Τα Προσφυγικά: Μαγικές Πόλεις στην καρδιά του (αστικού) Κτήνους

Τα Προσφυγικά: Μαγικές Πόλεις στην καρδιά του (αστικού) Κτήνους

Τα «Προσφυγικά» ήταν οι πιο μοντέρνες λαϊκές γειτονιές της Αθήνας. Κτίστηκαν για να στεγάσουν ανθρώπους σε ανάγκη ζωής ή θανάτου- πρόσφυγες. Η ανελέητη εξουσία του χρόνου και της Πολιτείας έκαναν καλά τη δουλειά τους κι ένα γρήγορο βλέμμα δεν τις αποκαλύπτει- πρέπει να περπατήσεις μέσα τους για να αντιληφθείς τη ριζοσπαστική καινοτομία που φέρουν εγγενώς, πόσο ξεχωριστές παραμένουν από τη γύρω πόλη. Δε μπόρεσαν να τις ισοπεδώσουν- να τις αγοράσουν και να τις πουλήσουν. Μήπως να τις φροντίσουμε;

Εξωτερικά είναι τόσο φθαρμένες που μοιάζουν φτιαγμένες από τσαλακωμένο χαρτί, κάποιος που περνάει γρήγορα το μεγάλο δρόμο μπροστά τους μπορεί να αναρωτηθεί αν είναι ακατοίκητες ή ποιοι ζούνε εκεί μέσα… Τα μπλοκ των προσφυγικών πολυκατοικιών στην «όχθη» της λεωφόρου Αλεξάνδρας, αποτελούν ακόμα και στην ταλαίπωρη κατάστασή τους ίσως το πιο τίμιο και ρεαλιστικό έμβλημα της σύγχρονης αστικής ιστορίας και αρχιτεκτονικής της Αθήνας- αλλά και του τρόπου που διαχρονικά επιλέγει το ελληνικό κράτος για να διαχειριστεί τις λίγες «λαμπρές στιγμές» πρωτοπορίας του. Λιγότερο διάσημα από της Αλεξάνδρας αλλά παρόμοια συγκροτήματα προσφυγικών πολυκατοικιών υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη την «μητροπολιτική» περιοχή. Όλα τους συνιστούν ακόμα γειτονιές- κάποιοι μένουν όντως εκεί μέσα- σε πείσμα συμφερόντων και κοινωνικών τάσεων, δήμων, δικαστηρίων, υπουργείων. Μάλιστα ακόμα γνωρίζονται και ανταλλάσσουν και καμιά καλημέρα, μπορεί με ξενική προφορά.

Κτισμένα τα παλιότερα εξ αυτών στα χρόνια του Μεσοπολέμου για να μεταστεγάσουν τους Μικρασιάτες πρόσφυγες του 1922 από τις παράγκες τους στις άκρες της- τότε- πόλης, αποτελούν τα πρώτα δείγματα του ελληνικού μοντερνισμού στην αρχιτεκτονική. Η «μπαρουτοκαπνισμένη» ζωή των στιβαρών όγκων με τα λιλιπούτεια διαμερίσματα αρχίζει να ξετυλίγεται σαν κινηματογραφικό φιλμ της νεότερης Ελλάδας όταν η βενιζελική κυβέρνηση του 1930 εκπονεί ένα καινοτομικό τότε πρότζεκτ για τη στέγαση των αστών προσφύγων. Για την υλοποίηση του επιλέγει, τολμηρά, να προσαρμόσει στην αθηναϊκή πραγματικότητα το Bauhaus αρχιτεκτονικό στυλ, που στη Γερμανία είχε ήδη εισάγει στη ζωή της πόλης τις ριζοσπαστικές πολιτικές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, δημιουργώντας σύγχρονες, λιτές και λειτουργικές κατοικίες. Στα μικρά διαμερίσματα στεγάστηκαν πολυμελείς οικογένειες ενώ τα άβαφα «μπλοκ» γίνανε αμέσως ζωηρές γειτονιές με τα «ιωνικά» ελληνικά, τις μουσικές και τα έθιμα των προσφύγων. Μεγάλωσαν γενιές εκεί, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινωνία όπως τους άξιζε, αλλά ήδη από τη δεκαετία του ’70 αρκετοί άρχισαν να μετακινούνται προς τα προάστια, για να ζήσουν σε νεόδμητα διαμερίσματα, σε «καλύτερες» περιοχές. Τα σπίτια δεν έμειναν άδεια- άλλωστε τι πιο διαλυτικό για τον κοινωνικό ιστό μιας γειτονιάς από την ερήμωση; «Ξένοι», μετανάστες και νέοι πρόσφυγες πήραν αντανακλαστικά τη θέση τους..

Ένας επισκέπτης των γειτονιών αυτών μπορεί και να συμπεράνει πως οι προσφυγικές γειτονιές έτσι γεννήθηκαν και ομοίως συνεχίζουν να υπάρχουν, με νέες φουρνιές ανθρώπων, «καραβιές» τις περισσότερες φορές πάλι… Οι παλιοί Έλληνες κάτοικοι- όσοι επιμένουν να παραμένουν κάτοικοι αυτών των ξεχωριστών σπιτιών- και οι μετανάστες, οι περισσότεροι «τσιτωμένοι» σε μια χώρα που τους αντιμετωπίζει με κλειστοφοβική ανοχή και τους «αποθηκεύει» σε λαϊκές περιοχές, ούτε εχθρεύονται ούτε μισούν αλλήλους. Συμβιώνουν έστω χωρίς να φοβούνται- και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, να κοιμάσαι με το παράθυρο ανοιχτό στο ισόγειο μιας πόλης πέντε εκατομμυρίων. Οι προσφυγικές γειτονιές τους ακόμα λειτουργούν σαν διακριτοί, ημιαυτόνομοι μικρόκοσμοι που το αστικό κτήνος μπορεί να κατάπιε αλλά ακόμα δε χώνεψε.

Πάμε μια βόλτα εκεί. Με τα πόδια- και μέχρι μέσα στα σπίτια τους, πίσω απ’ τις γερασμένες, σαν ανθρώπινο δέρμα, προσόψεις.

Λεωφόρος Αλεξάνδρας

Οι οχτώ προσφυγικές πολυκατοικίες επί της Λεωφόρου Αλεξάνδρας κτίστηκαν το 1934 σε μια περιοχή που ελάχιστα θύμιζε τη σημερινή, δικαίωνε όμως το όνομα της - «Αμπελόκηποι». Οι αλάνες στην άκρη, τότε, της πόλης μεταμορφώθηκαν στο πιο μοντέρνο οικιστικό συγκρότημα της Αθήνας με 228 διαμερίσματα, που κληρώθηκαν σε ισάριθμες, τυχερές προσφυγικές οικογένειες από τα κοντινά παραπήγματα. Το οικόπεδο των 14 στρεμμάτων που καταλαμβάνουν οι πολυκατοικίες στη σημερινή Αθήνα, στα μάτια (και για τις τσέπες πολλών) είναι ένα πανάκριβο «φιλέτο» που χαραμίζεται. Η μεγάλη αξία του λειτούργησε τα τελευταία 45 χρόνια σαν ο κρισιμότερος παράγοντας υποβάθμισης του. Αντιφατικό εκ πρώτης αλλά εξηγείται.

«Το ’67 η Χούντα έφτιαξε ΦΕΚ για αναγκαστική απαλλοτρίωση των τεσσάρων πολυκατοικιών, με σκοπό- υποτίθεται- τη δημιουργία πάρκου για το Δικαστικό Μέγαρο που θα ανήγειρε. Από τότε άρχισε σταδιακά η παρακμή της περιοχής. Ξεκίνησαν δικαστικές διαμάχες, πολλοί κάτοικοι φοβήθηκαν και πούλησαν ή νοίκιασαν τα διαμερίσματα τους.», λέει ο Δημήτρης Ευταξιόπουλος, αρχιτέκτονας και κάτοικος της περιοχής, του πατρικού του σπιτιού για την ακρίβεια, που ανακαίνισε ο ίδιος με μεγάλη επιτυχία. Το τελικό αποτέλεσμα, η τωρινή εικόνα του εσωτερικού του διαμερίσματός του αναδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο τις δυνατότητες αυτών των σπιτιών αν προσεχθούν όπως τους πρέπει. Αντίθετα, στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης έγιναν πολλές προτάσεις για την τύχη των πολυκατοικιών με κοινό παρανομαστή το γκρέμισμά τους.

Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε στις αρχές του 2000- τότε το ελληνικό δημόσιο με «πολιορκητικό κριό» την Κτηματική Εταιρεία του (ΚΕΔ, σήμερα Εταιρεία Ακινήτων του Ελληνικού Δημοσίου) προσπάθησε να αποκτήσει, έναντι εξευτελιστικού τιμήματος, το σύνολο των διαμερισμάτων. Σκοπός του, όπως διαλαλούσαν οι συναρμόδιοι υπουργοί, ήταν η δημιουργία πάρκου στα πλαίσια του «καλλωπισμού» της πόλης - με το κλασικό τότε άλλοθι- ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων.

Κανείς ποτέ δεν είδε κάποιο σχέδιο για το υποτιθέμενο πάρκο και στο ρεπορτάζ επαναλαμβάνεται συχνά από τους κατοίκους το όνομα γνωστού επιχειρηματία στον κατασκευαστικό χώρο. Βάση των νέων συντελεστών δόμησης κάποιος θα μπορούσε να αναγείρει πολύ ψηλότερες και ογκωδέστερες πολυκατοικίες. «Μιλάμε για πολλά λεφτά, καμιά ανάπλαση δεν έχει τέτοια κονόμα…», μας λέει ο κύριος Ευταξιόπουλος.

Η κυρία Χρυσούλα Χαριζάνου ζει 76 χρόνια στην περιοχή. Αρνήθηκε να φύγει. «Με ρωτάνε γιατί δεν φεύγω, ακόμα και τα παιδιά μου που θέλουν να πάω κάπου κοντά τους. Εγώ δεν το μετανιώνω- όχι μόνο που δεν πούλησα το σπίτι που γεννήθηκα- αλλά και που έζησα μια ολόκληρη ζωή εδώ. Τα αγαπάω αυτά τα σπίτια λοιπόν, ποτέ δε θα τα αφήσω. Και είναι καλοχτισμένα, σε καλή θέση- ούτε σεισμοί, ούτε βομβαρδισμοί τα γκρέμισαν, ενώ στο κέντρο πας και με τα πόδια», μου λέει. Στην κεντρική είσοδο χαιρετιέται θερμά με μια νεαρή γυναίκα. «Ζει με τον άνδρα της και τα δυο παιδιά τους. Κατάληψη- έφτιαξαν το σπίτι και μένουν. Καλοί άνθρωποι, λέμε και καμιά καλημέρα. Κανένα φόβο δεν έχω, το αντίθετο. Το απόγευμα παίζουν εδώ έξω γεμίζει η αλάνα από μικρά παιδιά. Καλύτερα λοιπόν που δεν είναι έρημα τα σπίτια».

Μέσα στο μικρό της διαμέρισμα μου δείχνει παλιές φωτογραφίες, τη ραπτομηχανή της που δουλεύει στο ίδιο δωμάτιο 70 χρόνια τώρα- και τα επιτακτικά «ραβασάκια» που λάμβανε από την ΚΕΔ ώστε να πουλήσει το σπίτι της με αναγκαστική απαλλοτρίωση στην τιμή των 18.000.000 δρχ. Από την περίοδο 2000- 2001 και στη διάρκεια των επόμενων ετών 180 από τους 223 ιδιοκτήτες ξεπούλησαν τα διαμερίσματα τους. Οι υπόλοιποι συνέχισαν έναν δυναμικό αγώνα στο χαοτικό περιβάλλον της ελληνικής γραφειοκρατίας, και το 2008 κατάφεραν να κηρυχθούν διατηρητέες οι πολυκατοικίες. Η ΚΕΔ δε μπορούσε πλέον να τις γκρεμίσει και έμεινε να κατέχει 180 διαμερίσματα που, μάλλον, δεν ήξερε πια τι να κάνει…

Το ίδιο ερώτημα «βασανίζει» πλέον το ΤΑΙΠΕΔ, στο χαρτοφυλάκιο του οποίου μεταβιβάστηκαν τα Προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Στη σύντομη επικοινωνία μαζί τους περιορίστηκαν να δηλώσουν ότι δεν υπάρχει ακόμα κάποιο πλάνο για την αξιοποίησή τους. «Δεν είναι ενταγμένα σε κάποιο πρότζεκτ. Έχουν γίνει στο πρόσφατο παρελθόν αρκετές συζητήσεις με τον Δήμο Αθηναίων, στα πλαίσια της πάγιας τακτικής του ΤΑΙΠΕΔ να έρχεται σε διαβούλευση με φορείς της κάθε περιοχής πριν ένα σχέδιο αξιοποίησης οριστικοποιηθεί. Αρκετές ιδέες «έπεσαν στο τραπέζι» αλλά για διάφορους λόγους καμία δεν προχώρησε», μας λέει πηγή από το Ταμείο (που δε θέλει να κατανομαστεί).

Την τελευταία δεκαπενταετία τα περισσότερα έρημα διαμερίσματα (περίπου 150) καταλήφθηκαν από μια πανσπερμία ανθρώπων - άστεγοι, μετανάστες, ακόμα και καταληψίες κατά συνείδηση. Αν δεν ήταν αυτοί, η γειτονιά θα έμοιαζε «νεκρή φύση» και τα κτίρια κενά σκηνικά που περιμένουν το κινηματογραφικό συνεργείο… Στα σπασμένα παράθυρα δε θα υπήρχε φως, ούτε γλάστρες κι ενδείξεις ζωής στα ραγισμένα μπαλκόνια. Οι καταληψίες συνήθως - γιατί έχουν υπάρξει και βανδαλισμοί- φροντίζουν με τα πενιχρά τους μέσα αυτά τα διαμερίσματα πολύ καλύτερα από τις κρατικές υπηρεσίες που δε μερίμνησαν παρά μόνο να τα κλειδώσουν.

Η πολυπόθητη ανάπλαση έχει πάντως πραγματοποιηθεί σε αρκετές μακέτες. Εκεί μπορούσες να χαρείς τις προσφυγικές πολυκατοικίες με βαμμένη την πρόσοψή τους και τους ελεύθερους χώρους δενδροφυτευμένους, με σιντριβάνια και παιδικές χαρές. Τα «δυάρια» των 53 τετραγωνικών που πήρε στην κατοχή του το Ελληνικό Δημόσιο θα μπορούσαν να ανακατασκευαστούν σε σπίτια που θα ενοικιάζονται έναντι μικρού τιμήματος- όπως συμβαίνει στα πλαίσια κοινωνικών προγραμμάτων που πολλοί μητροπολιτικοί Δήμοι της Ευρώπης «τρέχουν»- σε φοιτητικές εστίες, ξενώνες για τους συνοδούς των ασθενών των γύρω νοσοκομείων, ή μουσείο του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Ακόμα και να πουληθούν σε ανθρώπους που θέλουν να μείνουν στο κέντρο, σε ένα συγκρότημα κατοικιών με εμφανή την αρχιτεκτονική καινοτομία και την ιστορική μνήμη.

Νέος Κόσμος- Δουργούτι

Σε μια εσωτερική πλατεία του συγκροτήματος των προσφυγικών και εργατικών κατοικιών στο Δουργούτι μια παρέα πιτσιρικάδων κάνει κόλπα με τα ποδήλατα και καπνίζει. Κάποιοι τοίχοι είναι κατάστικτοι με γκραφίτι (tags) στα αραβικά. Κοιτάζω το τετράγωνο κομμάτι ουρανού από πάνω, περιστρέφω το βλέμμα στα παράθυρα και έρχεται στα αυτιά μου η μελωδία και το πλάνο από τον φωταγωγό ενός τέτοιου, παρόμοιου μπλοκ στη γαλλική ταινία “La Haine” (Το Μίσος). Το συγκρότημα του Δουργουτίου έχει ανοικοδομηθεί σε δύο φάσεις- οι πρώτες πολυκατοικίες παραδόθηκαν στους πρόσφυγες ιδιοκτήτες τους το 1939 ενώ τα νεότερα και ψηλότερα κτίσματα σχεδιάστηκαν από τον Καραμανλή, θεμελιώθηκαν από τον Γεώργιο Παπανδρέου (με το σύνθημα «θάνατος στην παράγκα») αλλά την τιμή της παράδοσης των κλειδιών στους ιδιοκτήτες τους είχε το 1968 η Χούντα, με το σχετικό φιλμάκι να υπάρχει στο αρχείο της ΕΡΤ.

Ο οικισμός του Δουργουτίου ήταν από τους πρώτους προσφυγικούς οικισμούς της Αθήνας, με πολλά ιστορικά, σινεματίκ στιγμιότυπα- στην παραγκούπολη του οργανώθηκε ένα από τα μεγαλύτερα μπλόκα των Γερμανών ναζί στην Αθήνα, με εκατοντάδες συλληφθέντες και εκτελεσθέντες, ενώ εκεί γυρίστηκε το 1953 η «Μαγική Πόλη» του Κούνδουρου… Η κυρία Μαίρη, από το παράθυρό της στην οδό Ντουρμ αντίκριζε αυτό το φτωχό αλλά κινηματογραφικό σκηνικό. Πλέον στο δρόμο της έχουν απομείνει ελάχιστοι- οι ηλικιωμένοι δικαιούχοι των διαμερισμάτων απεβίωσαν και τα παιδιά τους μετοίκησαν σε άλλες περιοχές.

«Η εμπορική αξία όσων είναι παρατημένων κυμαίνεται στις 10.000 ευρώ αλλά η αντικειμενική, ειδικά αυτών που έχουν "φάτσα" στη Συγγρού, είναι δυσανάλογα μεγαλύτερη. Δε νοικιάζονται εύκολα, το μικρό τους μέγεθος αποθαρρύνει πολλές οικογένειες. Όσες από τις πολυκατοικίες έχουν μεγαλύτερα διαμερίσματα είναι σε καλύτερη κατάσταση, έστω κατοικούνται», μου λένε ο Μελέτης Ζαχαράκης και η Ανδριάνα Δελακούρα, δύο νέοι άνθρωποι που ζούνε στη γειτονιά, μάλιστα ως ενεργοί πολίτες. Και οι δυο τους συγκαταλέγονται μεταξύ των κατοίκων που προσπαθούν να σχηματίσουν έναν σύλλογο για την αναβάθμισή της.

«Την περίοδο 1999- 2004, με τη δημιουργία του σταθμού μετρό στο Νέο Κόσμο, το τραμ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες το Δουργούτι παρουσίασε μια ανάπτυξη. Μετά το 2005 άρχισε πάλι η καθοδική πορεία». Περισσότερα από τα μισά διαμερίσματα στις παλιές προσφυγικές, πλέον, είναι κενά. Ανά περιόδους ορισμένα κατοικούνται για σύντομα, συνήθως, χρονικά διαστήματα από Σύριους πρόσφυγες- οικογένειες ή ομάδες νέων ανδρών που «ξαποσταίνουν» εκεί μέχρι να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς βορά . Κάποιοι Έλληνες ιδιοκτήτες τους τα νοικιάζουν σαν «αποθήκες» ανθρώπων. Στην είσοδο μιας πολυκατοικίας συναντάμε έναν τέτοιο κύριο που μόλις είχε εισπράξει το ενοίκιο των 300 ευρώ. «Αυτά έπρεπε χρόνια να έχουν γκρεμιστεί», λέει. «Αλλά είναι κάτι κάτοικοι που απέμειναν εδώ και τσινάνε…».

Η Μαίρη, η Ανδριάνα, ο Μελέτης είναι ανάμεσα σε αυτούς- που επιμένουν. Η Μαίρη μου δείχνει την πολυκατοικία της με καμάρι και πίκρα μαζί- δύο διαμερίσματα σε ισόγειο, πρώτο και δεύτερο όροφο αντίστοιχα. Μικρότερα και από της Αλεξάνδρας, μόλις 36 τετραγωνικά, είναι όμως σχεδιασμένα από τους ίδιους αρχιτέκτονες (Κίμωνας Λάσκαρις και Δημήτρης Κυριάκος) και παρουσιάζουν τα ίδια πλεονεκτήματα. Χωρίς διαδρόμους και χαμένους εσωτερικούς χώρους, ευήλια και ευάερα εξαιτίας των μεγάλων αποστάσεων που προβλέφθηκαν μεταξύ των πολυκατοικιών. «Η μοναδική ουσιαστική ανάπλαση της περιοχής έχει γίνει επί δημαρχίας Μπέη, όταν διαμορφώθηκαν όλοι οι χώροι πρασίνου που ακόμα υπάρχουν. Η ανάπλαση που επιχειρήθηκε λίγες μέρες πριν αρχίσουν οι Ολυμπιακοί ήταν τόσο πρόχειρη που μοιάζει να μην έγινε ποτέ. Οι πολυκατοικίες σοβατίστηκαν και βάφτηκαν τόσο «άρπα κόλα» που ένα χρόνο μετά ξέφτισαν». Πράγματι, από τις τότε παρεμβάσεις μοναδικό κληροδότημα που απέμεινε στο Δουργούτι είναι ένα μεταλλικό ηχοπέτασμα τόνων που υψώθηκε σε χρόνο dt πίσω από τα μεγάλα ξενοδοχεία της περιοχής, στη θέση ενός κήπου. Όλοι υποστηρίζουν ότι πραγματικός σκοπός της εγκατάστασης ήταν να απαλειφτούν τα ξεφτισμένα προσφυγικά από τις εντυπώσεις των τουριστών.

Καισαριανή- περιοχή «Τρίγωνο»

Στην Καισαριανή οι προσφυγικές πολυκατοικίες εντοπίζονται στην περιοχή Τρίγωνο, ανάμεσα από το Κάραβελ, το ναό του Αγίου Νικολάου και τη συμβολή των οδών Ούλοφ Πάλμε και Ευφρονίου. Η κυρία Μαρίκα Στρατοπούλου μπήκε στο μικρό, ισόγειο διαμέρισμά της στα τέλη του ’50. «Κληρωθήκαμε το ’56 και μπήκαμε το ’57. Πριν, ζούσαμε σε μια παράγκα που είχε κατασκευάσει το Κράτος, η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων δηλαδή. Εκεί γεννήθηκα- και ούτε είχα παράπονο. Άλλοι ζούσαν σε παράγκες που φτιάξανε μόνοι τους, με τενεκέδες και πισόχαρτα. Η δικιά μας ήταν καλύτερη, ένα δωμάτιο 5χ5, με υπόγειο όπου είχαμε το κουζινάκι μας, ενώ επάνω είχε και μια βεράντα μικρή. Αλλά η βρύση ήταν σε απόσταση 10μ.- όλη η γειτονιά έκανε ουρά με τον κουβά στο χέρι για να πάρει νερό, τουαλέτα στην παράγκα δεν υπήρχε και για θέρμανση μόνο ένα μαγκάλι. Λοιπόν, όταν ήρθαμε σε αυτά τα σπίτια ήταν για μας τεράστια αλλαγή», μου διηγείται και αποκαλύπτεται από τα στρώματα του χρόνου μια άλλη Ελλάδα, πολύ διαφορετική από τη σημερινή. «Υπήρχε φτώχεια αλλά και μια αλληλεγγύη μεταξύ μας, μια κοινωνική συνοχή που έκανε τις στερήσεις υποφερτές», συμπληρώνουν οι (Μικρασιάτισες) φίλες της. Χρόνια τώρα κάθονται στη σειρά έξω από τα σπιτάκια τους και μιλάνε- έτσι «μάθανε». Παλιά αυτό ήταν πιο έντονο ακόμα, ζούσαν σχεδόν σα μια οικογένεια, με τις πόρτες τους ανοιχτές το καλοκαίρι «για να κάνει ρεύμα» ενώ πιάτα με φαγητά πηγαινοέρχονταν από σπίτι σε σπίτι και αρκούσε ένα γραμμόφωνο για να στηθεί γλέντι κανονικό. Δύσκολο να το φανταστώ, όπως και την αλλοτινή εικόνα της περιοχής- με τα «μπλοκ» των προσφυγικών μοναδικά μοντέρνα κτίρια της περιοχής, ανάμεσα σε αλάνες, παράγκες και ρυάκια που, ακόμα, υπόγεια κυλάνε και τους βασιλικούς στάβλους στη θέση των σημερινών μεγάλων ξενοδοχείων της περιοχής…

Η Λίτσα είναι η κόρη της κυρίας Μαρίκας. «Η οικογένεια μας κατάγεται από την Κωνσταντινούπολη, από το Επταπύργιο (Γεντί Κουλέ). Ο παππούς μου στην Πόλη ήταν ράφτης κι έστεκε καλά οικονομικά- στην Αθήνα φτάσανε μόνο με τα ρούχα τους. Αλλά τουλάχιστον δεν έφυγαν μέσα σε πόλεμο όπως οι Μικρασιάτες», μου λέει ενώ συζητάμε για τους πρόσφυγες του τότε και του σήμερα- του 1922 και σχεδόν εκατό χρόνια μετά, του 2015.

Το απαράλλαχτο, τρομαχτικό πρόσωπο του πολέμου και τις παρόμοιες διαχρονικές επιπτώσεις του στις ψυχές και τις ζωές των ανθρώπων. «Οι Σμυρνιοί ήρθαν γυμνοί, κυνηγημένοι. Ακούγαμε- μικρά παιδιά τότε- φρικτές ιστορίες: μια Σμυρνιά είχε τυλίξει την κόρη της με ένα στρώμα και καθόταν ώρες πάνω της για να τη γλιτώσει, γιατί τα βίαζαν τα κορίτσια και πολλά τα σκότωναν μετά», συμπληρώνει η σχεδόν 90χρονη μητέρα της. Και μετά, ιστορίες από τον ελληνικό εμφύλιο, από τις μυριάδες που έχουν διαδραματιστεί στην προσφυγική γειτονιά της Καισαριανής- «ο πατέρας μου, ο Διαμαντής Στρατόπουλος ήταν μέλος του ΕΑΜ, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί σε μπλόκο και τον φυλάκισαν. Ένας θεός ξέρει πως κατάφερε να αποδράσει και να βγει στο βουνό».

Οι προσφυγικές πολυκατοικίες του «Τριγώνου» κτίστηκαν κυρίως τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν οι κεϋνσιανές πολιτικές υπέρ ενός κοινωνικού κράτους αναδεικνύονταν «κυρίαρχο παράδειγμα» του δυτικού, μεταπολεμικού κόσμου. Λίγα στενά πιο πάνω, οι «Πυροβολημένες» της οδού Κένεντυ, συνομήλικες με τις προσφυγικές της Αλεξάνδρας. Τα σημάδια από τις σφαίρες των «Δεκεμβριανών» παραμένουν κι εδώ, ως ιστορικά αποτυπώματα του ελληνικού εμφυλίου στους τοίχους τους. Για την αναβάθμιση των προσφυγικών μπλοκ του Τριγώνου δε χρειάστηκε κάποια εκτεταμένη ανάπλαση- ένα όμορφο πάρκο και μια παιδική χαρά έκαναν αρκετά καλά τη δουλειά τους. Το 2009 πραγματοποιήθηκε εκεί μία σε βάθος προμελέτη του πολεοδομικού συγκροτήματος, στην οποία με ερωτηματολόγια «πόρτα- πόρτα» συμμετείχαν και οι κάτοικοι. Ανάλογες αναπλάσεις αστικών περιοχών, όπου οι κάτοικοι είχαν κληθεί να πούνε τη γνώμη τους και, άρα, να συνδιαμορφώσουν το τελικό αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκαν στο Ανατολικό Βερολίνο μετά την Πτώση του Τείχους και τη γερμανική επανένωση. Στην Καισαριανή το πρότζεκτ της ανάπλασης των προσφυγικών του Τριγώνου τελικά εγκαταλείφθηκε- εδώ, μείναμε (πάλι) στα χαρτιά και τα λόγια.

Δημοφιλή