Προεδρικές εκλογές και αμερικανική ηγεμονία

Μία αμερικανική εσωστρέφεια, απόρροια μίας πιθανής θεσμικής κρίσης, θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες και στο διεθνές σύστημα.
WASHINGTON D.C., UNITED STATES NOVEMBER 2, 2020: The Press Briefing Room at the White House on the eve of the 2020 US presidential election. Dmitry Kirsanov/TASS (Photo by Dmitry Kirsanov\TASS via Getty Images)
WASHINGTON D.C., UNITED STATES NOVEMBER 2, 2020: The Press Briefing Room at the White House on the eve of the 2020 US presidential election. Dmitry Kirsanov/TASS (Photo by Dmitry Kirsanov\TASS via Getty Images)
Dmitry Kirsanov via Getty Images

Είναι κατανοητό στον καθένα ότι οι αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου συνιστούν κάτι περισσότερο από την επανεκλογή του νυν προέδρου ή την εκλογή ενός πρώην αντιπροέδρου στo ανώτατο πολιτειακό αξίωμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Από το σχετικά μακρινό 1992 μέχρι το 2016, και την εκλογή του Donald Trump, στον Λευκό Οίκο διέμειναν τρεις επανεκλεγμένοι πρόεδροι˙ ο δημοκρατικός Bill Clinton -από τον Ιανουάριο του 1993 έως τον ίδιο μήνα του 2001- ο ρεπουμπλικάνος George W. Bush -από τις αρχές του 2001 μέχρι τις αρχές του 2009- τον οποίο διαδέχθηκε ο δημοκρατικός Barack Obama, που προήδρευσε επίσης για οκτώ συναπτά έτη (2009-16).

Η τωρινή εκλογική διαδικασία αποτελεί αναμφίβολα μία από τις κρισιμότερες και πιο ενδιαφέρουσες των τελευταίων δεκαετιών. Τόσο η παρούσα συγκυρία της πολύμηνης πλέον υγειονομικής κρίσης, όσο και οι συνεπαγόμενες οικονομικές της συνέπειες, «εμπλούτισαν» την προεκλογική αντιπαράθεση, εντός της σαφέστατα πολωμένης αμερικανικής κοινωνίας. Το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, το οποίο συνδιαμόρφωσε αλλά και διαχρονικά εντείνει τις βαθύτατες τομές στην αμερικανική κοινωνία. Η πολιτειακή σύσταση του εκλεκτορικού σώματος του Προέδρου, ενδέχεται να οδηγήσει σε αναντιστοιχία της βούλησης του εκλογικού και του εκλεκτορικού σώματος. Το 2016 ο Trump εξελέγει λαμβάνοντας περίπου 3 εκατομμύρια λιγότερους ψήφους. Αν και πολλοί προβλέπουν ότι ίσως τεθεί και ζήτημα αποδοχής του εκλογικού αποτελέσματος, είναι μάλλον απίθανο τα συστημικά κόμματα να αμφισβητήσουν το θεσμικό πλαίσιο που συγκροτούν και το οποίο τα αναπαράγει. Όμως, τα όρια των περίφημων ελέγχων και εξισορροπήσεων (Checks and balances) -για τα οποία επαίρονται αμερικανοί πολίτες και πολιτικοί- ίσως δοκιμαστούν.

Κυρίαρχο γνώρισμα των εφετινών προεδρικών εκλογών αποτελεί η παρά πολλή έντονη πόλωση, γεγονός που επενεργεί ήδη σε όλο το πολιτικό φάσμα. Η ακραία αντιπαράθεση αποτελεί την πολιτική απόληξη και της υπαρκτής ανθρωπολογικής διάστασης εντός της αμερικανικής κοινωνίας. Το τρέχον έτος μία σειρά γεγονότων επέτεινε την πολικότητα˙ η πανδημία του Covid-19, ο τρόπος αντιμετώπισής της και φυσικά οι οικονομικές συνέπειές της, διεύρυνε τις υπάρχουσες και δημιούργησε και νέες τομές. Επίσης, η ανθρωποκτονία του George Floyd, απόρροια υπέρμετρης αστυνομικής βίας αναβίωσε τις διαφυλετικές έριδες και κατέδειξε τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Επομένως οι εκλογές πραγματοποιούνται με την ένταση μεταξύ των προοδευτικότερων και των συντηρητικότερων τμημάτων της αμερικανικής κοινωνίας να είναι υπέρμετρα οξυμένη, περιορίζοντας τον πολιτικά χρήσιμο ενδιάμεσο χώρο.

Παρά την προαναφερθείσα εσωτερική πτυχή των προεδρικών εκλογών, το αποτέλεσμα της Τρίτης θα αφορά και την πορεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως η σταδιακή αναδιανομή της πλανητικής ισχύος, ωθεί ήδη τις Ηνωμένες Πολιτείες σε επαναπροσδιορισμό των βασικών τους των επιλογών.

Τυχόν επανεκλογή Trump θα συντελέσει στην συνέχιση της αμερικανικής επιλογής λιγότερων δεσμεύσεων και πολυμέριας στο διεθνές σύστημα, ενώ η εκλογή Biden λογικά θα επιφέρει την ανασύσταση των βασικών αξόνων της περιόδου Obama, δηλαδή την διατήρηση των συμμαχικών και κανονιστικών δεσμεύσεων με σκοπό την διαιώνιση της αμερικανικής ηγεμονίας προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες. Είναι γεγονός ότι η περίοδος της αμερικανικής κυριαρχίας έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αυξάνοντας περισσότερο τις αναγκαιότητες και δίδοντας λιγότερες επιλογές στον εκάστοτε αμερικανό Πρόεδρο. Πλέον, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι αναγκασμένες να υπολογίζουν προσεκτικότερα κάθε απόφαση τους, ως προς το υλικό και πολιτικό κόστος της κάθε επιλογής τους, πόσο μάλλον όταν αφόρα την ενεργότερη δράση στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής. Οι «ανέμελες» ημέρες της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής περιόδου και του επιλεκτικού αμερικανικού παρεμβατισμού αποτελούν παρελθόν.

Επομένως, στο βαθμό που το διεθνές σύστημα επιβάλλει πλέον μία νέα πραγματικότητα για την αμερικανική εξωτερική πολιτική, το ανακύπτον ζήτημα συνίσταται ποια από τις δύο τάσεις θα επικρατήσει, και κυρίως πώς θα εσωτερικευθεί από στην αμερικανική κοινωνία, στα πλαίσια της αναγκαίας εσωτερικής νομιμοποίησης, η νέα διεθνοπολιτική πραγματικότητα, που αποτυπώνει την φθίνουσα θέση των Ηνωμένων Πολιτειών.

Μεγάλο μέρος των αμερικανικών πολιτών, δυσκολεύονται ή αδιαφορούν να αντιληφθούν τις υποχρεώσεις της αμερικανικής ηγεμονίας και τον τρόπο που αυτές επηρεάζουν την δική τους υλική ευημερία, απαιτώντας λιγότερες δεσμεύσεις στο διεθνές σύστημα. Το consensus μεταξύ πολιτικών ελίτ, οι οποίες ασκούσαν προνομιακά την εξωτερική πολιτική παρέχοντας στις εσωστρεφείς συντηρητικές κοινωνικές ομάδες της ενδοχώρας τα εμπράγματα οφέλη ενός υψηλότατου βιοτικού επιπέδου, έχει διαρραγεί. Τώρα που η υλική βάση της αμερικανικής ηγεμονίας φθίνει και ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας υποβάθμισαν την σχετική θέση της αμερικανικής οικονομίας καθώς και μείωσαν τα περιθώρια εσωτερικής αναδιανομής πλούτου, σημαντικά τμήματα της αμερικανικής κοινωνίας αξίωσαν μονομερείς δράσεις, λιγότερο και προστατευμένο εμπόριο. Οι εν λόγω κοινωνικές ομάδες όπως αδιαφορούσαν πρότερα, συνεχίζουν να αδιαφορούν και μετέπειτα για τα πολυδιάστατα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, αξιώνοντας πολιτικές παρεμβάσεις αλλαγής κατά το δοκούν των διεθνοποιημένων οικονομικών συνθηκών, για την υλοποίηση των οποίων πρωτοστάτησαν μεταπολεμικά οι Ηνωμένες Πολιτείες. Οι συγκεκριμένες αιτιάσεις εκφράστηκαν πολιτικά στις προηγούμενες εκλογές και εν πολλοίς οδήγησαν στην επικράτηση του Donald Trump. Επομένως, η συνέχιση μίας εξωτερικής πολιτικής πολλαπλών δεσμεύσεων, εκ μέρους των Ηνωμένων Πολιτειών πάσχει σημαντικά στο επίπεδο της εσωτερικής νομιμοποίησης και –λιγότερο- της φθίνουσας υλικής βάσης του ηγεμόνα.

Ίσως το πιο κρίσιμο σημείο σχετικά με τα πολιτικά αποτελέσματα της εκλογικής διαδικασίας, αποτελεί ο τρόπος που ο υπόλοιπος κόσμος θα συνεχίσει να «βλέπει» τις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως προαναφέρθηκε οι υλικοί συντελεστές διαιώνισης της αμερικανικής ηγεμονίας φθίνουν, αν όχι σε απόλυτο αναμφίβολα σε σχετικό επίπεδο. Η ανάγκη επομένως για την χρήση της πειθούς, ιδιαίτερα έναντι των παραδοσιακών συμμάχων των Ηνωμένων Πολιτειών, είναι σαφώς μεγαλύτερη.

Τα πεπραγμένα της πρώτης τετραετίας Trump καταδεικνύουν την κυριαρχία αυτών των εσωστρεφών τάσεων που δημιουργούν προσχώματα, όσον αφορά το εύρος των αμερικανικών δεσμεύσεων. Η διατήρηση ενός ηγεμονικού σχήματος και εν προκειμένω αυτό που δημιούργησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μεταπολεμικά και διεύρυναν μεταψυχροπολεμικά χρήζει μίας διαφορετικής διαχείρισης, απόρροια εσωτερικών αλλά κυρίως εξωτερικών, προς την αμερικανική κοινωνία, παραγόντων. Ο κρίσιμος συνδυασμός πειθούς και επιβολής, κοινό γνώρισμα των εκάστοτε ηγεμονικών σχημάτων, προϋποθέτει αντιλήψεις και ικανότητες, από τις οποίες ο νυν Donald Trump αποδεδειγμένα αφίσταται. Η επίκληση της ισχύος πρέπει να αφορά κατά προτεραιότητα τους εχθρούς, ενώ όταν γίνεται προς τους συμμάχους οφείλει να είναι με φειδώ, συνιστώντας μάλλον δείγμα μη ορθής διαχείρισης ή αποτέλεσμα αμφισβήτησης προς τον ηγεμόνα.

Εν γένει, η αμερικανική εξωτερική πολιτική μεταψυχροπολεμικά έδωσε προτεραιότητα στα οικονομικά ζητήματα και δευτερευόντως στα στρατηγικά. Τα αρχικά οικονομικά οφέλη της πρώιμης μεταψυχροπολεμικής περιόδου, υπέσκαψαν μεσοπρόθεσμα την θέση των Ηνωμένων Πολιτειών στον πλανητικό καταμερισμό ισχύος. Οι τάσεις ανακατανομής ισχύος στις υψηλότερες βαθμίδες του διεθνούς συστήματος, απασχόλησαν εσχάτως την Ουάσιγκτον. Πιθανόν, η διαμόρφωση της αμερικανικής εξωτερικής να επηρεάστηκε κι αυτή από την φιλελεύθερη αισιοδοξία της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Η περαιτέρω διεθνοποίηση της οικονομίας που επέβαλε η Ουάσιγκτον, επιτάχυνε την διαδικασία μεταβολής της κατανομής ισχύος σε πλανητικό επίπεδο, κατάσταση την οποία τώρα οφείλει να διαχειριστεί.

Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι η όλη διαδικασία να εξελιχθεί ομαλά, διότι μία αμερικανική εσωστρέφεια, απόρροια μίας πιθανής θεσμικής κρίσης, θα έχει αποσταθεροποιητικές συνέπειες και στο διεθνές σύστημα.

Δημοφιλή