Η νομοθετική ρύθμιση του Υπουργείου Παιδείας, ο καλός εκπαιδευτικός και ο εργασιακός ελιτισμός

Η «μονιμότητα» που προωθεί το υπουργείο δεν προφυλάσσει τον καλό εκπαιδευτικό. Η αξία του τελευταίου είναι από μόνη της αρκετά πολύτιμη ώστε το σχολείο να κάνει ό,τι μπορεί για να τον κρατήσει και σε καμία περίπτωση να τον απολύσει. Η μονιμότητα προφυλάσσει, αντίθετα, τον ανεπαρκή εκπαιδευτικό, ο οποίος από τη στιγμή που δεν αξιολογείται (και δεν κινδυνεύει από την έσχατη μορφή αρνητικής αξιολόγησης που είναι η αντικατάσταση), έχει δικαίωμα να παραμένει στο σχολείο προσφέροντας υποβαθμισμένες υπηρεσίες στους μαθητές. Επίσης, οι φραγμοί στην επιλογή προσωπικού θέτουν σε θέση ισχύος τον «κακό» εργοδότη ο οποίος, συνηθισμένος σε κακές πρακτικές, ούτως ή άλλως θα βρει τον τρόπο να παρακάμψει το πλαίσιο και θα έχει, με αυτό τον τρόπο, πλεονέκτημα σε σχέση με τα σχολεία που ακολουθούν τη νομιμότητα.
eurokinissi

Πολλά έχουν ειπωθεί για τη νέα νομοθετική ρύθμιση που προωθεί το Υπουργείο Παιδείας σε σχέση με την ιδιωτική εκπαίδευση. Παρόλο που η αντίδραση της κοινωνίας φαίνεται να οδήγησε σε αναδίπλωση του Υπουργείου, υπάρχει ακόμα ο κίνδυνος η νέα νομοθετική πρωτοβουλία να περάσει υπό τη μορφή κάποιας τροπολογίας και να πλήξει τα σχολεία, τους μαθητές και τις οικογένειές τους.

Τι είναι αυτό που οδηγεί τα σχολεία να ισχυρίζονται ότι θίγεται η λειτουργία τους;

Η νομοθετική ρύθμιση πλήττει τα σχολεία με τρεις τρόπους: (i) καταργεί τη δυνατότητα των σχολείων να αξιοποιούν τις εγκαταστάσεις για οποιοδήποτε άλλο εκπαιδευτικό ή παιδαγωγικό σκοπό, (ii) ακυρώνει κάθε δυνατότητα ελεύθερης διαμόρφωσης του διευρυμένου πρωινού προγράμματος και του απογευματινού πρόσθετου προγράμματος και (iii) απαγορεύει στα ιδιωτικά σχολεία να αξιολογούν και να επιλέγουν το προσωπικό τους.

Ως προς το πρώτο σκέλος, μήπως έτσι αποτρέπεται η μετατροπή των ιδιωτικών σχολείων σε φροντιστήρια;

Τα ιδιωτικά σχολεία δεν ήταν ποτέ φροντιστήρια, ούτε φιλοδοξούσαν να γίνουν. Η ποιότητα και η επιτυχία τους εξαρτώνται από την ποικιλία, τις εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, την καινοτομία, τις διαφοροποιήσεις. Τα προπαρασκευαστικά μαθήματα που οργανώνουν, προκειμένου να προετοιμάζουν τα παιδιά για τις εξετάσεις και να μην χρειάζεται να καταφεύγουν σε εξωτερικά φροντιστήρια, είναι η απάντηση στις ανάγκες των οικογενειών, όπως αυτές προκύπτουν από το ισχύον σύστημα εξετάσεων.

Η πλευρά των υποστηρικτών των ρυθμίσεων, όμως, ισχυρίζεται ότι οι απογευματινές δραστηριότητες θα συνεχίσουν να επιτρέπονται και το μόνο που αλλάζει είναι ότι θα πρέπει να δηλώνονται στο Υπουργείο Παιδείας.

Όταν ακόμα και το λεκτικό του προς ψήφιση νόμου αναφέρει «... είναι δυνατόν να επιτρέπονται...», υπονοεί ότι μόνιμη κατάσταση θα είναι το να μην επιτρέπονται και εξαίρεση θα είναι το να επιτραπούν. Δηλαδή, μετά την ψήφιση της διάταξης, όλες οι παρεκκλίσεις και οι εκτός ωρολογίου προγράμματος δραστηριότητες θα απαγορεύονται, μέχρι να εκδοθεί υπουργική απόφαση που να καθορίζει τους όρους με τους οποίους θα επιτραπούν. Αυτό, όμως, θα κάνει παιδιά, γονείς και εργαζόμενους στα απογευματινά μαθήματα να εξαρτώνται από τη διάθεση κάθε Υπουργού. Με απλά λόγια: αν κάποιος Υπουργός δεν επιθυμεί να γίνονται απογευματινά μαθήματα στα ιδιωτικά σχολεία, δεν χρειάζεται καν να τα απαγορεύσει, αρκεί να μην εκδώσει υπουργική απόφαση. Αλλά και αν ακόμη την εκδώσει, η τελική απόφαση εξαρτάται από το αν θα δώσει έγκριση ο αρμόδιος Διευθυντής Εκπαίδευσης της περιφέρειας.

Μήπως τελικά όλα αυτά λέγονται προκειμένου να διαφυλάξουν οι επιχειρηματίες τα κέρδη τους; Άλλωστε, βασικό επιχείρημα της πλευράς των υποστηρικτών της ρύθμισης είναι ότι η απογευματινή ζώνη των σχολείων αποτελεί άντρο παρανομίας, ανασφάλιστης και υποαμειβόμενης εργασίας.

Τα επίσημα στοιχεία των κρατικών ελέγχων δίνουν εντελώς αντίθετη εικόνα. Το ποσοστό ανασφάλιστης εργασίας στα ιδιωτικά σχολεία είναι εξαιρετικά χαμηλό. Στην πραγματικότητα οι αμοιβές των εργαζόμενων στην απογευματινή ζώνη δεν είναι χαμηλές. Συχνά, μάλιστα, είτε επειδή αυτοί οι εργαζόμενοι έχουν ιδιαίτερη εξειδίκευση, είτε επειδή οι ώρες που τους προσφέρει το ιδιωτικό σχολείο δεν είναι πολλές, οι αμοιβές τους είναι υψηλότερες από αυτές των εκπαιδευτικών της πρωινής ζώνης. Αυτό που αλλάζει τους όρους κόστους, όμως, είναι η διάρκεια της σύμβασης: καθώς οποιοσδήποτε εκπαιδευτικός αναλαμβάνει οργανικές ώρες έχει ως ελάχιστο χρόνο διορισμού τους 12 μήνες, η πρόσληψή του θα γίνεται για αυτό το διάστημα, ανεξάρτητα αν το πρόγραμμα το οποίο αναλαμβάνει διαρκεί ένα, τρεις ή έξι μήνες. Και αυτό το κόστος, μοιραία θα κληθεί να το επιβαρυνθεί η οικογένεια.

Μαθαίνουμε ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί σήμερα υπάγονται στο Υπουργείο Εργασίας και όχι στο Υπουργείο Παιδείας. Μήπως τελικά οι νέες ρυθμίσεις θα αποκαταστήσουν τη συνταγματική νομιμότητα; Η συνταγματική νομιμότητα δεν είχε ποτέ καταπατηθεί. Ο έλεγχος των προγραμμάτων σπουδών, της υπηρεσιακής κατάστασης των εκπαιδευτικών, των συνθηκών αδειοδότησης των σχολείων γινόταν από την Πολιτεία με ξεκάθαρους νόμους και προϋποθέσεις, όπως ακριβώς προβλέπει το άρθρο 16 §8 του Συντάγματος.

Ως προς το πρώτο σκέλος, αυτό είναι επίσης ψέμα. Οι διορισμοί, η απόδοση μισθολογικών κλιμακίων, οι αναθέσεις ωρών των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, ο έλεγχος των προσόντων ήταν και είναι αρμοδιότητα των Διευθύνσεων Εκπαίδευσης.

Από τα παραπάνω, όμως, προκύπτει κατά συνέπεια μια αντίφαση: αποδεχόμαστε ότι οι υπόλοιποι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είναι απροστάτευτοι; Δεν προστατεύονται, για παράδειγμα, από παράνομες ή καταχρηστικές απολύσεις; Δεν λειτουργεί το ρυθμιστικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας; Δεν έχουν δικαίωμα προσφυγής στη δικαιοσύνη, αν αδικηθούν;

Ωστόσο, ο παραπάνω μύθος υποκρύπτει επιπλέον έναν υφέρποντα εργασιακό ελιτισμό: υπονοεί ότι οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, υπαγόμενοι στο Υπουργείο Παιδείας, προστατεύονται ή πρέπει να προστατεύονται περισσότερο από τους υπόλοιπους εργαζόμενους των οποίων οι εργασιακές συνθήκες ελέγχονται από τις υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας. Με ποια λογική, λοιπόν, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί χρήζουν κάποιας ιδιαίτερης προστασίας;

Από το γεγονός ότι οι φραγμοί στις απολύσεις βοηθούν τους εκπαιδευτικούς να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους χωρίς παρέμβαση του ιδιοκτήτη. Συνεπώς δεν θα υποχρεώνονται να βάζουν υψηλούς βαθμούς, να κρύβουν απουσίες, να ανέχονται συμπεριφορές. Διαφορετικά, θα πρέπει να διεξάγουν τις εξετάσεις των ιδιωτικών σχολείων επιτροπές καθηγητών του Δημοσίου.

Κοιτάξτε, κανένα σχολείο δεν έχει συμφέρον να πιέσει εκπαιδευτικούς να βάλουν βαθμούς, να κρύψουν απουσίες, να ανεχθούν παραβατικές συμπεριφορές ή όλα όσα υπονοούν όσοι επικαλούνται το επιχείρημα. Η επιτυχία κάθε σχολείου εξαρτάται από την ποιότητά του και αυτή η ποιότητα είναι συνυφασμένη με την αριστεία, την τήρηση του πλαισίου της σχολικής ζωής και τον σεβασμό στους κανόνες.

Εξάλλου, η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχεται στα ιδιωτικά σχολεία και η αντικειμενικότητα των βαθμολογιών τους έχει αδιαμφισβήτητα καταγραφεί σε όλες τις διεθνείς και ελληνικές έρευνες και μελέτες. Βλέπε ΟΟΣΑ (Education at a glance), αποτελέσματα PISA, έρευνα Πανάρετου - ΟΠΑ, αποτελέσματα εξετάσεων με τράπεζα θεμάτων, στατιστικά αποτελέσματα πανελλαδικών εξετάσεων κ.ά.

Αν, λοιπόν, ο υπουργός Παιδείας προχωρήσει στην επιβολή επιτροπών εξετάσεων, το μέτρο πρέπει να ισχύσει για όλους τους μαθητές της χώρας σε δημόσια και ιδιωτικά σχολεία, ως στοιχειώδης σεβασμός από μέρους του στους κανόνες ισονομίας, δικαιοσύνης και ίσης μεταχείρισης όλων των Ελλήνων μαθητών. Η επιβολή εξεταστικών επιτροπών μόνο στα ιδιωτικά σχολεία, αφενός συνιστά κατάφωρη και βάναυση απαξίωση των ιδιωτικών εκπαιδευτικών και του κύρους τους και, αφετέρου, θα επιβεβαιώσει εκ νέου την υφιστάμενη εχθρότητα και ιδεοληψία κατά των ιδιωτικών σχολείων.

Αφού με αυτόν τον τρόπο η λειτουργία των σχολείων πλήττεται, γιατί αποτελεί «Λυδία Λίθο» για τους συνδικαλιστές ο κρατικός έλεγχος των δράσεων πέραν του ωρολογίου προγράμματος και εναλλακτικά, ως ασφαλιστική δικλείδα καλής λειτουργίας, η επαναφορά των επιτροπών εξετάσεων;

Η ΟΙΕΛΕ έχει ως καταστατικό σκοπό την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Ενδιάμεσο στάδιο για την επίτευξη του σκοπού της είναι η ένταξη κάθε είδους δράσης πέραν του ωρολογίου προγράμματος στην εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας. Πρόφαση είναι ότι ο κρατικός έλεγχος διασφαλίζει την ποιότητα, τα εργασιακά δικαιώματα και το συμφέρον όλων των μερών, επικαλούμενη, μάλιστα και την αγωνία των γονέων για ποιοτικό πρόγραμμα.

Αποκρύπτει, όμως, ένα πιο σημαντικό για αυτήν διακύβευμα: ότι η προϋπηρεσία των απασχολούμενων σε αυτές τις δράσεις, πλέον θα αναγνωρίζεται ως προϋπηρεσία για μοριοδότηση και διορισμό στη Δημόσια Εκπαίδευση. Τελικός στόχος δεν είναι να προαχθεί η ποιότητα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, αλλά αντίθετα να «πνιγεί» και, παράλληλα, να ανοίξουν δρόμοι, ώστε μέσω ενός αναγκαστικού «αγροτικού» στην ιδιωτική εκπαίδευση κάποιοι να διορίζονται στο Δημόσιο. Αυτό γινόταν και παλαιότερα, όταν οι απολυμένοι από τα ιδιωτικά σχολεία που έκλειναν, αυτοδικαίως προσλαμβάνονταν στη Δημόσια Εκπαίδευση παρακάμπτοντας το ΑΣΕΠ. Αυτό επιδιώκουν και τώρα. Για άλλη μια φορά, από το «παράθυρο».

Η «μονιμότητα» που προωθεί το υπουργείο δεν προφυλάσσει τον καλό εκπαιδευτικό. Η αξία του τελευταίου είναι από μόνη της αρκετά πολύτιμη ώστε το σχολείο να κάνει ό,τι μπορεί για να τον κρατήσει και σε καμία περίπτωση να τον απολύσει. Η μονιμότητα προφυλάσσει, αντίθετα, τον ανεπαρκή εκπαιδευτικό, ο οποίος από τη στιγμή που δεν αξιολογείται (και δεν κινδυνεύει από την έσχατη μορφή αρνητικής αξιολόγησης που είναι η αντικατάσταση), έχει δικαίωμα να παραμένει στο σχολείο προσφέροντας υποβαθμισμένες υπηρεσίες στους μαθητές. Επίσης, οι φραγμοί στην επιλογή προσωπικού θέτουν σε θέση ισχύος τον «κακό» εργοδότη ο οποίος, συνηθισμένος σε κακές πρακτικές, ούτως ή άλλως θα βρει τον τρόπο να παρακάμψει το πλαίσιο και θα έχει, με αυτό τον τρόπο, πλεονέκτημα σε σχέση με τα σχολεία που ακολουθούν τη νομιμότητα.

Ζημιωμένοι, εν τέλει, θα είναι οι καλοί εκπαιδευτικοί, τα καλά σχολεία και φυσικά οι μαθητές και οι γονείς τους.

Δημοφιλή