Εκείνο το καλοκαίρι

Οι πρωταγωνιστές τους, παγιδευμένοι στις επιταγές ενός αδόκιμου πλουραλισμού, συγκρούονται, αναζητούν και αγκιστρώνονται στο δόλωμα του εύρωστου και πλεονεκτικού τρόπου διαβίωσης. Επιδίδονται σε υλισμούς και ερωτισμούς, προκαλώντας το δράμα των «πτωχών», την αστυνομία και την δολοφονία τους. Υπό το πρόσχημα της ανεύρεσης κάποιας ευτυχίας, παρασύρουν τις υπάρξεις των, σ' ένα ξέφρενο μεθύσι ουτοπίας, εμβαλλόμενο από το αίσθημα τους «χρήματος» και της «μεγάλης ζωής».
Archive

«Η άνοιξη δεν είναι εποχή λιτότητας», σιγοψιθυρίζει η Λένα Πλάτωνος στο τραγούδι «Η Κατέντζα της Άνοιξης», κι εγώ θα προσέθετα πως, η άνοιξη είναι η εποχή της Ανάμνησης. Καθώς η θέρμη του ήλιου ξυπνά τις αισθήσεις, το μυαλό μας ανατρέχει σε μια στιγμή, μια εποχή, μια σημασία. Σίγουρα, εκτός από τις φωτογραφίες που μας θυμίζουν το παρελθόν, τα βιβλία, τους πίνακες, τις μυρωδιές στις ντουλάπες· οι ταινίες αναζωπυρώνουν την μνήμη, εξάπτουν την φαντασία και μάς ποτίζουν με το δακρύβρεχτο φινάλε των αναμνήσεών μας.

Έτσι, με μια διάθεση ενθύμησης, ψάχνοντας κάτι στο internet, 'σκόνταψα' σε μια τηλεφωνική συνομιλία του Κλέαρχου Κονιτσιώτη με τον Αλέκο Σακελλάριο, όταν γύριζαν την ταινία «Χτυποκάρδια στο Θρανίο» (1963), για λογαριασμό μιας τουρκικής εταιρείας παραγωγής. Η κατάληξη αυτής της διαδικτυακής πλοήγησης με οδήγησε στις ταινίες που οραματίστηκε ο Κλέαρχος Κονιτσιώτης, ο οποίος ως παραγωγός τους, ενίοτε και σεναριογράφος τους, μάς παρουσίασε από το 1971 έως το 1976.

Στις τέσσερις αυτές «καλοκαιρινές», όπως φίλοι του κινηματογράφου τις ονομάζουν, ταινίες, το στοιχείο της περιπέτειας στον απόηχο μιας περασμένης, αλλά όχι πεπερασμένης, Ελλάδας του καυτού ήλιου, της esthète, κοσμοπολίτικης ζωής, της θάλασσας, λειτουργεί ως έμβολο μνήμης και ανάμνησης. «Εκείνο Το Καλοκαίρι» (1971), «Αναζήτησις» (1972), «Ψυχή και Σάρκα» (1974), «Το Αγκίστρι» (1976), όλες τους σκαριφούν το εφήμερο του κόσμου, την απληστία του ωραίου και την θραύση ισορροπίας της επιθυμίας.

Οι πρωταγωνιστές τους, παγιδευμένοι στις επιταγές ενός αδόκιμου πλουραλισμού, συγκρούονται, αναζητούν και αγκιστρώνονται στο δόλωμα του εύρωστου και πλεονεκτικού τρόπου διαβίωσης. Επιδίδονται σε υλισμούς και ερωτισμούς, προκαλώντας το δράμα των «πτωχών», την αστυνομία και την δολοφονία τους. Υπό το πρόσχημα της ανεύρεσης κάποιας ευτυχίας, παρασύρουν τις υπάρξεις των, σ' ένα ξέφρενο μεθύσι ουτοπίας, εμβαλλόμενο από το αίσθημα τους «χρήματος» και της «μεγάλης ζωής».

Η Τζένη (μάλλον Μαρί Πανταζή, «Αναζήτησις»), παντρεμένη, μητέρα ενός παιδιού και μοντέλο, πασχίζει να διανθίσει την οικονομική της κατάσταση, λειτουργώντας παράλληλα ως call-girl πλουσίων πελατών. Δολοφονείται. Ο Πέτρος (Κώστας Πρέκας, «Ψυχή και Σάρκα»), έμπειρος πιλότος, παγιδεύεται στον αισθησιασμό μιας πλουσίας Ελληνο-αγγλίδας και προδίδει την γυναίκα του, στην ανίχνευση απαντήσεων για τα ιδανικά της ζωής. Ύστερα από αυτοκινητικό ατύχημα, αδυνατεί να πετάξει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Γυναίκα (Έλενα Ναθαναήλ, «Εκείνο το Καλοκαίρι»), ούσα σε διετή διάσταση με τον σύζυγό της και έτοιμη να χωρίσει, αφού πιστεύει πως εκείνος δεν την επιθυμεί πια, ανακαλύπτει -κάπως αργά, μέσω της ασθενείας της- ότι η ευτυχία ενυπάρχει στα μικρά, καθημερινά πράγματα. Πεθαίνει, εκείνο το καλοκαίρι.

Μέσα λοιπόν από τα mise-en-scène, τα close-ups, την γεμάτη χρώματα φωτογραφία, την μοντέρνα-ψυχεδελική μουσική, οι ήρωες ζουν και δρουν διαποτισμένοι από υπέρμετρο εγωισμό, εγωκεντρισμό, αδηφαγία. Συνειδητοποιούν στο τέλος, μέσω κάποιων 'dei ex machina', αλήθειες για τους ιδίους, τις οποίες μάς αφηγούνται, μ' έναν θυμηδή τρόπο, δηλώνοντας την παρακμή και την πτώση της υλιστικής μας κοινωνίας. Ξαναβλέποντας λοιπόν τις -εν λόγω- ταινίες, αναρωτήθηκα, κατά πόσο αυτές οι οπτικές ή ισχυρισμοί απετέλεσαν ζητούμενο για τον Κλέαρχο Κονιτσιώτη.

Απεκδυόμενη τον εν γένει όρο «κριτική/κριτικός» με την ευρεία καταναλωτική του σημασία, αρκέστηκα μόνον στο να αναπαύσω τις σκέψεις μου στην αγκαλιά της μη στρατευμένης τέχνης, η οποία προάγει την αμφισημία και την ποικιλία στον τρόπο πρόσληψής της. Ο συσχετισμός επομένως, των ταινιών αυτών, με τα σημερινά κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα, αποτελεί μια -καθαρά- προσωπική θέαση, που ίσως μηδεμία σχέση έχει με την πρόθεση του παραγωγού τους, και πιθανώς προκύπτει από μια χαοτική ή υπερρεαλιστική σκέψη, που καθημερινά αποδεικνύεται ότι διέπει την επικοινωνία μας.

Όπως λοιπόν, η νεότερη ιστορία των ΜΜΕ και της επιδερμικής Πολιτικής ανήγαγε την απεργία των καθαριστριών του Υπουργείου Οικονομικών, στην πλέον «Ηρωική» πράξη του άμεσου παρόντος (!), αυθαίρετα κάπως, συνταυτίζω τις εν λόγω ταινίες με την γενικότερη παρακμή του πνεύματος.

Όχι γιατί αυτές καθ' αυτές σχετίστηκαν με μια κινηματογραφική μετριότητα, σαν αυτήν της κοινωνικής μετριότητας που σήμερα χειροκροτούμε. Όχι, κάθε άλλο. Μα, γιατί μέσω της «δημιουργικής ασάφειας», έθιξαν με έμμεσο και καλαίσθητο τρόπο τον κορεσμό της ψυχής από την υπερφίαλη πραγματικότητα, την απουσία συνείδησης στην πρακτική της ζωής και την τιμωρία των χαρακτήρων τους, που παρέμειναν υποταγμένοι εις την αείρροον αναζήτηση της πρόσκαιρης ευτυχίας.

Μήπως κάτι ανάλογο δεν διαδραματίστηκε, από τα χρόνια της μεταπολίτευσης και δώθε, στην δική μας κοινωνία; Μήπως κι εμείς δεν χάσαμε το μέτρο, ριγμένοι στην αέναη ψαύση ενός επιδεικτικού ελιτισμού; Μήπως δεν ζήσαμε την υπονοούμενη και -εν μέρει- υποκινούμενη ακμή, μα και την πτώση ηθών και αξιών που νομίσαμε πως είχαμε κατακτήσει, απέλπιδα αναζητούντες -τώρα- νέους «Ήρωες», για να μας οδηγήσουν στην ελευθερία;

Με την μόνη διαφορά, ότι εκείνη η «δημιουργική ασάφεια» του Κονιτσιώτη, μάς βρήκε θεατές ιστοριών στις πλαστικές καρέκλες θερινών κινηματογράφων και όχι συνυπογράφοντες χαρτοφυλάκια στα βελούδινα καθίσματα της Πολιτικής. Και η Πολιτική, παρατηρώ, με την έννοια που της δίδει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», από στοχευμένη, συνεχίζει να έρπει το κουφάρι της στα ύδατα της στράτευσης. Η Πολιτική αυτή, προάγει μονάχα την απληστία του όχλου, που σαν «πλήθος αμέτρητο ανθρώπων, (όντες) τόσοι πολλοί, που απίστευτο μου εφάνη ότι τους είχε ο θάνατος ξεκάνει» (Δάντης, Θεία Κωμωδία, Κόλαση ΙΙΙ, στ.55-57, 1308-1321).

Αυτός λοιπόν, ο «θάνατος» προκύπτει από ετούτη τη «δημιουργική ασάφεια» υπό την οποία διαβιούμε και τοποθετούμε εαυτούς στον χώρο και στον χρόνο. «Τούτο το σπίτι (ήτοι η κοινωνία μας), παρ' όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει. Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του, να ζει απ' τους νεκρούς του» (Η Σονάτα του Σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος, στ.114-116, 1956).

Οποία εν τέλει η πηγή των παθών μας; Οποία και η λύτρωσις; Ίσως, μια «δημιουργική παρόρμηση» αντί της «δημιουργικής ασάφειας», είναι που λείπει, για να αναχαράξουμε την πορεία μας προς την ανασυγκρότηση των αξιών, να αποτινάξουμε τον φόβο, να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων, να εκριζώσουμε το προσωπικό μας αδιέξοδο, να καλωσορίσουμε την Νέα Ζωή.

Δημοφιλή