Σημειώσεις στη Βουδαπέστη

Πήγα και εγώ κατά την διάρκεια των σπουδών μου, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι νέοι και νέες πριν και μετά από μένα, να σπουδάσω κάποιους μήνες σε άλλη χώρα, με το πρόγραμμα Erasmus. Την θεωρούσα πριν- και είμαι πεπεισμένος, πλέον- μια εκπληκτική ευκαιρία, μια ευεργετική δυνατότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που για τόσα την ψέγουμε και τόσες άλλες αφορμές, ακόρεστα, η ίδια μας προσφέρει για να τα βάζουμε μαζί της, προσφέρει μέσα από αυτό το πρόγραμμα, μια πραγματική ευκαιρία να επενδύσεις στον εαυτό σου.
Stavros Malichoudis

Πήγα και εγώ κατά την διάρκεια των σπουδών μου, όπως δεκάδες χιλιάδες άλλοι νέοι και νέες πριν και μετά από μένα, να σπουδάσω κάποιους μήνες σε άλλη χώρα, με το πρόγραμμα Erasmus.Την θεωρούσα πριν- και είμαι πεπεισμένος, πλέον- μια εκπληκτική ευκαιρία, μια ευεργετική δυνατότητα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, που για τόσα την ψέγουμε και τόσες άλλες αφορμές, ακόρεστα, η ίδια μας προσφέρει για να τα βάζουμε μαζί της, προσφέρει μέσα από αυτό το πρόγραμμα, μια πραγματική ευκαιρία να επενδύσεις στον εαυτό σου.

Επιδοτείσαι. Παίρνεις ένα αρκετά καλό ποσό, ανάλογα με την χώρα υποδοχής, για κάθε μήνα ανταλλαγής. Και έχεις την ευκαιρία να αλληλεπιδράσεις με άτομα εκτός του άμεσου περιβάλλοντος σου, να συνυπάρξεις με όσα δεν είχες συνηθίσει μέχρι τότε.

Κι αν όλα πάνε καλά, αν έχεις μάτια και καρδιά και μυαλό ανοιχτά δηλαδή, όσο χρειάζεται, θα ωφεληθείς: θα δεις όλα εκείνα που δεν θέλεις να δεις, θα έχεις ουσιαστική τριβή με όσα σε τσιγκλάνε, θα αναγκαστείς να διευρύνεις ορίζοντες και όρια σκέψης και δεκτικότητας, να επαναπροσδιορίσεις τόσο τον εαυτό σου όσο και την θέαση και πρόσληψη των γύρω- θα γυρίσεις πίσω άλλος άνθρωπος, με λίγα λόγια. Αν όλα πάνε καλά, όλο και κάποια στιγμή θα βρεθείς να είσαι εσύ ο ξένος, εσύ να νιώθεις άβολα, εσύ αντιμέτωπος με τα γιατί του κόσμου. Αν όλα πάνε καλά.

Θυμάμαι το πρώτο μας ταξίδι, με κάποια άλλα παιδιά απ' το Erasmus. Πρωί, σε ένα τρένο που μας πηγαίνει απ' το Λιντς της Αυστρίας στη Βουδαπέστη, ταλαίπωροι απ' το προηγούμενο βράδυ, όλο ενθουσιασμό για το τριήμερο που ανατέλλει.

Μέσα στις πλάκες μεταξύ μας, τις συζητήσεις με άλλους ταξιδιώτες, τα λαίμαργα βλέμματα στο τοπίο που έτρεχε πλάι μας από την άλλη πλευρά του τζαμιού, είχαμε και άλλο λόγο να είμαστε ενθουσιασμένοι: Τα λεφτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόλις είχαν μπει.

Για αρκετούς από εμάς ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε τετραψήφιο νούμερο στον λογαριασμό- κάποιοι από εμάς, εξάλλου, δεν είχαμε καν λογαριασμό πριν την Αυστρία.

Φτάνοντας στην Βουδαπέστη, δεν ήξερα πολλά. Είχα δει στο Πάντειο συμφοιτήτριες από διάφορα Τμήματα, που κάναμε ταυτόχρονα τις αιτήσεις μας για το πρόγραμμα, να τσακώνονται για τις θέσεις που προσφέρονταν. Αυτό γινόταν κάθε χρόνο, μας είχε ενημερώσει η καθηγήτρια. Είχα ακούσει, από φίλους που είχαν βρεθεί στην πόλη, πως είναι μια κούκλα, μια πόλη μαγική, μοναδική. Είχα λάβει ως απάντηση χαμόγελα από τους Ούγγρους φοιτητές, πριν το ταξίδι, σαν έκανα να τους ρωτήσω: προέβλεπαν πως θα πάθαινα πλάκα με το φαγητό, την μπίρα, τις γυναίκες, τα μαγαζιά της πόλης, το πνεύμα της.

Είχα διαβάσει, πως ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης, που αποτελούσε μία από τις μεγαλύτερες και πιο δραστήριες κοινότητες Εβραίων στην Ευρώπη, ξεκλήρίστηκε, κάποιες δεκαετίες πριν, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης σπαρμένα στην Ευρώπη. Κάπου στο Διαδίκτυο, ακόμη, είχε πάρει το μάτι μου, πως σήμερα υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με την αφομοίωση των Ρομά στο υπόλοιπο σύνολο και ανησυχητική άνοδος του νεοναζισμού- κάποιοι, φαίνεται, θέλανε να απαλλαγούν και από όσους είχαν γλιτώσει.

Επίσης, πως στην κούκλα Βουδαπέστη, υπάρχει μεγάλος αριθμός αστέγων, που το κράτος τους κάνει την ζωή δύσκολη, με το να τους κυνηγάει και να τους βάζει πρόστιμα, επειδή επιδίδονται σε αυτό το ιδιότυπο ελεύθερο κάμπινγκ, κάθε σεζόν του χρόνου- του ψυχρότατου Χειμώνα περιλαμβανομένου.

Πιο πολύ από όσα είχα ακούσει, ψαρέψει στο Διαδίκτυο ή διαβάσει, όμως, ανυπομονούσα να δω.

Σαν έφτανε το τρένο στον κεντρικό σταθμό, ένιωσα λες και ήμουν μέλος απελευθερωτικού στρατιωτικού Σώματος και ως τέτοιο έφτανα στην πόλη- κάπως έτσι θα πρέπει να ένιωσαν οι απελευθερωτικές δυνάμεις, στο τέλος του δεύτερου Μεγάλου Πολέμου που έπληξε την Ευρώπη, σκέφτηκα. Ο σταθμός δεν θύμιζε σε τίποτα όσα ήξερα και θυμόμουν, από αντίστοιχους κεντρικούς σταθμούς των γερμανόφωνων χωρών της Ευρώπης, για παράδειγμα.

Ήταν βρώμικος και καπνισμένη η όψη του, τα κτίρια του φτωχικά και κακοσυντηρημένα, μουντό το χρώμα τους. Οι πλανόδιοι θύμιζαν τους δικούς μας στο κέντρο της Αθήνας ως προς το τι πωλούσαν και πως το πλάσαραν ηχητικά, οι επιγραφές παλιότερης γενιάς. Στον δρόμο, τουρίστες χαμογελαστοί μας προσπερνούσαν με τις εύθυμες κουβέντες τους- το ίδιο και οι μουτρωμένοι ντόπιοι, άλαλοι. Πρόσωπα φορτωμένα έγνοιες, νοτισμένα από θλίψη, πολλοί με δυσκολίες στην κίνηση, αγενείς σαν δινόταν η ευκαιρία. Ρούχα φθαρμένα, χαμόγελα που τα' χαν καταπιεί, βήματα άνευρα, ασταθή, αβέβαια.

Πηγαίνοντας προς το χόστελ, παρατηρήσαμε και τους αστυνομικούς, παρόντες ανά τακτά σημεία. Ζεύγη από σωματώδεις τύπους, με ξυρισμένα κεφάλια και αγριεμένες φάτσες. Επιτέλους, σκέφτηκα, αστυνομικοί που φαίνονται επικίνδυνοι, που τους βλέπεις και λες κάτσε να' μαι καλυμμένος, κι ας μην φταίς για κάτι. Με τους χαμογελαστούς και ευτραφείς κυρίους του Λιντς, είχα αρχίσει να ξεχνάω από που προέρχομαι.

Σε μια κεντρική πλατεία, πετύχαμε μια μεγάλη ουρά ανθρώπων, που στέκονταν κατά μόνας, ο ένας πίσω από τον άλλον. Αμίλητοι κι ανέκφραστοι, σημασία δεν έδιναν στον κόσμο που περνούσε δίπλα τους. Μονάχα, κάθε τόσο, ένα-δυο βήματα μπροστά. Και πάμε πάλι.

Ήμασταν πέντε: μια Βελγίδα, μια Ισπανίδα, ένας Φινλανδός, μια Ελληνίδα, ένας Έλληνας. Οι δύο Έλληνες ξεχνιόμασταν πίσω να κοιτάμε, κάθε λίγα μέτρα, με το βλέμμα μας να θέλει να ρουφήξει κάθε αντίθεση που του προσφερόταν. Τα ομοιόμορφα κτίρια της Σοβιετικής εποχής, αρκετών ορόφων και πολλών παραθύρων έκαστο, με τμήματα ολόκληρα να λείπουν απ' τους τοίχους σε ορισμένα σημεία, ενώ ακριβώς δίπλα, στο ίδιο κτίριο ακόμη, μπορεί να έβλεπες εντυπωσιακά αγάλματα και προτομές θεών από περασμένες εποχές, ή γυναικείων μορφών ή μεσαιωνικών πλασμάτων. Ή και ολόκληρες σειρές απ' αυτά.

Τις βλοσυρές εκφράσεις της πλειοψηφίας των ανθρώπων που μας προσπερνούσαν, και άλλοτε ένα πολυτελές αυτοκίνητο που πέρναγε μαρσάροντας, πάνκηδες και χίππηδες που άραζαν στο δρόμο παρά το κρύο, τουρίστες, φωτογράφους, ξένους φοιτητές, ντόπιους και άστεγους, τα ξενοδοχεία και φαστφουντάδικα που ξεφύτρωναν εδώ κι εκεί, στα κτίρια που ο καπιταλισμός κληρονόμησε από άλλο πολίτευμα.

Καταλάβαμε ότι η ουρά που βλέπαμε μπροστά μας ήταν για το συσσίτιο της πόλης. Σε αυτή την ουρά, που κυριολεκτικά έπιανε ενάμιση τετράγωνο, περίμεναν κάθε μεσημέρι οι άστεγοι και άποροι της πόλης, να χορτάσουν την πείνα της ημέρας- σημερινής ή χθεσινής, ίσως.

Για αυτό τα πιατικά στα χέρια, είπαμε. Και συνεχίσαμε. Την δουλειά μας εμείς.

Δύο μήνες αργότερα, την ημέρα των Χριστουγέννων, έτυχε να περάσω ξανά από το ίδιο σημείο. Ίδιας κοπής, σημαδεμένες από τις ίδιας απουσίας χρώματος και λάμψης εκφράσεις, ίδια ανέκφραστα βλέμματα, σιωπή. Στην πλατεία τοποθετημένα κάποια μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα, στα οποία όμως κανείς δεν έδινε σημασία. Οι υπόλοιπες πλατείες να σφύζουν από τουρίστες, από κάθε γωνιά του πλανήτη.

Το χόστελ μας, για να επιστρέψω στην εποχή που μας ενδιαφέρει, ήταν ριζωμένο στο κέντρο της πόλης, σε μια από αυτές τις θεόρατες, συμπαγείς και ομοιόμορφες πολυκατοικίες, των ομοιόμορφων και ομοιόσχημων κτιρίων, τα διαμερίσματα των οποίων μοιράζονται μια μεγάλη εσωτερική αυλή. Το βρήκαμε σχετικά εύκολα, ανεβήκαμε τα σκαλιά αρκετά δύσκολα και χτυπήσαμε το κουδούνι με το περίεργο μουστάκι.

Μας άνοιξε ένα κοντούλικο ξανθό αγόρι, πιο κοντό κι απ τις κοπέλες τις παρέας, αμούστακο, με πρόσωπο ακόμη τρυφερό.Κατι πήγε να μας πει, δεν τα κατάφερε, κοκκίνισε, έσκυψε το κεφάλι και απλά παραμέρισε και μας έκανε νόημα που βρισκόταν η ρεσεψιόν. Ύστερα χάθηκε- με το κεφάλι πάντα χαμηλά- σε κάποιο απ' τα δωμάτια, με μερικά σεντόνια στα χέρια, κλείνοντας την πόρτα πίσω του.

Στις μέρες που μείναμε στο χόστελ, είχαμε τη δυνατότητα να έρθουμε επαφή με κάποια από τα υπόλοιπα άτομα. Έναν νεαρό Ιάπωνα, με τον οποίο μοιραζόμασταν το δωμάτιο, που όπως φαίνεται ενοχλούσαμε κάθε βράδυ με τις φωνές μας σαν επιστρέφαμε και, για αντίποινα, πριν φύγει νωρίς κάθε πρωί αποφασισμένος να λιώσει τις σόλες των παπουτσιών του στους δρόμους της Βουδαπέστης και να γεμίσει την χωρητικότητα της κάμερας του, φρόντιζε να μας κεράσει μια απ' τα ίδια, διεκπεραιώνοντας το οτιδήποτε έκανε- απ' το να δέσει τα κορδόνια του ως να χασμουρηθεί- με θόρυβο, μιλώντας στο Skype στις 7 το πρωί μες στο δωμάτιο, κ.ο.κ.

Επίσης, γνωρίσαμε τον τύπο από την ρεσεψιόν, ο οποίος είχε το μουστάκι που βλέπαμε και στο σήμα του χόστελ και είχε άπλετη και ειλικρινή όρεξη να μιλήσει για τα πάντα, πέραν των όσων πιθανόν τον ρωτούσες.

Μαζί, την κοπέλα που δούλευε στην ρεσεψιόν τα απογεύματα: Μια Εβραία που μισούσε τους Εβραίους- πρόκειται για δύο πράγματα που μάθαμε, στα πρώτα πέντε λεπτά της γνωριμίας μας, χωρίς να κάνουμε καμία σχετική ερώτηση. Ακόμη, το νεαρό αγόρι που' χαμε περάσει για ταξιδιώτη αρχικά, αλλά τις λίγες φορές που βρισκόμασταν στο χόστελ ήτανε πάντα εκεί, ξετρυπώνοντας για λίγο από κάποιο δωμάτιο, για να μας κοιτάξει για ελάχιστες στιγμές και ύστερα να χαθεί πάλι πίσω από μια πόρτα που πάντα έκλεινε. Δίχως να αλλάξουμε κουβέντα.

Η κοπέλα, η Εβραία που μισούσε τους Εβραίους, χωρίς να ξέρω αν έπιασε στην ατμόσφαιρα την απορία μας για το παιδί αυτό, μας μίλησε για κείνον από μόνη της, ένα βράδυ πριν βγούμε. Με μια έκφραση άκρως υποτιμητική, που έδειχνε πως όσα μας έλεγε, εκείνη μάλλον το απολάμβανε.

Το αγοράκι αυτό δεν ήταν τουρίστας, σαν εμάς, είπε. Ήταν Ούγγρος, από τη Βουδαπέστη, 17 χρονών. Στην τελευταία τάξη του σχολείου, μας είπε η κοπέλα. Τα παιδιά που είχαν το χόστελ τον είχαν αφήσει να μένει εκεί, δωρεάν, καθώς δεν είχε χρήματα, με αντάλλαγμα να βοηθά με τις δουλειές. Για αυτό, που τον χάναμε που τον βρίσκαμε, με ντουζίνες σκεπασμάτων ή σφουγγαρίστρες και πανάκια, ήτανε. Για αυτό πάντα μες στο σπίτι, πάντα με τα ίδια ρούχα. Και, συνεχίζοντας, σαν έφτανε η ώρα να απαντήσει στο γιατί, το μεγάλο γιατί όλης αυτής της ιστορίας, το χαιρέκακο χαμόγελο της κοπέλας έπιασε και το υπόλοιπο πρόσωπο της.

Το αγοράκι αυτό, που ήταν 17 χρονών, μια σταλιά, και κάποιος το είχε μάθει πως πρέπει να κοιτάει χαμηλά, να στέκει απόμακρα απ' τους άλλους, να νιώθει κατώτερος, το είχαν διώξει οι γονείς του από το σπίτι, λίγες βδομάδες πριν, μόλις τους είπε πως ήταν ομοφυλόφιλος. Τα παιδιά του χόστελ, μας είπε η κοπέλα, με τέτοια πράγματα δεν θέλανε μπλεξίματα. Τον μαζέψανε μόνο και μόνο επειδή τους παρακάλεσε κοινός γνωστός. Προσωρινά, εννοείται. Είπε.

"Και τι θα γίνει τώρα", ρωτήσαμε την κοπέλα. "Δεν θα γυρίσει σπίτι κάποια στιγμή;"

"Πάτε καλά;", η απάντηση. "Ούτε που θέλουν να τον βλέπουν οι γονείς του".

Βγήκαμε από το χόστελ, λίγο μετά. Εκείνο το βράδυ, περισσότερο απ' το προηγούμενο, περπατήσαμε εδώ κι εκεί. Στην πόλη που σφύζει από ζωή, που κάθε εντύπωση σου- πρώτη ή δεύτερη ή ακόλουθη- θα είναι και διαφορετική, που με τα μαγαζιά που βρίσκονται σε ότι μέρη βάζει ο νους σου- σε υπόγεια, σε γκαράζ, σε ταράτσες, σε αυλές- είναι γεμάτη φώτα, ζωντάνια και φωνές το βράδυ και βρωμιά και θλίψη την ημέρα.

Μέχρι να φύγουμε, τις φορές που το βλέμμα μας αντάμωσε το δικό του ξανά, σαν ξετρύπωνε και πάλι απ' το δωμάτιο του, πριν πασχίσει να εξαφανιστεί ξανά, εκείνοι- ή, τουλάχιστον, και εκείνοι- που σκύβανε το κεφάλι πλέον, ήμασταν εμείς. Και ενώ πολύ θα το θέλαμε, και αρκετές φορές το συζητήσαμε μεταξύ μας, δεν μπορέσαμε να του μιλήσουμε ποτέ. Τι να του πούμε, άλλωστε;

Να του εκφράσουμε την οργή μας, από την θεωρητική, καβατζωμένη γωνίτσα μας, για τους ανθρώπους που εν έτει 2013, τότε, και ενώ η ζωή μας κατακλύζεται από έξυπνες συσκευές, παραμένουν πεισματικά χαζοί, με το να επιμένουν να βάζουν προσωπικά κόμπλεξ και κολλήματα πάνω από την ευτυχία και ηρεμία, έστω, των ανθρώπων;

Λες και έχουμε πολλούς χαρούμενους άνθρωπους εκεί έξω.

Να του εκφράσουμε την υποστήριξη μας; Τον σεβασμό μας που απ' τα 17 του έχει τη δύναμη να τραβήξει έναν δρόμο, που πολλοί από τους επικριτές του- που, δυστυχώς, προέκυψαν νωρίς και θα προκύψουν κι άλλοι- δεν θα άντεχαν καν; Τι σημασία έχει; Και την επόμενη ημέρα εκεί θα βρίσκεται, θα βγαίνει απ' το δωμάτιο του, θα κάνει δουλειές, θα σκύβει το κεφάλι, θα μπαίνει στο δωμάτιο του.

Και έξω η ζωή είναι πολύχρωμη, που λέει η Αμάντα Μιχαλοπούλου.

Φύγαμε από τη Βουδαπέστη και η συνάντηση μας με τον μικρόσωμο Ούγγρο ξέφτισε σε σκόρπιες αναφορές σε συζητήσεις με τακτικότητα εβδομάδων και μηνών και σελίδες από σημειωματάρια, που καταχωνιάστηκαν σε συρτάρια. Μόνο πρόσφατα, το Πάσχα, ήρθε και πάλι στο μυαλό μου η εικόνα του. Μέρες χαράς, μέρες ηρεμίας και αγαλλίασης, υποτίθεται, για κάθε οικογένεια, κάθε θρησκεία- για κάθε άνθρωπο που πατά το χώμα που πατάν κι οι άλλοι, ούτε πιο πάνω ούτε πιο κάτω, θα' πρεπε.

Που να' ναι εκείνος, άραγε; Να κρύβεται ακόμη κάτω από σκεπάσματα, μαξιλάρια και σεντόνια, χαμαλίκια που εξασφαλίζουν απλώς την ύπαρξη του;

Βρήκα το τηλέφωνο του χόστελ στο Διαδίκτυο και κάλεσα. Απάντησε μια κοπέλα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήθελα, μου έδωσε μιαν άλλη. Εκείνη, την αναγνώρισα. Της εξήγησα ποιός είμαι, τι ήθελα να μάθω. Παύση για λίγο.

Ύστερα: "Πολύ περίεργο αυτό. Τον κοντούλη λες; Τον γκέυ; Χάθηκε αυτός, κανείς δεν ξέρει που είναι. Την έκανε ένα βράδυ".

"Μήπως τον δέχτηκαν οι γονείς του πίσω;" αναθάρρησα.

"Α, όχι. Και κείνοι, πήραν τηλέφωνο σε κάποια φάση να επιβεβαιώσουν αν μένει εδώ, η μάνα του δηλαδή. Αλλά ο κοντούλης την είχε κάνει ήδη από καιρό, της το' πα"."Καλό Πάσχα".

Καλό Πάσχα και σε σένα ρε κοντούλη, που ποτέ δεν σε είπαμε με το όνομα σου, και καλή τύχη με τα αγρίμια που βρήκες και θα βρεις να ανασαίνουνε δίπλα σου.

Κάτι τελευταίο, μόνο: εσύ, το κεφάλι και το βλέμμα ψηλά. Αν θέλουν, ας χαμηλώσουνε κείνοι.