Σαν «Ορφανά ερμάρια γεμάτα ιστορίες»*

Για την υπεράσπιση της (κοινωνική) ιστορίας των Τσιγγάνων/Ρομ (2)
Mike Abrahams via Getty Images

Αν η κοινωνική ιστορία αφορά και τους ανθρώπους «από τα κάτω», τους συνηθισμένους ανθρώπους, (Χομπσμπάουμ Ε.), άραγε αυτή η εννοιολόγηση περιλαμβάνει και τους Τσιγγάνους/Ρομ; Ή θα εκλάβουμε τους τελευταίους ως ένα «λαό χωρίς ιστορία»; Αν έχει ισχύ η παραπάνω αντίληψη, η οποία είναι ιδιαίτερα εμφανής στο πεδίο της Δημόσιας Ιστορίας, άραγε πάνω σε τι επιχειρήματα εδράζεται; Είναι ο υποτιθέμενος νομαδισμός των Τσιγγάνων, ο λόγος; Μήπως δεν φταίνε οι ίδιοι οι Τσιγγάνοι για την ανεστιότητά τους στο χώρο της ιστορίας; Κι αν ευθύνεται ο τρόπος που γράφουμε για αυτούς και η σιωπή των ίδιων των ιστορικών, καθώς λέει ο Will Guy;: (3)

Οι ιστορικοί σχεδόν πάντα και όπως είναι ευνόητο αγνόησαν τους Τσιγγάνους· όσοι δε έγραψαν για τους Τσιγγάνους, συχνά και αδικαιολόγητα, αγνόησαν την ιστορία. (3)

Εν τέλει, πώς έχει γραφτεί η ιστορία περί των Τσιγγάνων και από ποιούς;

Αλλά ως πάρουμε τα πράγματα κάπως από την … μέση, με την παράθεση ενός γεγονότος εν είδει μικροϊστορίας. Ήταν το 1942, Κατοχή στην Ελλάδα, όταν ο ιστορικός Κ.Θ. Δημαράς, παρουσίαζε ένα βιβλίο στo Ελεύθερο Βήμα που θα προκαλούσε και στον ίδιο έκπληξη. O τίτλος του, Ρωμ και Γύφτοι, Εθνογραφία και Ιστορία των Τσιγγάνων, γραμμένο από τον πολεοδόμο-ιστορικό Κώστα Μπίρη. Ο συγγραφέας ένας διανοούμενος, με διορατικότητα και όραμα για την πόλη των Αθηνών, με κριτική σκέψη απέναντι στις αστικές αυθαιρεσίες της πολιτείας, αποφασίζει να ασχοληθεί με τους Τσιγγάνους. Γιατί του κεντρίζουν το ενδιαφέρον; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στο θαυμασμό που νιώθει για την τέχνη τους, την σιδηρουργία. Ο ίδιος είναι ένας πρακτικός άνθρωπος, και σαγηνεύεται από την δημιουργικότητα των Γύφτων σιδεράδων. (Μάνος Μπίρης, ομότιμος καθηγητής ΕΜΠ, προσωπική συνέντευξη σε μένα, Οκτώβριος 2017, και Κώστας Η. Μπίρης, Βίος Αφιερωμένος στην πόλη των Αθηνών, Μέλισσα, 2015).

Ωστόσο ο τρόπος που γράφει ο Κ. Μπίρης για τους Τσιγγάνους, η λεγόμενη τσιγγανολογία, εγγράφεται στην «παράδοση του φιλοσοφικού εξωτισμού» (18ος αιώνας), όπου εξυμνούνται οι Τσιγγάνοι ως «ευγενείς άγριοι» και ταυτόχρονα στιγματίζονται ως παρίες και απόβλητοι του κόσμου (Βαρίκα Ελένη, 2013).

Αυτή η οπτική που εν τέλει αποκλείει τους Τσιγγάνους, ελλείψει μιας ιστορικοποίησης της παρουσίας τους στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, επιβιώνει σθεναρά ακόμη και σήμερα όχι μόνο στο χώρο των ΜΜΕ αλλά (φεύ!) παρεισφρύει και στην πρωτοπορία των κοινωνικών επιστημών. Στο πρόσφατο συνέδριο Προφορικής Ιστορίας (2016), η θέση που επιφυλάχθηκε για τους Τσιγγάνους ήταν απογοητευτική. Ενώ όλες οι ανακοινώσεις των ερευνητριών/τών είχαν επιστημονική τεκμηρίωση (αντικείμενο, μεθοδολογία, πλαίσιο), στην περίπτωση των Τσιγγάνων, που εντάχθηκαν στο τέλος του συνεδρίου, προτιμήθηκε η «εξωτικοποίηση» τους, μέσα από την παράθεση τσιγγάνικων υποτίθεται παραμυθιών, που δύο κοπέλες ντυμένες boho (τσιγγάνικα) αφηγήθηκαν, χορεύοντας. Έτσι επιβεβαιώνονται τα λόγια της Katie Trumpener, καθηγήτριας Συγκριτικής Λογοτεχνίας: «… οι Τσιγγάνοι συνεχίζουν να μην έχουν πρόσβαση σε οτιδήποτε συγκροτεί την Δυτική ταυτότητα, βρίσκονται έξω από την ιστορική καταγραφή και τον ιστορικό χρόνο, τον Δυτικό νόμο, το Δυτικό έθνος-κράτος, και τη Δυτική οικονομική τάξη, έξω από την γραφή και την διαλογικότητα την ίδια. Ο μόνος δικός τους χώρος φαίνεται να είναι η έκθεσή τους ως οπτικό θέαμα ». (4)

Η υπεράσπιση της κοινωνικής ιστορίας των Ρομ, η κατανόηση της ιστορίας των Τσιγγάνων, ως πολυδιάστατου φαινομένου που συναρθρώνεται με την ιστορία της Ευρώπης (Eric Wolf, Η Ευρώπη και οι Λαοί χωρίς Ιστορία), έχει νόημα, μπορεί να ανυψώσει την κοινωνική τους συνείδηση και να συμβάλλει στην κοινωνική τους ένταξη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Αυτό το αίσθημα ορφάνιας και παράλληλα αναζήτησης μιας ιστορικότητας που πιστεύουμε αποτυπώνεται γλαφυρά στον παρομοιωτικό τίτλο του άρθρου μας, «Σαν ορφανά ερμάρια γεμάτα ιστορίες», εκφράζει η παρακάτω αφήγηση ζωής:

«Θαρρώ πώς ήταν το σωτήριον έτος 1984. Χειμώνας! Ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο Πάντειο. Κατέβαινα την Ιπποκράτους με τα πόδια, και λίγο πριν την Διδότου, υπήρχε στα αριστερά ένα βιβλιοπωλείο, το Παρά Πέντε. Μπήκα μέσα και άρχισα να ψάχνω δίσκους μουσικής στα ράφια. Εκεί ανάμεσα τους, εντόπισα ένα τεύχος από το περιοδικό Courier, ελληνική έκδοση, αφιερωμένο στους Τσιγγάνους. Με εξέπληξε ευχάριστα. Το αγόρασα και σαν πήγα σπίτι άρχισα να το διαβάζω. Ήταν η εποχή που μέσα μου αναδύονταν μια φωνή, η αυτοσυνειδησία για την τσιγγάνικη καταγωγή μου.

Πάλευα παιδιόθεν με αυτόν τον στιγματισμένο εαυτό και οι φόβοι με κύκλωναν από παντού. Στο περιοδικό βρήκα μια ηρωική εικόνα για τους Τσιγγάνους που μου έδωσε κουράγιο και θάρρος να διαλεχθώ με την ταυτότητα αυτή και να νιώσω υπερηφάνεια και θαυμασμό. Ιδιαίτερη αίσθηση μου έκανε το αφήγημα για την γενοκτονία των ευρωπαίων Τσιγγάνων από τους Ναζί. Με καθήλωσε και συνάμα ανύψωσε το φρόνημά μου! Άρχισα να ρωτώ την μητέρα μου για την οικογενειακή μας ιστορία, στο Βουκουρέστι και την Μικρά Ασία και για όσα άκουγα από μικρός και αυτό την θορύβησε. Ήταν η αρχή ενός ταξιδιού που συνεχίζω μέχρι σήμερα. Περπατώντας τους δρόμους των κοινωνικών επιστημών και οπλισμένος με τον οίστρο της επιστημονικής αναζήτησης αντιπαρατάχθηκα στην στιγματισμένη γύφτικη καταγωγή μου, μια πάλη σώμα με σώμα. Μέσα από την αναδίφηση πηγών, τεκμηρίων και κειμένων, την ανάγνωση έργων άλλων συγγραφέων και μελετητών, το ξεκίνημα ταξιδιών, επαφών και συνεργασιών με άλλους Τσιγγάνους και πρωτίστως Γκατζέ (μη-Τσιγγάνους) στην Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά και την αναψηλάφηση της ίδιας μου της ζωής, σχημάτισα μια πιο στέρεη εικόνα για το ποιοι είναι οι Τσιγγάνοι, από που έρχονται και που πηγαίνουν και κυρίως το πώς γράφουν οι άλλοι για αυτούς. Έβαλα τους Τσιγγάνους και την κοινωνική τους ιστορία σε ένα ευρύτερο ιστορικό κάδρο και έτσι τους «έσωσα» από την αφάνεια, τον εξωτισμό, την μυθοπλασία και την προκατάληψη. Τους έδωσα φωνή! Είμαι Έλληνας Ρομ και ακόμη κάτι περισσότερο…».

Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Γιάννη Ιωάννου. Ο τάφος βρίσκεται στο 3 ο Νεκροταφείο Αθηνών. Οι νεκροί είναι Πετραλωνίτες Τσιγγάνοι που εκτελέστηκαν από τους Ναζί, στα 1944. Έχουμε βέβαια και μνημείο τους στα Πετράλωνα, επί της Χαμοστέρνας όπου εκεί αναγράφονται όλα τα ονόματα των Ελλήνωνεκτελεσθέντων (Τσιγγάνων και μη-Τσιγγάνων).
Η φωτογραφία τραβήχτηκε από τον Γιάννη Ιωάννου. Ο τάφος βρίσκεται στο 3 ο Νεκροταφείο Αθηνών. Οι νεκροί είναι Πετραλωνίτες Τσιγγάνοι που εκτελέστηκαν από τους Ναζί, στα 1944. Έχουμε βέβαια και μνημείο τους στα Πετράλωνα, επί της Χαμοστέρνας όπου εκεί αναγράφονται όλα τα ονόματα των Ελλήνων
εκτελεσθέντων (Τσιγγάνων και μη-Τσιγγάνων).

(1) «Ορφανά ερμάρια γεμάτα ιστορίες», μετάφραση δική μου, δάνειο από το Annemarie De Wildt, «Prologue: Orphan Cupboards Full of Histories», David Dean (ed.) (2018) A Companion to Public History.

(2) «Για την Υπεράσπιση της Ιστορίας», δάνειο από το γνωστό ομότιτλο έργο του ιστορικού Richard J. Evans (2009), Σαββάλας.

(3) Will Guy (1975) «Ways of Looking at Roma: The Case of Czechoslovakia», Diane Tong (ed.) (1998) Gypsies, An Interdisciplinary Reader.

(4) Katie Trumpener (1992), «The Time of the Gypsies: A ‘People without History’ in the Narratives of the West», Critical Inquiry, 18(4), 843-884.

Δημοφιλή