Από τον φόβο στην ελπίδα

Στη δεδομένη παγκόσμια συγκυρία, η προσδοκία ενός νέου '81 αποτελεί ουτοπία για προφανείς και λιγότερο προφανείς λόγους. Θα είναι μοιραίο αν η ευτυχής μετατροπή του προεκλογικού φόβου σε ελπίδα ακολουθήσει οπορτουνιστική προσαρμογή αντί να μετατρέψει τις αυθεντικές αγωνιστικές παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας για δημοκρατία και ευημερία σε συγκροτημένη και συνολική πορεία εξόδου από την κρίση.
Ed Freeman via Getty Images

Ο φόβος, αποτρεπτικό και πρωτόγονο συναίσθημα επιβίωσης, ξυπνάει όταν αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο μιας άγνωστης κατάστασης. Συνήθως συνδέεται με την επίγνωση αδυναμίας ή της έλλειψης ελέγχου απέναντι στα πράγματα. Αν και οι αντιδράσεις που βασίζονται στο φόβο μπορούν να διαμεσολαβηθούν από μια γνωστική διαδικασία αξιολόγησης των δεδομένων, συχνά ο φόβος μπορεί να προκληθεί αυτόματα, να υπερπηδήσει τη λογική και να εξουσιάσει ολοκληρωτικά τη σκέψη.

Στις εκλογές του 2012 ο φόβος κινητοποίησε τους πολίτες ώστε να «αυτοπροστατευθούν» από την πιθανότητα γεγονότων, όπως το Grexit, που όπως διατυπώθηκε από διαφορετικές αναλυτικές αφετηρίες αλλά και ποικίλες πηγές συμφερόντων, απειλούσε άμεσα την Ελλάδα στην προσπάθεια της να διαχειριστεί ταυτόχρονα μια κρίση δημόσιου χρέους και μια τραπεζική κρίση, δεμένη χειροπόδαρα με την ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική κρίση.

Όταν οι πολίτες βιώνουν υψηλά επίπεδα φόβου προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση καταφεύγοντας στην επιθετικότητα, η οποία σχεδόν ποτέ δεν προσφέρει λύσεις. Αντίθετα, ενθαρρύνει τον πολιτικό εξτρεμισμό, την πολιτική βία και τους ακραίους κομματικούς σχηματισμούς που μεταφράζουν τον φόβο σε εγκληματική δράση. Πολλές έρευνες έχουν τεκμηριώσει ότι όσο αυξάνεται ο φόβος και η ρητορική του, τόσο αυξάνονται οι συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν σε ακραίους σχηματισμούς και ομάδες να ενδυναμώνουν τη δράση και την δίεισδυση τους στην κοινωνία. Ο φόβος ακινητοποιεί τους πολίτες σε μια διαρκή συνθήκη μουδιάσματος, όπου κάθε δημιουργική, εναλλακτική, διαμεσολαβητική, συμβιβαστική ή ριζοσπαστική άποψη υπονομεύεται.

Ο φόβος ενίσχυσε την τάση των Ελλήνων να εθίζονται σε αφηγήματα κινδυνολογίας, να εμπιστεύονται κυρίως πληροφορίες που επιβεβαιώνουν η καλλιεργούν συνωμοσίες και μετατοπίζουν ευθύνες, να υποτιμούν την νηφαλιότητα, υπερτιμώντας τις απειλές και υποβαθμίζοντας τους πραγματικούς κινδύνους. Ο υπερβολικός φόβος οδήγησε σε μια «κατάσταση γνωστικής κατάψυξης», όπου η αντιληπτική διαδικασία ανάλυσης της πραγματικότητας δυσκολεύεται να ιεραρχεί προτεραιότητες, απειλές και κινδύνους, ενώ τροφοδοτείται αποκλειστικά με επιλεκτική γνώση που συντηρεί το κλίμα φόβου.

Στον αντίποδα του φόβου, η ελπίδα είναι συναίσθημα που προδιαθέτει θετικά, που κινητοποιεί, που στοχεύει και προσεγγίζει τους στόχους με μεγαλύτερη ευελιξία γιατί το κίνητρο είναι η ανάγκη για θετική έκβαση των πραγμάτων. Στην ιστορία των μεγαλύτερων διενέξεων ή κρίσεων, η ελπίδα και η πίστη ότι μια συμβιβαστική ή ειρηνευτική λύση μπορεί να βρεθεί όχι μόνο οδήγησε σε επίλυση σπουδαίων προβλημάτων αλλά καλλιέργησε και μια κουλτούρα που αποθαρρύνει διαφωνούντες και αντιπάλους να «το 'χουν εύκολο» να δρουν τιμωρητικά μεταξύ τους.

Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου είναι εκλογές στις οποίες η ελπίδα έχει υπερβεί τον φόβο. Το συμπέρασμα αυτό, όπως δείχνουν και τα ευρήματα της δημοσκόπησης της ΗuffPost Greece συνιστούν σπουδαίο γενονός. Όχι μόνο γιατί στα πλαίσια της πολιτικής ψυχολογίας αυτό ισοδυναμεί με θετικό βήμα απεμπλοκής από τον φόβο, αλλά γιατί, ενώ στα αλήθεια οι φόβοι για την επόμενη ημέρα ούτε έχουν απομακρυνθεί ούτε έχουν απλοποιηθεί, οι πολίτες τολμούν να ελπίζουν στο μέλλον.

Τα αποτελέσματα αυτής της στάσης του εκλογικού σώματος κατά την προεκλογική περίοδο σηματοδότησαν δυο πράγματα: την υπονόμευση του αποδιοργανωτικού φόβου του 2012 και την εξωστρεφή διεκδίκηση ώστε να αντιμετωπιστεί η ελληνική κρίση στην σωστή διάσταση της, την ευρωπαϊκή. Η απόφαση της ΕΚΤ για ποσοτική χαλάρωση δεν θα πρέπει να θεωρείται προϊόν φόβου αλλά προϊόν ελπίδας. Μολονότι δεν είναι κατανοητό ή συμφέρον για όλους (όπως για παράδειγμα για την γερμανική ηγεσία), η εμμονή για μείωση του δημόσιου χρέους μέσω της λιτότητας όχι μόνο δεσπόζει ως η χειρότερη λύση, αλλά είναι πλέον πασιφανές ότι είναι και η πιο ανεπαρκής από άποψη δικαιοσύνης και αποτελεσματικότητας.

Το 2015 η θεωρία περί «ελληνικού στίγματος» θεωρείται ανεπίκαιρη, παρωχημένη και ανώφελη. Όπως στην Ελλάδα το σύστημα μετατόπισης ευθυνών αποτελεί δεύτερη φύση («χάνω γιατί έπαψαν να με στηρίζουν οι ξένοι» αντί «του χάνω γιατί απλώς έκανα τραγικά λάθη»), έτσι και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η διαρκής μετατόπιση της ευθύνης στην Ελλάδα επιβεβαιώνει την υποκρισία και το αδιέξοδο της χρήσης του «αποδιοπομπαίου τράγου».

Πρόσφατα η Gillian Tett των Financial Times μοιράστηκε ένα στιγμιότυπο που έχει ενδιαφέρον. Θυμήθηκε ένα δείπνο στα πλαίσια ενός συνεδρίου ακαδημαϊκών και τραπεζιτών με φόντο τη λίμνη της Λουκέρνης. Εκεί, την ώρα που οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης ετοιμάζονταν να επιδοθούν σε άλλη μια φιλόδοξη και ατέρμονη δημοσιονομική άσκηση επί χάρτου, ο Benjamin Friedman, διακεκριμένος ιστορικός και καθηγητής πολιτικής οικονομίας του Χάρβαρντ, προκάλεσε αναστάτωση. Αφού συνόψισε την πρόσφατη οικονομική ιστορία της Ευρώπης στάθηκε στη διαλεκτική ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές χρεοκοπίες του 20ου αιώνα και την -χωρίς προηγούμενο- φύση του πειράματος της Ευρωζώνης. Υπογραμμίζοντας τα τεράστια οφέλη που είχε η διαγραφή χρέους της Γερμανίας σε διαφορετικές περιόδους, απαρίθμησε τις φορές που οι σύμμαχοι αποφάσισαν να αναδιαρθρώσουν το χρέος της Γερμανίας -το 1924, το 1929, το 1932 και το 1953, για να καταλήξει:

«Γιατί οι Γερμανοί δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο και για τους άλλους, ενώ υπάρχει ιστορικό προηγούμενο με συνεχείς περιπτώσεις ελάφρυνσης και αναδιάρθρωσης του γερμανικού χρέους; Δεν υπάρχει απολύτως καμία οικονομική, και ασφαλώς ουδεμία ηθική, βάση σύμφωνα με την οποία η Γερμανία είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης που κέρδισε μια τέτοια πελώρια διαγραφή χρέους».

Από όσα αναφέρει η Tett, οι περισσότεροι από τους συνδαιτημόνες του Friedman, αν και δεν αναφέρθηκε στην Ελλάδα, σκέφτηκαν την Ελλάδα. Ο Friedman μιλώντας τη φωνή της λογικής, της επιστημονικής και ιστορικής τεκμηρίωσης προειδοποίησε ότι αποτελεί φαντασίωση η προσδοκία απομείωσης του δημόσιου χρέους των Ευρωπαϊκών χωρών σε συνάρτηση με τον ΑΕΠ τους, ενώ μια τέτοια φαντασίωση θα γίνει καταλύτης κοινωνικών εκρήξεων.

Μάλιστα ο Friedman κατέδειξε ότι η διαχείριση του ελληνικού προβλήματος χρέους παραμένει εκτός από οικονομική, μια βαθιά ηθική και συναισθηματική υπόθεση, ενθαρρύνοντας την ελπίδα ότι η Γερμανία θα κατανοήσει το χρέος της να βοηθήσει στη λύση του ελληνικού προβλήματος, αξιοποιόντας το δικό της ιστορικό προηγούμενο.

Ωστόσο υπάρχουν και άλλες ελπιδοφόρες θέσεις για το ελληνικό πρόβλημα χρέους που αντί να αξιοποιηθούν μεθοδολογικά, οργανωτικά και τεχνικά χάνονται στο θόρυβο της κομματικής αντιπαράθεσης. Για παράδειγμα η πρόταση για σύσταση διεθνούς συνόδου αποτίμησης ζημιών στην ελληνική οικονομία και κοινωνία από τις ζημιογόνες και -επιστημονικά νεφελώδεις- πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ 2008-2014 παραμένει ένα όπλο εν υπνώσει.

Σήμερα το εκλογικό σώμα δείχνει μια στροφή στην ελπίδα αλλά αυτή οφείλει να μπολιαστεί με τον ορθολογισμό και τη στρατηγική. Ρεαλισμός δεν σημαίνει απουσία στρατηγικής ή δράση υπό την επίκληση του φόβου ότι οι θέσεις της Ελλάδας είναι μεταφυσικά και δια παντός ανίσχυρες.

Η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει, παράλληλα με την δεδομένη ανάγκη ενός ορθολογικού micromanagement της κρίσης, οφείλει να λειτουργήσει πολυεπίπεδα, αναζητώντας λύσεις στην επιστημονική και αναλυτική υπεροχή και όχι στην πολιτική ουτοπία. Αλλωστε διαπιστώσαμε πως η ουτοπία που ευαγγελίστηκε το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του '80, βασισμένο σε έναν ιδιότυπο «κεντρισμό», ρίχτηκε στη μάχη του οπορτουνισμού με τα γνωστά αποτελέσματα διαφθοράς που συνοδεύουν καθοριστικά την εποχή του.

Επιπλέον, η νέα κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει την ελπίδα του 2015, αξιοποιώντας το περιεχόμενο της: να απαιτήσει εκ νέου και οριστικά μια συνολική θεσμική αποτίμηση των ζημιών σε βάρος της Ελλάδας. Από την επιβάρυνση του δημοσίου χρέους εξαιτίας του PSI κατά 86 δισεκατομμύρια ευρώ έως τις αλλεπάλληλες, γερμανικής έμπνευσης, επινοήσεις των δυσμενών μέτρων λιτότητας που «στρίμωξαν» το ήθος του ευρωπαϊκού ιδεώδους και οδήγησαν στο ασφυκτικό παρόν της ανεργίας, του κατακερματισμένου κοινωνικού ιστού και του κατεδαφισμένου ΑΕΠ.

Μετά τον φόβο του 2012 και την ελπίδα των εκλογών του 2015, η απάντηση για την επόμενη ημέρα δεν βρίσκεται στην νοσταλγία και την ουτοπία μας νέας Μεταπολίτευσης. Αντιθέτα, υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που, τουλάχιστον διαισθητικά, δηλώνουν ότι οι ημέρες αυτές παραπέμπουν περισσότερο στην εποχή της ιστορικής ρίζας της Μεταπολίτευσης (δηλαδή τις χειμερινές εκλογές του 1964) παρά στο φθινόπωρο του '81. Στη δεδομένη παγκόσμια συγκυρία, η προσδοκία ενός νέου '81 αποτελεί ουτοπία για προφανείς και λιγότερο προφανείς λόγους. Θα είναι μοιραίο αν η ευτυχής μετατροπή του προεκλογικού φόβου σε ελπίδα ακολουθήσει οπορτουνιστική προσαρμογή αντί να μετατρέψει τις αυθεντικές αγωνιστικές παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας για δημοκρατία και ευημερία σε συγκροτημένη και συνολική πορεία εξόδου από την κρίση.

Υ.Σ.

Νυχτώσανε τα χρόνια.

Άφτιαχτες περιόδους δέχονται γκρεμίσματα

Γραμματείς χωρίς Μωησή

Αγάλματα δίχως Ερμή

Καραβέλες δίχως Κολόμβο

Σφυρά το τώρα, είναι το μεταχθές.

Απόσπασμα από την ποιητική συλλογή «Οδός Νικήτα Ράντου» του Νικόλαου Κάλας ('Ικαρος)

Δημοφιλή