Η μοναδική οδός για τις αξιώσεις εναντίον της Γερμανίας

Στον χειρισμό των αξιώσεων εναντίον της Γερμανίας, η Κυβέρνηση οφείλει να αντισταθεί στις σειρήνες του λαϊκισμού οι οποίες ηχούν στεντόρειες ακόμη και εντός της. Η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει μια διαφορετική οδό σε αυτό το ζήτημα, κατευθύνοντας το ζήτημα προς επίλυση στο φυσικό του forum, δηλαδή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
ASSOCIATED PRESS

Η Πολιτεία, δια της Κυβερνήσεως της και δη του ίδιου του Πρωθυπουργού, έχει καταστήσει σαφές πως διατηρεί αξιώσεις εναντίον της Γερμανίας για γεγονότα που επισυνέβησαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό αντιλαμβανόμαστε πως συμπεριλαμβάνει αξιώσεις που αφορούν οφειλές υπο το περιβόητο κατοχικό δάνειο. Για την ελληνική πλευρά καθίσταται νευραλγικής σημασίας, σε πολλαπλά επίπεδα, τόσο ο χρόνος όσο και ο τρόπος πιθανής μετουσίωσης τέτοιων διεκδικήσεων.

Το όλο ζήτημα είναι αμιγώς νομικό, παρείσφρηση δε των οποιωνδήποτε πολιτικών σκοπιμοτήτων στον χειρισμό του, ιδίως υπό το φως της τρέχουσας οικονομικής εξάρτησης της Ελλάδας από τους εταίρους της, όχι απλά δεν εξυπηρετεί την προώθηση του αλλά ενδέχεται και να την παραβλάπτει. Η τυχόν «αξιοποίηση» του ως πολιτικού εργαλείου ταυτόχρονα θα συνιστά προσβολή της μνήμης των θυμάτων του Τρίτου Ράιχ. Μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου - που αν επέλθει θα είναι με έναν λανθασμένο τρόπο χειρισμού του ζητήματος - θα πιστωθεί η Κυβέρνηση με την απαραίτητη σοβαρότητα ως προς την οδό που θα επιλέξει να χειριστεί ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα.

Ευθύς εξ αρχής οφείλουμε να διαπιστώσουμε μια νομική πραγματικότητα εν σχέσει με την πτυχή που αφορά τις αξιώσεις των απογόνων των θυμάτων των εγκλημάτων του ναζιστικού καθεστώτος. Η πραγματικότητα αυτή έγκειται στην αρχή της ετεροδικίας, η οποία περιορίζει την έγερση οποιωνδήποτε αξιώσεων εναντίον της Γερμανίας (εις εκτέλεση ημεδαπής δικαστικής απόφασης ή άλλως πως) σε δικαστήρια τρίτου κράτους.

Αυτή η αρχή σαφώς απορρέει από τις παραδοσιακές πηγές του Διεθνούς Δικαίου αλλά έχει θεμελιωθεί και σε πληθώρα αποφάσεων διεθνών δικαστηρίων. Ανάμεσα σε άλλες, ξεχωρίζει η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου το 2012 στην αντιδικία Ιταλίας και Γερμανίας (με την Ελλάδα παρεμβαίνουσα), στην οποία το Δικαστήριο ξεκάθαρα αποφάνθηκε υπέρ της κρατικής ασυλίας ενός κράτους ενώπιον δικαστηρίων άλλου.

Ομοίως είχε αποφανθεί και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) στην αυθεντία Al‐Adsani v. Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία αφορούσε αξιώσεις για βασανιστήρια, δηλαδή κατάφωρης παράβασης του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (υπό την διεθνή σύμβαση επί της οποίας έχει δικαιοδοσία το ΕΔΑΔ) αλλά και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει δε πως η Ελλάδα υπερασπίστηκε την εκ μέρους της άρνηση εκτέλεσης της απόφασης των δικαστηρίων της στην υπόθεση Καλογεροπούλου κ.ά. v. Ελλάδας και Γερμανίας, επί της οποίας το ΕΔΑΔ επανέλαβε, το 2002, την ύπαρξη της ρηθείσας ασυλίας.

Από την άλλη, οι υπο συζήτηση παραβάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου δεν παραγράφονται, όσο και αν αυτό εναντιώνεται στο πολιτικό πνεύμα υπό το οποίο ιδρύθηκε τόσο το Συμβούλιο της Ευρώπης όσο και η (τότε) Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η ασυλία των κρατών, ιδίως σε σχέση με αδικήματα που θεωρούνται επιπέδου jus cogens στο Διεθνές Δίκαιο, ενδεχομένως να ανατραπεί στο μέλλον, όσο πενιχρές κι αν φαίνονται σήμερα οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο.

Συνεπακόλουθα, αμιγώς νομικά ομιλούντες, η Ελλάδα, ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου, θα ήταν καλύτερα αν αναζητούσε λύσεις στη διεθνή έννομη τάξη. Το να επιτραπεί εκτέλεση της απόφασης για το Δίστομο εναντίον περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού Κράτους στην Ελλάδα, εκτός από το οτι θα συνιστά εγκατάλειψη ή αποφυγή μιας νομικά ορθής οδού διεθνούς επίλυσης του ζητήματος, ελλοχεύει ασφαλώς τον κίνδυνο πολιτικοποίησης του.

Στον χειρισμό των αξιώσεων εναντίον της Γερμανίας, η Κυβέρνηση οφείλει να αντισταθεί στις σειρήνες του λαϊκισμού οι οποίες ηχούν στεντόρειες ακόμη και εντός της. Η Ελλάδα μπορεί να ακολουθήσει μια διαφορετική οδό σε αυτό το ζήτημα, κατευθύνοντας το ζήτημα προς επίλυση στο φυσικό του forum, δηλαδή το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Οφείλω να αναφέρω οτι έχει διατυπωθεί και η άποψη από τον καθηγητή κ. Παύλο Ελευθεριάδη (πολιτευτή του Ποταμιού) περί παραπομπής του ζητήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δυνάμει των προνοιών του άρθρου 273 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία όμως τείνω προσωπικά να διαφωνήσω - με όλο το σέβας προς τον κ. Ελευθεριάδη και τη αδιαμφισβήτητη νομομάθεια του - καθότι έχω αμφιβολίες για την ικανοποίηση της "συνάφειας" με τις Συνθήκες της ΕΕ που θα απαιτούσε μια τέτοια διαδικασία.

Η παραπομπή μιας τέτοιας υπόθεσης στο Διεθνές Δικαστήριο μπορεί να πραγματοποιηθεί τόσο για τις παραβάσεις της Γερμανίας (που σήμερα θα ενέπιπταν σε αποκρυσταλλωμένα διεθνή ποινικά αδικήματα, για τα οποία όμως δεν ενέχουν ποινικής ευθύνης τα κράτη) όσο και για αξιώσεις στο πλαίσιο οφειλών υπό το κατοχικό δάνειο.

Ασφαλώς απαιτείται συγκατάθεση της Γερμανίας (συνυποσχετικό) για παραπομπή των όποιων διαφορών υπάρχουν επί του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο, ενώ ακόμη και αν οδηγηθεί το θέμα ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποιαδήποτε απόφαση θα εκδοθεί μετά την πάροδο αρκετών ετών. Ακριβώς για αυτό το λόγο όμως η Ελλάδα θα πρέπει να επιμείνει στην δικαστική επίλυση του ζητήματος.

Μια τέτοια προσέγγιση θα καταδείξει πως η Ελλάδα - και κυρίως η υφιστάμενη Κυβέρνηση της - δεν αντιμετωπίζει ευκαιριακά ή πολιτικά το ζήτημα, αλλά εμμένει σε θέσεις αρχής και στηρίζεται στο Διεθνές Δίκαιο. Ο ελληνισμός έχει υποφέρει αρκετά από την παρέκκλιση από το Διεθνές Δίκαιο και την πολιτικοποίηση των προβλημάτων αντιμετώπισε. Θα ήταν συνεπώς αδιανόητο να ακολουθηθεί οποιαδήποτε άλλη οδός στο ζήτημα αυτό εκτός από την παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο, η οποία άλλη οδός ουσιαστικά θα προσέβαλλε τόσο την Ιστορία όσο και τους νεκρούς μας.

Δημοφιλή