Συγκρουσιακή Πολιτική, σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες και ένα βιβλίο για τα κοινωνικά κινήματα

Aποτίμηση και προκλήσεις
Παρίσι - διαδηλωτές με αυτοσχέδιες ασπίδες κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων με αφορμή τον ένα χρόνο κινητοποιήσεων των Κίτρινων Γιλέκων. (16 Νοεμβρίου 2019)
Παρίσι - διαδηλωτές με αυτοσχέδιες ασπίδες κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων με αφορμή τον ένα χρόνο κινητοποιήσεων των Κίτρινων Γιλέκων. (16 Νοεμβρίου 2019)
Charles Platiau / Reuters

Το Εργαστήριο Συγκρουσιακής Πολιτικής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο διοργάνωσε πρόσφατα εκδήλωση για τη Συγκρουσιακή Πολιτική ‒κλάδος που μελετά συλλογικές δράσεις και κοινωνικά κινήματα‒ και τη σχέση της με τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες. Αφορμή υπήρξε η 3η έκδοση του κλασικού εγχειριδίου των Donatella DellaPorta και Mario Diani, «Κοινωνικά κινήματα: μια εισαγωγή», που θα κυκλοφορήσει τον Απρίλιο του 2020 (Wiley-Blackwell). Στην εκδήλωση συμμετείχαν οι συγγραφείς και ο υποφαινόμενος. Αναδεικνύοντας το ρόλο του συγκεκριμένου κλάδου, το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί μιαν άκρως συνοπτική αποτύπωση του γνωστικού του στίγματος.

Η αποτίμηση της σχέσης ενός επιμέρους κλάδου (όπως η Συγκρουσιακή Πολιτική) με συλλογικές πειθαρχίες (όπως οι κοινωνικές επιστήμες) αποτελεί εγχείρημα ιδιαίτερα φιλόδοξο που οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν συνηθίζουμε να αποτολμούμε. Δημοσιοποιούμε και προβάλλουμε βέβαια το έργο μας, σπάνια όμως προβληματιζόμαστε αναφορικά την κοινωνική του συνάφεια. Πρόκειται για διαπίστωση δυσάρεστη, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε πως οι κοινωνικές επιστήμες αναδύθηκαν με στόχο να παράσχουν στις κοινωνίες μέσα (εννοιολογικά εργαλεία και θεωρίες) που θα τους επιτρέπουν να αναστοχάζονται την πορεία τους και την αξιολογούν. Να τις καθιστούν ικανές, αφενός, να διαγιγνώσκουν τις καταβολές των προβλημάτων τους και, αφετέρου, να επεξεργάζονται ορθολογικές λύσεις.

Διάχυτη είναι όμως η εντύπωση πως, σε αμφότερους αυτούς τους τομείς, η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη υπολειτουργεί. Αυτό δε σημαίνει πως δεν είναι δραστήριακάθε άλλο. Όπως όμως συνήθιζε να επισημαίνει και ο Giovanni Sartori, «φαίνεται πως στις μέρες είμαστε σε θέση να καλύπτουμε περισσότερη έκταση, λέγοντας λιγότερο σημαντικά πράγματα και μάλιστα με πολύ λιγότερο ακριβή τρόπο».

Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος γι’ αυτές τις μάλλον στενάχωρες επισημάνσεις δεν είναι μεμψίμοιρος. Είναι ‒αντίθετα‒ η έμπνευση που προκαλεί η 3η έκδοση ενός κλασικού εγχειριδίου Συγκρουσιακής Πολιτικής ‒κάτι που δίνει την ευκαιρία για μιαν αναδρομή στην πορεία αυτού του κλάδου και τη συμβολή του στο σύγχρονο κοινωνικοεπιστημονικό προβληματισμό.

“Οι μετασχηματιστικές συλλογικές δράσεις δεν προκύπτουν μηχανιστικά ‒δεν πρόκειται για απλώς αντανακλαστικές κινήσεις των κοινωνιών στο φόντο της κοινωνικής αδικίας. Ακριβώς λόγω του ότι είναι εξόχως έλλογες...”

Την επιχειρώ μέσα από τη διερεύνηση τριών θεματικών: (α) πώς η ανάδειξη του ρόλου των διεκδικητικών συλλογικών δράσεων που επέτυχε η Συγκρουσιακή Πολιτική επηρέασε την αντίληψή μας για την ιστορική εξέλιξη· (β) του χαρακτήρα της ως ενός «προοδευτικού ερευνητικού προγράμματος (με την έννοια που χρησιμοποίησε τον όρο ο μεγάλος επιστημολόγος Imre Lakatos) και, τέλος, (γ) των προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα ως κλάδος των κοινωνικών επιστημών.

I

Είναι ευτύχημα ότι στις μέρες μας πράγματι μελετούμε τη συλλογική δράση και τα κοινωνικά κινήματα. Όμως δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν τρείς ή τέσσερις δεκαετίες, οτιδήποτε ερχόταν σε αντιπαράθεση με κυρίαρχες δυνάμεις και θεσμούς θεωρούνταν φαινόμενο παθολογικό. Αν, για παράδειγμα, κάποιος ήθελε να μελετήσει τα χαρακτηριστικά απεργιών ή μαζικών διαδηλώσεων, η έρευνά του κατά πάσα πιθανότητα θα κατατασσόταν στην ψυχολογία της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς αν όχι στην ίδια την εγκληματολογία. Επρόκειτο γι’ αυτό που ένας σημαντικός θεωρητικός του πεδίου (ο Doug McAdam) αποκάλεσε «πλουραλιστική προκατάληψη»: την ανυπόστατη παραδοχή σύμφωνα με την οποία, αφού ο δυτικός κοινοβουλευτισμός ήταν εγγενώς αψεγάδιαστος, όσοι ενέχονται σε εξω-θεσμικές πολιτικές πρακτικές και δράσεις έπρεπε/όφειλαν να είναι παράλογοι.

Καταδεικνύοντας τον τεράστιο ρόλο που η εξω-θεσμική συλλογική διαμαρτυρία διαδραμάτισε στη διαμόρφωση των σύγχρονων θεσμών (αυτό που σήμερα αποκαλούμε «δημοκρατικό κεκτημένο»), η Συγκρουσιακή Πολιτική αντέστρεψε πλήρως αυτήν την παραμορφωτική εικόνα: με δεδομένο ότι, τόσο ιστορικά όσο και στον παρόντα χρόνο, η λειτουργία των πολιτικών θεσμών συμπυκνώνει και διαχειρίζεται την αναπαραγωγή συστημάτων κυριαρχίας, αυτό που είναι όντως παράδοξο δεν είναι η εξω-θεσμική δράση, αλλά το ακριβώς αντίθετο: η αδράνεια.

“Η Συγκρουσιακή Πολιτική μας έδωσε και τη δυνατότητα να προβληματιστούμε για τους παράγοντες που συρρικνώνουν και απειλούν τη σύγχρονη δημοκρατία...”

Όμως οι μετασχηματιστικές συλλογικές δράσεις δεν προκύπτουν μηχανιστικάδεν πρόκειται για απλώς αντανακλαστικές κινήσεις των κοινωνιών στο φόντο της κοινωνικής αδικίας. Ακριβώς λόγω του ότι είναι εξόχως έλλογες, απαιτούν την ενσυνείδητη-στρατηγική κινητοποίηση των υπαρχόντων διεκδικητικών πόρων· τη διαμόρφωση συνεκτικών οντολογικών αφηγήσεων, αξιακών πλαισιώσεων και νοηματοδοτήσεων της πραγματικότητας· τη συγκρότηση οργανώσεων ικανών να αντιμετωπίσουν το ακανθώδες πρόβλημα της γραφειοκρατικοποίησης· την επιλογή κατάλληλων μορφών και ρεπερτορίων δράσης. Θα μπορούσαν να επισημανθούν και αρκετοί άλλοι παράγοντες, θα αρκεστώ όμως σε αυτούς, υπογραμμίζοντας μόνο το εξής: φέρνοντας στην επιφάνεια αυτές τις κρίσιμες ‒κατεξοχήν πολιτικές‒ διαδικασίες, η Συγκρουσιακή Πολιτική μας έδωσε και τη δυνατότητα να προβληματιστούμε για τους παράγοντες που συρρικνώνουν και απειλούν τη σύγχρονη δημοκρατία.

“...βλέπουμε ένα εγχείρημα επιστροφής στην εποχή που η κοινωνική διαμαρτυρία θεωρούνταν παθολογία...”

Δεν μπορώ όμως παρά να επισημάνω πως στις μέρες γινόμαστε μάρτυρες προσπαθειών για ανάσχεση όλης αυτής της επί τα πρόσω πορείας. Πίσω από ισχνά προκαλύμματα και προφάσεις (που, ενώ ‒συνειδητά ή ασυνείδητα‒ είναι εξόχως ιδεολογικά, επικαλούνται ψευδώς αξιακή αμεροληψία), βλέπουμε ένα εγχείρημα επιστροφής στην εποχή που η κοινωνική διαμαρτυρία θεωρούνταν παθολογία. Έχω κατά νου έννοιες ελλιπείς και αφηρημένες (δηλαδή δυσλειτουργικά γενικές) όπως «λαϊκισμός» ή «ριζοσπαστικοποίηση», που στις αναφορές τους συνωστίζονται και συγχέονται απεργίες, διαδηλώσεις και εν γένει κοινωνικές διεκδικήσεις με την ακροδεξιά, το θρησκευτικό φονταμενταλισμό, ακόμη και το νεοναζισμό. Δεν είναι εδώ ο χώρος για να επεκταθώ στο κρίσιμο αυτό ζήτημα (που, ειρήσθω εν παρόδω, παγιδεύει και παραλύει τη σοβαρή έρευνα), πρέπει όμως να πω πως, καθώς οι τάσεις αυτές μας απειλούν με γνωστική παλινδρόμηση, οφείλουμε να είμαστε σε θεωρητική και μεθοδολογική (πρωτίστως εννοιολογική) επαγρύπνηση.

II

Έχω μέχρι τώρα υποστηρίξει πως η Συγκρουσιακή Πολιτική υπήρξε ένας εξαιρετικά επιτυχημένος κλάδος στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, όμως δεν έχω ακόμη αναφερθεί στους μεθοδολογικούς ‒θα έλεγα τους επιστημολογικούς‒ παράγοντες που το επέτρεψαν. Ας ξεκινήσω επαναλαμβάνοντας την προηγούμενή μου ρήση αναφορικά με το ότι η Συγκρουσιακή Πολιτική συνιστά ένα «προοδευτικό ερευνητικό πρόγραμμα». Όμως τι είναι αυτό;

Είναι, πολύ απλά, γνωστικές και ερευνητικές πρακτικές που δεν κρύβονται απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν προσπαθώντας να «προστατέψουν» το θεωρητικό πυρήνα από τον οποίον εκκινούν και ο οποίος τις συνέχει. Όπως και κάθε κλάδος, έτσι και η Συγκρουσιακή Πολιτική έχει έναν τέτοιο πυρήνα (και έχω ήδη δώσει το γενικό του περίγραμμα) όμως αυτός βρισκόταν και βρίσκεται υπό διαρκή επερώτηση και προβληματοποίηση. Έννοιες και θεωρίες αδιάκοπα εμφανίζονται, αλλά η πλειοψηφία των εισηγητών τους διαρκώς και ποικιλοτρόπως τις θέτουν απέναντι σε ανανεούμενες προκλήσεις: είναι οι πρώτοι που αναζητούν πιθανές διαψεύσεις, ακριβώς για να καταστήσουν αυτές τις έννοιες και αυτές τις θεωρίες επαρκέστερες. Με τον τρόπο αυτό, μέσα από μια διαδικασία που αποκαλείται «θετική ευρετική», ενισχύεται και ο αρχικός θεωρητικός πυρήνας.

Έχει σημασία να επισημανθεί εδώ πως, πάντα σύμφωνα με τον Lakatos, το αντίθετο ενός «προοδευτικού προγράμματος» δεν είναι μόνο φοβικό και οπισθοδρομικό, είναι και «εκφυλιστικό» (αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποίει). Πρόκειται για πραγματικότητα που παραπέμπει στις διάφορες εκφάνσεις της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, που παρά τα αλλεπάλληλα αδιέξοδα και τις διαψεύσεις, επιμένει στις ίδιες αποτυχημένες συνταγές, προσδοκώντας διαφορετικά αποτελέσματα από την εφαρμογή της ίδιας μεθόδου (παραβλέποντας ή και αγνοώντας πως αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο ορίζεται η ηλιθιότητα).

“Όλα αυτά είναι όμως και κρίσιμα, ιδιαίτερα στις μέρες μας που οι κοινωνικές ανισότητες βρίσκονται σε επίπεδα ιστορικά ανεπανάληπτα, η δημοκρατία μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε μετα-δημοκρατία, και όλων των ειδών οι κίνδυνοι (λ.χ., η κλιματική αλλαγή) απειλούν τις κοινωνίες.”

Δεν επεκτείνομαι, διότι ο βασικός λόγος για τον οποίο κάνω την αναφορά είναι για να τονίσω ότι, ως κλάδος, η Συγκρουσιακή Πολιτική δεν μας έδωσε μόνο απτά ερευνητικά αποτελέσματα αλλά και έναν τρόπο για να διεξαγάγουμε κριτική κοινωνική επιστήμη ‒μεθοδολογικά ενσυνείδητη, με βαθιά κατανόηση των ορίων της, των διαρκώς νέων προκλήσεων που αντιμετωπίζει, και πάντα ανοιχτή σε νέες ιδέες, έννοιες και προσεγγίσεις στο πλαίσιο αυτού που αρέσκομαι να αποκαλώ «εύρωστη διεπιστημονικότητα».

Εκτός από διανοητικά ευχάριστα, όλα αυτά είναι όμως και κρίσιμα, ιδιαίτερα στις μέρες μας που οι κοινωνικές ανισότητες βρίσκονται σε επίπεδα ιστορικά ανεπανάληπτα, η δημοκρατία μεταβάλλεται ολοένα και περισσότερο σε μετα-δημοκρατία, και όλων των ειδών οι κίνδυνοι (λ.χ., η κλιματική αλλαγή) απειλούν τις κοινωνίες. Αυτό με οδηγεί στο τελευταίο τμήμα των παρατηρήσεών μου: τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπος ο κλάδος.

III

Στην Ευρώπη και παγκόσμια, η σημασία και οι ακριβείς εμπειρικές αναφορές του όρου «δημοκρατία» έρχονται και πάλι επιτακτικά στο προσκήνιο. Τούτη τη φορά, όμως, όχι ως πανηγυρισμοί για την έλευση κάποιου νέου κύματος εκδημοκρατισμού, αλλά για το ακριβώς αντίθετο: ανεξέλεγκτοι υπερεθνικοί θεσμοί με ελλιπή ή και μηδενική λογοδοσία· υποχώρηση, γραφειοκρατικοποίηση και αποσάθρωση των κομμάτων· διαφθορά και νεποτισμός ‒και ο κατάλογος δεν είναι βέβαια εξαντλητικός.

Και πάλι, όμως, δεν επιδιώκω μεμψιμοιρία. Με τις επισημάνσεις αυτές θέλω απλώς να τονίσω ότι, ως κοινωνικοί επιστήμονες, οφείλουμε να τελούμε σε εγρήγορση και να παραμένουμε εστιασμένοι στους τρόπους με τους οποίους η έρευνά μας θα μπορέσει να βοηθήσει τις κοινωνίες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους, καθ’ οδόν προς ένα καλύτερο μέλλον ‒όχι ένα μέλλον δημοκρατικής συρρίκνωσης (μετα-δημοκρατίας), αλλά ένα μέλλον δημοκρατικής εμβάθυνσης και κοινωνικού μετασχηματισμού.

Αποτελεί πεποίθησή μου ότι η Συγκρουσιακή Πολιτική, η μελέτη των συλλογικών δράσεων και των κοινωνικών κινημάτων είναι σε θέση να συμβάλλει προνομιακά στον τομέα αυτό: να θέσει αλλά και απαντήσει τα κρίσιμα ερωτήματα της εποχής. Πρόκειται βέβαια για πρόκληση που δεν αφορά μόνο τη Συγκρουσιακή Πολιτική, αλλά και όλες τις κοινωνικές επιστήμες. Στην πρόκληση αυτή της αξιακής και πρακτικής συνάφειας μας εναπόκειται να ανταποκριθούμε.

Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH)

Δημοφιλή