Σεξουαλική και Μη-Σεξουαλική Βία στον πρωταθλητισμό: «Δεν αγάπησα τον εαυτό μου»

Σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη εξομολόγηση σεξουαλικής παρενόχλησης της Σοφίας Μπεκατώρου.
SGiardina via Getty Images

«Ετούτος είναι ο γιος μου», του ’πε ο πατέρας μου.

Ξέμπλεξε το χέρι μου από τη φούχτα του και με παρέδωκε στο δάσκαλο.

«Το κρέας δικό σου», του ’πε, «τα κόκαλα δικά μου· μην τον λυπάσαι, δέρνε τον, κάμε τον άνθρωπο».

Νίκου Καζαντζάκη, «Αναφορά στον Γκρέκο»

Ο βιασμός ως πράξη χρησιμοποιεί το σώμα. Καταγράφεται ωστόσο κυρίως στο ευαίσθητο ψυχοσυναισθηματικό υπόστρωμα και μένει εκεί, χαραγμένο, να αναδύει τοξίνες που μολύνουνε βιώματα και εμπειρίες, σαν ψίθυρος ή σαν φωνή που επαναλαμβάνει τις αδιέξοδες ετυμηγορίες: «σου άξιζε», «έφταιγες», «τέτοια είσαι», «τέτοια θα συμβαίνουν».

Αδιέξοδες και οι φαντασιωσικές λύσεις: να γίνω πιο δυνατός από τον φόβο μου, να γίνω εγώ ο βιαστής ή αντίθετα να γίνω μια βαθιά σπηλιά που κρύβει καλά τα μυστικά της, μια παγωμένη ύπαρξη που δεν θα προδώσει ποτέ ότι σε μια γωνιά σκοτεινή, σε ένα κρεβάτι ή σε ένα στρώμα προπόνησης, με εισιτήριο την εμπιστοσύνη και με τη δύναμη της εξουσίας, πάνω και μέσα μου το έγκλημα γράφτηκε. Με σεβασμό στην εμπειρία του κάθε προσώπου, αξιοποιώ τις επόμενες παραγράφους, για να φωτίσω μια γωνιά, όχι συνολικά, της εμπειρίας τόσων ανθρώπων, σε αυτήν την περίπτωση του αθλητισμού, μέσα από την θεραπευτική πολυθρόνα ή την συγγενική και φιλική μας σχέση, μοιράστηκαν κάποτε κάπως αυτό το μυστικό.

“«Είδες Αλέξη την εξομολόγηση της Μπεκατώρου;», με ρώτησε η θεραπευόμενη. Η ίδια, στη δική της εφηβεία, σώθηκε γιατί η μητέρα φύση της είχε δώσει περίοδο την ημέρα που ο προπονητής του Tae Kwo Do, αποφάσισε να την βιάσει.”

Γύρισα αργά από το ιατρείο. Το κρύο και η νύχτα απέτυχαν να αποσπάσουν την προσοχή μου από το κλωθογύρισμα της σκέψης μου. Όχι για κάτι που συνέβη στο ιατρείο, αλλά για κάτι σχετικό. Όχι για κάτι προσωπικό μου, αλλά για κάτι σε σχέση με τα προσωπικά. Κάτι έντονο. Κάτι που αναμοχλεύει ξανά και ξανά το κατακάθι του πόνου που με τόσους ανθρώπους στη θεραπεία και στη ζωή, ξανά και ξανά έχουμε να περπατήσουμε, να κτίσουμε εμπιστοσύνη, να ανοίξει ο δρόμος για το ανείπωτο, να κατανοηθεί η αλήθεια, να αντέξει την έκθεση στο φως, να περάσει την κοιλάδα της οργής και της αντεκδίκησης, να μεταβολίσει και να γίνει λίπασμα, σε κάτι νέο και πιο ώριμο: τον εαυτό σε αποδοχή! «Είδες Αλέξη την εξομολόγηση της Μπεκατώρου;», με ρώτησε η θεραπευόμενη. Η ίδια, στη δική της εφηβεία, σώθηκε γιατί η μητέρα φύση της είχε δώσει περίοδο την ημέρα που ο προπονητής του Tae Kwo Do, αποφάσισε να την βιάσει. Απομονωμένη στις υπερωρίες της προπόνησης, ήταν σίγουρη πως ο προπονητής ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης. Εξάλλου μέσα από τα παιδικά παπούτσια, η εμπιστοσύνη βασίζεται στην εικόνα «παράδοσης» της ευθύνης, από τον γονέα στον προπονητή. Στα πλαίσια της εμπιστοσύνης λαμβάνει χώρα η προπόνηση, η σωματική επαφή, η καταπόνηση του σώματος, και σταδιακά η αποξένωση της λειτουργίας του σώματος από την λογική και το συναίσθημα. Μια σύνδεση κορμιού-λογικής- συναισθήματος, που ο ίδιος γονέας μπορεί να απαιτεί εκτός γυμναστηρίου. Αυτό δηλαδή που κάνει ιδιαίτερη την σχέση του νεαρού αθλητή με το άθλημα, είναι η απουσία του φραγμού του σώματος ως όριο προσωπικού χώρου, ως φυσικής εγρήγορσης ότι κάτι που παραβιάζει το σώμα μου είναι και απαγορευτικό. Δεν σημαίνει ότι δεν συνειδητοποιεί ή δεν αηδιάζει ή δεν τρομάζει ή δεν νιώθει απόγνωση από την σεξουαλική παρενόχληση ή παραβίαση, σημαίνει ωστόσο ότι απουσιάζει η έγκαιρη και φυσική εγρήγορση αντίστασης, η προειδοποίηση, η αναζήτηση βοήθειας.

“Το λεκτικά βίαιο συνοδεύεται και από τη σωματική βία.”

Συμπορευόμενος με μια σύζυγο πρωταθλήτρια δύο αθλημάτων, δεν αποτελεί μυστικό ότι η «σοβιετική» σε σκληρότητα σωματική εκπαίδευση, από μικρή ηλικία, των παιδιών, αποτελεί σχεδόν προϋπόθεση για την επίτευξη των υπεράνθρωπων στόχων του πρωταθλητικού ανταγωνισμού, συχνά με το πρόσχημα της «αθλητικής άμιλλας». Αυτή η σκληρότητα δεν περιορίζεται στην άσκηση της μυϊκής ομάδας που θα δώσει τις καλύτερες αποδόσεις στο αγώνισμα. Συχνά η δυσκολία κατανόησης του βαθμού εξάσκησης από το παιδί ή η ίδια η παιδιάστικη αντίληψη της ζωής (ορθή δηλαδή για την ηλικία του επιθυμία για παιχνίδι και ξεγνοιασιά) εκλαμβάνονται ως μια απουσία βούλησης ή ως εμφάνιση μιας εγωιστικής προκλητικότητας προς την προπόνηση.

Το εμπόδιο στην επίτευξη του στόχου «κάμπτεται» με την ίδια την κάμψη της βούλησης. Σε λιγότερο ή περισσότερο βαθμό, όσο πλησιέστερα κινείται κάποιος στις κορυφαίες βαθμίδες διάκρισης, τόσο περισσότερο η λογική προσαρμόζεται σε μία λεκτική βία υποτίμησης σε οτιδήποτε φυγόπονο, οτιδήποτε θυμίζει όριο ανθρώπινο, υποτιμώντας την ίδια την αίσθηση κούρασης ή το όριο αντοχής. Το λεκτικά βίαιο συνοδεύεται και από τη σωματική βία. Μια κίνηση διαμόρφωσης μιας άσκησης μπορεί να γίνει πιο βίαιη, ένα σκούντημα, η αρπαγή ενός μέλους του σώματος και ο εξαναγκασμός σε θέση σπαγγάτο ή υπερέκτασης, το χτύπημα στο μέρος του κεφαλιού κάτι ανάμεσα σε επιβράβευση ή και ταρακούνημα τύπου «ξύπνα» ή «κουνήσου» ή «προχώρα» ή «κάνε το» ή « μην αντιμιλάς»... Για χρόνια άκουγα τον αδερφό μου να ετοιμάζει την σωματική τιμωρία που θα επέβαλε, το ξύλο που θα έδινε, σε εκείνον τον προπονητή που του μάτωνε τα αυτιά, αν τον «πετύχαινε» έξω... Αυτή την ίδια την οργή αντεκδίκησής εκμεταλλεύεται συχνά ο διαμορφωτής του παιδικού κορμιού να την μετατρέψει σε πείσμα, σε ορμή, σε υπεράνθρωπη προσπάθεια.

“Το κορίτσι που βουλιάζοντας στην ψυχογενή ανορεξία έχει κεντρικά και ενδοψυχικά τραυματίσει την εικόνα εαυτού...”

Ως γνωστό τα παλικάρια δεν κλαίνε, οι λεβέντες δεν πονάνε... Στην περίπτωση της συζύγου μου, η ωρίμανση και η κατανόηση υπαρξιακών μοντέλων ψυχοθεραπείας, μας έδωσε την εμπειρία του reconciliation, όταν μετά από δεκαετίες όχι μόνο έσμιξε αλλά και συνεργάστηκε με τους ωριμασμένους πια προπονητές της.

Το δόγμα αυτό της σκληροτράχηλης εκπαίδευσης δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο- πρόταση του προπονητή. Ο 8χρονος υποψήφιος ποδοσφαιριστής, συχνά δεν έχει τον νου του ούτε στο «τέρμα», ούτε στον προπονητή, αλλά κάπου εκεί στις κερκίδες των bambini (ομάδες ποδοσφαίρου μικρών ηλικιών) όπου συχνά ένας γονιός δεν αρκείται να καμαρώνει ή να υποστηρίζει το παιδί του στην συμμετοχή του στο άθλημα· συχνά επιτιμά ή υποτιμά την προσπάθεια και απαιτεί πάση θυσία το «γκολ», την νίκη, την αυτοπροβολή, την επιβολή του μικρού «σταρ» και τη διάκριση ανάμεσα σε όλους τους άλλους.

Το κορίτσι που βουλιάζοντας στην ψυχογενή ανορεξία έχει κεντρικά και ενδοψυχικά τραυματίσει την εικόνα εαυτού, αδυνατεί να κατανοήσει πως η μέχρι χθες επιβραβευόμενη υπερπροσπάθεια άσκησης και ασκητισμού για την διαμόρφωση ενός «σωστού» σώματος «που θα υποστηρίζει την προσπάθεια», σήμερα βαφτίζεται «παθολογική», και καλούνται οι ειδικοί ψυχικής υγείας να εγκαταστήσουν έναν νέο «νόμο» στο μυαλό, μια νέα συνθήκη, στην οποία η άρνηση λήψης τροφής ή ακόμα πιο συχνά η αποβολή της στο μπάνιο με πρόκληση εμετού, θεωρείται διαταραχή επικίνδυνη για την ίδια τη ζωή. Πού είναι το όριο; Ποια είναι η αλήθεια; «Τι θέλουν από εμένα να γίνω οι γονείς;» Συχνά απαιτείται ένας εξωτερικός παρατηρητής, ένας ενήλικας φροντιστής εκτός οικογενειακού και προπονητικού συστήματος, για να πει το αυτονόητο: «το παιδί μπορεί να αντέξει την (ολυμπιακή) αποστολή, αλλά η σωματική και ψυχική του υγεία απειλείται άμεσα».

Στο δίπολο «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς», η ήττα, η αποτυχία, δεν νοηματοδοτείται. Στο βαθμό που δεν υπάρχει αξιακό σύστημα υποστήριξης της προσπάθειας, της συνεργασίας, του συναγωνισμού και της χαράς του «εὖ ἀγωνίζεσθαι», η αποτυχία ανόδου στο βάθρο των νικητών, ισοδυναμεί με αφανισμό. Η αποτυχία μπορεί να αφορά έναν ρόλο (του αθλητή) αλλά η ταύτιση και υιοθέτηση της μονοδιάστατης ταυτότητας, εμφανίζει την αποτυχία ως αποτυχία του προσώπου. Είναι συχνή η μελαγχολία και η κατάθλιψη στον αθλητή που διακόπτει την υπερπροσπάθεια, βιολογικά λόγω της ξαφνικής ένδειας ενδορφινών (οι αντικαταθλιπτικές ορμόνες που παράγονται από τον κάματο- μυϊκό κόπο). Είναι ωστόσο πιο υπαρξιακή, από την απουσία «ρούχου» με το οποίο θα βγει στην κοινωνία, ακόμα κι αν η αποτυχία δεν ήταν η ήττα σε αγώνες τελικούς, αλλά η διακοπή λόγω ατυχήματος ή καταπόνησης στην προπόνηση.

“Ο σεξουαλικός βιασμός αρνείται την αλήθεια του προσώπου. «Κλειδώνει» την μονοδιάστατη αίσθηση της χρηστικότητας του κορμιού. Κρατάει το βλέμμα προσηλωμένο στην εκτονωτική σεξουαλικότητα της λίμπιντο, αρνείται την πρόσβαση στην ερωτικότητα της σχέσης και της ελευθερίας.”

Την ίδια στιγμή η επιλογή του πρωταθλητικού τμήματος σε σχέση με τον γενικό ή «από χόμπι» αθλητισμό, συχνά είναι η καλύτερη επιλογή για μια οικογένεια, ειδικά στην Ελλάδα. Οι επαγγελματίες και οι πιο παθιασμένοι προπονητές, βρίσκονται συχνά σε αυτά τα τμήματα. Η πρόσβαση σε χώρους και χρόνο προπόνησης για τον άνθρωπο που αφιερώνεται σε ένα άθλημα, είναι πιο αυτονόητη μέσα από τον πρωταθλητισμό. Και η αίσθηση της κοινής κουλτούρας, ομαδικότητας, κοινού σκοπού, του «ανήκειν», της ταυτότητας δηλαδή, αντιστοιχεί σε μια καθημερινότητα μέσα στο άθλημα. Όλο και περισσότερο ψυχολογικά ενήμεροι προπονητές αναλαμβάνουν τις τρυφερότερες ηλικίες. Δύστοκα ωστόσο και αναιμικά επισυμβαίνουν οι αλλαγές ειδικά στις πιο εξειδικευμένες και κορυφαίες κατηγορίες. «Πως να μην πάρουμε μετάλλιο Αλέξη, αφού ξέραμε ότι οι δυο έπρεπε να τραβάμε κουπί για τρεις! Ήταν προϋπόθεση να αποδεχθούμε τον γιο του παράγοντα στην αποστολή»... Η παραδοξότητα της αναξιοκρατίας και η επίφαση των προθέσεων, ολοκληρώνουν το mentality (την κουλτούρα σκέψης) γύρω από το σκοπό, και συχνά στους κύκλους των ίδιων των γονιών είναι άμεσα ή έμμεσα γνωστά ποιος «είναι αυστηρός», «απαιτητικός» ή και ίσως «απλώνει» το χέρι...

“Το ζήτημα είναι κεντρικό: η ταυτότητα του άντρα μοιάζει να είναι σε κρίση. Μοιάζει να έχει παράξει η κοινωνία αυτή άντρες σύμφωνα με τα χολυγουντιανά πρότυπα δεκαετιών· «σκληρούς» και αυτονομημένους από τις σχέσεις ήρωες (καλούς ή κακούς) που μοιάζουν σε δυο χαρακτηριστικά: “γ***** και δέρνουν”, συνουσιάζονται ως επιβήτορες με ό,τι εκπέμπει θυλικότητα...”

Στο παλιό μου σχολείο, γειτονιά με το Καυτατζόγλειο, μου έχει μείνει η εικόνα από τη συμμαθήτρια που ξαφνικά άλλαξε η εικόνα της, προς μιας πιο σεξουαλικά ενήλικης γυναίκας, την ίδια ώρα που η ίδια μιλούσε με αγωνία για τον προπονητή που ακούγονταν πως θώπευε τις «μεγαλύτερες» κοπέλες... δηλαδή τα 18χρονα. Σήμερα κατανοώ πως στο μπέρδεμά της μοιραζόταν την εμπειρία της με τους συνομηλίκους, προσπαθώντας να καταλάβει ποιο είναι το όριο και τι να πράξει.

Ο σεξουαλικός βιασμός αρνείται την αλήθεια του προσώπου. «Κλειδώνει» την μονοδιάστατη αίσθηση της χρηστικότητας του κορμιού. Κρατάει το βλέμμα προσηλωμένο στην εκτονωτική σεξουαλικότητα της λίμπιντο, αρνείται την πρόσβαση στην ερωτικότητα της σχέσης και της ελευθερίας. Δημιουργεί αμφιθυμία (μπερδεμένες σκέψεις) για το ποιος είμαι, να χαρώ ή να φοβηθώ που έχω την υγειά μου, να εκτιμήσω ή να ντραπώ που έχω σεξουαλικότητα και γοητεία, να φροντιστώ και να μοιραστώ την λαχτάρα μου για ζωή ή να κρυφτώ και να γεμίσω ενοχές που το γέλιο μου θύμιζε ζωή, τα στήθη μου υπόσχονταν τρυφερότητα και τα χείλη μου ξυπνούσαν τις αισθήσεις;

“Το προπονημένο στην σωματική και λεκτική βία παιδί, γίνεται με τη συνενοχή μας, το κορμί του νεαρού ενήλικα που θα παραβιάζεται και σεξουαλικά·”

Το ζήτημα είναι κεντρικό: η ταυτότητα του άντρα μοιάζει να είναι σε κρίση. Μοιάζει να έχει παράξει η κοινωνία αυτή άντρες σύμφωνα με τα χολυγουντιανά πρότυπα δεκαετιών· «σκληρούς» και αυτονομημένους από τις σχέσεις ήρωες (καλούς ή κακούς) που μοιάζουν σε δυο χαρακτηριστικά: “γ***** και δέρνουν”, συνουσιάζονται ως επιβήτορες με ό,τι εκπέμπει θυλικότητα και επιβάλλονται με μυική δύναμη, σε ό,τι “αρσενικό”! Η δύναμη της τρυφερότητας και η δύναμη της σχέσης μοιάζουν ορφανές και ανυποστήρικτες.

Μια δεκαετία πριν ο επίτιμος αρεοπαγίτης κ. Κοσμίδης σε παρέμβαση σε συνέδριο ψυχιατρικής ανέφερε την κοινωνία που καλλιεργεί το “soft porn”, την εργαλειοποίηση της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο σταθερά σε κοινωνικό επίπεδο. Υποστήριξε πως αυτό οδηγεί στην βαρειά βιομηχανία της πορνογραφίας. Αντίστοιχα η ιδέα της αποδοχής της σεξουαλικής προσέγγισης σε κάθε τι που αφορά τις γυναίκες, ετοιμάζει άντρες και γυναίκες να «παίξουν» το ρόλο τους σε μια κοινωνία ανεκτικότητας. Η σιωπή του θύματος βασίζεται σε αυτό το κοινωνικό δικαστήριο που μέσα της (ή του) έχει ήδη επισυμβεί. Πόσο έτοιμοι είμαστε να αναλάβουμε την διαχείριση της επιθυμίας σε μια κοινωνία που η πρόσβαση σε κάθε κρυφή επιθυμία και η πραγμάτωσή της διαφημίζεται ως η κορυφαία εμπειρία των κορυφαίων στην εξουσία την κοινωνική;

“Θέλει χρόνια αποτοξίνωσης και τρυφερή φροντίδα του τραύματος για να αποκαλυφθεί το μυστικό, για να κατανοηθεί το αδιανόητο: «υπήρξες αντικείμενο στην επιθυμία του άλλου...»”

Στις ατελείωτες ώρες προπόνησης στο άθλημα ή στο μάθημα, στο υπόγειο ή το ισόγειο γυμναστήριο, όταν το παιδί ασκείται ως σώμα, γονείς, προπονητές, παράγοντες και θεατές, ετοιμάζουμε το επόμενο κορμί που επιθυμούμε να δοξαστεί και μέσα από αυτό να δοξαστούμε και εμείς, γονείς, προπονητές, παράγοντες και θεατές! Όλοι θέλουμε μια χάντρα έστω από τη λάμψη. Και όλοι θα θέλαμε συμμετοχή στη λάμψη, θα έδινε εξάλλου για λίγο νόημα και στόχο στην κενή ζωή. Αυτό μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να ευωδοθεί και ανάμεσα στα φλας των φωτογραφιών και τις εκδηλώσεις υποδοχής «ηρώων» να χαθεί το πιο ουσιαστικό: πως στην πλειοψηφία των περιπτώσεων απαγορεύτηκε στο κορμί η ψυχή του και ό,τι μας κάνει «ανθρώπους». Το προπονημένο στην σωματική και λεκτική βία παιδί, γίνεται με τη συνενοχή μας, το κορμί του νεαρού ενήλικα που θα παραβιάζεται και σεξουαλικά· δεν έχει όριο η χρήση, η εξουσία και η αίσθηση ιδιοκτησίας του κάθε παράγοντα ομάδας, στο ποθητό και ταυτόχρονα παραδομένο στο άθλημα πρόσωπο. Σακατεμένα από τον πρωταθλητισμό κορμιά, μένουν να ελπίζουν στο μόνο που τους έχει ποτέ νοηματοδοθεί: το μετάλλιο. Θέλει χρόνια αποτοξίνωσης και τρυφερή φροντίδα του τραύματος για να αποκαλυφθεί το μυστικό, για να κατανοηθεί το αδιανόητο: «υπήρξες αντικείμενο στην επιθυμία του άλλου...»

Απαιτεί την εγκατάσταση μιας επικοινωνιακής σχέσης με το παιδί, την σύντροφο, τον φίλο. Να θερμανθεί η ψυχή, να μυρίσει την αλλαγή στην σχέση, να κάτσει η αγάπη αντί τον έλεγχο, η συντροφικότητα αντί της σεξουαλικής εμπειρίας, να υπάρξει χρόνος κοινός, να αρχίσει η αλλαγή να παρατηρείται. Να εμπιστευτεί ξανά ο πονεμένος ψυχισμός, πως στην αποκάλυψη της εμπειρίας βίας και βιασμού, δεν θα τρέξει να φύγει ο άλλος, δεν θα πληρώσει την αποκάλυψη με εξευτελισμό και απόρριψη. Ότι η διαγενεακή ντροπή της οικογένειας ήταν ένας μύθος. Ότι ο κόπος αυτή την φορά έχει νόημα. Ότι η φωνή είναι για την ελπίδα. Και θέλει ένα καινούργιο «πρωταθλητισμό» για να φτάσει το κενό της βιασμένης ύπαρξης να επανασυνδεθεί. Και έχει έναν καινούργιο Γολγοθά να ανεβεί· ξανά στο επίκεντρο η αθλητής, αλλά τώρα για κάτι που δεν δοξάζει, δεν φέρνει τα χειροκροτήματα τα δυνατά. Μπορεί μάλιστα έναν προς έναν εμάς, τους πρώην θεατές, να αγχώνει και να αηδιάζει. Αμέτοχοι τότε, αμέτοχοι ξανά; Η αίσθηση αποδοχής στηρίζει. Η αίσθηση συν- κίνησης βοηθάει. Από το μυστικό, στην αποκάλυψη. Από το δημόσιο, στο προσωπικό. Από τη σιωπή του θύματος, στην επικοινωνία της σχέσης.

Αλέξης Λάππας

Δημοφιλή