Ας σκεφτούμε, με αφορμή τον Ρωμανό

H περίπτωση Ρωμανού, μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τι είναι αυτό στην παράδοσή μας, στην διάχυτη κοινωνική κουλτούρα ή στην κυρίαρχη εκπαίδευση, που κάνει τόσο εύκολη την ανακύκλωση και ανανέωση, από γενιά σε γενιά, της τάσης για ένα πνεύμα κοινωνικής ανυπακοής, μια διάθεση αμφισβήτησης και αντίστασης να εκτρέπεται τόσο εύκολα προς την πολιτική βία.
ANGELOS TZORTZINIS via Getty Images

Το δράμα του Νίκου Ρωμανού μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε.

Να ξανασκεφτούμε, πριν απ όλα, το σωφρονιστικό μας σύστημα. Έχουμε, στα χαρτιά, έναν από τους πιο σύγχρονους, προοδευτικούς και φωτισμένους σωφρονιστικούς κώδικες στην Ευρώπη. Αναγνωρίζει, στα χαρτιά, πως όποιος καταδικάζεται σε ποινή στέρησης της ελευθερίας του δεν πρέπει να στερείται και των άλλων ανθρώπινων δικαιωμάτων του και του σεβασμού της προσωπικότητάς του. Και πως πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, με κάθε μέσο- πρόσβαση στην εκπαίδευση, άδειες κλπ- ώστε να προετοιμάζεται και να διευκολύνεται ο «σωφρονισμός», η κοινωνική επανένταξη.

Στην πράξη όλοι, λίγο-πολύ, ξέρουμε τι συμβαίνει. Οι φυλακές είναι αποθήκες όπου στοιβάζονται άνθρωποι σε αριθμούς πολύ μεγαλύτερους απ όσους μπορούν να διαχειριστούν και σε συνθήκες που πολύ απέχουν από τον στοιχειώδη σεβασμό της προσωπικότητας του φυλακισμένου. Επιβιώνει όποιος έχει τον «τρόπο» να επιβιώσει. Και τα μέτρα που επιτρέπουν στους φυλακισμένους, και ιδίως τους νεότερους σε ηλικία, μια προετοιμασία για την κοινωνική επανένταξή τους, συχνά εφαρμόζονται με τρόπο ατελή. Όταν, για παράδειγμα, ένας φυλακισμένος, ο Ξηρός της 17Ν, έκανε κατάχρηση του δικαιώματός του να πάρει άδεια εξόδου από την φυλακή και απέδρασε, εκείνος μεν έμεινε ασύλληπτος, τιμωρήθηκαν όμως άλλοι. Ένας άλλος καταδικασμένος για την ίδια υπόθεση, ο Κωστάρης, που ήταν ως τότε συνεπής στις εκπαιδευτικές άδειες που έπαιρνε, τις στερήθηκε. Λόγω Ξηρού.

Κι έπειτα έρχεται του αίτημα του Ρωμανού για εκπαιδευτικές άδειες. Δεν ξέρω αν καλώς ή κακώς το αίτημα απερρίφθη. Δεν ξέρω την δικογραφία και δεν είμαι ούτε θέλω να γίνω δικαστής. Αλλά αν το αίτημα απερρίφθη επειδή κάποιος άλλος είχε κάνει κακή χρήση ενός αντίστοιχου δικαιώματος, είναι προφανώς λάθος. Αν απερρίφθη επειδή, κακώς, η Πολιτεία είναι ανεπαρκής στις υποδομές της- δεν έχει καταφέρει πχ να θέσει σε λειτουργία το σύστημα βιο-εντοπισμού, με «βραχιολάκια», το οποίο έχει από καιρό θεσμοθετήσει- είναι λάθος. Κι είναι, προπάντων, λάθος η άποψη που διακινείται με πάθος αυτές τις ημέρες πως το αίτημα θα έπρεπε να απορριφθεί έτσι κι αλλιώς, αφού είναι «αναρχικός», «τρομοκράτης», ή «καταδικασμένος για συμμετοχή σε ένοπλη ληστεία». Μα ο σωφρονιστικός κώδικας προβλέπει όσα προβλέπει ακριβώς για ανθρώπους που έχουν διαπράξει άδικες πράξεις και μάλιστα τόσο σοβαρές ώστε να καταδικάζονται σε μακρές ποινές φυλάκισης.

Αλλά, αν στο πρόσωπο του Νίκου Ρωμανού δούμε πέρα από το προσωπικό δράμα ενός παιδιού που έβαλε φωτιά στην ζωή του την ίδια για να κάψει τα πάντα γύρω του. Αν, στο πρόσωπό του, δούμε έναν ακραίο εκπρόσωπο της «γενιάς του Δεκέμβρη» του 2008, η περίπτωσή του μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε και τι ακριβώς συνέβη τότε. Και τι κληρονομιά άφησε πίσω του εκείνος ο μοιραίος Δεκέμβρης.

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό, ότι ενώ άγριες ταραχές που έκαψαν την Αθήνα και συγκλόνισαν την Ελλάδα κατέλαβαν τη χώρα και τις πολιτικές και πνευματικές της ελίτ εξ απήνης, προκάλεσαν κυματισμούς μεγάλης οικονομικής και πολιτικής σημασίας (ο ΣΥΡΙΖΑ, για παράδειγμα, έχασε το ένα τρίτο της δημοσκοπικής του δύναμης επειδή θεωρήθηκε από την κοινή γνώμη ότι υποστήριζε το κύμα της βίας που σάρωνε τους δρόμους, η Χρυσή Αυγή πολλαπλασίασε τις διόδους διείσδυσης στα σώματα ασφαλείας και η οικονομική δραστηριότητα υπέστη μια μακροπρόθεσμα πολύ σημαντική καθίζηση).

Κι ενώ τα γεγονότα αυτά απασχόλησαν επί μέρες και εβδομάδες τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης, με περιγραφές αποκάλυψης και φωτογραφίες σαν από ταινία επιστημονικής φαντασίας, έπειτα, όταν οι φωτιές έσβησαν, σαν να ξεχάστηκαν, σαν να απωθήθηκαν ως κάτι ενοχλητικό και δυσεξήγητο. Ελάχιστη έρευνα των αιτίων, ελάχιστη σκέψη επί των συνεπειών έχει καταναλωθεί. Κι είναι ενδεικτικό πως ένα από τα λίγα αξιόλογα βιβλία που έχουν αφιερωθεί στο θέμα, είναι μια έκδοση όχι ελληνική, αλλά του London School of Economics! Η οποία ξεκινά από την παραδοχή πως υπάρχει ανάγκη να μελετηθούν οι αιτίες μιας μακροπρόθεσμης και βαθύτερης αίσθησης ματαίωσης και αδιεξόδου που τότε- πολύ πριν τα αγριεμένα κύματα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης εκβάλουν στις ελληνικές ακτές- εκδηλώθηκε με τόσο παταγώδη τρόπο.

Όσο διαρκούσε ο χαλασμός, όσο έσπαζαν βιτρίνες και καίγονταν χριστουγεννιάτικα δένδρα στο Σύνταγμα, ελάχιστοι προσπάθησαν να καταλάβουν τι κινούσε αυτή την έκρηξη, πέρα από το αρχικό κίνητρο- την οργή για την δολοφονία από ένα όργανο της τάξης ενός 15χρονου παιδιού. Ο αμήχανος επίσημος λόγος έμεινε μετέωρος μεταξύ κολακείας του «αυθόρμητου» ξεσπάσματος μιας χαϊδεμένης νέας γενιάς και της καταδίκης των «αλητών» και των «βανδάλων». Ό,τι συνέβη έμεινε ορφανό. Ούτε το καταλάβαμε, ούτε το οδηγήσαμε προς μια κάποια κάθαρση. Κι έτσι, ορφανό παραμένει.

Αν η περίπτωση του Ρωμανού ήταν μοναδική στην ακρότητά της, θα μπορούσε κανείς να την αποσυνδέσει από την σχολάζουσα κληρονομιά εκείνου του Δεκέμβρη. Αλλά το ξέρουμε καλά, δεν είναι μοναδική. Είναι απλώς ακραία. Και η υποχρέωση να ξανασκεφτούμε τι έβγαλε τόσους νέους στο δρόμο, τι όπλισε το χέρι τους με τόση εκδικητική μανία, τι γέννησε μια στάση τόσο απρόσμενα δοσμένη στην συμβολική της φωτιάς, της καταστροφής και του θανάτου, παραμένει παρούσα. Και είναι, ίσως, αυτή η απροθυμία να καταλάβουμε αυτό που τότε συνέβη και η αδυναμία των πολιτικών υποκειμένων να συνομιλήσουν με τις αιτίες του, ένας από τους λόγους που τα ίδια πολιτικά υποκείμενα απέτυχαν τόσο τραγικά να διαχειριστούν τις συνέπειες της χρεοκοπίας που ήρθε ένα χρόνο μετά.

Και, τέλος, η περίπτωση Ρωμανού, μας υποχρεώνει να ξανασκεφτούμε τι είναι αυτό στην παράδοσή μας, στην διάχυτη κοινωνική κουλτούρα ή στην κυρίαρχη εκπαίδευση, που κάνει τόσο εύκολη την ανακύκλωση και ανανέωση, από γενιά σε γενιά, της τάσης για ένα πνεύμα κοινωνικής ανυπακοής, μια διάθεση αμφισβήτησης και αντίστασης να εκτρέπεται τόσο εύκολα προς την πολιτική βία. Τι είναι αυτό που κάνει ειδικά στην Ελλάδα τόσο εύκολη την μετάβαση από τον κριτικό λόγο στην κριτική δια των όπλων.

Κατά σύμπτωση, ό,τι καλύτερο έχει γραφεί ως απάντηση σε αυτό το ερώτημα έχει γραφεί από έναν αμερικανό, τον John Brady Kiesling σ ΄ένα βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε. (Greek urban Warriors- Lycabettus press). Αντιγράφω μια παράγραφο από τα συμπεράσματά του: «Ένα ευνομούμενο κράτος νομιμοποιεί το μονοπώλιο της βίας, το οποίο του ανήκει, με την ανώτερη ποιότητα της δικαιοσύνης που απονέμει. Το να αμφισβητείς και να ελέγχεις την ποιότητα της δικαιοσύνης που παρέχει το κράτος, είναι ένα καθήκον που η σιωπηλή πλειοψηφία πάντα θα βλέπει ως ανατρεπτική πράξη. Αλλά είναι ένα αναγκαίο έργο, ένα καθήκον που δεν πρέπει να αφήνεται στους τρομοκράτες να διεκπεραιώσουν. Πρέπει να το αναλαμβάνουν οι νομοταγείς πολίτες οι ίδιοι και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί τους».

Δημοφιλή