Η κυρίαρχη ιδεολογία, προστάτης του παλιού

Για να καταστεί μια επιχείρηση ανταγωνιστική στο περιβάλλον της, θα πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις, απασχολώντας εργαζόμενους που να ανταποκρίνονται στις νέες προκλήσεις, είτε αντικαθιστώντας τους με νέους, είτε εκπαιδεύοντας αυτούς που ήδη διαθέτει. Διαφορετικά καλείται η επιχείρηση να επωμιστεί το κόστος της μη προσαρμογής, με ότι συνέπειες αυτό έχει μακροπρόθεσμα για την ίδια, τη χώρα, τους ίδιους τους εργαζόμενους και τον τελικό καταναλωτή.
Pacific Press via Getty Images

Η διαχρονική αύξηση του μισθού παραδοσιακά συμβαδίζει με τη σταδιακή βελτίωση της αποδοτικότητας του ατόμου στην εργασία του. Η συσσώρευση εμπειρίας, η αφομοίωση γνώσης και η διαρκής εκπαίδευση και ενασχόληση με το ίδιο αντικείμενο, έχουν κάνει τη διαχρονική προσαρμογή των μισθών προς τα πάνω βιώσιμο στις σύγχρονες οικονομίες της ελεύθερης αγοράς, όπου επικρατεί η εξειδίκευση.

Είναι αυτοί οι παράγοντες που καθιστούν τις αυξήσεις αυτές οικονομικά εφικτές και τις επιχειρήσεις βιώσιμες. Είναι αυτοί οι παράγοντες που προστάτευαν διαχρονικά τις κοινωνίες από το φαινόμενο να έχουμε μια διαρκή ανακύκλωση εργασίας νέων ατόμων σε θέσεις εξειδίκευσης με παράλληλο παραγκωνισμό των γηραιότερων.

Με την επιτάχυνση όμως των επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων, παράλληλα με την εξάπλωση του διαδικτύου, την διαθεσιμότητα της πληροφορίας και τη βελτίωση των μέσων εκπαίδευσης, η ταχύτητα εξειδίκευσης και απόκτησης ικανοτήτων αυξήθηκε. Στο νέο αυτό περιβάλλον, φαίνεται ότι προσαρμόστηκαν οι νέοι σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από τους γηραιότερους. Φαίνεται πως η ταχύτητα των εξελίξεων ήταν τέτοια, που η ικανότητα προσαρμογής των νέων στις νέες συνθήκες κρίθηκε σημαντικός παράγοντας να αποκτήσουν οι ίδιοι ανταγωνιστικές δεξιότητες απέναντι στους παλιούς.

Ενώ λοιπόν σε παλαιότερες εποχές, η ταχύτητα των εξελίξεων ήταν τέτοια που δε ξεπερνούσε την ταχύτητα εναλλαγής των γενεών στην παραγωγή, αυτό που παρατηρούμε πλέον να συμβαίνει είναι πως η ταχύτητα των εξελίξεων έχει γίνει πολύ μεγαλύτερη του χρόνου του εργασιακού βίου. Οι τάσεις αυτές, είναι λογικό να προκαλούν προβληματισμό, ειδικά αν αναλογισθούμε το γεγονός πως η ηλικία του ανθρώπου είναι συνήθως ανάλογη των αναγκών που έχει.

Λύση για το φαινόμενο αυτό, φαίνεται να είναι η διαρκής εκπαίδευση και προσαρμογή του ανθρώπου στις νέες παραγωγικές συνθήκες, ώστε η μισθολογική και εργασιακή εξέλιξη να συμβαδίζουν με την ηλικία. Για να καταστεί μια επιχείρηση ανταγωνιστική στο περιβάλλον της, θα πρέπει να προσαρμόζεται στις νέες καταστάσεις, απασχολώντας εργαζόμενους που να ανταποκρίνονται στις νέες προκλήσεις, είτε αντικαθιστώντας τους με νέους, είτε εκπαιδεύοντας αυτούς που ήδη διαθέτει. Διαφορετικά καλείται η επιχείρηση να επωμιστεί το κόστος της μη προσαρμογής, με ότι συνέπειες αυτό έχει μακροπρόθεσμα για την ίδια, τη χώρα, τους ίδιους τους εργαζόμενους και τον τελικό καταναλωτή.

Κατά παρόμοιο τρόπο βλέπουμε πως λειτουργούν και χώρες ολόκληρες, ακόμα και υπερεθνικοί σχηματισμοί όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα σύγχρονο στοίχημα για την Ευρώπη, είναι πώς θα καταφέρει να ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες και διαδικασίες στους κόλπους των οικονομιών της, χωρίς να προκαλέσει στρατιές ανέργων μέσης ηλικίας. Η παγκοσμιοποίηση και η αυξανόμενη πρόσβαση νέων ανθρώπων του αναπτυσσόμενου κόσμου στην εκπαίδευση και την εξειδίκευση, έχουν δημιουργήσει μια δεξαμενή άντλησης καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, στην οποία έρχονται να προστεθούν και οι νέοι του δυτικού κόσμου. Σε αυτή την τάση βέβαια, αντιτίθεται η έλλειψη ευελιξίας στην αγορά εργασίας σε κάποιες χώρες, γεγονός που καθιστά τις χώρες αυτές, τις επιχειρήσεις τους και το δημόσιο τομέα τους μη ανταγωνιστικό, δαπανηρό, αναποτελεσματικό και με μειωμένη ποιότητα προσφερόμενων υπηρεσιών.

Μια χώρα που φαίνεται να αποτελεί παράδειγμα αυτού του φαινομένου, είναι η Ελλάδα. Οι υφιστάμενες δομές της, ο χαμηλός ανταγωνισμός, οι φραγμοί στην είσοδο ξένων επενδύσεων, ο μεγάλος δημόσιος τομέας και κυρίως ο υπερβολικός προστατευτισμός των υφιστάμενων εργαζομένων, θέτει μεγάλα εμπόδια στην ικανότητα προσαρμογής των επιχειρήσεών της και των οργανισμών της, ιδιωτικών και δημόσιων στο νέο αυτό περιβάλλον. Αποτέλεσμα αυτού, είναι η Ελλάδα σαν οικονομία να μη μπορεί να σταθεί με τρόπο αποτελεσματικό και βιώσιμο σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο.

Η δυσκολία υποκίνησης των υφιστάμενων εργαζομένων και ενεργοποίησής τους να αντεπεξέλθουν στις σύγχρονες προκλήσεις της αγοράς, σε συνδυασμό με την έλλειψη ευελιξίας και κινητικότητας τους, καθιστούν τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που εργάζονται βραδυκίνητες. Τα ενδεχόμενα θετικά αποτελέσματα συνεπώς στην ποιότητα, αλλά και στο κόστος των προσφερόμενων υπηρεσιών και προϊόντων από τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς αργούν να φτάσουν ή δε φτάνουν καθόλου στον τελικό καταναλωτή.

Η δε απομόνωση της χώρας ως λύση δε λύνει το πρόβλημα, καθώς και σε αυτή την περίπτωση, η έλλειψη ανταγωνισμού και τα εμπόδια εισόδου νέων τεχνολογιών και διαδικασιών, κάνουν τη χώρα να μην εισπράττει τα οφέλη που θα μπορούσε. Συνεπώς, με ένα τέτοιο δύσκαμπτο περιβάλλον, με ανοικτά σύνορα βλέπουμε πως υστερούν οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί που αδυνατούν να συμβαδίσουν με το σήμερα, ενώ με κλειστά, το φαινόμενο γίνεται καθολικό για όλους τους παίκτες που δρουν εντός της οικονομίας.

Αναλογιζόμενοι το γεγονός της έλλειψης ευελιξίας στο εργασιακό στην Ελλάδα, του μεγάλου μεγέθους του δημοσίου τομέα για τα δεδομένα της, του αφιλόξενου επενδυτικού περιβάλλοντος, της έλλειψης κινήτρων για ενεργοποίηση και προσαρμογή του εργαζόμενου στις νέες συνθήκες και της κυρίαρχης ιδεολογικής αγκύλωσης, η Ελλάδα παρά τα ανοικτά της σύνορα, φαίνεται ότι αδυνατεί να προσαρμοστεί στις νέες επιταγές.

Οι φωνές που μιλούν υπέρ της προστασίας των εργαζομένων, είναι πολύ περισσότερες από αυτές που μιλούν για αντικατάστασή τους. Οι φωνές που στηρίζουν τις υφιστάμενες δομές οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας, φαίνεται να είναι περισσότερες από αυτές που κάνουν λόγο για τις στρατιές των νέων ανέργων. Η ισχύς των γηραιότερων είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των νέων, οι οποίοι στις μέρες μας δε φαίνεται να εκπροσωπούνται επαρκώς στη διεκδίκηση των συμφερόντων τους.

Ας φανταστούμε όλοι πόσο ισχυρότερη θα ήταν η δυσαρέσκεια εκ μέρους τους και πόσο υψηλότερη η ανεργία στους κόλπους τους, αν προσμετρούσαμε ως ανέργους και το μεγαλύτερο μέρος αυτών που εγκατέλειψαν τη χώρα για να εργαστούν κάπου αλλού. Η τάση συνεπώς της μετανάστευσης νέων ηλικιών στην Ελλάδα, ενδυναμώνει την παρούσα αναποτελεσματική οργάνωση της ελληνικής οικονομίας, καθώς πλέον λιγοστεύουν οι φωνές που θα μιλήσουν υπέρ τους.

Θωρακίζεται έτσι μια κατάσταση όπου οι ήδη εργαζόμενοι διατηρούν τις θέσεις τους, οι θέσεις αυτές υπολειτουργούν σε συνθήκες έλλειψης ανταγωνισμού και μονιμότητας και οι υφιστάμενοι νέοι άνεργοι είτε συντηρούνται από τους εργαζόμενους γονείς τους, είτε εγκαταλείπουν τη χώρα, προσφέροντας τις δεξιότητές τους σε μια άλλη αγορά όπου και αυτοί επωφελούνται και η επιχείρηση που εργάζονται, αλλά και το κράτος φορολογώντας τους ίδιους και τον οργανισμό που εργάζονται.

Η ευελιξία στην αγορά εργασίας δεν είναι ιδεολογική αγκύλωση. Είναι ο μοναδικός τρόπος να ανασυνταχθεί η ελληνική οικονομία. Μια ενδεχόμενη αντικατάσταση υφιστάμενων εργαζομένων μέσης ηλικίας από νεότερους, όσο κυνική και απάνθρωπη και αν ακούγεται, θα μετρίαζε τη ζημιά της χώρας σε ανθρώπινο κεφάλαιο, αποδοτικότητα και ανταγωνιστικότητα. Οποιεσδήποτε μειώσεις υφίστανται οι υπάρχοντες οικογενειάρχες εργαζόμενοι, δε μπορούν να συγκριθούν με τα εισοδήματα που χάνονται από την παντελή έλλειψη αξιοποίησης των δεξιοτήτων των νέων.

Όντας όμως μια κοινωνία ισχυρών οικογενειακών δεσμών, μας φαίνεται λογικότερο οι γονείς να χρηματοδοτούν την ανεργία των νέων, παρά να δομήσουμε μια οικονομία, όπου οι νέοι θα αποτελούν την ατμομηχανή και θα καλούνται οι ίδιοι να χρηματοδοτήσουν ενδεχόμενη ανεργία των γονέων τους, εξαιτίας της βραδύτητας στην προσαρμογή αυτών στο νέο περιβάλλον.

Δημοφιλή