Στουρνάρας: Η γραμμή στήριξης δεν είναι νέο Μνημόνιο. Η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει στην ομαλότητα μέσα στο 2018.

Στουρνάρας: Η γραμμή στήριξης δεν είναι νέο Μνημόνιο. Η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει στην ομαλότητα μέσα στο 2018.
Alkis Konstantinidis / Reuters

Για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας μετά τον Αύγουστο του 2018 μίλησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Στουρνάρας σε εκδήλωση του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics, υπογραμμίζοντας ότι είναι πεπεισμένος ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιστρέψει στην ομαλότητα και τη χρηματοπιστωτική κανονικότητα μέσα στο 2018.

-Για την ανάπτυξη και το τέλος των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής

«Οι προσπάθειες διαδοχικών κυβερνήσεων, κατά τη διάρκεια των τελευταίων οκτώ χρόνων, για την εφαρμογή των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων και τη δημοσιονομική προσαρμογή έχουν αποδώσει καρπούς. Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες έχουν πλέον διορθωθεί, η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε, ο τραπεζικός τομέας διαθέτει κεφαλαιακή επάρκεια και τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν. Η οικονομία βρίσκεται πλέον σε ανοδική πορεία και οι ρυθμοί ανάπτυξης προβλέπεται να επιταχυνθούν.

Λίγα μόνο βήματα απομένουν, όπως η έγκαιρη περάτωση της τέταρτης αξιολόγησης και η εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους.

Τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Ελλάδα έχει εφαρμόσει τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, που έχουν εξαλείψει πλήρως τα δίδυμα ελλείμματα, στη γενική κυβέρνηση και στο εξωτερικό ισοζύγιο και παράλληλα πέτυχαν σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Ως αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, έχει αυξηθεί σημαντικά η εξωστρέφεια της οικονομίας και έχει ήδη αρχίσει η αναδιάρθρωσή της υπέρ κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών με εξαγωγικό προσανατολισμό. Για παράδειγμα, το σύνολο των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 19% το 2009 σε 33% το 2017, δηλαδή κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες. Η βελτίωση αυτή προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, κυρίως από την πλευρά των αγαθών και δευτερευόντως από τις υπηρεσίες».

-Για τις τράπεζες και τα stress test

«Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα βρίσκεται σε σαφώς πιο εύρωστη θέση σε σύγκριση με τα πρώτα χρόνια της κρίσης. Σε αυτό συνέβαλε η αναδιάρθρωση, αναδιάταξη και η σημαντική ανακεφαλαιοποίησή του, μετά από αυστηρές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) σε συνδυασμό με διεξοδικό έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων που διεξάγεται τώρα αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα για όλες τις συστημικές τράπεζες. Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν διαμορφωθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα υψηλότερα του ευρωπαϊκού μέσου όρου, οι δείκτες κερδοφορίας και αποδοτικότητας έχουν βελτιωθεί, ενώ οι θεσμικές αλλαγές που έγιναν στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται ότι άρχισαν να αποδίδουν καρπούς, καθώς κατά το 2017 παρατηρήθηκε συνεχής μείωση του αποθέματος σε συνάφεια με τους τεθέντες στόχους».

-Για την πρόοδο στην εφαρμογή του προγράμματος και τις αναταράξεις λόγω της έντασης στα ελληνοτουρκικά

«Το πραγματικό ΑΕΠ το 2017 αυξήθηκε κατά 1,4% λόγω της θετικής συμβολής των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών και του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου. Αντίθετα, η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε σταθερή, ενώ η δημόσια κατανάλωση συνέβαλε αρνητικά στην ανάπτυξη.

Το οικονομικό περιβάλλον παραμένει όμως ευμετάβλητο. Πρόσφατα, ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης και ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση παρουσίασαν κάμψη αντανακλώντας ενδεχομένως την αυξανόμενη ένταση με την Τουρκία.

Θετικές καταγράφονται οι εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα: οι τραπεζικές καταθέσεις του μη χρηματοπιστωτικού ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν κατά περίπου 10 δισεκ. ευρώ από τα μέσα του 2016 και οι τραπεζικές πιστώσεις σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν σταθεροποίηση. Οι κεφαλαιακοί έλεγχοι έχουν χαλαρώσει και η εξάρτηση των τραπεζών από τη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα έχει μειωθεί σημαντικά, σε 14,7 δισεκ. ευρώ από 90 δισεκ. ευρώ τον Ιούλιο του 2015. Παρόλα αυτά, οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν περιοριστικές και τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων είναι υψηλά, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, με τη διαφορά (spreads) να κυμαίνεται μεταξύ 350 και 400 μονάδων βάσης (3,5% και 4%) κατά μέσο όρο.

Οι αποδόσεις των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου μειώθηκαν σε επίπεδα πριν την κρίση, παρά τις πρόσφατες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές και η καμπύλη αποδόσεων έχει εξομαλυνθεί σε μεγάλο βαθμό. Η ελληνική κυβέρνηση επέστρεψε στις διεθνείς αγορές ομολόγων, για πρώτη φορά από το 2014, ενώ και οι εταιρίες Fitch και Moody’s αναβάθμισαν πρόσφατα τα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Ωστόσο, τα κρατικά ομόλογα εξακολουθούν να υπολείπονται κατά πέντε βαθμίδες από την επενδυτική διαβάθμιση».

-Για τους κινδύνους που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας

«Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, με το ρυθμό ανάπτυξης να διαμορφώνεται σε 2,0% το 2018, ενώ αναμένεται περαιτέρω επιτάχυνση το 2019. Οι προβλέψεις αυτές υπόκεινται σε εσωτερικούς και εξωτερικούς κινδύνους:

  • Οι εσωτερικοί κίνδυνοι σχετίζονται με ενδεχόμενη καθυστέρηση στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης, καθώς και με μεγαλύτερη του αναμενομένου υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, λόγω της υπερβολικής φορολόγησης.
  • Υπάρχουν επίσης εξωτερικοί κίνδυνοι για την πρόβλεψη, οι οποίοι συνδέονται, μεταξύ άλλων, με ενδεχόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας, την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών, λόγω των διαταραχών στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, των εντάσεων στις αγορές συναλλάγματος και της αύξησης του προστατευτισμού παγκοσμίως, την πιθανή αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης καθώς και με ενδεχόμενη αποτυχία στις συνομιλίες για τους όρους αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

-Γιατί η επιστροφή στις αγορές μετά τον Αύγουστο του 2018 πρέπει να γίνει με βιώσιμους όρους

Yπέρ της ανάγκης να υπάρξει προληπτική πιστωτική γραμμή στήριξης για τη χώρα μετά την ολοκλήρωση του υφιστάμενου προγράματος τον Αύγουστο, τάχθηκε εν νέου σήμερα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, διευκρινίζοντας ότι η λύση αυτή δεν ισοδυναμεί με νέο Μνημόνιο.

Μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνικού Συλλόγου Αποφοίτων του London School of Economics, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου αλλά και των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), για όσο χρόνο η πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένει σημαντικά χαμηλότερη της επενδυτικής βαθμίδας, είναι επιθυμητή σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

Απαραίτητη προυποθεση όμως για να εξασφαλιστεί η «παρέκκλιση» (waiver) αποτελεί η συμφωνία για μία προληπτική γραμμή στήριξης. ”Η προληπτική γραμμή στήριξης επ′ ουδενί ισοδυναμεί με νέο μνημόνιο” υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο κ. Στουρνάρας. Παρόλα αυτά, οπως είπε, εάν η Κυβέρνηση δεν την επιθυμεί θα πρέπει να διερευνηθούν άλλοι τρόποι προκειμένου να μην απολεσθεί η δυνατότητα της «παρέκκλισης» (waiver), τα πλεονεκτήματα της οποίας είναι σημαντικά για το κόστος δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, του Ελληνικού Δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών και δεν θα πρέπει να αγνοηθούν.

Εν κατακλείδι η προληπτική γραμμή στήριξης σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, συμβάλλει στην επιστροφή του Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμο τρόπο μετά τον Αύγουστο. Στο πλαίσιο αυτό, οπως είπε ο ίδιος, κύριο μέλημα της Τράπεζας της Ελλάδος είναι, οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα και εάν οι συνθήκες στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων επιδεινωθούν.

Σε ένα τέτοιο οικονομικό περιβάλλον, θα ήταν χρήσιμη τόσο η δημιουργία ενός ικανού «αποθέματος ρευστότητας» μέσω νέων ομολογιακών εκδόσεων, σε συνδυασμό με τις εκταμιεύσεις του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, αλλά και η διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.

Με πληροφορίες ΑΠΕ-ΜΠΕ

Δημοφιλή