Προδημοσίευση: «Κατερίνα Ρωμιοπούλου: Συμβίωση με τον Μινώταυρο - Αναμνήσεις από τη ζωή μιας αρχαιολόγου»

Απόσπασμα από το βιβλίο το οποίο παρουσιάζεται σήμερα, 19 Δεκεμβρίου, από τις εκδόσεις «Ποταμός»
1978, Θεσσαλονίκη. Επίδειξη των χρυσών κτερισμάτων του τάφου του Φιλίππου Β ΄ από τη Βεργίνα, που συντηρούνταν τότε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αποθήκη). Από αριστερά: Μύρων Μιχαηλίδης, διευθυντής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Μανόλης Ανδρόνικος, Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Νίκος Γιαλούρης, γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων, Νικόλαος Μάρτης, υπουργός Βορείου Ελλάδος, και Γεώργιος Πλυτάς, υπουργός Πολιτισμού.
1978, Θεσσαλονίκη. Επίδειξη των χρυσών κτερισμάτων του τάφου του Φιλίππου Β ΄ από τη Βεργίνα, που συντηρούνταν τότε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης (αποθήκη). Από αριστερά: Μύρων Μιχαηλίδης, διευθυντής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Μανόλης Ανδρόνικος, Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Νίκος Γιαλούρης, γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων, Νικόλαος Μάρτης, υπουργός Βορείου Ελλάδος, και Γεώργιος Πλυτάς, υπουργός Πολιτισμού.

«Γεννήθηκα στην Αλεξανδρούπολη, αλλά μεγάλωσα και σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Συμπλήρωσα τις σπουδές μου στην Ελβετία και τη Γερμανία. Η σχέση μου με τον δημόσιο βίο της χώρας εντάσσεται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.

Ο Μινώταυρος είναι τέρας της ελληνικής μυθολογίας, ένα είδος Κακού που διαθέτει λογική. Από την εποχή του μυθικού βασιλιά της Κρήτης Μίνωα έως σήμερα που το όνομα του συνδέεται με οικονομικές καταστροφές της παγκόσμιας ανθρώπινης κοινωνίας, καταδικασμένο να ζει μέσα στον σκοτεινό Λαβύρινθο, χωρίς τη θέλησή του, από μια άποψη δυστυχισμένο κι αυτό, είναι ο εχθρός που πρέπει να εξοντώσουμε ή να παρακάμψουμε για να επιβιώσουμε ως πολιτισμένοι κι ελεύθεροι άνθρωποι. Για μένα ο Μινώταυρος είναι η νοοτροπία και οι ευτελείς επινοήσεις του ελληνικού δημόσιου συστήματος.

Η αφήγηση μου δεν είναι αυτοβιογραφική αλλά μία επιλεκτική περιγραφή συμβάντων και κατάθεση εμπειριών, που θα βοηθήσουν ίσως τους αρχαιολόγους των νεότερων γενεών να μην αποθαρρύνονται και να επιμένουν στις αρχές της αξιοκρατίας, της επιστημονικής κατάρτισης και του δικαίου, καθώς και στην υλοποίηση των ονείρων τους που τους ώθησαν να διαλέξουν το περιπετειώδες και πολύμορφο αυτό επάγγελμα». Κατερίνα Ρωμιοπούλου.

Το βιβλίο «Κατερίνα Ρωμιοπούλου: Συμβίωση με τον Μινώταυρο - Αναμνήσεις από τη ζωή μιας αρχαιολόγου» (εκδόσεις «Ποταμός», 256 σελίδες με φωτογραφικό ένθετο 90 φωτογραφιών), μία έκδοση - ιστορικό τεκμήριο, παρουσιάζεται την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου, ώρα 7 μ.μ. στον Πολυχώρο της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου οι Φίλοι της Μουσικής, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Πολυξένη Αδάμ - Βελένη, γενική διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, Κώστας Μπακογιάννης, περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας, Καλλιόπη Παπαγγελή, αρχαιολόγος.

Η εργασία και έρευνα της Κατερίνας Ρωμιοπούλου συμπυκνώνεται σε 35 χρόνια υπηρεσίας σε ανώτερες διοικητικές θέσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, ανασκαφές σε σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και περί τις 90 δημοσιεύσεις. Εκτός των άλλων, ήταν επισκέπτρια - διδάσκουσα σε Γαλλία και ΗΠΑ, ενώ το 2012, το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε τιμητικό τόμο για το έργο της με τίτλο «Δινήεσσα».

Στο απόσπασμα του βιβλίου που προδημοσιεύει η HuffPost Greece η Κατερίνα Ρωμιοπούλου αναφέρεται στη γνωριμία της με τον Μανόλη Ανδρόνικο, την ανασκαφή στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, στη συγκλονιστική στιγμή της ανακάλυψης, αλλά και στη μεταφορά των ανεπανάληπτων ευρημάτων στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, του οποίου διετέλεσε διευθύντρια κατά τη δεκαετία 1973 - 1983.

Ακολουθεί το απόσπασμα:

«Τον Μανόλη Ανδρόνικο τον γνώριζα από τα φοιτητικά μου χρόνια, όταν πήγαινα για διάφορους λόγους, κυρίως για θελήματα του καθηγητή μου Γιώργου Μπακαλάκη, στο παλιό Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Πάντα καθυστερούσα να φύγω, γιατί σταματούσα στο γραφείο του Ανδρόνικου, που ήταν τότε επιμελητής Αρχαιοτήτων και συστεγαζόταν με τη Μαίρη Σιγανίδου, η οποία δεν είχε ενταχθεί ακόμη στο σώμα των αρχαιολόγων αλλά ήταν συντηρήτρια του Μουσείου.

Ο Ανδρόνικος ήταν τόσο γοητευτικός αφηγητής, που όταν είχε κέφια και διηγούνταν διάφορες ιστορίες, ξεχνιόμουν κι άφηνα πίσω ό,τι είχα να κάνω. Αργότερα, όταν ήμουν πια επιμελήτρια Αρχαιοτήτων στην Καβάλα, εκείνος είχε προαχθεί σε έφορο Αρχαιοτήτων και τοποθετήθηκε για λίγους μήνες στην Κομοτηνή, ως πρώτος προϊστάμενος Εφορείας Θράκης. Δεν είχε ούτε γραφείο ούτε ανάλογο εξοπλισμό· δεχόταν στο ξενοδοχείο όπου έμενε, σ’ ένα τραπέζι-γραφείο, αυτούς που τον αναζητούσαν για υπηρεσιακούς λόγους. Απεχθανόταν από τότε τη ρουτινιάρικη δημόσια αλληλογραφία και με είχε παρακαλέσει να του ετοιμάζω εγώ προσωπικά τις μισθοδοτικές του καταστάσεις και να τις στέλνω στην Κομοτηνή, γιατί ήμουν προσεχτική! Ευτυχώς, εκλέχτηκε το 1961 καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παραιτήθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία κι επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και στο αγαπημένο του Πανεπιστήμιο.

Το 1976 ο Ανδρόνικος επικεντρώθηκε στην έρευνα της Μεγάλης Τούμπας στο κέντρο του χωριού. Παρακολουθούσα από μακριά τις εξελίξεις, τα νέα έφταναν αλλά δεν ήταν σαφή, πιο πολύ εμπιστευόμουν τις πληροφορίες από πρώτο χέρι, δηλαδή από τον ίδιο τον Ανδρόνικο, όταν μας επισκεπτόταν στο Μουσείο Θεσσαλονίκης για να τον βοηθήσουμε να λύσει διάφορα πρακτικά προβλήματα της ανασκαφής. Όταν πια οι λατύπες της Τούμπας άρχισαν να σχηματίζουν όψη στρωματογραφίας, ήταν φανερό ότι προέρχονταν από κατασκευή ταφικών μνημείων και ο Ανδρόνικος άρχισε να αναζητεί τρόπους για την πιο γρήγορη απομάκρυνση των επιχώσεων. Κάποια μέρα με ρώτησε αν είχα καμιά ιδέα, καθώς η ανασκαφή μου στο μακεδονικό Τάφο των Ανθεμίων στην αρχαία Μίεζα (Λευκάδια) είχε προηγηθεί (1971-1974). Του συνέστησα να χρησιμοποιήσει εκσκαφικό μηχάνημα μ’ έναν εξαιρετικά προικισμένο χειριστή, τον Στέργιο Ζέρβα από την Καρίτσα Πιερίας, που μου τον είχε συστήσει ο Δημήτρης Παντερμαλής ο οποίος τον χρησιμοποίησε πρώτος στο Δίον. Πράγματι ο Στέργιος ήταν δεξιοτέχνης στους χειρισμούς του μηχανήματος και το έκανε να δουλεύει με χειρουργική ακρίβεια, χωρίς να προκαλεί ζημιές. Με άκουσε και τον κάλεσε. Έτσι συντόμεψε το χρόνο χωρίς να συμβεί ανεπανόρθωτη ζημιά. Η ύπαρξη ταφικού μνημείου είχε επιβεβαιωθεί, αλλά κρατήθηκε μυστική για λόγους ασφαλείας.

Το Σεπτέμβρη του 1977 η ανασκαφή συνεχιζόταν στη Μεγάλη Τούμπα, ο Ανδρόνικος αγωνιούσε και η παρουσία των αρχαιολόγων και των επισκεπτών –πανεπιστημιακών και φίλων του Ανδρόνικου– πύκνωνε και ήταν το καθημερινό γεγονός στο χωριό. Η Βεργίνα δεν διέθετε ούτε Αστυνομικό Σταθμό ούτε τηλέφωνα. Το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού βρισκόταν στο φούρνο, που είχε καταντήσει σταθμός αναμετάδοσης ειδήσεων. Γι’ αυτό, όταν μου τηλεφωνούσε ο καθηγητής για διάφορα ζητήματα που προέκυπταν, μιας και ήμουνα ο βασικός σύνδεσμος με τις υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, μου μιλούσε με μισόλογα ή συνθηματικά, για να μην καταλαβαίνουν οι ντόπιοι που μπαινόβγαιναν και να μεταδίδουν μετά διαστρεβλωμένες ή φανταστικές ειδήσεις, που θα έφταναν στ’ αυτιά των δημοσιογράφων.

Εκείνο το διάστημα, ό,τι είδους ενδείξεις επιβεβαίωναν την ύπαρξη τάφων κρατιόνταν μυστικές. Μόνο ο Ανδρόνικος τις μοιραζόταν με ορισμένους στενούς του συνεργάτες.

Στη διάρκεια του Οκτώβρη άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι «κάτι» βρέθηκε στην ανασκαφή. Πράγματι, στις 8 Νοεμβρίου το πρωί ο Ανδρόνικος μου τηλεφωνεί από το φούρνο και μου λέει: «Κατερίνα, σε περιμένει ο Καρδάμης. Ειδοποίησε και τον πρύτανη να έρθετε μαζί». Καλέσαμε και τον καθηγητή Προϊστορικής Αρχαιολογίας Δημήτρη Θεοχάρη. Φτάσαμε με το πρυτανικό αυτοκίνητο νωρίς το μεσημέρι, κατά τις 12:30, κατευθείαν στην ανασκαφή, όπου στο βάθος του σκάμματος είχε αποκαλυφθεί ο λεγόμενος «Τάφος του Φιλίππου». Ο καθηγητής Θεοχάρης, ως προϊστορικός, απολάμβανε καθώς κατεβαίναμε πεζοί τις στρωματογραφίες των παρειών του Τύμβου. Εγώ σκεπτόμουνα το χειρισμό της νέας ανακάλυψης που ξεπρόβαλε, γιατί ήμουνα σίγουρη, έχοντας εμπειρία από δεκάδες συλημένους τάφους που είχα ήδη ανασκάψει στην Αμφίπολη και τα Λευκάδια, πως ήταν ασύλητος κι εντυπωσιακά μεγάλος. Ο πρύτανης κ. Χ. Χριστοδούλου, καθηγητής της Κτηνιατρικής Σχολής, απολάμβανε χαρούμενος μια πρωτόγνωρη γι’ αυτόν εμπειρία. Γύρω από το σκάμμα ήταν μαζεμένο όλο το χωριό, ένα πολύχρωμο πλήθος που βούιζε σαν τις μέλισσες, και με το ζόρι το συγκρατούσαν κάποιοι για να μην πλησιάσει στον τάφο. Κοντά στην καμαρωτή στέγη του τάφου στέκονταν ο Ανδρόνικος, οι τεχνίτες και μερικοί συνεργάτες του, αρχαιολόγοι πανεπιστημιακοί, καθώς και η γυναίκα του Όλυ και η έφορος Αρχαιοτήτων Μαίρη Σιγανίδου.

Μόλις με είδε ο μαστρο-Σπύρος Καρδάμης, ο παλιός μου συνεργάτης, μου είπε, αφού χαιρετηθήκαμε: «Τώρα μπορούμε ν’ αρχίσουμε». Άρχισε να κάνει με τους γιους του την προετοιμασία της αφαίρεσης του θολίτη λίθου - «κλειδιού» της οροφής, ενώ με ενημέρωνε ο Ανδρόνικος. Αυτός ήταν ο λόγος που μου είχε τηλεφωνήσει επειγόντως. Όταν συζητούσαν την προηγούμενη νύχτα με τον Καρδάμη για το πρόγραμμα του ανοίγματος του τάφου, εκείνος είπε στον Ανδρόνικο: «Εγώ δεν θα τον ανοίξω αν δεν είναι εδώ η κυρία Ρωμιοπούλου». Κι έτσι ειδοποιήθηκα.

Η σχέση μου με τον σπουδαίο εμπειρικό τεχνίτη και συντηρητή Σπύρο Καρδάμη από την Κέρκυρα είχε αρχίσει απ’ όταν μου τον «δάνεισε» ο Βασίλης Πετράκος, φεύγοντας για τις σπουδές του στην «Εσπερία», καθώς έως τότε εκείνος εργαζόταν σε διάφορα αρχαιολογικά έργα στην Αττική. Από τότε που ήρθε και συνεργαστήκαμε στην Καβάλα, στους Φιλίππους και στη Θάσο, με ακολούθησε στη Βέροια, στα Λευκάδια, στην Αιανή και στη Φλώρινα κι έμεινε στη Βόρεια Ελλάδα πολλά χρόνια. Γνώριζε και από αναστηλώσεις μνημείων και από μουσειακές εργασίες που είχαν να κάνουν με αρχαιότητες από μάρμαρο και πωρόλιθο. Οι αρχιτέκτονες που συνεργάζονταν μαζί του σέβονταν τη γνώμη του στα τεχνικά ζητήματα, έδινε λύσεις, αλλά κι εκείνος σεβόταν τις δικές τους.

Όταν μετατέθηκα στη Θεσσαλονίκη, παρ’ όλο που δεν είχαμε πια άμεση συνεργασία, με θεωρούσε πάντα σαν αφεντικό του κι εγώ πήγαινα, όταν με καλούσε, κι έβλεπα τις εργασίες του στα Λευκάδια και στην Πέλλα. Είχε και δύο γιους που ακολούθησαν τα βήματά του, τον Θέμη και τον Στέφανο. Έτσι, ήταν αναμενόμενο να φύγει από την Πέλλα και να εργαστεί στην ανασκαφή της Βεργίνας όταν άρχισαν ν’ αποκαλύπτονται οι τάφοι. Όταν λοιπόν συνεννοήθηκαν με τον Ανδρόνικο πότε θα άνοιγε ο ασύλητος τάφος, ήθελε να βρίσκομαι εκεί, ίσως για να συζητήσει πιο άνετα μαζί μου κάποια τεχνικά θέματα που μπορεί να προέκυπταν.

Τελικά η στιγμή έφτασε, ο θολίτης πωρόλιθος, ύστερα από κάποια «νάζια» που έκανε, αφαιρέθηκε. Έσκυψε ο Ανδρόνικος σιωπηλός στην τρύπα και φώτισε με το φανάρι το εσωτερικό, κι ύστερα από λίγα λεπτά άρχισε να περιγράφει ψύχραιμα και με συντομία ό,τι έβλεπε. Ένας ένας με τη σειρά όσοι ήμασταν γύρω του, σκύβαμε και βλέπαμε. Μόνο η Μαίρη Σιγανίδου δεν κρατήθηκε κι άρχισε να φωνάζει: «Βλέπω χρυσά, χρυσά!», αμέσως όμως ο Ανδρόνικος επενέβη νευριασμένος και τη σταμάτησε, της είπε να μη φωνάζει. Φοβόταν μήπως ακουστεί κάτι κι αρχίσουν οι διαδόσεις περί θησαυρών προτού παρθούν μέτρα ασφαλείας, γιατί εκείνη τη στιγμή και τις επόμενες μέρες η φύλαξη γινόταν μόνον από φύλακες και εργάτες ανασκαφής κι από τον ίδιο τον Ανδρόνικο, που έκανε ξαφνικά εφόδους τη νύχτα. Ήταν αναπάντεχο, δυσβάσταχτο βάρος και μεγάλη ευθύνη, κι έπρεπε όλοι να οργανωθούμε και να το αντιμετωπίσουμε, ο καθένας από τον τομέα του, και φυσικά να αναλάβει τη φύλαξη η Αστυνομία. Τελευταία έσκυψε και κοίταξε στο εσωτερικό του τάφου η Όλυ Ανδρόνικου.

[…]

Εκείνη τη μέρα άλλαξε και η ζωή του κρυμμένου στον κάμπο, μέσα στις αμυγδαλιές, τις ροδακινιές και τα αρχαία ερείπια, χωριού. Ως τότε η Βεργίνα ήταν γνωστή από τη Θεσσαλονίκη ως την Πιερία. Μετά τη μετάδοση από τα ξένα πρακτορεία, την ίδια μέρα, της είδησης για την αποκάλυψη του ασύλητου τάφου και τη σχέση του με τους αρχαίους Μακεδόνες βασιλιάδες, το όνομα Βεργίνα έγινε παγκόσμια γνωστό.

Στις 10 Νοεμβρίου, αργά προς το βράδυ, κατέφθασε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης το αυτοκίνητο με τον Ανδρόνικο οδηγό και τον συντηρητή του Μουσείου Δημ. Μαθιό στο πίσω κάθισμα να κρατά πάνω στα γόνατά του το κιβώτιο που περιείχε τη χρυσή λάρνακα του νεκρικού θαλάμου. Φυσικά, είχε προηγηθεί το πρωί τηλεφώνημα από το φούρνο του χωριού· ο Ανδρόνικος μου είπε: «Να με περιμένεις στο γραφείο σου, δεν ξέρω τι ώρα θα φτάσω». Μόλις έφτασε, τηλεφώνησε στη γυναίκα του και στους προσφιλείς του πανεπιστημιακούς Γιώργο Δεσπίνη και Δημήτρη Παντερμαλή να έρθουν στο Μουσείο. Στο Μουσείο ήρθε και η έφορος Αρχαιοτήτων Μαίρη Σιγανίδου με το δικό της αυτοκίνητο, ακολουθώντας τον προπορευόμενο Ανδρόνικο, ως ένα είδος αυτοκινήτου συνοδείας και ασφάλειας.

Ο Ανδρόνικος είχε αποφασίσει να ρισκάρει μια αθόρυβη και όχι με σταθερό πρόγραμμα μεταφορά αρχαίων για φύλαξη και συντήρηση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Συμφώνησα μαζί του και, χωρίς να πούμε λεπτομέρειες στο Υπουργείο, πραγματοποιήσαμε απρόσκοπτα και αθόρυβα τη μεταφορά όλων των πολύτιμων μετάλλινων αντικειμένων, στεφανιών, κοσμημάτων και πολύτιμων αγγείων, ενώ στη Βεργίνα παρέμεινε η κεραμική. Η Αστυνομία θα χρησιμοποιούσε περισσότερα αυτοκίνητα, αστυνομικούς, θα γινόταν θόρυβος, θ’ άρχιζε το κυνηγητό από δημοσιογράφους και τηλεοπτικά συνεργεία και θα επικρατούσε σύγχυση που δεν θα μπορούσαμε να την ελέγξουμε. Μόνο εμείς οι δυο γνωρίζαμε τις λεπτομέρειες, εκείνος μετέφερε τα ευρήματα με το δικό του αυτοκίνητο, οδηγώντας ο ίδιος, κι εγώ τα παραλάμβανα προσωπικά, περιμένοντας αργά τ’ απογεύματα στο Μουσείο για ν’ ανοίξω την αποθήκη με τη βοήθεια έμπιστων φυλάκων και του συντηρητή, που τα συσκεύαζε και τα μετέφερε μαζί με τον Ανδρόνικο. Κρατούσα τα κλειδιά στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου και το πρωί άνοιγα την αποθήκη για να εξεταστούν τα ευρήματα και να αποφασιστεί το πρόγραμμα συντήρησης από τους ειδικούς παρουσία μου.

Για την πρώτη άφιξη όμως, που ήταν η χρυσή λάρνακα, ετοιμάσαμε ιδιαίτερη υποδοχή, γιατί ώσπου να ετοιμαστούν τα νέα χρηματοκιβώτια, τη φύλαξα στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου. Κανείς όμως από τους επισκέπτες του γραφείου μου, που κατά τη διάρκεια της ημέρας περνούσαν για υπηρεσιακούς λόγους, δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως ήταν ήδη εκεί.

Εκείνο το βράδυ της 10ης Νοεμβρίου 1977 συζητούσαμε χαρούμενοι στο γραφείο μου και διατυπώναμε διάφορες απόψεις για το περιεχόμενο της λάρνακας – σε ποιον ανήκε το κρανίο, πόσων ετών ήταν σύμφωνα με τα δόντια που είχαν μείνει στη σιαγόνα του, γιατί ήταν τόσο ζουληγμένο το χρυσό στεφάνι δρυός (που μετά αποκαταστάθηκε) κτλ. Ξαφνικά θυμήθηκα τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα – δεν είχαμε συντάξει πρωτόκολλο παράδοσης και παραλαβής! Ψάχναμε στο γραφείο μου να βρούμε το κατάλληλο έντυπο για να το γράψουμε και να το υπογράψουμε ως την επόμενη μέρα που θα συντασσόταν το επίσημο πρακτικό, αλλά δεν βρίσκαμε, οπότε πιάνει νευριασμένος ο Ανδρόνικος ένα πρόχειρο χαρτί που βρέθηκε μπροστά του και μου λέει: «Εσύ θα υπαγορεύεις, εγώ θα γράφω». Ο Ανδρόνικος και η Σιγανίδου μου παρέδωσαν προς φύλαξη τη χρυσή λάρνακα! Το υπογράψαμε και οι τρεις. Στη συνέχεια, με τον ίδιο τρόπο μεταφέρθηκαν και τα υπόλοιπα πολύτιμα ευρήματα. Εν τω μεταξύ προκηρύχθηκαν βουλευτικές εκλογές για τις 20 Νοεμβρίου και λόγω της προεκλογικής περιόδου ο Ανδρόνικος αποφάσισε, σε συνεννόηση με τον πρύτανη, να κάνει την επίσημη ανακοίνωση του αποτελέσματος των ανασκαφών του στο Πανεπιστήμιο στις 24 Νοεμβρίου, μαζί με τις ανακοινώσεις των δύο άλλων ανασκαφέων, των καθηγητών Δημήτρη Θεοχάρη και Δημήτρη Παντερμαλή, για τις άλλες πανεπιστημιακές ανασκαφές. Θα ήταν ανακοινώσεις με μορφή συνέντευξης για τον ελληνικό και ξένο Τύπο.

Στις 20 Νοεμβρίου, ανήμερα των εκλογών, είχα αποφασίσει να ξεκουραστώ από την ένταση των ημερών, να μη μιλήσω σε κανέναν, να μη βγω από το σπίτι μου. Αλλά στις 8 το πρωί χτύπησε το τηλέφωνο, με ειδοποίησαν από το Αρχαιολογικό Μουσείο ότι ο Ανδρόνικος ήταν εκεί και με περίμενε να πάω να τον συναντήσω για κάτι επείγον! Φυσικά, πήγα αμέσως, ανήσυχη, αλλά όταν τον είδα χαμογελούσε και μου είπε ότι είχε φέρει και τον φωτογράφο Τσαβδάρογλου και με περίμεναν για να φωτογραφίσουν επειγόντως κάτι ελεφαντοστέινα κεφαλάκια προκειμένου να ετοιμάσουν τις διαφάνειες για την ανακοίνωση που είχε προγραμματιστεί για τις 24 του μηνός στο Πανεπιστήμιο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα κουτί με τα πέντε κεφαλάκια, λέγοντάς μου και με ποιους τα ταύτιζε. Εγώ, που είχα βρει παρόμοια πριν από έξι χρόνια στα Λευκάδια, στον Τάφο των Ανθεμίων, τα κοίταξα σκεφτική και του τα θύμισα, γιατί είχε δει τότε τα δικά μου ευρήματα. Άλλαξε κουβέντα, μου ζήτησε συγγνώμη που με κουβάλησε τέτοια μέρα στο Μουσείο, κι εγώ τον ρώτησα: «Πότε ήρθατε από τη Βεργίνα;» Κατάλαβε τι εννοούσα και μου εξήγησε ότι τα κεφαλάκια τα είχε κρατήσει μια νύχτα σπίτι του, αφού θα τα έφερνε στο Μουσείο την Κυριακή. Γκρίνιαξα για την παρατυπία του και του θύμισα ότι έχω κι εγώ ευθύνη και πρέπει να ενημερώνομαι για οτιδήποτε συμβαίνει από τη στιγμή που φεύγουν ευρήματα από το χώρο της Βεργίνας κι έρχονται προς φύλαξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Έτσι, πραγματοποιήθηκε μέσα σ’ ένα κλίμα εκνευρισμού η πρώτη φωτογράφισή τους.

Φυσικά, λόγω της ανακοίνωσης των ευρημάτων της Βεργίνας, στις 24 Νοεμβρίου 1977 το αμφιθέατρο στο παλιό κτήριο της Φιλοσοφικής Σχολής ήταν κατάμεστο από φοιτητές, δημοσιογράφους, ελληνικά και ξένα τηλεοπτικά συνεργεία. Από την Αθήνα είχαν έρθει ο υπουργός Πολιτισμού Κωνσταντίνος Τρυπάνης και ο γενικός διευθυντής Αρχαιοτήτων Νίκος Γιαλούρης, ενώ παρέστη όλη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Θεσσαλονίκης καθώς και πολλοί συνάδελφοι αρχαιολόγοι. Καθόμουν στην πρώτη σειρά, στριμωγμένη ανάμεσα στον υπουργό Πολιτισμού και τον στρατηγό Αρμπούζη. Όταν τελείωσε την ανακοίνωσή του ο Ανδρόνικος, που είχε μιλήσει τελευταίος, υποστηρίζοντας για πρώτη φορά δημόσια την άποψή του ότι τα κεφαλάκια από ελεφαντόδοντο απεικονίζουν την οικογένεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ο τάφος είναι του πατέρα του, Φιλίππου Β ΄, έγινε πανζουρλισμός. Το ακροατήριο είχε συγκινηθεί πολύ και το θέμα απέκτησε πλέον διεθνή δημοσιότητα, όπως αποδείχτηκε τα επόμενα χρόνια».

ASSOCIATED PRESS
Richard Dibon-Smith via Getty Images
ASSOCIATED PRESS
ASSOCIATED PRESS
Richard Dibon-Smith via Getty Images

Δημοφιλή