Μίνως Μάτσας: «Να προσπαθείς κάθε μέρα κι ας είναι για πέταμα αυτό που φτιάχνεις»

Μίνως Μάτσας: «Να προσπαθείς κάθε μέρα κι ας είναι για πέταμα αυτό που φτιάχνεις»

Συναντηθήκαμε στο στούντιο του στις πέντε το απόγευμα, για μια συνέντευξη που κράτησε σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα. Στο μακρόσυρτο κείμενο που ακολουθεί προσπάθησα να συμπυκνώσω όσο πιο πιστά όσα ειπώθηκαν όλες αυτές τις ώρες.

Ο Μίνως Μάτσας είναι σήμερα ο πλέον περιζήτητος Έλληνας συνθέτης. Η μουσική του έκφραση διευρύνει την εικόνα και βαθαίνει τη συγκίνηση του θεατή σε μερικές από τις καλύτερες «δουλειές» που έχει να παρουσιάσει ο ελληνικός κινηματογράφος, το θέατρο και η τηλεόραση.

Η μουσική του, που δεν μπορώ να την ορίσω παρά μόνο ως πολυπρόσωπη avant garde, έχει μια «χατζιδακική» επίδραση επάνω μου, διαισθάνομαι μια παρόμοια υφή, κάποια πνευματική συγγένεια μεταξύ τους.

Στη συζήτηση μας, λίγες φορές τον διέκοψα. Και ούτε εδώ σκοπεύω να στερήσω άλλο χώρο από την ιστορία του.

Με επηρέασε σίγουρα ότι ο πατέρας μου με είχε από πέντε χρονών στο στούντιο, μαζί του. Χωρούσα κάτω από την κονσόλα και έφτανα ίσα-ίσα μέχρι το τζάμι (σ.σ δείχνει το τζάμι του στούντιο). Τεντωνόμουν, σηκωνόμουνα στις μύτες των ποδιών μου για να βλέπω, έχω έντονη αυτή την εικόνα από εκείνα τα χρόνια.

Θυμάμαι τον Θεοδωράκη να διευθύνει μέσα στο στούντιο τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Και σκέψου με μικρό παιδί τότε να κοιτάζω τον Θεοδωράκη από κάτω μέχρι πάνω, πανύψηλος όπως είναι και με αυτά τα μαύρα ρούχα... (γελάει). Στην πρώτη συνέντευξη που είχα κάνει είχα πει ότι όταν δεν «καθόμουν καλά» στο σπίτι μου λέγανε «έχει ραντεβού ο πατέρας σου με τον Θεοδωράκη...». Το έγραψαν, ήταν στη «Γυναίκα» και μετά από λίγο καιρό μου λέει ο πατέρας μου, «είπες κάτι για τον Θεοδωράκη; Δεν μου “βγαίνει” στα τηλέφωνα». (γελάει) Είχε παρεξηγηθεί...

«Εσύ είσαι λοιπόν αυτός που είπε αυτά τα λόγια...», μου το είπε και ο ίδιος ο Θεοδωράκης όταν βρεθήκαμε.

«Προφανώς εκ των υστέρων αντιλαμβάνομαι πόσο πολύ με σημάδεψε η παιδική μου ηλικία. Θα μπορούσα σαν παιδί να είμαι πίσω από έναν πάγκο με υφάσματα. Τελικά, βρέθηκα πίσω από τον πάγκο με τα καλώδια. Ήμουν περίεργος και η Minos ήταν ένας κόσμος πολύ ενδιαφέρων. Σαν παιδί, αντί για βόλτα στο λούνα παρκ, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ίντερνετ και video games, βρισκόμουν σε έναν κόσμο μαγικό. Μπαινόβγαιναν στο σπίτι μας πολλοί άνθρωποι: συνθέτες, τραγουδιστές, στιχουργοί. Κουγιουμτζής, Λοΐζος, Νταλάρας, Αλεξίου, Πάριος. Στο στούντιο τους έβλεπα να γράφουνε με τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Εγώ ρουφούσα σαν σφουγγάρι, το θυμάμαι αυτό. Και όλα αυτά έγιναν μέσα μου ένα «συνονθύλευμα» επιρροών, μουσικά αλλά και σε ανθρώπινο επίπεδο, συμπεριφορικά».

Με επηρέασε πολύ κι ας μην τον γνώρισα. Ήταν καλύτερος καλλιτέχνης από ότι επιχειρηματίας. Είχε και τις δύο ιδιότητες αλλά η φύση του ήταν πιο κοντά σε αυτή του καλλιτέχνη.

Και μουσικός, αλλά έχει γράψει κυρίως στίχους, πολλά κομμάτια, ρεμπέτικα,τα περισσότερα. «Το Μινόρε της Αυγής» δικό του είναι.

Μαζί με έναν συνέταιρο είχαν την Odeon Parlophone, ένα μαγαζάκι που έφερνε δίσκους, και αντιπροσώπευαν ένα label. Είχαν είπσης και ένα υφασματάδικο, αλλά καμιά δουλειά δεν πήγαινε καλά. Ο συνεταίρος του λοιπόν είπε να σταματήσουν, να κλείσει το υφασματάδικο και για να πατσίσουν να κρατήσει ο παππούς μου την αντιπροσωπεία των δίσκων. Χρεωμένο όπως ήταν κι αυτό, ο παππούς μου ούτε να το συζητήσει δεν ήθελε. O πατέρας μου, που τότε τέλειωνε το σχολείο, παρότρυνε τον παππού μου να το πάρει και θα τον βοηθούσε να στηθεί σωστά.

Ήταν τρελή ιδέα. Το μαγαζί χρεωμένο και η Columbia είχε όλους τους καλλιτέχνες της εποχής. Αλλά ξεκίνησαν οι δυο τους και το έστησαν, Odeon Parlophone στην αρχή, «Μίνως Μάτσας και Υιός» μετά. Από μια συγκυρία και από την αγάπη του πατέρα μου για τη μουσική συνέβη.

«Στον πόλεμο τα έχασαν όλα, για να σωθούνε (Ρωμανιώτες Εβραίοι), κρύφτηκαν στα βουνά. Είναι πολύ δυνατή η ιστορία τους σε αυτό το σημείο. Ο πατέρας μου, τότε, ήταν πολύ μικρός και η οικογένεια είχε κρυφτεί στο υπόγειο ενός σπιτιού. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί και επέστρεψαν στην Αθήνα, βρήκαν στο σπίτι τους άλλες οικογένειες... Τα «γνωστά» που συνέβησαν τότε. Έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή».

Υποθέτω το ’70, τέλη ’60 ίσως. Είχαν προηγηθεί, όμως, συνεργασίες και ηχογραφήσεις του παππού μου με τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη και πολλούς ρεμπέτες. Ήταν στη Χαριλάου Τρικούπη, οικογενειακή επιχείρηση, μικρή. Στούντιο νοικιάζαμε. Δυο άνθρωποι ήταν στις πωλήσεις, μετά ένας λογιστής, μία γραμματέας, ο πολύ γνωστός τότε εκφωνητής του ραδιοφώνου, Γιώργος Λεφεντάριος, στις δημόσιες σχέσεις. Ούτε δέκα άνθρωποι συνολικά και γι' αυτό ήμασταν σαν οικογένεια μεταξύ μας.

«Ο Τσιτσάνης ήταν αγαπημένος φίλος του παππού. Αργότερα, στο νοσοκομείο που τον έβλεπε ο πατέρας μου, άνοιξε το πορτοφόλι του και είχε μέσα φωτογραφία του παππού μου, παρότι κάποτε είχαν τσακωθεί και ο Τσιτσάνης είχε φύγει από την εταιρεία

Συνέβη όταν προσέγγισε τον παππού μου ένας νέος συνθέτης με ένα τραγούδι που λεγόταν «Ο παράλυτος», αυτά ήταν κοινά θέματα τότε, μάλλον λόγω της Κατοχής. Το άκουσε ο παππούς μου και του υποσχέθηκε να το ηχογραφήσει.

Κατά σύμπτωση πήγε τις επόμενες μέρες και ο Τσιτσάνης ένα τραγούδι με τον ίδιο τίτλο.

Και του λέει ο παππούς μου, «Βασίλη μου έχω ήδη δώσει τον λόγο μου σε ένα νέο παιδί για τραγούδι με το ίδιο θέμα». Ο Τσιτσάνης ήταν ήδη πολύ μεγάλος συνθέτης, θύμωσε και έφυγε. Πρέπει πάντως να είσαι τρελός για να έχεις τον Τσιτσάνη στην εταιρεία σου και να συγκρουστείς μαζί του...

Ήξερα όλη τη διαδικασία γιατί ακολουθούσα πάντα τον πατέρα μου. Ζούσα όλη την προεργασία, άκουγε τους συνθέτες να παίζουν στο πιάνο ή την κιθάρα, έπειτα η ηχογράφηση στο στούντιο και μετά πηγαίναμε στο εργοστάσιο όπου από τις μπομπίνες, τις ταινίες, γινόταν το βινύλιο. Υπάρχει ένα μηχάνημα με το βινύλιο ακατέργαστο, μια βελόνα έχει ένα διαμάντι, το χαράσσει και από ένα μόνιτορ βλέπεις τα αυλάκια που σχηματίζονται... Πανέμορφο.

Στα δεκαοχτώ μου πρωτάρχισα να δουλεύω στον πατέρα μου σαν παραγωγός, πρώτη μου δουλειά ήταν το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» με τον Διονύση Σαββόπουλο, μια σειρά εκπομπών για την ΕΡΤ. Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο, Σεπτέμβριος του ’86 και περάσαμε 3- 4 μήνες με τον Διονύση, φανταστική εμπειρία. Εκεί γνώρισα τον Μπιθικώτση, τον Ζαμπέτα. Πέρασε όλος ο κόσμος από δημοτικούς και λαϊκούς, μέχρι και η Αλίκη.

Πολύ. Κατ' αρχάς είναι θέμα μαθηματικών και φυσικής. Έχει περισσότερες συχνότητες άρα, ακούς μεγαλύτερο φάσμα. Ο ήχος είναι βαθύτερος, επηρεάζει τον ψυχικό σου κόσμο περισσότερο. Έκανα χρόνια να συνηθίσω τον ψυχρό ήχο του cd και μετά βγήκε ακόμα πιο κομπρεσαρισμένο, άυλο υλικό.

Σπούδασα κλασική κιθάρα από έξι χρονών, Στα δεκαοχτώ μου πήρα τα πρώτα keyboards και ξεκίνησα να γράφω μουσική. Σπούδασα Νομική στην Αθήνα αλλά δεν εργάστηκα ποτέ ως δικηγόρος.

Ήμουν πολύ καλός, του «δέκα» στην Εγκληματολογία, στα ποινικά, αλλά δεν μπορούσα τα υπόλοιπα. Στο δεύτερο έτος είπα στους γονείς μου ότι θα αφήσω τη σχολή. «Κάνε ότι θες» μου απάντησαν και, μάλλον, γι' αυτό συνέχισα... (γελάει). Δούλεψα κάποια χρόνια στην Minos σαν παραγωγός, πήγα στρατό και όταν τελείωσα είπα «τώρα θα ασχοληθώ με τον εαυτό μου». Δεν ήθελα πλέον να εργάζομαι ως παραγωγός στην εταιρεία. Σπούδασα στο Ωδείο και μετά πήγα στην Αμερική, στο Juilliard.

Στην Ελλάδα, για αρκετά χρόνια δεν έβαζα σε κανέναν να ακούσει αυτά που έγραφα, φοβόμουν ότι δε θα με πάρουν στα σοβαρά, επειδή έχω πίσω την εταιρεία του πατέρα μου.

Στα είκοσι δύο μου γνώρισα τον στιχουργό Άκο Δασκαλόπουλο και του έβαλα να ακούσει μερικά δικά μου πράγματα, ενθουσιάστηκε και μου είπε ότι θα μου γραψει στίχους. «Με έναν όρο», του είπα, «ότι δεν θα το πεις σε κανέναν». Σε αντίθετη περίπτωση, θα του έκοβα την καλημέρα. Του το είχα πει και πραγματικά έκανα να του μιλήσω έξι μήνες γιατί το είπε στον Νταλάρα. Το 1990, τα πρώτα σου τραγούδια να τα πει ο Νταλάρας, αισθανόμουν αμήχανα... Με πήρε τηλέφωνο, του αρέσανε, τα έβαλε στον δίσκο

Είχα πάει κι ένα τραγούδι στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, το ακούει και μου τραβάει κάτι μπινελίκια (γελάει), «άντε ρε μαλάκα που το έγραψες εσύ αυτό» μου λέει. Και μου ζήτησε να παίξω το κομμάτι στο πιάνο για να με πιστέψει. Μετά έστειλε γράμμα στον πατέρα μου».

Σε ένα φεστιβάλ βωβού κινηματογράφου της «Ελευθεροτυπίας». Μου ανέθεσαν να κάνω μουσική για μια ταινία του ’29. Παίξαμε live στο «Παλλάς» με 6-7 μουσικούς. Έτσι ερωτεύτηκα το σινεμά. Βέβαια παραγνώρισα ότι εκεί δεν υπήρχε σκηνοθέτης κι έκανα ότι ήθελα (γελάει). Αλλά έπαθα πλάκα, είπα «αυτό θέλω να κάνω».

Ναι. Και αυτό κυρίως ακολούθησα. Προέρχομαι από το τραγούδι. Το εκτιμώ ως υψηλή τέχνη γιατί πρέπει μέσα σε τρία λεπτά να πετύχεις μια συμπύκνωση λόγου και μουσικής. Είναι ένα παιχνίδι, αλλά πρέπει να έχεις γνώση, καρδιά αλλά και τεχνική για να το κάνεις σωστά. Τότε, ναι, είναι αριστούργημα. Το εκτιμώ και το θεωρώ σοβαρή υπόθεση το τραγούδι. Πονάει η ψυχή μου που ακούω εκτρώματα.

Εκεί έχεις έναν σκηνοθέτη και κυρίως μια συγκεκριμένη εικόνα κάθε στιγμή. Πρέπει όμως να αφηγηθείς κι εσύ την ιστορία με μουσική.

Η μουσική στο σινεμά διευρύνει την εικόνα, της δίνει ένα εύρος και ο θεατής ακούει αυτά που δε λέγονται, αυτά που δε φαίνονται.

Αν δεις τη σκηνή μιας ταινίας με τη μουσική της πρώτα και μετά χωρίς μουσική, τη δεύτερη φορά θα νομίσεις ότι είναι βουβή. Είναι λοιπόν μια πολύ ωραία εξίσωση που θέλω να λύσω. Να αποκωδικοποιήσω, δηλαδή, την αφήγηση μιας ταινίας και να κάνω μια μουσική που θα είναι μέρος της, αλλά θα εκφράζει κι εμένα. Δε γίνεται να κάνω τη μουσική κάποιου άλλου, πρέπει να βρω τα κλειδιά της ταινίας αλλά να μείνω και ο εαυτός μου. Έχει πλάκα αυτή η προσπάθεια, είναι ενδιαφέρουσα.

Η ταινία, η εικόνα και η αφήγηση σε βάζουν σε ένα κανάλι, θέτουν ένα περίγραμμα. Αυτό είναι ωραίο. Και τελικά σε βοηθάει δημιουργικά.

Βέβαια, αν κάνεις μια τεράστια μουσική για μια μικρή σκηνή, τη διέλυσες. Φαντάσου μια επιβλητική, στομφώδη μουσική φράση σε μια χαμηλών τόνων σκηνή δωματίου... Τη χάλασες.

Ένας σκηνοθέτης που ξέρει τη δουλειά του θα σου πει, «αυτό δεν κάνει».

Έχω μια κόπια της ταινίας, να εδώ καλή ώρα (σσ πατάει το play και βλεπουμε τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο στη νέα ταινία του Γιάννη Σμαραγδή με θέμα τον Νίκο Καζαντζάκη) και την βλέπω. Κάνω ένα demo, κάποια σχέδια μουσικά, εγκρίνει ο σκηνοθέτης και προχωράω.

Πολλές φορές μπορεί να έχω και κάποια ντιρεκτίβα από τον σκηνοθέτη. Είναι λογικό αυτό γιατί ξέρει την ταινία χρόνια πριν, εγώ την μαθαίνω τώρα, άρα κάτι έχω να πάρω από αυτόν. Οι κουβέντες που κάνω μαζί του είναι εξίσου σημαντικές με το υλικό που βλέπω, όμως τελικός κριτής είναι η εικόνα.

Το θέατρο είναι διαφορετικό. Αρχίζεις πρόβες και το έργο αναπτύσσεται κάθε εβδομάδα μπροστά σου. Βλέπεις τους ηθοποιούς, μελετάς σημαντικά κείμενα. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Συμμετέχεις σε κάτι εν τη γενέσει του.

Παρατηρώ τους ηθοποιούς, τις μεταμορφώσεις τους και συχνά τους μιμούμαι. Και χοροθέατρο έχω κάνει. Το σώμα είναι συγκινητικό μέσο έκφρασης και είναι πολύ όμορφο να βλέπεις πως αντιδρούν τα σώματα των ηθοποιών σ’ έναν δικό σου ήχο

Ναι, κάνω μουσική για ταινίες, για το θέατρο. Κάποιος θα έκανε ένα από αυτά, εγώ είμαι περίεργος. Έχει και τα αρνητικά της η περιέργεια αλλά εγώ έμαθα πολλά πράγματα εξαιτίας της.

Όχι δεν πλήττω. Όταν δεν κάνω κάτι τέτοιο, σκέφτομαι πως είναι καλή στιγμή να ασχοληθώ με μένα, αλλά είμαι τεμπέλης και καταλήγω να μην κάνω τίποτα. Ο Θεός δεν μας δημιούργησε για να δουλεύουμε (γελάει). Υπάρχουν εποχές που κάθομαι μόνος και γράφω κάποια πράγματα, δεν τα έχω όμως ολοκληρώσει, μένουν σπαράγματα.

Δεν υπάρχει έμπνευση. Όταν ρωτούσαν τον Στραβίνσκι «τι είναι για εσάς έμπνευση;», έλεγε ότι έμπνευση είναι να κάτσει στο πιάνο, να παίξει και να γράψει. Και για μένα αυτό σημαίνει έμπνευση. Να προσπαθείς κάθε μέρα κι ας είναι συχνά για πέταμα αυτό που φτιάχνεις.

Τότε, δουλεύω δώδεκα ώρες την ημέρα. Δεν υπάρχει άλλη λύση για μένα, πρέπει να «μπω» και να «βγω» όταν θα έχει τελειώσει. Με ότι άλλο και αν ασχολούμαι, εκεί είναι το μυαλό μου, με τρώει από το πρωί μέχρι το βράδυ. Επομένως, καλύτερη λύση είναι απλώς να το κάνω.

Πήγα στην Αμερική, στη Νέα Υόρκη για να σπουδάσω στο Juilliard εν έτη 2000. Ήταν μία περίοδος που μου πήγαιναν όλα πολύ ωραία και θέλησα κάποια στιγμή να βάλω κάποια εμπόδια (γελάει). Θα επέστρεφα μετά από δύο χρόνια αλλά έκανα κάποια ραντεβού στο Λος Άντζελες, όπου είχα κάποια ξεχασμένα ξαδέρφια. Ο θείος μου ήταν σπουδαίος φωτογράφος. Είχε φωτογραφήσει από διευθυντές κινηματογραφικών στούντιο μέχρι τους προέδρους των ΗΠΑ. Γνωριστήκαμε καλύτερα, γιατί δεν τους ήξερα παρά ελάχιστα. Αγαπηθήκαμε και ο θείος μου είπε, «αφού κάνεις μουσική για ταινίες, γιατί να γυρίσεις στην Ελλάδα;» Κι έτσι έμεινα 13 χρόνια. Ουσιαστικά επέστρεψα πολύ πρόσφατα. Τα τελευταία μου πράγματα τώρα τα έφερα. Τα τελευταία τρία χρόνια πηγαινοερχόμουν, τα προηγούμενα δεκατρία ερχόμουν μόνο τα καλοκαίρια. Εκανα βέβαια αρκετές δουλειές από εκεί για εδώ.

Στο Λος Άντζελες. γνώρισα πολύ κόσμο και ενθουσιάστηκα με την πολυπολιτισμικότητα, με τον επαγγελματισμό των ανθρώπων, με τον καταμερισμό εργασίας.

Αυτά που έμαθα εκεί στην πράξη δεν θα τα μάθαινα ποτέ σε καμιά σχολή. Και απαλλάχτηκα και από τα τελευταία ψήγματα εγωισμού, γιατί είδα πως δουλεύουν οι άνθρωποι

Καθένας κάνει τη δουλειά του, κανένας δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνος του. Αφοσιώνεσαι στον δικό σου τομέα και δεν γίνεσαι συγκεντρωτικός. Εκεί έμαθα να συνεργάζομαι. Πως όταν ένας σκηνοθέτης λέει πως πρέπει να αλλάξουμε κάτι στη μουσική, λες απλώς οκ και το αλλάζεις.

«Στην ταινία Stuart Little την μουσική υπέγραψε ένας πολύ γνωστός συνθέτης, ο Alan Silvestri - στα στούντιο της Sony έχει ορχήστρα 120 μουσικών για την ηχογράφηση. Είμαι μόλις έναν μήνα στο Λος Άντζελες και έχω την τύχη να παρακολουθώ. Ο σκηνοθέτης είναι «πιτσιρικάς» - γύρω στα τριάντα - μετά από λίγο, κι ενώ η ορχήστρα έγραφε, ο σκηνοθέτης λέει στον συνθέτη να αλλάξει κάτι. Αυτός είπε «Ok» και άλλαξε παρτιτούρες για 120 άτομα.

Ένας εξηντάρης συνθέτης με δεκάδες ταινιάρες στο ενεργητικό του, άλλαξε παρτιτούρες για 120 άτομα επειδή του το ζήτησε ένας άπειρος σκηνοθέτης

Στην Ελλάδα ο συνθέτης πιθανότατα θα αρνείτο και θα άρχιζε ένας ατέρμονος κυκεώνας συζητήσεων χωρίς νόημα.

Πριν τις ΗΠΑ ήμουν άλλος άνθρωπος. Εκεί βρίσκεσαι μπροστά σε κάποιον που δεν ξέρει απολύτως τίποτα για σένα, παρά μόνο τη δουλειά σου. Αυτό μου έκανε πολύ καλό, ήρθα αντιμέτωπος με τον εαυτό μου. Στην Ελλάδα, εγώ, προσωπικά, ήμουν σε ένα προστατευμένο περιβάλλον, εκεί είδα πόσα απίδια πιάνει ο σάκος.

Όταν πήγα στο Λος Άντζελες είχα την πεποίθηση ότι είμαι καλός, σε μια δουλειά που την ξέρω χρόνια, εργατικός, τσακάλι... Έλα που υπάρχουν χιλιάδες άλλα «τσακάλια» την ίδια στιγμή...

Αυτό δεν το συνειδητοποιείς στην Ελλάδα. Είχα αυτή την αφέλεια αλλά μέσα σε έξι μήνες πήρα χαμπάρι τι παίζει. Και είπα εντάξει, θα ξεκινήσω από το μηδέν, θα καρφώνω αγγελίες στα πανεπιστήμια: «είμαι συνθέτης, η δουλειά μου είναι σ’ αυτό το website». Και άφηνα και ένα cd μου στην γραμματεία. Το πρώτο τηλέφωνο που χτύπησε ήταν από το American Film Institute. Κάποιος νέος σκηνοθέτης είχε επιλέξει τη μουσική μου για μια πτυχιακή εργασία».

Τα πρώτα χρόνια έκανα μικρού μήκους ταινίες, low budget, ανεξάρτητες παραγωγές, b-movies, τα πάντα. Έχω ζήσει τρομερές εμπειρίες στις ΗΠΑ. Έπαιξαν τη μουσική μου στην Metropolitan Opera, στο Lincoln Center Hall... Κάποτε πήγα ενθουσιασμένος στην πρόβα μίας συναυλίας όπου θα παρουσίαζαν έργα του Nino Rota, του Astor Piazzolla και μεταξύ αυτών και κάποια δικά μου. Ακούω να παίζουν τη μουσική από τον «Νονό» και λέω... fuck… (γελάει). Μετά έπαιξαν τα δικά μου. Δεν μπορούσα να το πιστέψω.

Αποφάσισα να γυρίσω σε μια περίοδο που, ίσως, θα έκανα το επόμενο βήμα. Εκεί κάθε τέτοιο “step” παίρνει πέντε χρόνια.

Αποκλείεται (εμφατικά). Πρέπει να πας βήμα- βήμα. Αλλά αν είσαι καλός, θα το κάνεις. Πρέπει όμως να το πας σωστά. Προσωπικά είμαι σίγουρος ότι αν παρέμενα, στα επομενα δέκα χρόνια θα έκανα καλύτερες ταινίες.

Αλλά αναρωτήθηκα αν θέλω να φτάσω εξήντα χρονών και να έχω κάνει και πέντε μεγαλύτερες ταινίες ή να γυρίσω στην Ελλάδα και να είμαι ευτυχισμένος με τους ανθρώπους που θέλω να είμαι μαζί.

Στην Αμερική, μετά από τόσα χρόνια, είχα πλέον φίλους και αγαπημένους ανθρώπους αλλά εξακολουθούσα να αισθάνομαι ότι ζω μοναχικά στην έρημο. Ίσως γι' αυτό έγραφα και καλύτερα, δεν είχα distraction. Ενώ όμως είχα την αυτοσυγκέντρωση που ήθελα, δεν άντεξα την μοναξιά.

Πολλές, μπορεί να είμαι κλεισμένος στο στούντιο μια ολόκληρη μέρα, αλλά είναι διαφορετικό το συναίσθημα. Στο Σαν Φρανσίσκο κάναμε μια παράσταση σύγχρονου χορού με θέμα το ρεμπέτικο. Τέλειωσε η παράσταση, έφυγε ο κόσμος, καληνύχτισαν οι χορευτές, έμεινα με τον χορογράφο σε μια άδεια σάλα στην άλλη άκρη του κόσμου. Θα προχωράω, ναι, αλλά ποιο είναι το νόημα; Αυτό σκέφτηκα.

Δεν θα έλεγα «καλλιτεχνούπολη». Είναι σαν μια βιομηχανική πόλη, μόνο που αντί να φτιάχνει αυτοκίνητα, κάνει ταινίες. Αν δεν ήταν πόλη του κινηματογράφου, θα ήταν γεμάτη εργοστάσια. Η Καλιφόρνια είναι υπέροχη. Πρόκειται για τις ωραιότερες τοποθεσίες του κόσμου, αλλά το Λος Άντζελες είναι δύσκολη πόλη, φτιαγμένη για δουλειά. Φαντάσου, τι δυναμικές δημιουργούνται σε μια πόλη όπου όλοι κυνηγάνε κάτι.

Μόνο. Αυτό που για εμάς είναι υπερβολικά επίμονο και εκνευριστικό, γι' αυτούς είναι φυσιολογικό. Για να κλείσουν μια δουλειά παίρνουν τηλέφωνο πέντε φορές την ημέρα, κάθε μέρα. Εμείς θα λέγαμε ότι είναι τρελός ένας τέτοιος τύπος.

Ναι, πολύ σοβαρά. Τελικά, προτιμώ να είμαι στον τόπο μου. Ας κάνω μικρότερες ταινίες, ας μην έχω τα μέσα, ας μην έχω τις ορχήστρες και το work ethic. Δεν πήγα ποτέ στο Χόλιγουντ για να γίνω συνθέτης, πιο πολύ η αίσθηση της περιπέτειας με πήγε. Τα τελευταία χρόνια περνούσα εδώ το καλοκαίρι και έκλαιγα όταν επέστρεφα στις ΗΠΑ. Είχα την πολυτέλεια να διαθέτω εναλλακτικές- το στούντιο, τις δουλειές μου εδώ, τους ανθρώπους που αγαπιόμαστε. Επέστρεψα.

«Στην Αμερική δεν έχεις κοινές αναφορές με τους συνεργάτες σου, θα έρθεις σε μια επαφή μέσω της δουλειάς, αλλά μέχρι εκεί. Εδώ, αν είσαι τυχερός μπορεί να κάνεις μια δουλειά και να γνωρίσεις έναν άνθρωπο που θα γίνει φίλος σου. Και να ξαναδουλέψετε μαζί, έχοντας μια βαθύτερη επαφή πλέον. Στις ΗΠΑ σε δέκα χρόνια, πιθανώς να είχα βγάλει καλά λεφτά, να είχα και μια πολύ καλή ορχήστρα για να ηχογραφώ, αλλά θα ήταν τα πράγματα ψυχρά, θα είχα γίνει κρίκος σε μια αλυσίδα και αυτό δεν το αντέχει ο οργανισμός μου.

Το 2009 έκανα τη μουσική για τους Όρνιθες του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο. Έπαθα σοκ με τον χώρο. Στο τέλος, επειδή ήμουνα και πιο ντροπαλός, μου έδωσε μια κλωτσιά ο σκηνοθέτης για να βγω στην υπόκλιση. Κοίταξα την Επίδαυρο και μου κόπηκε η ανάσα, στο λέω και ανατριχιάζω. Αυτές οι στιγμές έχουν πολύ μεγαλύτερη σημασία από το να κάνεις ταινίες με σταρ και να βγάζεις φράγκα.

Τώρα κάνω τον Οιδίποδα Τύραννο με τον Σταύρο Τσακίρη στη σκηνοθεσία. Στις 7 Ιουλίου θα ανέβει στην Επίδαυρο. Έξι μήνες δουλεύουμε μαζί, μελετάμε το κείμενο, είμαστε και γείτονες, πίνουμε ένα ποτό, έρχεται εδώ, τσακωνόμαστε, φιλιώνουμε αμέσως μετά. Λοιπόν, αυτό δεν το χαρίζω για τίποτα, ειλικρινά. Με τον Παπαδουλάκη γνωριστήκαμε στο «Νησί», γίναμε φίλοι, του βάφτισα το παιδί.

Στην Αμερική δεν έχω ούτε Σακαρίδη (σσ ο σκηνοθέτης του Amerika Square), ούτε Τσακίρη, ούτε Παπαδουλάκη, ανθρώπους με κοινές αναφορές που προχωράμε μαζί. Και έτσι, κάνω πράγματα που έχουν ουσία, όχι δουλειές «στο πόδι».

Αυτό το αντιλαμβάνεται νομίζω και ο μέσος θεατής, ακόμα και αν δεν τον ελκύει, καταλαβαίνει ότι δεν είναι πρόχειρο. Είναι δουλειές που έχουν πολύ τεχνική, κουβέντα, διορθώσεις. Δεν είναι “easy ride”.

Καθ' όλη τη διάρκεια της συνέντευξης, διάσπαρτα μέσα σε έξι ώρες βλέπουμε στην οθόνη του υπολογιστή σκηνές από διάφορες ταινίες που ο Μίνως Μάτσας έγραψε τη μουσική.

Στην «Λέξη που δε λες» ένα κομμάτι με πιάνο μου θυμίζει Ερίκ Σατί, παίζει οργανικά δεμένο με το κάθε-καρέ της εικόνας και την παραμικρή κίνηση της κάμερας.

«Αγαπώ τον Ερίκ Σατί, έχω γράψει έναν τόμο πτυχιακή για τη μουσική του», μου λέει. «Σε αυτή τη σκηνή έχω μια μουσική ιδέα και την εφαρμόζω επάνω της, «διαβάζω» ακόμη και τον ρυθμό που το παιδί περπατάει».

Όλη αυτή η μαλακισμένη κατάσταση που βιώνουμε είναι αποτέλεσμα του ότι η εποχή μας δεν αλλάζει, έχει αλλάξει.

Απομένει στον καθένα να καταλάβει για τον ίδιο κατ' αρχήν τι πρέπει να αλλάξει, τι μπορεί και τι όχι.

Προσωπικά, με απασχολεί η εξέλιξή μου, δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι. Μετά το «Νησί» θα μπορούσα να κάνω στυλάκι την ορχήστρα με την λύρα, δεν το έκανα. Για τον Οιδίποδα Τύραννο ετοιμάζω μια πολυφωνική μουσική, ίσως με ρίζες στα ηπειρώτικα, αλλά θα είναι δική μου μουσική. Προσπαθώντας να «διαβάσω» την εποχή μας διαπιστώνω μια ανάγκη για καθαρότητα στην Ελλάδα.

Η Αμερική είναι σκληρότερη αλλά πιο ξεκάθαρη χώρα. Στη Νέα Υόρκη καταλαβαίνεις τι σημαίνει καπιταλισμός: ότι αν δεν έχεις χρήμα είσαι σαν να μην υπάρχεις. Φριχτό; Ναι. Ξέρεις όμως τι αντιμετωπίζεις.

Εδώ, νομίζω ότι έχουμε τις χειρότερες επιρροές από όλα τα πολιτικά συστήματα.

Πάντως, η νέα θρησκεία έχει να κάνει με την ανάγκη για προσωπική ευτυχία, με την αναζήτηση προσωπικού χώρου και χρόνου. Και ο νέος καπιταλισμός θα ελέγχει τον χρόνο σου, αυτός θα είναι ο νέος πλούτος. Ο ελεύθερος, προσωπικός χρόνος

Ο καλλιτέχνης πρέπει να αφουγκράζεται τον καιρό του και εγώ δεν ζω αποκομμένος από την κοινωνία. Δεν θα κάνω όμως ένα τραγούδι ή μια μουσική που θα λέγεται «η Ελλάδα της κρίσης», δεν με ενδιαφέρει να εκφράσω την επικαιρότητα με τέτοιο τρόπο.

Και τι σημαίνει αυτό; Κι εκεί ακολούθησα την ιστορία που είχα να πω. Αν με ρωτάς αν με ενδιαφέρουν αυτές οι ιστορίες περισσότερο από ένα απλό love story, θα σου απαντήσω ναι, σαφώς. Και το σίριαλ που κάναμε με τον Θοδωρή (Παπαδουλάκη) και είχε θέμα τον αυτισμό, επίσης με ενδιέφερε περισσότερο. Όπως και το «Νησί» που καταπιάστηκε με ένα θέμα ταμπού, όπως και το “Amerika Square” του Σακαρίδη, όπου έκανα μια μουσική που ποτέ πριν δεν είχα ξανακάνει, μια μουσική που δεν μπορώ να την χαρακτηρίσω, για μια ταινία χωρίς καλούς/ κακούς χαρακτήρες, με τον κεντρικό ήρωα (Μάκης Παπαδημητρίου) να μην είναι είναι ο κλασικός χρυσαυγίτης φασίστας αλλά ένας μπανάλ ρατσιστής.

Τον «Οιδίποδα» στο θέατρο και τον «Καζαντζάκη» του Σμαραγδή στον κινηματογράφο. Μετά θα ετοιμάσω την μουσική για μια ταινία που τα γυρίσματα θα ξεκινήσουν τον Σεπτέμβριο. Στη συνέχεια, έχω ένα θέατρο που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης και άλλη μια παράσταση στο Κρατικό Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Χάρη Πεχλιβανίδη.

Ναι, θεωρώ ότι είμαι προνομιούχος σε αυτό. Γιατί πρώτα απ’ όλα δεν ξεκινάω τώρα. Έρχονται και με βρίσκουν νέα παιδιά, με ρωτάνε πώς να το προσπαθήσουν αλλά δεν ξέρω τι να τους πω. Έχω την τύχη να έρχομαι από την προηγούμενη εικοσαετία και έχω δουλειές στο ενεργητικό μου.

Κάποιος που είναι ταλαντούχος αλλά ξεκινάει τώρα, τι να τον συμβουλέψεις; Η πρώτη μου απάντηση είναι «φύγε έξω». Για να ζήσει από τη μουσική θα πρέπει να δουλεύει συνέχεια και είναι πολύ δύσκολο να το κτίσεις σήμερα αυτό. Άντε και κάνεις τη μουσική για μια παράσταση... Μα θες δέκα παραστάσεις το χρόνο για να ζήσεις. Είναι όλοι απογοητευμένοι, τους βλέπω στις ακροάσεις που έρχονται

Για τον «Οιδίποδα» μας στείλανε 750 βιογραφικά, καλά βιογραφικά όπου βλέπεις πόσο έχουν προσπαθήσει, με σπουδές, σεμινάρια, χρήματα που έχουν επενδύσει για να πάρουμε συνολικά 8 άτομα, τελικά. Κάνω το τσεκάρισμα και αισθάνομαι άβολα.

Ναι, παλιότερα. Αλλά σε αυτό με βοήθησε η Αμερική, ήταν καταλυτική η δεκαετία εκεί για να μου φύγουν όλα αυτά. Αποδέχτηκα αυτό που είμαι, δεν φταίω γι' αυτό. Και δεν μπορώ να το αλλάξω. Πριν το 2000 όταν ένιωθα αυτό που λες, με ενοχλούσε. Ακόμα μπορεί να υπάρχει, αλλά επειδή το έχω λύσει μέσα μου, δεν με αφορά πλέον... δεν το νιώθω. Έδωσα αγώνα για να το καταφέρω αυτό και να είμαι δημιουργικός. Ήταν ο μόνος τρόπος για να είμαι χαρούμενος. Θα ήταν πολύ ομορφότερος ο κόσμος αν περισσότεροι άνθρωποι έκαναν αυτό που θέλουν και τους αρέσει.

«Πλέον, κάπως απολαμβάνω τους κόπους 20 ετών και αισθάνομαι σχεδόν ένοχος που συμβαίνει αυτό στη σημερινή εποχή, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι στην Ελλάδα είναι δυστυχισμένοι. Πολλές φορές δεν μπορώ να χαρώ, βγαίνω έξω και γίνεται ένας πόλεμος. Σκέφτομαι ότι εγώ κάνω τη δουλειά που μου αρέσει και μάλιστα ζω από αυτήν και νιώθω ένοχες, που συνέπεσε η πορεία μου να δίνει καρπούς σε αυτή τη συγκυρία.

Έχω προσπαθήσει με νύχια και με δόντια να βοηθήσω ανθρώπους που ενώ είχαν ικανότητες, ενώ άξιζαν, δεν μπορούσαν για άλλους λόγους, όπως η έλλειψη προσβάσεων. Όταν βλέπω μπροστά μου την αδικία, αυτό με τρελαίνει και αντιδρώ, την θεωρώ χειρότερη και από την κακία. Καθαρότητα, στο είπα και πριν. Καθαρότητα και δικαιοσύνη».

Δημοφιλή