Προδημοσίευση: «Κωστής Παπαγιώργης. Ήταν όλοι εκεί» της Μυρένας Σερβιτζόγλου (Αρμός)

Αγία Οικογένεια
.
.
Huffpost GR

Σπιτικό όπου ο αέρας δεν τσικνίζεται και δεν το έχει αγιάσει το αναφιλητό κάποιου παιδιού, δεν είναι σπίτι παρά ξενοδοχείο.

Κωστής Παπαγιώργης

«Σε αντίθεση με άλλους που δυστύχησαν, εμένα ο γάμος με ωφέλησε. Η οικογένεια και η γυναίκα μου με έκαναν καλύτερο άνθρωπο». Ο «φυσιολογικός» Παπαγιώργης, δηλαδή μετά το πρώτο μεγάλο ντράβαλο με την υγεία του λίγο πριν τα σαράντα, «οξεία αιμορραγική παγκρεατίτιδα λόγω της διψομανίας του, τω Άδη ήγγισεν ο άνθρωπος», περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του μέσα στο σπίτι. Ζούσε σ’ αυτό με τη γυναίκα του, μία πολύ όμορφη γυναίκα που υπήρξε ο φύλακας-άγγελός του, και τον γιο της Θανάση από τον πρώτο της γάμο. «Με σωστό ένστικτο για τις περιστάσεις, η γυναίκα μου με προστάτευε σαν αιθερικό σώμα». Ο «πρώτος» Παπαγιώργης συνήθιζε να λέει ότι «ο γάμος πρέπει να είναι το τέλος μιας σχέσης, όχι η αρχή», με περιπαικτική διάθεση. Τα πρώτα σύντομα βιογραφικά του σημειώματα τελείωναν πάντοτε με το θρυλικό «παραμένει ανεπάγγελτος και τύποις άγαμος», δύο στοιχεία που τα θεωρούσε πολύ βασικά, το επάγγελμα, το καθημερινό ωράριο, δηλαδή, και τον γάμο, τη συμβίωση, γιατί «οργανώνουν τη ζωή και τον χρόνο του συγγραφέα». «Μια ζωή έχω την αίσθηση του υπεράριθμου. Ζώντας, δηλαδή, ουσιαστικά χωρίς καμία ευθύνη, επαγγελματική, οικογενειακή ή συναισθηματική, ζώντας, θα μπορούσα να πω, σε μια παρατεταμένη εφηβική επιπολαιό- τητα, παρακολουθώ με αμηχανία διάφορες αλλόκοτες τροπές της ζωής μου». Από μία χρονολογία και έπειτα το δεύτερο σκέλος της φράσης, «τύποις άγαμος», εξαιρέθηκε, την ίδια εποχή που σ’ ένα τεύχος στο Αθηνόραμα στον χώρο της στήλης του έχασκε αινιγματικά στη λευκή σελίδα μία μόνη επιγραφή:

«Αλήθεια, πώς αισθάνεσαι που παντρεύεσαι το ρεζίλι της πόλης;» Εκτιμάται ότι πολλές νεανικές καρδιές ράγισαν τότε. Ο Παπαγιώργης λάτρευε τη γυναίκα του, η οποία τον φρόντισε και τον πίστεψε όσο τίποτα. Υπεραγαπούσε τον γιο της Θανάση, που ήθελε να σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Αγγλία, όπως και έπραξε, δια- πρέποντας ως υπότροφος. «Όλα για αυτόν τα κάνω», έλεγε όπως πήγαινε πέρα-δώθε ξυπόλυτος ή με κάλτσες, δεν φορούσε ποτέ του παντόφλες, χαμογελώντας με πλησμονή, ανοίγοντας τα χέρια του πέρα ως πέρα.

Φιλίες θηλυκού γένους δεν είχε ο Παπαγιώργης. Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η Ζυράννα Ζατέλη,

«γυναίκα από σύμπτωση και συγγραφέας από απόλυτη κλίση». Ως έμπρακτη απόδειξη της εκτίμησης που της είχε, συνέτασσε τα οπισθόφυλλα των βιβλίων της καθώς μοιράζονταν τον ίδιο εκδότη. Ερωτηθείς γιατί τα υπογράφει πάντοτε μόνο με τα αρχικά του Κ.Π., αρκέστηκε να πει: «Για να μην της κάνω κακό στην πιάτσα, υπάρχουν πολλοί που δεν με συμπαθούν».

Σ’ ένα συλλογικό αφιέρωμα της Athens Voice, Ο δικός μου Παπαγιώργης, τον Γενάρη του 2017 επ’ ευκαιρία της μετά θάνατον εκδόσεως του Ο εαυτός μου, ο γιος της γυναίκας του, Θανάσης Κόρρας, εξομολογείται:

«Τον συγγραφέα Παπαγιώργη δεν τον πολυγνώρισα ποτέ. Τον έβλεπα να διαβάζει ολημερίς, ξαπλωμένος στο πάτωμα, τόνους βιβλία. Ύστερα να γράφει κλεισμένος στο μικρό, φτιαγμένο από τέσσερις τοίχους βιβλίων, γραφείο του “μαλακίες”, όπως ο ίδιος έλεγε. Τώρα που μας έφυγε και κρυφοκοίταξα, δειλά, τις μαλακίες του, δακρύζω. Όχι από έκπληξη και θαυμασμό, κι ας γράφει κάπως μαγικά, αλλά από λύπη. Μου λείπει ο Κωστής.

» Τον Κωστή, αντίθετα με τον Παπαγιώργη, τον γνώρισα μικρός πολύ. Τότε που στα βιβλία μου ανέγνωσα “Λόλα να ένα μήλο”. Τον γνώρισα σαν φίλο της μαμάς, μα είδα ένα παιδί με μαλλί λευκό σαν το βαμβάκι. Ίσως γι’ αυτό και τον συμπάθησα ευθύς. Μοναχοπαίδι εγώ, βρήκα παρέα, σκέφτηκα. Ένα μεγάλο αδερφάκι να μαλώνω οπαδικά, να συμπληρώνω αυτοκόλλητα Panini, να με κερνάει όσα γλυκά ο ίδιος δεν επιτρεπόταν να φάει. Σιγά-σιγά βρήκα ένα μυστηριώδη φίλο που περπατούσε κάθε μέρα Χαλάνδρι-Εξάρχεια για να με δει!

» Και πέρασε ο καιρός, κι ο φίλος έγινε μπαμπάς. Ένας μπαμπάς που δεν με πλήγωσε ποτέ, που με κατάλαβε νωρίς, κι όλο για σκανταλιές μιλούσε. Και πέρασε κι άλλος καιρός, έγινα πια δεκαοχτώ κι έφυγα μόνος να σπουδάσω. Μονάχο όμως δε μ’ άφησε να νιώσω ποτέ: είτε στα ξένα, είτε εδώ. Ο Κώστας ήταν πάντα εκεί, μια ασπίδα αόρατη, ένας σιωπηλός φύλακας-άγγελος να με προστατεύει απ’ όλα όσα μου τύχαν.

» Όταν εντέλει γύρισα πίσω για τα καλά, έμελλε να σε χορτάσω λίγο. Ήταν τρεις μήνες καλοί και άλλοι τρεις σπαρακτικοί, που δεν πολυθυμάμαι. Και σ’ έχασα Κωστή, νωρίς. Μου ’μεινε η πίκρα να μη σου ’χω πει πως ήσουν και φίλος κι αδερφός κι ο άλλος μου πατέρας, μα κι η ελπίδα πως όπως μια ολόκληρη ζωή, βουβά, με καταλάβαινες, έτσι κατάλαβες κι αυτά, τ’ άκουσες και έφυγες γεμάτος».

Το βιβλίο κυκλοφορεί την Παρασκευή 19 Ιουνίου

.
.
Huffpost GR

Δημοφιλή