Ο Αλέξης Τσίπρας στην καρδιά του κράτους

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε μέσα σε έξι μήνες 40 χρόνια Μεταπολίτευσης σε περίληψη. Τώρα καλείται να πράξει ό,τι δεν έγινε αλλά επιβάλλεται πλέον να προχωρήσει: η διασφάλιση των συνθηκών για ένα μεταρρυθμισμένο και ευνομούμενο κράτος που θα διαφυλάσσει την κοινωνική συνοχή και θα επιτρέπει στους πολίτες να σχεδιάζουν τη ζωή και την καθημερινότητα τους όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται επιτέλους στη καρδιά του κράτους. Όμως το κράτος δεν έχει καρδιά, παρά μόνο οι πολίτες των οποίων το καλό οφείλει με ευθύνη να υπερασπιστεί μέσα από διαρκείς συμβιβασμούς, δύσκολες αποφάσεις και την αισιοδοξία για ένα ορατό μέλλον. Ας μην είναι ένδοξο, αλλά ας είναι μέλλον.

Πολλά από τα κλειδιά κατανόησης της αμφιλεγόμενης, αινιγματικής και αρκετά επιζήμιας στάσης του ΣΥΡΙΖΑ στις καταιγιστικές εξελίξεις που προηγήθηκαν και ακολούθησαν του δημοψήφισματος της 5ης Ιουλίου δεν πρέπει να αναζητούνται ούτε σε θεωρίες συνωμοσίας ούτε σε προχειρότητες μεταμφιεσμένες σε τεκμηρίωση.

Στους κύκλους της νέο-μαρξιστικής σκέψης που κυριαρχούν στον ΣΥΡΙΖΑ αφθονεί ο θαυμασμός στην θεωρία και την πράξη της αυξημένης αυτονομίας της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία. Στη δεύτερη φάση της Μεταπολίτευσης, όταν το ΠΑΣΟΚ διένυε την πρώτη τετραετία του στην εξουσία (1981-1985), το κράτος εφάρμοσε πολιτικές, οι οποίες εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα των μικρομεσαίων στρωμάτων και των συνδικαλιστικών συντεχνιών σε πλήρη αντιδιαστολή με τον ρόλο του. Γιατί τουλάχιστον με την ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία, το κράτος είναι εργαλείο «ταξικού ελέγχου», αφού καταλαμβάνεται από αξιωματούχους που ενεργούν για να υπερασπίζονται τα συμφέροντα της ανώτερης αστικής τάξης.

Παραδόξως στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου δείχνει να επαληθεύεται η θεωρία του Νίκου Πουλαντζά για την «σχετική αυτονομία του κράτους», αφού το κράτος μεταβάλει και ρυθμίζει τις ανάγκες του κεφαλαίου. Φαινομενικά, ένα τέτοιο συμπέρασμα δείχνει αληθές, αλλά δεν είναι.

Ο Πουλαντζάς προσδιόρισε την εξουσία ως την «ικανότητα μιας κοινωνικής τάξης να πραγματοποιήσει τα ειδικά αντικειμενικά συμφέροντα της», υποστηρίζοντας ότι το χρέος του κράτους είναι να ρυθμίζει το σύστημα συνολικά, θωρακίζοντας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του που είναι πάντα αστικά. Εξήγησε, επίσης, ότι το κράτος έχει στρατηγικό στόχο να ρυθμίζει και να αποσυμπιέζει την ταξική διαμάχη, ώστε εκείνη να διεξάγεται μέσα στα όρια που διασφαλίζεται η αποφυγή κάθε εξεγερσιακής κατάστασης. Στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού αυτό επιτυγχάνεται όχι με το μονοπώλιο του κράτους στην έννομη βία αλλά μέσω της ιδεολογίας. Η θεωρία του Πουλαντζά αποδίδει στο κράτος μια «σχετικά αυτονομημένη» λειτουργία, η οποία υπονοεί και συνεπάγεται εύθραυστες ισορροπίες.

4.12.1974, απεργοί της Ολυμπιακής Αεροπορίας διαδηλώνουν στους δρόμους της Αθήνας προτού περάσει στον έλεγχο του κράτους.

Ο τρόπος που το ΠΑΣΟΚ του '81 άσκησε πολιτική, αυξάνοντας τον κρατικό τομέα της οικονομίας, όταν ο ιδιωτικός τομέας βρισκόταν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 70 σε συρρίκνωση (ας θυμηθούμε εδώ ότι επί Νέας Δημοκρατίας κρατικοποιήθηκαν λόγω υπερχρέωσης οι επιχειρήσεις του Ωνάση, του Νιάρχου και του Ανδρεάδη), οδήγησε σε τροχιά «κοινωνικοποίησης» χρεοκοπημένες και κερδοφόρες επιχειρήσεις. Το κράτος φόρεσε το κοστούμι του επιχειρηματία, ενώ η παλαιά φρουρά της εγχώριας ελίτ υποχώρησε.

Θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει ότι εκτός από την ανανεωτική Αριστερά που υπερασπιζόταν την «ριζική μεταβολή» του κράτους και όχι την επαναστατική ανατροπή του, το ΠΑΣΟΚ ήταν στα αλήθεια εκείνο που κατανόησε και αξιοποίησε την νέο-μαρξιστική θεωρία για την «σχετική αυτονομία» του κράτους. Εκμεταλλεύτηκε τις κρατικές δομές και κατόρθωσε να τις χρησιμοποιήσει ως πεδίο εξυπηρέτησης των συμφερόντων του, δηλαδή των μικρομεσαίων στρωμάτων που εξασφάλιζαν και την παραμονή του στην εξουσία. Γύρω στο 1978 ο Πουλαντζάς πίστεψε σε μια στρατηγικού τύπου ενότητα των δυνάμεων της «Αλλαγής» φοβούμενος ότι ο ευρωκομμουνισμός εξελισσόταν σε αυτό που αποκαλούμε «Σοσιαλισμό της Σαμπάνιας».

Ωστόσο, η παραδοχή της ιδιομορφίας της ελληνικής περίπτωσης δεν συνεπάγεται επαλήθευση της θεωρίας του Πουλαντζά, αφού το κράτος δεν έδρασε ως ρυθμιστής, «εξωτερικών» από το ίδιο, συμφερόντων του κεφαλαίου. Αντίθετα, η κίνηση του κεφαλαίου διοχετεύτηκε από το αμιγώς και εξολοκλήρου «αυτονομημένο» κράτος του ΠΑΣΟΚ, το οποίο «έφτιαξε» τα νέα τζάκια που δραστηριοποιήθηκαν στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας. Πάντα σε άμεση εξάρτηση από το κράτος και μέσα σε ένα κλίμα ισχνών ταξικών αντιθέσεων και ευνοϊκών συσχετισμών. Επομένως, αν δεχθούμε ότι το κράτος είναι ο κατεξοχήν τόπος άσκησης της εξουσίας, το ΠΑΣΟΚ τον κατέλαβε ολοκληρωτικά τόσο κατά την δεκαετία του ΄80 όσο και μετέπειτα, κατά την εκσυγχρονιστική περίοδο του.

Ένα μεγάλο τμήμα των ακραίων του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, το οποίο απογοητεύτηκε από την σοσιαλιστική ουτοπία του ΠΑΣΟΚ, στράφηκε στην ιδεολογική ανοχή απέναντι στην σταλινική λογική των ένοπλων οργανώσεων, του ΕΛΑ και της 17 Νοέμβρη, των οποίων η συμβολή στον πολιτικό μηδενισμό της Μεταπολίτευσης δεν έχει αναλυθεί σε βάθος. Οι εγχώριοι «Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι προσέφεραν θέαμα, ενώ ένα άλλο πλέγμα εξουσίας, συνέχιζε ακάθεκτο και ανενόχλητο να δημιουργεί τις συνθήκες ανοχής στον πολιτικό αμοραλισμό.

Η προσήλωση του ΣΥΡΙΖΑ σε θεωρίες για το κράτος που διατυπώθηκαν τη δεκαετία του '70 στο πλαίσιο των συσχετισμών της γεωπολιτικής αναμέτρησης του Ψυχρού Πολέμου και αρκετά προτού η παγκοσμιοποίηση αλλάξει την οικονομία και την πολιτική εξηγεί τους έξι αλλόκοτους μήνες και ό,τι κληροδότησαν. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε να δοκιμάσει και να υποχωρήσει από μια την προσδοκία να κατασκευάσει εκ νέου και να εφαρμόσει μια τοπική θεωρία για το «καπιταλιστικό κράτος» που θα εκδηλωνόταν από την προνομιακή σχέση της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Και μάλιστα με τη φιλοδοξία να τεστάρει τη θεωρία αυτή στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα σε κατάσταση χρεοκοπίας.

Όσα έθνη κράτη, από την Ευρώπη και την Βόρεια Αφρική μέχρι την Μέση Ανατολή, κατόρθωσαν για πολλές δεκαετίες να αναπτυχθούν διατηρώντας μια σχετική κρατική αυτονομία, αναγκάστηκαν μετά το τέλος του διπολικού κόσμου, άλλοτε επίπονα και άλλοτε δραματικά, να προσαρμοστούν σε μια νέα πραγματικότητα. Σε καταστροφικές περιπτώσεις, η ακυβερνησία και η κατάρρευση των δομών κρατικής αυτονομίας, οδήγησε στην πλήρη κατάρρευση μιας χώρας και την θέση της στο κατάλογο των failed states.

Ο ΣΥΡΙΖΑ υποτιμώντας την realpolitik και τις γεωπολιτικές συνθήκες στο πλαίσιο μιας εύθραυστης παγκοσμιοποιημένης ισορροπίας, εκπροσώπησε ένα συλλογικό υποκείμενο σε άρνηση να δεχθεί ότι η νοσταλγία της αγωνιστικότητας δεν την καθιστά απαραίτητα και αγωνιστικότητα. Ότι το ζητούμενο της αγωνιστικότητας δεν είναι ένα φλογερό μανιφέστο εναντίον του νεοφιλελευθερισμού αλλά ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα μίνιμουμ θωράκισης από τις συνέπειες του. Επομένως, η παραδοχή της «ανθρωπιστικής κρίσης» θα έπρεπε ταυτόχρονα να είχε αποτρέψει την χρήση της ως μέθοδο διαπραγματευτικής στρατηγικής στο γήπεδο της -(ορθά) διαγνωσμένης- σκληρής και συντηρητικής Ευρώπης.

Στρατηγικά ελλιπής, η προσήλωση στην επαναστατική φρασεολογία και στην ταυτόχρονη πίστη σε μια νέα καθολική «αυτονομία» του κράτους ηττήθηκε μπροστά στην πραγματικότητα που απαιτεί σύγχρονα εργαλεία ανάλυσης και επίλυσης προβλημάτων και μια νέα θεωρία για το μέλλον. Ο πρωθυπουργός μέσα από ένα κρεσέντο αμφιλεγόμενων ελιγμών κατάλαβε ότι θα έπρεπε εκ προοιμίου να είχε απορρίψει την υπεράσπιση δομών και πρακτικών που συνδράμουν στη «συνέχεια του κράτους». Όχι οποιουδήποτε κράτους, αλλά του κράτους που συνέβαλε στη συσσώρευση ελλειμάτων, στη διαφθορά και την διόγκωση του χρέους. Κατανόησε επίσης ότι ο διάχυτος μηδενισμός της αντιμνημονιακής ρητορείας αποτέλεσε βούτυρο στο ψωμί όσων βάδιζαν με σχέδιο το Grexit. Ανάμεσα στο «σκίσιμο των μνημονίων» και στο «new deal» προκρίθηκε το δεύτερο. Ας το πούμε τρίτο μνημόνιο, πρόγραμμα διάσωσης, δεν έχει σημασία. Είναι όμως μια συμφωνία, ένας συμβιβασμός.

Το 1974 η ελληνική δημοκρατία αποκαταστάθηκε υπό την σκέπη της Δεξιάς, η οποία συγκροτήθηκε γύρω από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Τότε η ανανεωτική Αριστερά αποφάσισε να υποστηρίξει τον Καραμανλή και να προσυπογράψει το αμφιλεγόμενο «Καραμανλής ή τανκς» που αποδείχθηκε ένα από τα "success stories" της Μεταπολίτευσης. Ο χρόνος θα επαληθεύσει αν η σύναψη συμφωνίας του Αλέξη Τσίπρα με του Θεσμούς θα αποτελέσει την αρχή για μια νέα Μεταπολίτευση με «ελάχιστη» μεν κρατική αυτονομία αλλά στη βάση ενός κόσμου όπως πραγματικά είναι σήμερα. Ο χρόνος θα δοκιμάσει και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αν θα σταματήσουν να κατηγορούν τον Τσίπρα για αυτό που ήταν και αν θα τον στηρίξουν σε αυτό που πρέπει να γίνει. Εξάλλου, και το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. είναι οι τελευταίοι που θα έπρεπε να αποδίδουν στον ΣΥΡΙΖΑ την «ηθική» και «φυσική» αυτουργία της Μεταπολιτευτικής διαφθοράς. Θα χρειαστεί επίσης να προσαρμοστούν εκ νέου στις εξελίξεις.

Καλώς ή κακώς, ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να διαχειριστεί μια πραγματικότητα με πολιτικούς και εθνικούς κινδύνους. Η θέση των μαρξιστικών ελίτ είναι στα συγγράμματα τους, των υπερήλικων επαναστατών στις αναμνήσεις τους και των πολιτών στην εργασία και την πίστη των δυνατοτήτων τους, οι οποίες διασφαλίζονται αποκλειστικά μέσα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσέφερε μέσα σε έξι μήνες 40 χρόνια Μεταπολίτευσης σε περίληψη. Από την οκταετία του ΠΑΣΟΚ μέχρι το «βρώμικο '89» και την απόληξη του ΓΑΠ. Τώρα καλείται να πράξει ό,τι δεν έγινε αλλά επιβάλλεται να προχωρήσει: η διασφάλιση των συνθηκών για ένα μεταρρυθμισμένο και ευνομούμενο κράτος που θα διαφυλάσσει την κοινωνική συνοχή και θα επιτρέπει στους πολίτες να σχεδιάζουν τη ζωή και την καθημερινότητα τους όπως και οι υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης. Η «αυτοτιμωρία» και τα «μπάχαλα» δεν ήταν ποτέ λύση, το παρόν δεν θα είναι «αγωνιστικός» περίπατος στο κράτος αλλά ούτε και μεταφυσικός κύκλος της ιστορίας. Ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται επιτέλους στη καρδιά του κράτους. Όμως το κράτος δεν έχει καρδιά, παρά μόνο οι πολίτες των οποίων το καλό οφείλει με ευθύνη να υπερασπιστεί μέσα από διαρκείς συμβιβασμούς, δύσκολες αποφάσεις και την αισιοδοξία για ένα ορατό μέλλον. Ας μην είναι ένδοξο, αλλά ας είναι μέλλον.

Δημοφιλή