Οι «Ερινύες» μετά από μια βόλτα στη λιακάδα

Η πρώτη μου σκέψη τα ψώνια που είχα κάνει. Ίσως να της χρειαζόταν κάτι από αυτά που θεωρούσα πριν από δύο ώρες «αναγκαία» αλλά όχι δεν είχαν καμία αξία. Οι σκέψεις διαδεχόταν η μία την άλλη δεν είχα πολύ χρόνο θα κατέβαινα στην επόμενη στάση και αυτή η γυναίκα πονούσε. Δεν ήθελα να την αφήσω, ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω ότι είμαι δίπλα της, κοντά της, έστω με δύο μπουκάλια γάλα. Ο συρμός άνοιξε, κατέβηκα παγωμένη και εκείνη συνέχιζε να κλαίει...
Jean-Pierre Lescourret via Getty Images

Το Σάββατο (7/2), μας έκανε την έκπληξη ο καιρός και αποδείχτηκε μία από τις πιο ηλιόλουστες ημέρες της εβδομάδας. Το κέντρο της Αθήνας ασφυκτιούσε από φωνές και κίνηση. Ο κόσμος είτε έξω στα καφέ είτε μέσα, το απολάμβανε. Στα μαγαζιά ειδικά στα γνωστά πολυκαταστήματα της Αθήνας καθώς και στην Ερμού το αδιαχώρητο. Οι εκπτώσεις δεν έχουν τελειώσει ακόμα και όλοι προσπαθούσαν να βρουν το τέλειο ρούχο, τα καλύτερα παπούτσια. Μου έκαναν εντύπωση, τα μαγαζιά των καλλυντικών καθώς και τα σταντ των συγκεκριμένων προϊόντων στα πολυκαταστήματα. Οι γυναίκες έδιναν όσα χρήματα είχαν για τον καλλωπισμό τους. Περίμεναν με τις ώρες για ένα δοκιμαστικό μακιγιάζ, ένα μανικιούρ ή για να πληρώσουν στο ταμείο τα ψώνια τους.

Είχα πολύ καιρό να κατέβω στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας λόγω μητρότητας και ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Απολάμβανα τον ήλιο, παρατηρούσα τους ανθρώπους να ψωνίζουν, να πίνουν το καφέ τους. Ειδικά στο Ζόναρς όλοι καλοντυμένοι και οι γυναίκες ανεξαρτήτου ηλικίας πολύ ωραία χτενισμένες. Συνέχισα προς το Σύνταγμα είδα αρκετούς να λιάζονται στην πλατεία, να βγάζουν φωτογραφίες στο συντριβάνι και να πίνουν το καφέ τους στα στενά της Ερμού. Καθώς κατέβαινα τον πεζόδρομο άκουγα να μιλούν αγγλικά, ισπανικά, γαλλικά και περισσότερο κυπριακά

.

Με την σειρά μου απόλαυσα και εγώ ένα ζεστό καπουτσίνο συνοδευόμενο με μια χαλαρή και ευχάριστη κουβέντα. Δεν περίμενα ότι μια τόσο καλή ημέρα με συνδυασμό τα ψώνια θα μου χάριζε τόσο αισιοδοξία, ευφορία και κέφι. Νωρίς το απόγευμα πήρα το δρόμο της επιστροφής με πολύ χαρά. Πήρα το μετρό από τον Ευαγγελισμό. Στάθηκα στη πόρτα του συρμού γιατί θα κατέβαινα σε δύο στάσεις.

Μόλις έκλεισαν οι πόρτες άκουσα ένα σιγανό κλάμα και σε κλάσματα δευτερολέπτου χτύπησε το κινητό της συγκεκριμένης κυρίας. Ήταν μια μαυροφορεμένη γύρω στα 55 η οποία ζητούσε 15 ευρώ από τους συγγενείς της, ή φίλους της δεν ξέρω. Έπρεπε να τα βρει γιατί όπως έλεγε τα μωρά της δεν είχαν φάει καθόλου σήμερα. Το ρολόι του μετρό έδειχνε 6:20 το απόγευμα. Μέσα στην απόγνωση της έκλεινε και το κινητό λόγω ότι δεν υπήρχε σήμα φεύγοντας ο συρμός από τις στάσεις. Περίμενε να την πάρουν γιατί προφανώς δεν θα είχε χρήματα για να πληρώσει το κινητό και πάλευε να τους πείσει. Η φωνή της δυνατή μέσα στην απόγνωση της γιατί τα παιδιά δεν είχαν πιει ούτε γάλα. Πως θα γύρναγε σπίτι... έλεγε.. έπρεπε κάτι να τους πάει.

Όταν δεν μίλαγε στο κινητό χτύπαγε το κεφάλι της στον τοίχο του συρμού και έκλαιγε χαμηλόφωνα έχοντας γυρίσει το κεφάλι της προς την πόρτα. Είχα παγώσει δεν ήξερα αν ήταν αλήθεια αυτό που άκουγα από την άλλη σκεφτόμουνα τα παιδιά της ότι δεν τα έχει ταΐσει... Η φωνή της γινόταν όλο και πιο δυνατή στο επόμενο τηλεφώνημα. Εκλιπαρούσε για δέκα ευρώ έστω, να πάρει γάλα και θα τα επέστρεφε την Δευτέρα το απόγευμα. Δυστυχώς δεν μπορούσε να βρει λύση.

Η πρώτη μου σκέψη τα ψώνια που είχα κάνει. Ίσως να της χρειαζόταν κάτι από αυτά που θεωρούσα πριν από δύο ώρες «αναγκαία» αλλά όχι δεν είχαν καμία αξία. Οι σκέψεις διαδεχόταν η μία την άλλη δεν είχα πολύ χρόνο θα κατέβαινα στην επόμενη στάση και αυτή η γυναίκα πονούσε. Δεν ήθελα να την αφήσω, ήθελα να την αγκαλιάσω και να της πω ότι είμαι δίπλα της, κοντά της, έστω με δύο μπουκάλια γάλα. Ο συρμός άνοιξε, κατέβηκα παγωμένη και εκείνη συνέχιζε να κλαίει...Ήθελα να πετάξω ότι είχα αγοράσει, ένιωθα τύψεις, εκμηδενισμό, και θυμό. ΄Έχουμε χάσει την ανθρωπιά μας, ίσως γιατί υπερτερεί η αμφιβολία, μας τρομάζει η ανέχεια δεν ξέρω... Το σίγουρο είναι ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και υπάρχουν μόνο τα άκρα. Η φανταχτερή αλλά συνήθως κενή πολυτέλεια και η φτώχεια. Οι περισσότεροι από γενιά μου δεν την έχει συνηθίσει να την βλέπει τόσο κοντά. Έζησε πολύ καλές στιγμές.

Ήταν μία πολύ έντονη στιγμή για μένα.

Πήρα το μικρό μου αγκαλιά για να εξιλεωθώ αλλά την σκεφτόμουνα συνέχεια. Μακάρι να ήξερα πού έμενε. Είχα σβήσει όλες τις άλλες «υπέροχες στιγμές» που είχα ζήσει το πρωί.

'Άραγε είχε καταφέρει να ταΐσει τα μωρά της εκείνη τη μέρα;

Δημοφιλή