κρίση, και την ύφεση και συνέβαλαν στο χρονικό διάστημα από το 2010 ως το 2012 στο να ανθίσει το φαινόμενο. Τον Μάιο του 12 στις εκλογές εκείνες κατέρρευσε το καθιερωμένο σύστημα. Η ψήφος αντίδρασης πήγε προς πάσα κατεύθυνση. Μετετράπη στην κυρίαρχη ψήφο, απλά δεν είχε σε όλους τον ίδιο χαρακτήρα, ιδεολογία και ταυτότητα».

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού: Η περίπτωση Τραμπ

Στρέφοντας το βλέμμα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται όντως ότι υπάρχουν κάποια κοινά σημεία μεταξύ του ελληνικού φαινομένου και της πορείας του αμφιλεγόμενου επιχειρηματία με την εκκεντρική κόμη. Το προβάδισμά του για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων παρατηρείται σαφές και σταθερό σε μία «κούρσα» 16 υποψηφίων, που περιλαμβάνουν μεγάλα ονόματα, όπως του Τζεμ Μπους. «Η προτίμηση των ερωτηθέντων για τον άπειρο πολιτικά Τραμπ απηχεί σε μια γενικότερη δυσφορία έως και απαξίωση των ψηφοφόρων για την οικονομική κατάσταση (με ένα γιγαντιαίο και αυξανόμενο δημόσιο χρέος), το πολιτικό σύστημα και την ίδια τη Ρεπουμπλικανική ηγεσία, η οποία φαντάζει να είναι μέρος του προβληματικού συστήματος στο οποίο μετέχει και ο πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα» εκτιμά ο κ. Καλεντερίδης.

Η συνεργασία των Ρεπουμπλικάνων του Κογκρέσου με τον Ομπάμα έχει οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση του «επαγγελματία πολιτικού» ο οποίος φαίνεται να είναι ο βασικός υπαίτιος όλων των δεινών για τους Αμερικανούς πολίτες. «Η προτίμηση στο πρόσωπο του Τραμπ είναι μια σαφής ψήφος αντίδρασης στο πολιτικό κατεστημένο το οποίο φαίνεται να προτείνει “μια από τα ίδια” και να είναι ανήμπορο να λύσει τα προβλήματα της χώρας. Επιβεβαίωση αυτής της άποψης αποτελεί η δημοτικότητα και των άλλων δύο – μη πολιτικών υποψηφίων, της Κάρλι Φιορίνα και του Μπεν Κάρσον» υπογραμμίζει ο κ. Καλεντερίδης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο της ψήφου αντίδρασης φαίνεται πως αρχίζει να παρατηρείται και στο Ηνωμένο Βασίλειο: Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εκλογή του «Κόκκινου» Τζέρεμι Κόρμπιν (που πολλοί έχουν χαρακτηρίσει ως «Βρετανό Τσίπρα», εξαιτίας των αριστερών θέσεών του) στην ηγεσία των Εργατικών. Αναφορικά, σε δημοσίευμα του Independent για «τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε κάποιος να ψηφίσει τον Τζέρεμι Κόρμπιν», αναφερόταν ότι «ο Τόνι Μπλερ, ο Γκόρντον Μπράουν, ο Πίτερ Μάντελσον, ο Άλιστερ Κάμπελ και ο Ντέιβιντ Μίλιμπαντ δεν θέλουν να γίνει αρχηγός». Μένει να φανεί στις επόμενες βρετανικές εκλογές εάν αυτό θα μεταφραστεί ως η βρετανική εκδοχή της «ψήφου αντίδρασης» ή αν θα πρόκειται «απλά» για ένα εσωκομματικό φαινόμενο των Εργατικών.

Από πλευράς του, ο κ. Μαραντζίδης κάνει λόγο περισσότερο για την έκφραση ενός δεξιού λαϊκισμού, ο οποίος φαίνεται να έχει πραγματικά ισχυρές ρίζες στις ΗΠΑ- και επί της προκειμένης φαίνεται να προβάλλεται από τον συγκεκριμένο υποψήφιο με έργα και λόγια: ο «αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας» που αντιπαθεί την Ουάσινγκτον και τους θεσμούς, οι οποίοι ξοδεύουν τα λεφτά του φορολογουμένου.

Όπως εξηγεί ο κ. Μαραντζίδης, η τάση αυτή έχει μεγάλη επιρροή στις ΗΠΑ από τον 19ο αιώνα. «Έχει να κάνει με τη συγκρότηση του ίδιου του αμερικανικού κράτους, το ότι ο πολίτης έχει ευθύνη για το μέλλον, και ότι ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ουάσιγκτον είναι πολύ μακριά- ειδικά στον Νότο και τα δυτικά. Ειδικά οι δυτικές πολιτείες εμφανίζονται πιο επιρρεπείς στον λαϊκισμό, αλλά και σε θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, Παράδειγμα είναι η Καλιφόρνια, η οποία έχει πολλούς θεσμούς άμεσης δημοκρατίας, οι οποίοι πηγάζουν από τις συγκεκριμένες αντιλήψεις, αναγόμενες στον 19ο αιώνα» αναφέρει- υπογραμμίζοντας παράλληλα πως ο λαϊκισμός είναι ένα πολύ εγγενές χαρακτηριστικό της αμερικανικής πολιτικής, καθώς εμφανίζεται πολύ συχνά. «Η περίπτωση του Τραμπ είναι τέτοια περίπτωση. Προηγούμενη αντίστοιχη ήταν αυτή της Σάρα Πέιλιν, με κοντινή ρητορική. Αλλά ο Τραμπ υποστηρίζει έργω και λόγω το αφήγημά του, είναι ο ίδιος η έκφραση αυτού που υποστηρίζει».

Συγκρίνοντας την Ελλάδα με τις ΗΠΑ

Ακόμα και αν δεν πρόκειται για τις ίδιες περιπτώσεις, η ελληνική και η αμερικανική «ψήφος αντίδρασης» παρουσιάζουν πρόδηλες ομοιότητες, καθώς και στις ΗΠΑ (όπου οι πολίτες πιστεύουν σε ποσοστό 72% πως οι πολιτικοί δεν είναι φερέγγυα πρόσωπα, σε ποσοστό 64% πως το πολιτικό σύστημα δεν λειτουργεί και σε ποσοστό 75% πως η διαφθορά είναι πλατιά διαδεδομένη στην κυβέρνηση) αλλά και στη χώρα μας η πολιτικοοικονομική κρίση είναι αυτή που προκαλεί την αρνητική ψήφο και την απαξίωση για τα παραδοσιακά κόμματα και τους πολιτικούς. «Αντίστοιχα, και στις δύο περιπτώσεις οι ψηφοφόροι – “τιμωροί” καταλήγουν να υποστηρίζουν υποψηφίους που επιλέγουν τον άκομψο λαϊκισμό, την επιθετικότητα και πολλές φορές την πολιτική αγριότητα. Μικρή διαφορά στις δύο περιπτώσεις αποτελεί το γεγονός πως οι Έλληνες πολίτες είναι περιορισμένοι σε αμιγώς πολιτικές εναλλακτικές για να εκφράσουν το θυμό τους, καθώς το κλειστό πολιτικό μας σύστημα δεν επιτρέπει σε ανένταχτους πολίτες προερχόμενους από τον ιδιωτικό χώρο να πολιτευτούν με κάποια προοπτική επιτυχίας» υπογραμμίζει ο κ. Καλεντερίδης.

Δημοφιλή