Το «αύριο» μάλλον δεν θα έρθει αύριο

Κάθε φορά που η Ελλάδα μεγαλούργησε στο παρελθόν, ήταν όταν οι πολίτες της ήταν πολίτες του κόσμου και πολλών κόσμων παράλληλα. Ο μοναδικός δρόμος για να αναγεννηθεί η χώρα δεν είναι η διαλεκτική ανάμεσα στο παλιό και το νέο (είτε αυτό ονομάζεται Τσίπρας, Μεϊμαράκης ή Φούφουτος), αλλά η προσήλωση στην αναγέννηση μιας ελληνικής και συνολικά ευρωπαϊκής παράδοσης ηθικού και πολιτικού κοσμοπολιτισμού. Δεν είναι λύση, αλλά είναι πρόκληση.
ASSOCIATED PRESS

Παρακολούθησα την εβδομάδα των εκλογών αυτά που έγραψαν και μοιράστηκαν φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι στο Facebook. Ανάμεσά στα σχόλια τους, διαπίστωσα ένα συχνό σύμπτωμα που συναντάει κανείς συχνά τελευταία: η φθορά και η πικρόχολη σιγουριά ότι η εγγύηση για το αύριο είναι θέμα της μίας ή της άλλης επιλογής. Το δίχτυ ασφαλείας ή θα είναι η Νέα Δημοκρατία ή ο ΣΥΡΙΖΑ (για διαφορετικούς λόγους που θα ήταν πληκτικό να αναφερθούν εδώ για πολλοστή φορά). Γενικότερα, αν και οι περισσότεροι, κατά βάθος, κατανοούν τη ματαιότητα της διακυβεύματος Μεϊμαράκης ή Τσίπρας, είτε από κεκτημένη ταχύτητα είτε από κάποιο placebo αισιοδοξίας, εφησυχάζουν ότι «κάπως θα τη βολέψουμε», αν αφεθούμε ξανά σε αυτή την ανάλυση.

Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Το μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο παρεπιπτόντως, προσπαθεί να υπερασπιστεί και η ίδια Ευρώπη αποτελεί παρελθόν ήδη από τις δεκαετίες του '80 και του '90. Δεν έχουμε αποδεχθεί πλήρως ότι η ανάπτυξη μέσω μιας βολικής αγοραστικής δύναμης, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στη διανομή πλούτου μέσω της διόγκωσης του δημόσιου χρέους είναι πλαστή. Από την άλλη πλευρά, ούτε το μάθημα της κρίσης του 2008 που παρέδωσε η κατάρρευση της Lehman Brothers θυμόμαστε. Το γεγονός ότι η ασυδοσία δημιουργεί κρίσεις, καθώς, αντίθετα με τα θρυλούμενα, οι αγορές όσο ιδανικά αυτορυθμίζονται αλλά τόσο ιδανικά αυτοκαταστρέφονται. Ωστόσο, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μου έκανε εντύπωση σε πολλές μοιρασμένες απόψεις του Facebook: Το ψευτοδίλημμα που ορίζει ως μέγιστο διακύβευμα της Ελλάδας την ευλογία ή τον όλεθρο (όπως το βλέπει κανείς) της «Θατσεροποίησης» εναντίον «Κουβανοποίησης».

Ας κάνουμε ένα σύντομο ταξίδι στο χρόνο και την Κύπρο, πριν «τα δικά μας capital controls». Θα πρέπει να θυμόμαστε όλοι εκείνο το μοιραίο τριήμερο του 2013, όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση, για άλλη μια φορά κεραυνοβολημένη από έκπληξη, διαπίστωσε ότι η λύση στην χρηματοπιστωτική φούσκα της Κύπρου ήταν αρχικά να πληρώσουν το τίμημα όλοι οι καταθέτες. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια σχεδόν σουρεαλιστικά «κομμουνιστική» παραβίαση ενός θεμελιώδους δικαιώματος που διέπει την Ένωση: το δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Μόλις η τιμωρητική στάση απέναντι σε όλους τους καταθέτες αποκάλυψε ανικανότητα και ισοπεδωτικές νοοτροπίες, υποχρέωσε τελικά τις Βρυξέλλες να προβούν στη θέσπιση του μέτρου της εγγύησης των καταθέσεων. Ασφαλώς, η αναδίπλωση αυτή πήρε χρόνο και είχε το εξής αποτέλεσμα: οι Ρώσοι μεγαλοκαταθέτες και ολιγάρχες πρόλαβαν να σηκώσουν τις καταθέσεις τους και το bail in πλήρωσε ο μέσος αποταμιευτής της Κύπρου, δηλαδή ο πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια κατάσταση στην οποία, ούτε η Θάτσερ, ούτε ο Φιντέλ θα είχαν «κάνει like».

Ξεχνάμε συχνά ότι το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ένα πρόβλημα της Ευρώπης και αυτό δεν συνιστά επίκληση για αποποίηση των ευθυνών της Ελλάδας. Το αποδεικνύει η συνεχιζόμενη κρίση χρέους και το τεκμηριώνει η ανετοιμότητα και το χάος που έχουν προκαλέσει οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Ο κόσμος αλλάζει καθημερινά με απίθανη ταχύτητα και εξαιρετικά σύνθετα και αμφίσημα αποτελέσματα. Αντί, για παράδειγμα, να θελήσουμε να κατανοήσουμε τον τρόπο που λειτουργούν οι αγορές και ο χρηματοικονομικός τομέας στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, σηκώνουμε ανόρεχτα το λάβαρο της αμάθειας, είτε φαντασιώνοντας έναν αναγκαίο μετά-Θατσερισμό (εκείνον που δεν γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, εξαιτίας του Ανδρέα Παπανδρέου και της ακλόνητης κληρονομιάς του -και σε αυτήν οφείλουμε να τοποθετούμε εξίσου το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και την μετά-Πασοκική Νέα Δημοκρατία), είτε έναν, διαλεκτικά πρωτόγονο, αντι-καπιταλισμό που καταλήγει σε απόσυρση από την πραγματικότητα.

Η αναβλητικότητα της Ευρώπης και η παράδοξη «καθυστέρηση» που επικρατεί στην Ελλάδα αλληλοτροφοδοτούνται: μετά την πτώση της δικτατορίας, ο κρατικοδίαιτος καπιταλισμός (σοσιαλισμός) του ΠΑΣΟΚ προσπερνά το Θατσερικό μοντέλο της εποχής του για να προσγειωθεί απότομα στην χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στο ΔΝΤ. Ειρωνικά, η παραπάνω σχεδόν ταχυδακτυλουργική πλοκή, φέρνει την Ελλάδα υπερβατικά σε ένα σημείο, στο οποίο οι προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσει είναι σχεδόν οι ίδιες, ακόμη και αν ο Θατσερισμός είχε επικρατήσει με τη δική του «Αυριανή».

Το 2015, κάθε ζημιά για την Ελλάδα είναι ζημιά για την Ευρώπη (και το αντίστροφο). Πολλοί νομίζουν ότι η ουσία του πρόβληματος βρίσκεται στην αδυναμία συμμόρφωσης της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Ωστόσο, το χειρότερο πρόβλημα που θα συναντάμε μπροστά μας στο εξής είναι η αδυναμία της Ευρώπης να συμμορφωθεί με τον κόσμο, όπως εκείνος στα αλήθεια λειτουργεί σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης. Συμβαίνει, μάλιστα, το εξής θλιβερό. Η Ευρώπη δεν έχει κατανοήσει ούτε έχει αναπτύξει την ταχύτητα και τους μηχανισμούς που χρειάζονται για να ανταποκριθεί στις προκλήσεις. Αντίθετα υπομένει παθητικά όλες τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, εξορκίζοντας την καθυστέρηση της με ένα «καλβινικό» μαστίγωμα στην χρεοκοπημένη Ελλάδα.

Αγιοποιώντας την πρακτική των «έντιμων συμβιβασμών», η Ευρωπαϊκή Ένωση αγοράζει συνεχώς χρόνο, αλλά παραμένει ακίνητη απέναντι σε παλιά και νέα προβλήματα. Αρκεί να διαπιστώσει κανείς σήμερα την αμηχανία με την οποία η Ευρώπη διχασμένη παρακολουθεί την προσφυγική κρίση. Οι Σύνοδοι Κορυφής είναι το depon δια πάσαν νόσον. Μια ιεροτελεστία προσχηματικών παραδοχών και πρωτοβουλιών. Προφανώς και δεν είναι δημοκρατικό να αναζητάμε οριστικές και fast track λύσεις σε σύνθετα ζητήματα, όταν όμως η κρίση γίνεται ανθρωπιστική, τότε οι καλές προθέσεις δίχως αποτέλεσμα καταλήγουν σε φάρσα. Η τεχνοκρατική διαχείριση δείχνει τα όρια της.

Δεν είναι δημοκρατικό να αναζητάμε οριστικές και fast track λύσεις σε σύνθετα ζητήματα. Όταν όμως η κρίση γίνεται ανθρωπιστική, τότε οι καλές προθέσεις δίχως αποτέλεσμα καταλήγουν σε φάρσα. Η τεχνοκρατική διαχείριση δείχνει τα όρια της.

Όταν οι Κινέζοι και οι Ινδοί υπερασπίζονται την ευημερία τους σε ασταθείς συνθήκες, αναζητώντας νέες επενδύσεις στην Αφρική και αλλού, όταν το Ισραήλ κινητοποιεί τους νέους στην έρευνα και στην καινοτομία, όσο οι αραβικές χώρες πρωτοστατούν σε καινοτόμα επενδυτικά σχήματα και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ρωσία ανταγωνίζονται μεταξύ τους στη cyber βιομηχανία και στα γεωπολιτικά ρίσκα, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα γιορτάσει περήφανα το επόμενο Octoberfest. H Eυρώπη, από την Ελλάδα μέχρι την Γαλλία, απομονώνεται ολοένα και περισσότερο σε ένα περιβάλλον λιτότητας, ανεργίας και πολιτιστικής μελαγχολίας. Ο γραφειοκρατικός καθησυχασμός των Βρυξελλών δεν διαταράσσεται ούτε από την αμετανόητη άρνηση της Ελλάδας να ανακάμψει, ούτε από την επικίνδυνη άνοδο της ακροδεξιάς που με όχημα την μεταναστευτική κρίση, επιχειρεί να υπονομεύσει ευθέως την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Η ουσιαστική διέξοδος για την Ελλάδα και για την Ευρώπη στο κόσμο, όπως πραγματικά αυτός είναι, επιβάλλει τον δρόμο προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η αληθινή ενοποίηση της Ευρώπης προϋποθέτει κοινό δημόσιο προϋπολογισμό, κοινό δημόσιο χρέος, κοινό υπουργείο οικονομικών, ευρω-ομόλογο, κοινή εξωτερική πολιτική, κοινό ευρωπαϊκό status για τους πρόσφυγες, κ.τ.λ. Οτιδήποτε λιγότερο θα αναπαράγει διαχωρισμούς και διακρίσεις, θα διευρύνει το έλλειμα δικαιοσύνης και δημοκρατίας, θα συνδιαλέγεται με φοβικές εθνικές κυβερνήσεις (δεξιές και αριστερές) και θα αδυνατεί να αντιμετωπίσει την αύξηση της βίας, ως συνέπεια της μείωσης των δημόσιων δαπανών. Αν και η Δεξιά σιχαίνεται τον όρο «πολυπολιτισμικότητα» και η Αριστερά τον όρο «παγκοσμιοποίηση», το ζητούμενο, όμως, και ο σκοπός της επόμενης ημέρας πρέπει να γίνει ξανά ο κοσμοπολιτισμός: οι πολίτες του κόσμου και των πολλών κόσμων. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα.

Κάθε φορά που η Ελλάδα μεγαλούργησε στο παρελθόν, ήταν όταν οι πολίτες της ήταν πολίτες του κόσμου και πολλών κόσμων παράλληλα. Ο μοναδικός δρόμος για να αναγεννηθεί η χώρα δεν είναι η διαλεκτική ανάμεσα στο παλιό και το νέο (είτε αυτό ονομάζεται Τσίπρας, Μεϊμαράκης ή Φούφουτος), αλλά η προσήλωση στην αναγέννηση μιας ελληνικής και συνολικά ευρωπαϊκής παράδοσης ηθικού και πολιτικού κοσμοπολιτισμού. Δεν είναι λύση, αλλά είναι πρόκληση.

Δημοφιλή